Jan Morris – Τεργέστη. Η έννοια του πουθενά

1

Μια πόλη για τον τέταρτο κόσμο της Διασποράς

Υπάρχουν ανά την υφήλιο άνθρωποι οι οποίο συγκροτούν έναν Τέταρτο Κόσμο, μια δική τους διασπορά. Αυτοί είναι υπεράνω όλων! Ασχέτως χρώματος. Ασχέτως θρησκείας: μπορεί να είναι χριστιανοί ή ινδουιστές ή μουσουλμάνοι, μπορεί και εβραίοι ή ειδωλολάτρες ή και άθεοι. Μπορεί να είναι νέοι ή γέροι, άντρες ή γυναίκες, στρατιώτες ή ειρηνιστές, πλούσιοι ή φτωχοί. Μπορεί να είναι πατριώτες, ουδέποτε πάντως σωβινιστές. Μοιράζονται μεταξύ τους, ασχέτως εθνικότητας, τις κοινές αξίες του χιούμορ και της κατανόησης. Άμα βρεθείς ανάμεσά τους, δεν πρόκειται ούτε να σε κοροϊδέψουν ούτε να σε πικράνουν, γιατί δεν τους ενδιαφέρει ούτε η φυλή σου ούτε το θρήσκευμά ου, ούτε το φύλο ή η εθνικότητά σου· τους βλάκες τους ανέχονται, αν όχι ευχάριστα, οπωσδήποτε με κατανόηση. Γελάνε εύκολα. Δεν δυσκολεύονται να αισθανθούν ευγνωμοσύνη. […] Είναι εξόριστοι μέσα στην ίδια τους την κοινότητα, γιατί πάντα ανήκουν σε κάποια μειοψηφία, όμως είναι ένα έθνος πανίσχυρο, και κρίμα που δεν το ξέρουν. Είναι το έθνος του πουθενά και έχω καταλήξει να πιστεύω ότι είναι φυσικό να έχει πρωτεύουσά του την Τεργέστη. [σ. 233 – 234]

Trieste_intorno_a_1880._Il_Targesteo

Η Τζαν Μόρις [γεν. 1926] ζούσε και έγραφε ως Τζέιμς Μόρις μέχρι το 1972, οπότε και ολοκλήρωσε την διαδικασία της αλλαγής του φύλου της. Έγραψε έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και δοκιμίου, μυθιστορήματα, διηγήματα και αυτοβιογραφικά κείμενα. Τα ταξιδογραφήματά της είναι γραμμένα με τον τρόπο των αρχετυπικών συγγραφέων – ταξιδευτών – περιπλανώμενων. Συνδυάζουν τα αντικειμενικά στοιχεία με την υποκειμενική ματιά, τα ιστορικά και λογοτεχνικά δεδομένα με την προσωπική περιπλάνηση. Το βιβλίο της για την Τεργέστη θα είναι το τελευταίο της για την πόλη – το υπόσχεται κυρίως στον εαυτό της. Εβδομηντάχρονη πλέον και κοσμογυρισμένη, επιστρέφει αναζητώντας την αλήθεια πάντα στην ίδια προκυμαία.

Στην Τεργέστη περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, η ιδέα της εθνικότητας φαίνεται ξένη. Η πόλη αυτή διαμόρφωσε τον δικό της χαρακτήρας της προ πολλού από πληθυσμιακές ομάδες προερχόμενες από πολλές χώρες και παραμένει εκ φύσεως μοναχική. Από παραθαλάσσιο χωριό των Ιλλυριών σε ρωμαϊκή επαρχία, ύστερα σπλάχνο της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων της Βιέννης, Ελεύθερο Λιμάνι, κέντρο κοσμοπολιτισμού και αργότερα, όταν το λιμάνι παράκμασε, πόλη βυθισμένη σε νάρκη, στερημένη από την ίδια της την ενδοχώρα, Ελεύθερη Περιοχή και τέλος μοιρασμένη ανάμεσα στην Ιταλία (η πόλη και το λιμάνι) και στην Γιουγκοσλαβία (το μεγαλύτερο μέρος της πέριξ περιοχής), η Τεργέστη μοιάζει να ενσωματώνει κάθε στιγμή του παρελθόντος της. Εκείνο όμως από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει είναι η κληρονομιά της κοσμοπολίτικης κοινωνίας της. Μπορεί οι οικογένειες να χάθηκαν, όμως τα ονόματά τους είναι ακόμα και σήμερα μέρος του καθημερινού λεξιλογίου· ενίοτε και η ανάμνησή τους. Η διάλεκτος της Τεργέστης άλλωστε σήμερα έχει παρομοιαστεί από τον Ιρλανδοτεργεστίνο λόγιο Τζον Μακ Κορτ «ζωντανή εγκυκλοπαίδεια των πολιτισμών, των εθνών και των γλωσσών που αφομοιώθηκαν από την πόλη».

