Κέιτ Σοπέν – Η ιστορία μιας ώρας και άλλα διηγήματα

Η αυτοδιάθεση μιας γυναίκας: η ισχυρότερη παρόρμηση της ύπαρξης

Η Σοπέν αποτελεί μια σπάνια περίπτωση συγγραφέως: έγραψε σε μια εποχή όπου η ίδια η συγγραφή έμοιαζε απαγορευμένη για τις γυναίκες, σμίλευσε το δικό της ιδιαίτερο ύφος και, το κυριότερο, τόλμησε ιστορίες που αποκαλύπτουν σκέψεις και πράξεις γυναικών που ελάχιστοι και ελάχιστες θα διανοούνταν να παραδεχτούν.

Από περιέργεια ξεκίνησα με Ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Η κοντούλα κυρία Σόμμερς διαπιστώνει πως της περισσεύουν λίγα παραπάνω χρήματα από τον οικογενειακό προϋπολογισμό και βρίσκεται σε ένα κατάστημα ενθουσιασμένη μπροστά στις προσφερόμενες επιλογές. Δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα περίλαμπρο παρόν: Δεν της περίσσευε ούτε μια στιγμή να την αφιερώσει στο παρελθόν. Οι ανάγκες του παρόντος απορροφούσαν όλη την ικμάδα της. Ακόμα κι η οποιαδήποτε αίσθηση ενοχής εξαφανίζεται: έχει εγκαταλείψει τον εαυτό της σε κάποια μηχανική παρόρμηση που κατεύθυνε τις πράξεις της και την απελευθέρωνε από οποιαδήποτε ευθύνη. Κάλτσες, μποτίνια, γάντια … η κυρία Σόμμερς απολαμβάνει τόσο την δοκιμή όσο και την αγορά τους· στην συνέχεια προσφέρει στον εαυτό της ένα γεύμα σε εστιατόριο και την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης. Το όνειρο τελειώνει μόλις αδειάζει το θέατρο και καθώς επιστρέφει με το τραμ εύχεται «να μην σταματήσει ποτέ, παρά να πηγαίνει, να πηγαίνει ολοένα, παίρνοντάς την μαζί του για πάντα».

Αναρωτιέμαι πόσες αναγνώσεις μπορεί να έχει αυτή η απόδραση. Η επιθυμία φυγής από τα οικογενειακά και μητρικά καθήκοντά της και στην ουσία από τον ίδιο τον ρόλο της είναι εμφανής. Είναι μια φυγή που αναζητά τόσο το σώμα της, με όλες αυτές τις πρόσκαιρες χαρές όσο και το πνεύμα της, με την παράσταση. Από την άλλη, κάποια ειρωνική φωνή μοιάζει να προεικονίζει τις επιτρεπόμενες «αποδράσεις» του γυναικείου φύλου, ασφαλείς εντός του ρόλου του και με εγγυημένη επιστροφή.

Σε μια περίοδο απέραντης μοναξιάς, το 1888, η συγγραφέας διάβασε Μωπασσάν και έμεινε έκθαμβη. Εδώ υπήρχε ζωή, όχι μυθοπλασία, έγραψε αργότερα στις Εκμυστηρεύσεις της. Η ίδια αυτή ζωή που μοιάζει να ντύνεται ως μυθοπλασία και πηγάζει από τις δικές της ιστορίες είναι ακριβώς το ίδιο στοιχείο που μας καθιστά μάρτυρες κάθε φορά μιας μικρής αποκάλυψης μέσα στα καθημερινά και τα τετριμμένα. Η πρόζα της είναι σύντομη, άρα «οικονομημένη» με τον δικό της τρόπο. Σημασία δεν έχει η πλοκή, αλλά ο ίδιος ο χειριστής της, που δεν είναι άλλος από τον εκάστοτε χαρακτήρα. Κι είναι αυτός που σαν σκανδαλιά ανατρέπει την πλοκή και της κλέβει την παράσταση την τελευταία στιγμή. Συχνά μάλιστα πρόκειται για διπλή κλοπή, καθώς αναποδογυρίζει την ήδη αιφνίδια τροπή.

