Σάκης Σερέφας – Πάρις Πετρίδης – Εδώ. Τόποι βίας στη Θεσσαλονίκη

001

Ένας λεύκωμα για τους νεκρούς ή Η ποίηση των ωμών δεδομένων

Με το ερώτημα «Πόση αιμοσταγή πόλη αντέχει κανείς» συγγραφέας και φωτογράφος ξεχύνονται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με οδηγούς πάσης φύσεως κείμενα για να φωτογραφίσουν τόπους βίας που ασκήθηκε πάνω στο σώμα (της) εδώ και αιώνες και φτιάχνουν ένα σπάνιο λεύκωμα θανάτων κι έναν χάρτη για τους νεκρούς, που όπως άλλοτε έγραψε ο Πεντζίκης «αλλάζουν την όψη της πόλης».

Η αρχή βέβαια γίνεται με την βυζαντινή σφαγή των χιλιάδων Θεσσαλονικέων από τον Θεοδόσιο στην Πλατεία Ιπποδρομίου το 390 και αν βρεθούμε στην άλλη άκρη της Εγνατίας διασχίζουμε εξακόσια χρόνια, μέχρι την άλωση των Σαρακηνών που μπήκαν από την Χρυσή Πύλη στο σημερινό Βαρδάρι. Γυρνάμε πάλι πίσω, στην Πλατεία Συντριβανίου για μια άλλη άλωση, δυο αιώνες μετά, όταν οι Νορμανδοί έδιωχναν τους κατοίκους από τα σπίτια τους να περιφέρονται γυμνοί ενώ μόνο οι πόρνες ήταν λαμπρά ενδεδυμένες με εκκλησιαστικά πέπλα, όπως έβλεπε με τα μάτια του ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης. Στην Ακρόπολη της πόλης σφαγιάστηκαν οι περίφημοι Ζηλωτές – και σ’ όλες αυτές τις φωτογραφίες έρημα τείχη και τειχίσματα στέκουν σιωπηλά για όποιον έχει φραγμένη ακοή. Λίγο πιο κει στην Άνω Πόλη οι Οθωμανοί μπήκαν από τον Πύργο του Τριγωνίου, εκεί όπου σήμερα ανεβαίνουν τα ρομάντζα να δούνε την θέα.

 Ιπποδρόμιο

Στο εξαιρετικό επίμετρό του ο Ηρακλής Παπαϊωάννου αναφέρει ορισμένα φωτογραφικά σύνολα που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τους προγόνους αυτού του έργου καθώς αφορούν τόπους δραματικών συμβάντων, όπως ο εμφύλιος στην Βόρεια Ιρλανδία, η πολιτική βία στην Γερμανία, οι γενοκτονίες κ.ά. Η διαφορά εδώ είναι ότι η φωτογραφία δεν επέχει αυστηρά θέση τεκμηρίου και ο φωτογράφος μοιάζει περισσότερο με τον σπλαχνοσκόπο του Walter Benjamin. Στην σύγχρονη φωτογραφία παρατηρείται μια μερική αποκαθήλωση του γεγονότος προς χάριν ενός μετα – ντοκουμέντου που επιχειρεί σε διακριτική απόσταση να μιλήσει για την επόμενη μέρα. Σε αυτά τα κάδρα πάντως εκείνη η στιγμή έχει φύγει, έχει επικαλυφθεί από άλλες στιγμές. «Κάθε γωνιά της πόλης αναδύεται ως σημείο αμέτρητων ασυνάρτητων πράξεων που επικαλύπτονται, αναιρούνται, επικυρώνονται». Το παρελθόν εδώ είναι απλώς υπαινισσόμενο, εφόσον επιβιώνει κατά κάποιο τρόπο [ποιον άραγε;] στο παρόν. Και μπορεί ο υπαινιγμός να είναι δυσοίωνος, καθώς η γνώση όσων διαδραματίστηκαν στο κάθε σημείο ηλεκτρίζει αναπόφευκτα την ατμόσφαιρά του, άρα και την εικόνα.