4

Για την συγγραφέα η Τεργέστη είναι μια αλληγορία του λίμπο στην κοσμική του διάσταση. Εκεί αισθάνεται μόνη ακόμα και όταν είναι με φίλους. Ο Βιεννέζος θεατρικός συγγραφέας Χέρμαν Μπαρ όταν την επισκέφτηκε το 1909 είπε ότι ένιωσε σαν να αιωρούνταν στη ανυπαρξία, σαν να βρέθηκε στο πουθενά. Είναι κι αυτή ένας τόπος που σημαίνει κάτι ιδιαίτερο σε όσους, όπως το έθεσε ο Ρόμπερτ Μιούζιλ, έχουν την εντύπωση ότι το καθετί σημαίνει κάτι περισσότερο από ό,τι έχει την ειλικρινή πρόθεση να σημαίνει. Μέχρι και ο Μαρσέλ Προυστ, που δεν επισκέφτηκε ποτέ του την Τεργέστη, βάζει τον Αφηγητή του να της σκέφτεται ως «το γλυκύτερο μέρος όπου οι άνθρωποι ήταν σκεφτικοί, τα ηλιοβασιλέματα χρυσά και οι καμπάνες των εκκλησιών μελαγχολικές». Ο Ουμπέρτο Σάμπα, ο in excelsis ποιητής της Τεργέστης, δείχνει να είναι διαρκώς μελαγχολικός στη πόλη του.

3 - svevo1

Ακόμα και στην Συνείδηση του Ζήνωνα του Ίταλο Σβέβο, είναι διάχυτη μια βασανιστική αίσθηση του ανικανοποίητου. Ο Ζήνων άλλωστε υποφέρει από κάθε λογής ασθένεια, για να καταλήξει στο τέλος ότι μια maladie imaginaire είναι χειρότερη από την οποιαδήποτε πραγματική γιατί δεν είναι ιάσιμη. Ποτέ πια, ποτέ ξανά είναι η επωδός που στοιχειώνει τις τελευταίες σελίδες της τραγικής νουβέλας του Σβέβο Το γέρασμα. Ιδού η επωδός της ίδιας της Τεργέστης. Ο Σβέβο φαίνεται ότι πέρασε μια πληκτική ζωή στην Τεργέστη, πρώτα ως λογιστής σε ασφαλιστική εταιρεία, κατόπιν ως διευθυντικό στέλεχος στο οικογενειακό εργοστάσιο χρωμάτων και βερνικιών. Αν όμως πιστέψουμε όσα γράφει στα μυθιστορήματά του, πίσω από την αστική πρόσοψη της πόλης κόχλαζε κάθε είδους σεξουαλικό πάθος. Ένα τέτοιο πάθος πάντως χαρακτήρισε την μέγιστη ερωτική ιστορία της πόλης, ανάμεσα στον λογοτέχνη – πορνογράφο Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ίζαμπελ Μπάρτον.

Αυτή η πόλη μοιάζει φτιαγμένη για τους εξόριστους. Έχει προσφέρει άσυλο σε πολλούς που εκπατρίστηκαν, είτε με την θέλησή τους είτε κατ’ ανάγκη, αν και τελικά πολλοί απ’ αυτούς έμειναν εκεί επιθυμώντας κατά βάθος να είναι κάπου αλλού. Γιατί αυτή είναι ειρωνεία με αυτό τον τόπο: να σε έλκει και ταυτόχρονα να σε μελαγχολεί.