Η πρώτη αίσθηση από τα κείμενα είναι μια τρυφερή περιγραφή απλών στιγμών, μια αναφορά των σιωπηλών σκέψεων της ηρωίδας. Διάβασε άραγε τον Τσέχωφ το ίδιο με τον Μωπασσάν; Αναρωτιέμαι, γιατί ως δεύτερη εντύπωση άκουγα έναν ανεπαίσθητο θόρυβο ξυσίματος κάτω από τις επιφάνειες, εκεί που κρύβονται οι υπαινιγμοί. Αυτό που μας επιβεβαιώνει το επίμετρο είναι εμφανές: η συγγραφέας υπήρξε μια ασυνήθιστη γυναίκα που μπορεί μεν να ακολούθησε την «αναπότρεπτη» πορεία των γυναικών της τάξης της και της εποχής της (μόρφωση, γάμος, παιδιά) αλλά κοίταξε προς την άλλη πλευρά, προς τα μη αποδεκτά και αναμενόμενα για τα ήθη και το φύλο της. Η αυτονομία που κατέκτησε (ή απαίτησε) με τον γάμο της την ώθησε σε περιπλανήσεις στην κοσμοπολίτικη Νέα Ορλεάνη και στο Νάκιτος, όπου συναναστράφηκε με Νέγρους και Κρεολούς. Αλλά σε αντίθεση με τους συγγραφείς του αμερικανικού Νότου, δεν ενδιαφέρθηκε για το παρελθόν ή τα εξωτικά στοιχεία.

Την ίδια εποχή αναδύονταν το φεμινιστικό, το φυλετικό και το εργατικό κίνημα αλλά εκείνη εστίασε στην ψυχολογία των ανθρώπων παρά στο κοινωνικό πρόβλημα ή στην ιδεολογική αντιπαράθεση – ούτε όμως και σε κάποιο ηθογραφικό πλαίσιο. Της αρκούσε η αναπαράσταση της πραγματικότητας όπως ήταν, όπως την έβλεπε η ίδια. Αλλά είναι ακριβώς αυτή η ματιά της μέσα στις ζωές των γυναικών που ανιχνεύει την δική τους επιθυμία για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη της απόπειρα στην μικρή φόρμα, πριν καν γίνει είκοσι χρονών, είχε τον τίτλο Χειραφέτηση: ένας μύθος για τη ζωή. Τώρα ως συγγραφέας εστίασε στην πνευματική πλευρά της γυναικείας συνειδητοποίησης, χωρίς ίχνος μισανδρίας ή σύγκρισης των φύλων με αξιολογικούς όρους. Την ίδια στιγμή καραδοκεί μια δεύτερη όψη, μια διαφορετική πλευρά της ιστορίας.

Η ιστορία μιας ώρας περικλείει ακριβώς σε μια ώρα και λίγες υπέροχες σελίδες όλη αυτή την διπλή φύση: την φυλάκιση των γυναικών και την φαντασίωση της φυγής. Οι οικείοι της νεότατης κυρίας Μάλλαρντ ετοιμάζονται να της ανακοινώσουν προσεκτικά την είδηση για τον θάνατο του συζύγου της σε σιδηροδρομικό ατύχημα. Η σύζυγος αναλύεται σε λυγμούς και επιθυμεί την απομόνωση στο δωμάτιό της. Αλλά έξω από τα παράθυρο σκιρτά η ανοιξιάτικη ζωή· και σύντομα η έλλογη σκέψη δίνει την θέση της σε μια ιδιαίτερη ταραχή που προκαλεί μια και μόνο λέξη: «ελεύθερη».