Ακρόπολη - Ζηλωτές

Φυλλομετρώ το υποβλητικό τετράδιο του αναπότρεπτου· στην αριστερή σελίδα η αυτούσια πηγή, αντλημένη από κάθε είδους πηγές (δημοσιεύματα εφημερίδων, βιβλία γνωστά και άγνωστα, επίσημα έγγραφα, γραπτές μαρτυρίες)· στην δεξιά η αντίστοιχη έγχρωμη φωτογραφία καλύπτει ολόκληρη τη σελίδα, αφήνοντας το απαραίτητο λευκό πλαίσιο. Αυθόρμητα σταματώ στα μέρη που γνωρίζω καλά, σ’ εκείνα που περπάτησα κατά την δεκαπενταετία μου στην πόλη. Βλέπω την γωνία Αρριανού με Ολύμπου – το παλιό κρεοπωλείο με τα πετρόλ πλαίσια· εδώ συνέβη μια εκτέλεση στην περίοδο του Εμφυλίου που σώζει σε μαρτυρία του ο Μανόλης Αναγνωστάκης και αρχίζει κάπως έτσι: Φυλάγαμε τσίλιες οι τρεις μας, γωνία Αρριανού – Ολύμπου. Κρατούσαμε σφιχτά το περίστροφο, με το χέρι στη φαρδιά τσέπη του σακακιού που φούσκωνε…Και κάτω στην Αλεξάνδρου Σβώλου πρώην Πρίγκιπος Νικολάου κρατήθηκε για τέσσερα χρόνια, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος που κατηγορήθηκε άδικα για τον φόνο του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζον Πολκ.

Αρριανού και Ολύμπου

Σύμφωνα με τον Μark Μazower μπορούμε τώρα να ξεκινήσουμε να χαράζουμε τους τόπους αυτών των νεκρών πάνω στο χάρτη με τους δρόμους των ζωντανών. Ούτως ή άλλως νεκροί και ηττημένοι υπάρχουν παντού· στην Ιστορία η νίκη του ενός είναι η ήττα του άλλου και κάθε αγών είναι αλληλένδετος με την αγωνία. Όμως η Θεσσαλονίκη δεν είναι από τις πόλεις που επιλέγουν να τιμήσουν τη μνήμη των ηρώων της. Άδειες από ζωντανούς ανθρώπους, οι φωτογραφίες μας αναγκάζουν να αναλογιστούμε όσα είναι αθέατα. Στο δικό του «προλογικόν» ο συγγραφέας ψηφοθετεί τις δικές του φράσεις προς σχηματισμό της εικόνας που είχε στο μυαλό του. Διαλέγω: παράφορη Θεσσαλονίκη, η πλοκή των πόλεων, συμπυκνωμένη ιστορική ύλη, η διπροσωπία της πόλης.

Οδός Αφροδίτης 51, Βαρδάρης, καφενείο τεκές ενός αρχινταή του υπόκοσμου της Μπάρας, της περίφημης μπουρδελοπολιτείας, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1932. Στην κηδεία του καμιά διακοσαριά νταήδες και από πίσω όλες οι πόρνες της Μπάρας και από πίσω ο κόσμος της Θεσσαλονίκης….Σε μερικά μπαλκόνια είχαν ανάψει κεριά. Σαν τον Επιτάφιο….Κι ύστερα στο καφενείο μια άλλη εθιμική τελετή: εκεί που χύθηκε το αίμα του Αλκή, το σκέπασαν με καθαρή άμμο από τη θάλασσα, έβαλαν τη ρεπούμπλικά του και επάνω άναψαν κεριά. Γύρω γύρω σε κύκλο καμιά δεκαριά νταήδες στέκονταν πιασμένοι από τους ώμους σα να χόρευαν χασάπικο, ακίνητοι με άδεια μάτια.