5 - giacomo-girolamo-casanova

Ανώνυμοι ξένοι έφτασαν κατά χιλιάδες στην Τεργέστη, άλλοι άντεξαν για λίγο μόνο τον τόπο. Ο Καζανόβα υποχρεώθηκε να μείνει εδώ δυο ολόκληρα χρόνια και πέρασε κατά τα λεγόμενά του ζωή χαρισάμενη, όμως, μόλις οι Επίτροποι της Βενετίας του επέστρεψαν να γυρίσει στον τόπο του, έφυγε μέσα σε μια βδομάδα. ο Έγκον Σίλε έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα προσπαθώντας να συνέλθει από τις συνέπιες μιας σύντομης φυλάκισής του. Ο Κόνραντ έγραψε για τους βαστάζους της Τεργέστης, οι Μπούντενμπρουκ του Τόμας Μαν γράφτηκα κατά την παραμονή του στο Οτέλ ντε λα Βιλ, η πιο γνωστή ιστορία του Μπούνιν είχε αρχικά τον τίτλο Ο Κύριος από την Τεργέστη, ο Χάυδν έγραψε την Συμφωνία της Τεργέστης, ο Μάλερ, ο Φρόιντ και ο λόρδος Λούκαν πέρασαν από εδώ.

Η Τεργέστη είναι υπεράνω τουρισμού, οικονομίας, ιστορίας – αν ποτέ υποχρεωνόταν να αυτοδιαφημιστεί, θα της αρκούσε η Sua Triestinita. Η πόλη για την συγγραφέα έχει κάτι το υπαρξιακό, άρα προορισμός της είναι να είναι ο εαυτός της. Την εκμαυλίζει η γοητεία ενός επακόλουθου που χάθηκε, μιας δύναμης που έσβησε, του χρόνου που περνάει, των φίλων που φεύγουν, των μεγάλων πλοίων που πάνε για παλιοσίδερα. Δύσκολα αποφεύγει κανείς το σύνδρομο της Τεργέστης – η ίδια έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια θεραπείας. Εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, θυμάται τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες, τους χαμένους φίλους, πάντα μ’ εκείνη την γλυκιά tristesse που ονοματοποιεί την πόλη.

2

Η Tζαν Μόρις γράφει για τους εξόριστους της πόλης όμως σε γενικές γραμμές εξόριστη ένοιωσε κι εκείνη. Το παρελθόν άλλωστε ξένος τόπος είναι, όπως και τα γηρατειά καθώς προχωρείς είναι σαν να μπαίνεις σε άγνωστη περιοχή, σαν να αφήνεις πίσω έναν δικό σου τόπο. Τίποτα δεν μοιάζει με ό,τι γνώριζες πιο πριν. Το σώμα αλλάζει, η εξοχή αλλάζει, ο κόσμος ο ίδιος. Από την άλλη όμως αυτή η ηλικιακή εξορία μπορεί να σημαίνει και μια καινούργια ελευθερία, γιατί τα περισσότερα πράγματα δεν έχουν πια την σημασία που είχαν. Το μόνο που μετράει είναι η καλοσύνη, αυτή «η θεμελιώδης αρχή του πουθενά». Ο Τζόις έλεγε ότι πουθενά αλλού δεν είχε συναντήσει τόση καλοσύνη όσο στην Τεργέστη. Η δική της Τεργέστη παραμένει ο τόπος του εφήμερου, είναι η πόλη των ψευδαισθήσεων· η φαντασία παραγκωνίζει το γεγονός. Μήπως, αναρωτιέται, ακόμα κι όσα μας γράφει αποτελούν προϊόν της ίδιας της φαντασίας που έθρεψε εντός της η πόλη;

7

Εκδ. Πάπυρος, 2009, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, σελ. 245 [Jan Morris, Trieste and the meaning of nowhere, 2001]

Στις εικόνες εκτός από την συγγραφέα: Italo Svevo, Giacomo Casanova, James Joyce σμιλεμένος από και στην Τεργέστη.