Δεν θα υπήρχε κανένας να ζει γι’ αυτήν στα χρόνια που έρχονταν· θα ζούσε εκείνη για τον εαυτό της. Δε θα υπήρχε καμία ισχυρή βούληση να κάμπτει τη δική της με την τυφλή εκείνη επιμονή με την οποία άντρες και γυναίκες θεωρούν πως έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν τη δική τους θέληση στο πλάσμα που τους συντροφεύει. Η πρόθεση, είτε ευγενής είτε βάναυση, δεν καθιστούσε λιγότερο εγκληματική μια τέτοια πράξη, όπως το στοχαζόταν τώρα σε τούτη τη σύντομη στιγμή της έκλαμψης. [σ. 13]

Ακόμα κι αν τον είχε αγαπήσει, «τι αξία έχει η αγάπη μπροστά σ’ αυτή την κατάκτηση της αυτοδιάθεσης που αίφνης την αναγνώριζε ως την ισχυρότερη παρόρμηση της ύπαρξης»; Το ελιξίριο της ζωής μπαίνει από εκείνο το παράθυρο, η φαντασία της καλπάζει αχαλίνωτη, ένας πυρετός θριάμβου την κατακλύζει. Θα μπορούσε το διήγημα να σταματά εδώ, σοκάροντας με βεβαιότητα όλους τους αναγνώστες της εποχής. Κι όμως, ένα αδιανόητο περιστατικό ανατρέπει την ήδη πρότερη αναπάντεχη τροπή.

Ένα δεύτερο ευφυέστατο διήγημα, «Το φιλί» δικαιώνει τόσο την ιδανικότερη ερωτική απιστία όσο και την ίδια την γυναικεία ευφυΐα. Ένας νέος κάθεται στην σκιά, απέναντι από μια νέα που αγαπά σφοδρά. Η νέα δεν είναι ιδιαίτερα γοητευμένη αλλά σκοπεύει να τον παντρευτεί για να απολαύσει τον πλούτο που θα της προσφέρει. Αλλά ένας άλλος νέος μπαίνει απρόσκλητος στο δωμάτιο και την φιλά, χωρίς να διακρίνει την σκιερή παρουσία του μνηστήρα. Ο γάμος κινδυνεύει άμεσα αλλά η γυναίκα «σαν τον σκακιστή χειρίστηκε έξυπνα τα πιόνια της» και με ορισμένες ιδιαίτερες εξηγήσεις όχι απλώς λύνει την παρεξήγηση αλλά εξασφαλίζει τον δεύτερο νεαρό ως μόνιμο οικογενειακό φίλο και εξασφαλίζει το δικαίωμα να την φιλάει όποτε θέλει. Κι όμως, ενώ η τροπή μοιάζει επιθυμητή για δυο από τους τρεις, το τέλος είναι και πάλι απρόσμενο!

Φανταστείτε λοιπόν στις υπόλοιπες ιστορίες πόσα έχουν ακόμα να συμβούν σε «Μια ευυπόληπτη γυναίκα» ή σε «Μια επονείδιστη σχέση», πώς έρχεται Το «διαζύγιο της μαντάμ Σελεστέν», και πως εννοεί η συγγραφέας το «Μετάνιωμα» και την «Καταιγίδα». Η έκδοση περιλαμβάνει εισαγωγικό σημείωμα, σημειώσεις και επίμετρο της μεταφράστριας, καθώς και εργοβιογραφία της συγγραφέως, τα τέσσερα εξώφυλλα των πρώτων εκδόσεων, πηγές και βιβλιογραφία. Εκτός από τα κείμενα το σύντομο εργοβιογραφικό σημείωμα μας αποκαλύπτει πως η Σοπέν [1850 – 1904] υπήρξε πράγματι μια πρωτοπόρος γυναίκα συγγραφέας· άλλωστε το μυθιστόρημά της Η αφύπνιση, η ηρωίδα του οποίου ανάμεσα στην επιθυμία της για ελευθερία και στην ευθύνη της απέναντι στα παιδιά της επιλέγει την αυτοκτονία, είχε διχάσει τους κριτικούς, που την εγκωμίασαν για το απαράμιλλο ύφος της αλλά την κατηγόρησαν για ανηθικότητα. Σήμερα βέβαια το βιβλίο χαρακτηρίζεται ως Κρεολή Μποβαρύ και τα διηγήματά της θεωρούνται σπουδαία.