Στρατόπεδο Παύλου Μελά

Υπάρχουν ακόμα τόποι που ζέχνουν την ωμότητα της Ιστορίας. Στην Πλατεία Ελευθερίας συγκέντρωσαν όλους τους άρρενες Εβραίους της πόλης, ηλικίας 18 έως 45, με το πρόσχημα της καταγραφής τους, για να τους ταπεινώσουν με σωματικές δοκιμασίες, ενώ στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό επιβιβάζονταν οι Εβραίοι από τον Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του 1943 ώστε να σταλούν για εξόντωση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τώρα η Πλατεία στέκει ειρωνικά άδεια, χωρίς μνημεία, με διαγραμμίσεις πάρκινγκ, ενώ ο Σταθμός είναι παντέρμος και μελαγχολικός. Η γωνία στην Συγγρού, όπου τον Μάιο του 1936 δολοφονήθηκε ο εργάτης που ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Ρίτσου, φιλοξενεί σήμερα αναρχικά συνθήματα και επιθεωρείται από τα μανεκέν παρακείμενου καταστήματος γυναικείας μόδας.

Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός

Ίσως κάποιοι γνωρίζουν όταν περνούν απ’ την κατάφορτη καταστημάτων γωνία Σπανδωνή με Ερμού πως εδώ χτυπήθηκε θανάσιμα ο Λαμπράκης; Όμως πόσοι γνωρίζουν πως σ’ ένα κτίριο στο Τρίτο Σώμα Στρατού βασανίστηκε και ξεψύχησε ο βουλευτης Γιώργος Τσαρουχάς ή πως Τσιμισκή και Αριστοτέλους γωνία σφαγιάστηκε από φασίστες η 19χρον επονίτισσα Δάφνη Χατζηπαναγιώτου κατά τη μεγάλη πορεία για τον εορτασμό της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Και ακόμα ψηλότερα, πάντα ο Χορτιάτης με το ολοκαύτωμα των δεκάδων αμάχων.

 Πλατεία Ελευθερίας_

Στην οδό Φράγκων αρ. 15 διασώζονται δυο αγάλματα και η πρόσοψη του τραπεζικού κτιρίου που ανατίναξαν οι περίφημοι Βαρκάρηδες, οι δώδεκα Βούλγαροι αναρχικοί, μέσα στην Αγία Σοφία πολέμησαν Έλληνες με Βούλγαρους στρατιώτες. Γκρίζα τα κτίρια, συννεφιασμένα τα μέρη, τώρα που γνωρίζουμε μας μιλάνε αλλιώς.Κι ύστερα στην Σταυρούπολη, στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά, όπου υπήρχε ένας λοφίσκος στον οποίο οδηγούνταν οι έγκλειστοι για εκτέλεση – στη φωτογραφία κυριαρχεί μια θαμπή, γκρίζα ομίχλη και λίγα δέντρα με θεόγυμνα κλαδιά. Μια άλλη φωτογραφία είναι ακόμα πιο γνώριμη: ο περιβάλλων χώρος του Επταπυργίου (Γεντί Κουλέ) συνήθης τόπος εκτελέσεων στα εμφυλιακά και μετεφυλιακά χρόνια. Είναι αδύνατο να ξεχάσει κανείς αυτό το μέρος, για πολλούς ακόμα λόγους. Εδώ κάναμε τις συνελεύσεις τα μέλη του Ράδιο Κιβωτός την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα.

Φυλακές Επταπυργίου

Σ’ αυτή την ιδιαίτερη συνύπαρξη λόγου και εικόνας η μικροϊστορία, η μακροϊστορία και η πεζή καθημερινότητα συνομιλούν σιωπηλά και αρμονικά. Γι’ αυτό και τα ερωτικά εγκλήματα έχουν περίοπτη θέση εδώ, όπως εκείνο έξω από το μπαρ «Επαφή» στην Λοιμωδών. Και πόσο αδιάφορη μοιάζει η περιφερειακή τάφος μεταξύ Λεωφόρου Γεωργικής Σχολής και Ν. Κρήνης όπου βρέθηκε νεκρό το ζευγάρι που χρεώθηκε στον Α. Παγκρατίδη, ο οποίος άλλωστε υπήρξε ο βολικός Δράκος του Σέιχ Σου, άρα το δάσος στο ύψος της Τριανδρίας παραμένει ένας τόπος στοιχειωμένος και αδικαίωτος.