Λουίς Σεπούλβεδα – Τελευταία νέα από το Νότο

 Το ε1υρετήριο των απωλειών και η παταγωνιώδης μνήμη

 Φωτογραφίες: Ντανιέλ Μορτζίνσκι

Όπως μερικά σπάνια βιβλία γεννιούνται πάνω στην συνύπαρξη των φίλων και στη συνομιλία της στιγμής, έτσι κι ετούτο γεννήθηκε ένα απόγευμα στο Παρίσι του 1996, με τον συγγραφέα και τον αργεντινό φωτογράφο συνεργάτη του Ντανιέλ Μορτζίνσκι (Μπουενος Άιρες, 1960) να μιλούν για την σχέση κειμένου και φωτογραφίας, που μέχρι τότε τους είχε συνταξιδέψει σε όλες τις κοσμικές γωνίες για ρεπορτάζ εφημερίδων και περιοδικών. Μόνο που η περιορισμένη έκταση χώρου στα έντυπα και η τρομαγμένη λογοκρισία ορισμένων εξ’ αυτών άφησε τους δυο κομπανιέρος με ανοιχτούς λογαριασμούς μπροστά στους ανοιχτούς ορίζοντες του Νότου. Έτσι μόνοι τους αυτή τη φορά αποφάσισαν να κυκλώσουν τα τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα της νοτιότερης Λατινικής Αμερικής

Luis_SepulvedaΚαι πάλι όμως! Συγκέντρωσαν τις φωτογραφίες σε κόντακτ και όλα όσα έζησαν μετατράπηκαν σε θέμα συζήτησης με τους φίλους αλλά όχι σε βιβλίο – άλλωστε ο φωτογράφος επέμενε ότι τα βιβλία είναι κάτι ζώα παράξενα, απρόβλεπτα, κι ότι υπάρχουν ιστορίες που προτιμούν να τις αφηγείσαι με τη θαλπωρή ενός κρασιού, που τους αρέσει να κουρνιάζουν με χίλιους τρόπους στο στόμα του αφηγητή τους, ώσπου να φτάσει η στιγμή που αυτές και μόνο αυτές θ’ αποφασίσουν να γίνουν λέξεις στο χαρτί. Άλλωστε ο Σεπούλβεδα διαφοροποιεί τις επιθυμίες του από τις καθιερωμένες των ομότεχνών του: δεν επιθυμεί τα γραπτά του να αποτελούν μνήμη του συγγραφέα  αλλά μέρος της συλλογικής μνήμης, ένα κομμάτι του ελεύθερου αέρα που υπερασπίζονται οι άξιοι άνθρωποι.

Ήρθε τελικά η στιγμή2 να γραφούν και αυτές οι ιστορίες που λειτουργούσαν ως καταφύγιο για τον συγγραφέα, κάθε φορά που δεν αισθανόταν καλά, πόσο μάλλον κατά την τελική γραφή τους. Κάθε μια τους ασχολείται με κάτι οριστικά χαμένο, σαν παρμένο από το «ευρετήριο απωλειών» της εποχής, κατά την έκφραση του εκλεκτού του φίλου και επίσης συγγραφέα Οσβάλντο Σοριάνο, ή σαν ένα βιβλίο μεταθανάτιων ειδήσεων ή ένα μικρό μυθιστόρημα για εξαφανισμένες περιοχές.

Και το ταξίδι, αυτός «ο υπέροχος μηχανισμός ζωής που πάντα φέρνει κοντά τους ομοίους μας», ξεκινάει από την Παταγονία, τον τόπο για τον οποίο ο βρετανικός Τύπος παραληρούσε όχι για την εύθραυστη ομορφιά του αλλά για τις διαφαινόμενες οικονομικές ευκαιρίες, υπό την προϋπόθεση βέβαια τηN2ς «ανάγκης εξόντωσης των βαρβάρων». Γι’ αυτό και γέμισε με καταπατητές, διψασμένους για εδάφη που δεν έμελλε να αγαπήσουν ποτέ. Σήμερα οι επιζώντες τουέλτσε και μαπούτσε επέλεξαν να μη γίνουν άλλη μια τουριστική ατραξιόν και συνεχίζουν να ζουν στις Άνδεις, διατηρώντας την κουλτούρα τους, μια κουλτούρα αντίστασης και μνήμης – κι ας γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι να γραφεί η ιστορία των νικημένων («Καθ’ οδόν»).

Το ευρετήριο των απωλειών παραμερίζεται κάθε φορά που ο συγγραφέας βρίσκεται με τους φίλους του, στις τελετουργικές βόλτες στα ζαχαροπλαστεία ή στο Edelweiss, όπου συναντά τον καυστικό σατιριστή Ενρίκε Πίντι και τον Σοριάνο, που μόλις έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Η ώρα δίχως σκιά. Όποτε διαβάζουμε ή γράφουμε, συμφωνούν οι τρεις ομοτράπεζοι, πραγματώνουμε μια φυγή, την πιο αγνή και νόμιμη δραπέτευση. Όταν η κουβέντα πάει στον πόλεμο στις Μαλβίνες και τους νεκρούς φίλους, αναρωτιούνταιN3 τι να γραφτεί από τις ιστορίες που γεμάτες βρόμα και ατιμία βγαίνουν με βορβορυγμούς από τις διηγήσεις. Είναι όμως εκεί, λουφάζουν, κρύβονται, και περιμένουν τον συγγραφέα, όπως έλεγε και ο Κορτάσαρ – κι οι φίλοι οφείλουν να τις  γράψουν («Η καρδιά της μνήμης μου»).

Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε μ’ αυτό; Ό,τι τολμούν να κάνουν κάποιοι από τους χαρακτήρες μας; Είναι σίγουρο πως αυτοί εκδικούνται για λογαριασμό μας και για λογαριασμό όλων όσοι μέσα τους κρατούν ακόμα την ιερή οργή των νικημένων, των προδομένων, στις φλέβες τους κυλάει μελάνι, κι ακριβώς γι’ αυτό είναι κόσμιοι. [σ. 42]

N1Ακόμα κι όταν το αυτοκίνητο χάνει τον προσανατολισμό του η παρέα δεν σταματάει, καθώς στην Παταγονία λένε πως η οπισθοδρόμηση είναι γρουσουζιά και η μοίρα είναι πάντα μπροστά. Ευτυχώς αγνωστικιστές, όπως τονίζουν οι δυο συνεργάτες, αναζητούν την εσωτερική γαλήνη που μόνο η δράση χαρίζει. Μια τέτοια «χαμένη» πορεία τους οδηγεί στο σπίτι μιας ευτυχισμένης γριούλας που φαίνεται να ζει «μόνη της», αλλά πόσο μόνη, απορεί, όταν έχει σκύλο, πρόβατα, φυτά και λουλούδια. Οι μαγευτικές ιστορίες της δόνια Ντέλια είναι γεμάτες με την απλούστερη ευτυχία, όπως τώρα που μοιράζεται τα γενέθλια των ενενήντα πέντε χρόνων της με δυο ταξιδιώτες, ή, όπως όταν οι καταπατητές ήρθαν και πετσόκοψαν τη γη, έφεραν και τον … Τεντ Τέρνερ με τον Σιλβέστερ Σταλόνε να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας. Όμως η είδηση διαδόθηκε από πουλπερία σε πουλπερία και οι κινήσεις κάποιων αγωνιστών της ζωής απέτρεψαν την αγορά και ιδού τι συμβαίνει στην Παταγονία: η εύθραυστη «κυρά των θαυμάτων» νίκησε τον Ράμπο!

Patagonia-ExpressΟι ιστορίες είναι άξιες διήγησης, ανάγνωσης και διασποράς, είτε διαβάζουμε για τα παιδιά της Βιολέτα Πάρα και τον Ομάρ Τορίχος, τον παναμέζο στρατιωτικό και επαναστάτη που χρημάτισε Πρόεδρος της χώρας του για δεκατρία χρόνια μέχρι να δολοφονηθεί, είτε για την Ταξιαρχία Ραμόνα Πάρα (το εικαστικό και τοιχογραφικό «κίνημα» των μελών της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Χιλής) και το Μέτωπο Μανουέλ Ροδρίγκες (τη χιλιανή αντιστασιακή ομάδα που συγκροτήθηκε το 1983 για να πολεμήσει το καθεστώς Πινοτσέτ), τους ποιητές, ακτιβιστές και αγωνιστές, με όλες τις πολύτιμες πληροφορίες χάρη στο – όπως πάντα – πλήρες ευρετήριο του μεταφραστή, απαραίτητου συνταξιδιώτη μας και πρεσβευτή του καθάριου σεπουλβεδιανού κόσμου. Που όσο πικρός κι αν είναι, όπως στο τελευταίο ταξίδι του Παταγονία Εξπρές, άλλο τόσο γεμίζει φως τους αξιοπρεπείς και τους δίκαιους.

Εκδ. Opera, 2012, μετάφραση – σημειώσεις Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 175, με ευρετήριο ελληνικών και εξελληνισμένων ονομάτων, τοπωνυμίων και τίτλων έργων και γλωσσάριο [Luis Sepulveda & Daniel Mordziski – Últimas noticias del Sur, 2011]

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, υπό τον τίτλο Παταγωνιώδεις Ήρωες.