Εκδ. Ροές, μετάφραση – επίμετρο: Δέσποινα Σαραφίδου, σελ. 141.

Στις εικόνες: η συγγραφέας σε δυο ηλικίες και εικονογραφήσεις από τα αναφερόμενα έργα της.

Marina Abramovic – Περνώντας από τοίχους

abramovic

Αυτό που ζει καθένας από εμάς, το να είναι ο μικρός, δικός του εαυτός μέσα στην ιδιωτικότητά του, δεν υπάρχει στην περφόρμανς. Είσοδος στο χώρο της σημαίνει πως ενεργείς ορμώμενος από έναν υψηλότερο εαυτό, δεν είσαι πλέον εσύ. […] Έζησα την απόλυτη ελευθερία, ένιωσα το κορμί μου απεριόριστο, χωρίς φραγμούς. Δεν είχε σημασία ο πόνος, τίποτα δεν είχε σημασία…Είχα μεθύσει από την τεράστια ποσότητα ενέργειας που δέχτηκα. Εκείνη τη στιγμή ήξερα πως βρήκα το δικό μου μέσο. Κανένας πίνακας, κανένα αντικείμενο που θα δημιουργούσε δε θα μπορούσαν να μου χαρίσουν αυτό το συναίσθημα [σ. 58, 59]…

… γράφει για την περφόρμανς Rhythm 10 η σπάνια καλλιτέχνις και περφόρμερ στην συναρπαστική της αυτοβιογραφία, σε μια διήγηση που πραγματικά δεν ήθελα να τελειώσει. Ακόμα και στα πρώτα κεφάλαια, που αναφέρονται όπως είναι αναμενόμενο στα παιδικά, εφηβικά και νεανικά της χρόνια, η αφήγηση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα καθώς αυτά ακριβώς έφτιαξαν την προσωπικότητά της και το έργο της.

abramovic-2

Η μικρή Μαρίνα δυστροπεί μπροστά στην θλιβερή αισθητική του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού «που βασίζεται αμιγώς στην ασχήμια», υποφέρει με τους ατέλειωτους καυγάδες των γονέων της, που αποτελούν σημαίνοντα πρόσωπα του Κόμματος υπό την ηγεσία του Τίτο αλλά κοιμούνται παρ’ όλα αυτά με ένα πιστόλι στο κομοδίνο ο καθένας τους, βρίσκει όποτε μπορεί καταφύγιο στην γιαγιά της, που έχασε όλη της την περιουσία όταν η κόρη της τα κατέθεσε στο Κόμμα, φοβάται παθολογικά το αίμα μια ψυχοσωματική αντίδραση στην σωματική κακοποίηση που υφίστατο από την μητέρα της (το χαστούκι έπεφτε σύννεφο με κάθε αφορμή και μη αφορμή).

Κι όμως, άλλες δυο τιμωρίες της μητέρας της άνοιξαν, εκτός από τα συναρπαστικά της όνειρα, νέους κόσμους στην ανήσυχη Μαρίνα. Πρώτα η εξοικείωση με το σκοτάδι και τα πνεύματά του και τα πάσης φύσεως αόρατα όντα όταν έπρεπε τιμωρημένη να μπει στο πλακάρ, την βαθειά ντουλάπα ρούχων. Ύστερα η υποχρέωσή της διαβάσει όλο τον Προυστ, τον Καμύ και τον Ζιντ: η πραγματικότητα των βιβλίων ήταν ισχυρότερη από την πραγματικότητα γύρω της.

abramovic-relation-in-space

Η σκληρή κομμουνίστρια μητέρα της, με παθολογική εμμονή στην τάξη και την πειθαρχία την χρησιμοποιούσε συχνά ως … ασπίδα για τα χτυπήματα του συζύγου της. Η έφηβη πλέον Μαρίνα αισθάνεται ως τέρας με τα απαίσια σοσιαλιστικά διορθωτικά θορυβώδη παπούτσια και σύντομα με γυαλιά και αισθάνεται μεγάλη ντροπή όταν βρεθεί μπροστά σε οποιονδήποτε. Τι άλλαξε; Η ίδια η τέχνη: το πρώτο της δώρο, ένα σετ  με λαδομπογιές. Όταν ένας καλλιτέχνης απανθρακώνει μπροστά της το ίδιο του το έργο εκείνη συνειδητοποιεί ότι η διαδικασία είναι ανώτερη από το αποτέλεσμα, όπως ακριβώς αργότερα η περφόρμανς θα σημαίνει περισσότερα απ’ ότι το αντικείμενο. Το αντικείμενο δεν έχει διάρκεια ούτε σταθερότητα. Οι πίνακές μου δεν είναι παρά οι στάχτες της τέχνης μου, έλεγε ο Υβ Κλάιν.

Τότε ήταν που αναρωτήθηκε γιατί να περιοριστεί στις δυο διαστάσεις της ζωγραφικής όταν μπορεί να δημιουργήσει τέχνη με οτιδήποτε, με φωτιά, νερό, με το ανθρώπινο σώμα, με σκόνη, με σκουπίδια, με τα πάντα. Συνειδητοποίησε ότι το να είσαι καλλιτέχνης σημαίνει απόλυτη ελευθερία και το συναίσθημα ήταν απόλυτα απελευθερωτικό. Στην Σχολή Καλών Τεχνών άρχισε να βγάζει σε κοινή θέα εκείνα για τα οποία ντρεπόταν.

abramovic-freeing-the-voice

Το διεθνές 1968 έκανε τους νεαρούς γιουγκοσλάβους να δουν πως όλα είχαν γίνει για το θεαθήναι: ο τιτοϊκός κομμουνισμός δεν είχε ούτε ελευθερία ούτε δημοκρατία και η συμμετοχική τέχνη αποτελεί προς το παρόν τον μοναδικό τρόπο ελευθερίας. Η Αμπράμοβιτς μαζί με πέντε φίλους φτιάχνει την Ομάδα 70 που επιθυμεί να φέρει την ίδια την ζωή στην τέχνη. Ενημερώνονται για τους κονσεπτουαλιστές στην Αμερική που έβαζαν σημαντικές λέξεις στα αντικείμενα, το ιταλικό κίνημα Arte Povera που μετέτρεπε καθημερινά αντικείμενα σε τέχνη, το αντιεμπορικό Γερμανικό Fluxus, τον Γόζεφ Μπόις, τον Ναμ Τζουν Πάικ. Εκείνη αρχίζει να κατασκευάζει καρτ ποστάλ όπου αφαιρεί τα μνημεία του Βελιγραδίου – μια άλλη έκφραση έντονης επιθυμίας για ελευθερία.

Όπως είναι αναμενόμενο, η συγγραφέας αφιερώνει μεγάλο μέρος του βιβλίου της στην χρονολογικά γραμμική αφήγηση των περφόρμανς της. Σταχυολογώ εδώ ένα μόνο μέρος από τις διηγήσεις της. Στο Rhythm 10 (1973) μετατρέπει σε περφόρμανς ένα παράφρον ρωσικό και γιουγκοσλαβικό «παιχνίδι»: χτυπάει γρήγορα με ένα μαχαίρι το κενό ανάμεσα στα ανοιγμένα δάχτυλα του χεριού της. Σε κάθε αστοχία υποχρεώνεσαι να πιεις και φυσικά όσο περισσότερο μεθάς τόσο πιθανότερο είναι να μαχαιρωθείς. Η καλλιτέχνις για πρώτη φορά αισθάνεται τον ηλεκτρισμό τους σιωπηλού κοινού και το αίσθημα κινδύνου που την ενώνει με τους θεατές. Ήμασταν ένας ενιαίος οργανισμός. Φυσικά στο τέλος είναι καταματωμένη.

abramovic-freeing-the-body

Ακολουθεί το Rhythm 5 (1974), όπου βάζει το σώμα της μέσα σε φλεγόμενο ξύλινο πεντάκτινο αστέρι (σύμβολο της καταπίεσης του κομμουνισμού, πεντάλφα αρχαίων θρησκειών κλπ.)· μπροστά στο καθηλωμένο κοινό χάνει τις αισθήσεις της. Στο Rhythm 2 (1974) παίρνει ταυτόχρονα δυο χάπια, ένα που αναγκάζει τους κατατονικούς να κινηθούν κι ένα που ηρεμεί τους σχιζοφρενείς. Πρώτα τραντάζεται ολόκληρη, ύστερα πέφτει σε παθητική έκσταση, χωρίς καμία επαφή με την πραγματικότητα. Στο Rhythm 4 (1974) αναζητά και πάλι τις δυο καταστάσεις, της συνειδητότητας και της μη συνειδητότητας, ως νέους τρόπους χρήσης του σώματός της ως υλικού. Γονατισμένη πάνω από έναν βιομηχανικό ανεμιστήρα προσπαθεί να βάλει στους πνεύμονές της όσο περισσότερο αέρα μπορεί, μέχρι αναισθησίας.

abramovic-rhythm-0

Οι γιουγκοσλαβικές εφημερίδες την σχολιάζουν ως επιδειξιομανή μαζοχίστρια που πρέπει να μπει σε ψυχιατρείο. Αυτές οι αντιδράσεις της εμπνέουν το πιο τολμηρό της έργο μέχρι σήμερα. Τι θα γινόταν αν, αντί να κάνει κάτι η ίδια στον εαυτό της, αφήσει το κοινό να αποφασίσει τι θα της κάνει; Στο Rhythm 0 (1975) στη Νάπολη στέκει ανέκφραστη μπροστά από ένα τραπέζι με εβδομήντα δυο αντικείμενα (από τσεκούρι, σφυρί, πριόνι, μαχαίρι, βελόνες, μέχρι στιλό, μέλι, καθρέφτη) που το κοινό μπορεί να χρησιμοποιήσει πάνω της όπως θέλει για τις επόμενες έξι ώρες. Η Αμπράμοβιτς θυμάται πως σε όλη την περφόρμανς οι γυναίκες ήταν που έλεγαν στους άντρες τους τι να της κάνουν και τελικά δεν την βίασαν επειδή εκείνες ήταν μπροστά. Στο χώρο υπήρξε μια διάχυτη σεξουαλικότητα· άλλωστε  η συμπεριφορά απέναντι σε μια γυναίκα στη Νότια Ιταλία είναι άλλοτε σαν σε Παναγίας και άλλοτε σαν σε πόρνης. Στο τέλος καταλήγει μισόγυμνη και αιμορραγούσα, αλλά όταν αρχίσει εκείνη πλέον να πλησιάζει το κοινό όλοι τρέχουν να φύγουν.

abramovic-thomas-lips

Τι έμεινε από εκείνη την παράσταση πέρα από την ύστερη συνειδητοποίηση ότι το κοινό μπορεί να σε σκοτώσει; Η ουσία μιας περφόρμανς είναι πως κοινό και ερμηνευτής δημιουργούν το έργο μαζί. Η καλλιτέχνις ήθελε να δοκιμάσει τα όρια του κοινού, να δει πόσο μακριά θα έφταναν. Οι άνθρωποι φοβόμαστε την οδύνη, την θνητότητα· η αναπαράσταση αυτών των φόβων απελευθέρωσε τους δικούς της φόβους. Η συνέχεια δεν μπορεί να μην είναι ανάλογη. Στην περφόρμανς Thomas Lips (1975) αυτομαστιγώνεται άγρια μέχρι· στην αρχή σπαράζει αλλά μετά ο πόνος εξαφανίζεται. Ο πόνος ήταν τοίχος κι εκείνη πέρασε μέσα του βγαίνοντας στην άλλη πλευρά.

Στο Art Must Be Beautiful, Artist Must Be Beautiful (1975) κάθεται γυμνή ενώπιον του κοινού κρατώντας μεταλλική βούρτσα και χτένα, βουρτσίζοντας τα μαλλιά της όσο πιο λυσσασμένη μπορεί, μέχρι να πονάει αφόρητα, ενώ επαναλαμβάνει τις φράσεις του τίτλου, που σαρκάζουν την γιουγκοσλαβική αισθητική αντίληψη πως η τέχνη πρέπει να είναι όμορφη και οι πίνακες πρέπει να ταιριάζουν με τα χαλιά και τα έπιπλα. Αν πάλι η τέχνη είναι απλώς πολιτική καταντάει εφημερίδα. Η τέχνη πρέπει να ενοχλεί, να θέτει ερωτήματα, να προβλέπει το μέλλον.

abramovic-art-must-be-beautiful-artist-must-be-beautiful

Στο Freeing the Voice (1975) ουρλιάζει επί τρεις ώρες μέχρι να χάσει την φωνή της. Η γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Φρανκ Ούβε (Ουλάι) Λάιζιπεν δεν την οδηγεί μόνο σε έναν θυελλώδη έρωτα αλλά και στον βασικό της παρτενέρ στις επόμενες παραστάσεις. Στο Relation in Space (1976) τρέχουν γυμνοί πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλον, ενώ από τα μικρόφωνα ακούγεται ο ήχος της σάρκας πάνω στην σάρκα, ένας ήχος μουσικός, ρυθμικός. Το ζευγάρι ζει κυριολεκτικά στον δρόμο, σε ένα παλιό αστυνομικό Σιτροέν και ταξιδεύει, κάτι που για την Αμπράμοβιτς ήταν πάντοτε αφροδισιακό. Στο Breathing In, Breathing Out (1977) αναπνέουν ο ένας μέσα στον άλλον μέχρι λιποθυμίας. Στο Imponderabilia (1977) στέκονται γυμνοί στις άκρες μιας στενής πόρτας αναγκάζοντας τους θεατές να περάσουν ανάμεσά τους στραμμένοι σε έναν από τους δυο. Στο Light / Dark (1978) ο ένας χαστουκίζει τον άλλον επί είκοσι λεπτά, χρησιμοποιώντας τα σώματα ως μουσικά όργανα.

abramovic-breathing-in-breathing-out

Η τέχνη της περφόρμανς έχει τις ιδιαιτερότητές της. Είναι πολύ πιο αυθόρμητη από το θέατρο, εφόσον δεν γίνονται πρόβες. Το κοινό συνήθως δεν χειροκροτάει ενώ συχνά ανάμεσά του βρίσκονται «διάφοροι περίεργοι και διαταραγμένοι τύποι». Όταν κάποτε σταματήσει η περιπλάνηση το ζευγάρι νοικιάζει μια παγωμένη αποθήκη στο λιμάνι του Άμστερνταμ, που σύντομα λειτουργεί ως κοινόβιο εκκεντρικών καλλιτεχνών. Στο Rest Energy (1980) προκαλεί τον κίνδυνο για άλλη μια φορά, έχοντας ένα βέλος στραμμένο στην καρδιά της, ενώ ο κόσμος ακούει μεγεθυμένο τον ήχο της. Η ίδια συνειδητοποιεί πως επανέρχεται συνεχώς στο ίδιο μοτίβο: μια ζωή προσπαθεί να αποδείξει σε όλους που μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, πως μπορεί να επιβιώσει χωρίς να χρειάζεται κανέναν.

abramovic-imponderabilia

Τα ταξίδια κρατούν τον άνθρωπο νέο, επειδή δεν έχει χρόνο να γεράσει και το ζευγάρι δοκιμάζει να κάνει περφόρμανς στις άκρες του κόσμου. Εδώ οι σελίδες είναι βγαλμένες από την ιδανικότερη ταξιδογραφική παράδοση. Πρώτα ζουν με τους Αβορίγινες της Αυστραλίας, ύστερα με τους Θιβετιανούς μοναχούς. Οι δυο παρτενέρ αναζητούν τον συγκερασμό αρσενικού και θηλυκού ως το ύψιστο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Απέτυχαν γιατί για την Αμπράμοβιτς η προσωπική ζωή ήταν κι εκείνη μέρος της δημιουργίας της και της συνεργασίας τους και επέλεγε να θυσιάζει τα πάντα για την εκάστοτε ιδέα. Ο Ουλάι το έβλεπε διαφορετικά, έμενε όμως ένα μεγαλεπήβολο πρότζεκτ μέχρι να χωρίσουν οι δρόμοι τους: να διασχίσουν περπατώντας το Σινικό Τείχος ξεκινώντας ο καθένας από το απώτατο άκρο για να συναντηθούν στη μέση. Οι αφηγήσεις είναι συναρπαστικές για μια άγνωστη στους ξένους Κίνα, λίγο πριν το τέλος του Κομμουνισμού.

abramovic-carrying-the-skeleton

Παρά τις απογοητεύσεις η Αμπράμοβιτς δεν έπαψε να αναζητά το απόλυτο στην τέχνη της αλλά και στον ίδιο τον έρωτα. Την μια εκφράζει την κούρασή της από τα συνεχή ταξίδια, την άλλη διασώζει μαγευτικές εικόνες, όπως η επίσκεψη στο παλιό σπίτι του πατέρα της στο Μαυροβούνιο, όπου στα χαλάσματα πλέον «πλησιάζουν δυο άλογα και κάνουν έρωτα». Ο γιουγκοσλαβικός εμφύλιος την συντρίβει και εκφράζει την ντροπή της για τον ρόλο της Σερβίας. Αναπόφευκτα η μπαρόκ νοοτροπία των Βαλκανίων της εμπνέει το Balkan Baroque (1997), ενώ η ασίγαστη αναζήτησή της φτάνει μέχρι την Ιαπωνία και τις Ινδίες. Μέχρι και την τελευταία σελίδα δεν παύει να κατακλύζεται από ιδέες, περφόρμανς, σχέδια, μνήμες, εικόνες, φιλοσοφίες, εξομολογήσεις από τους έρωτές της. Όλα είναι ζωή, καταλήγει, και όλη αυτή την ζωή κατάφερε να την παραχώσει σε 358 σελίδες, σε μια από τις πιο συναρπαστικές αυτοβιογραφίες που διαβάσαμε τα τελευταία χρόνια.

Marina Abramovic, σε συνεργασία με τον James Kaplan. Εκδ. Ροπή, 2016, μτφ. Αφροδίτη Γεωργαλιού, σελ. 358 [Walk through Walls, 2016] Εκτός από το πλήθος ασπρόμαυρων φωτογραφιών που διανθίζουν τις σελίδες, στο τέλος περιλαμβάνεται δεκαεξασέλιδο παράρτημα και έγχρωμων φωτογραφιών.

abramovic-1_

Στις εικόνες: Μ.Α, Relation in space, Freeing the voice, Freeing the body, Rhythm 0, Thomas Lips, Art Must Be Beautiful, Artist Must Be Beautiful, Breathing In Breathing Out, Imponderabilia, Carrying the skeleton, M.A.

Δημοσίευση σύντομα και στο mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 211.