Πλατεία Άθωνος

Το αποτρόπαιο είναι διαχρονικό κι έτσι η καταγραφή φτάνει μέχρι τις μέρες μας, σ’ εκείνο το ανεξιχνίαστο έγκλημα στο Νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας που τόσες φορές περιδιαβήκαμε ή στο κορίτσι που βρέθηκε νεκρό στην Πλατεία Άθωνος, εκεί όπου μια τραβηγμένη, τσαλακωμένη τέντα με ζωγραφισμένο το παλιό σχολικό αλφαβητάριο υπονοεί ένα τραγικό κλείσιμο αυλαίας, μια οριστικά χαμένη αθωότητα, σαν τη ζωή που γλιστρά οριστικά εκτός θέας.

Τώρα όλες οι φωτογραφίες θαρρείς και αποτυπώνουν την οριακή εκείνη στιγμή και διασώζουν εσαεί την ατμόσφαιρά της. Γι’ αυτό και ο φωτογράφος απαθανατίζει τους αρχειοθετημένους τόπους έρημους, χωρίς ανθρώπινη παρουσία. Έτσι μπορεί κανείς να διαισθανθεί την αύρα των δραματικών συμβάντων, να αισθανθεί την ατέλειωτη συνέχεια της ιστορίας. Έχει δίκιο λοιπόν ο επιμετρογράφος όταν γράφει πως η σειρά φανερώνει πόσο καίρια η ζωτικότητα του γεγονότος διαπερνά την αισθητική και πόσο αδέξια και υπόγεια φέρει συχνά το παρόν πάνω του το παρελθόν.

Βαρδάρης - Επαφή

Ζούμε άραγε σ’ ένα βουνό από πτώματα; αναρωτιόταν ο W.G. Sebald στους Δακτύλιους του Κρόνου που αναγνώσαμε πριν λίγες μέρες και που αποτελεί ένα από τα προθέματα εδώ;

Εκδ. Άγρα, 2012, σελ. 129. Εισαγωγή: Mark Mazower, επίμετρο: Ηρακλής Παπαϊωάννου.

Δημοσίευση σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 179: The Killing Fields.

Μικρό σημείωμα για το βιβλίο δημοσιεύεται στο τεύχος του περιοδικού (δε)κατα (τεύχος 41, άνοιξη 2015), Αφιέρωμα στην Θεσσαλονίκη.

Στις εικόνες [όλες από το βιβλίο]: Ιππόδρομος χιλιάδων ενοχών, η Ακρόπολη των Ζηλωτών, η γωνιά του Μανόλη Αναγνοστάκη, Στρατόπεδο Παύλου Μελά και Χρόνιας Ομίχλης, Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός, Πλατεία Ελευθερίας, κυρίως δε Λήθης και Παρκαρίσματος, οι φυλακές κάτω από το Βυζάντιο, το μέρος όπου ένα κορίτσι χάθηκε κάτω από το παλιό αναγνωστικό, το Βαρδάρι της Επαφής.

Jan Morris – Τεργέστη. Η έννοια του πουθενά

1

Μια πόλη για τον τέταρτο κόσμο της Διασποράς

Υπάρχουν ανά την υφήλιο άνθρωποι οι οποίο συγκροτούν έναν Τέταρτο Κόσμο, μια δική τους διασπορά. Αυτοί είναι υπεράνω όλων! Ασχέτως χρώματος. Ασχέτως θρησκείας: μπορεί να είναι χριστιανοί ή ινδουιστές ή μουσουλμάνοι, μπορεί και εβραίοι ή ειδωλολάτρες ή και άθεοι. Μπορεί να είναι νέοι ή γέροι, άντρες ή γυναίκες, στρατιώτες ή ειρηνιστές, πλούσιοι ή φτωχοί. Μπορεί να είναι πατριώτες, ουδέποτε πάντως σωβινιστές. Μοιράζονται μεταξύ τους, ασχέτως εθνικότητας, τις κοινές αξίες του χιούμορ και της κατανόησης. Άμα βρεθείς ανάμεσά τους, δεν πρόκειται ούτε να σε κοροϊδέψουν ούτε να σε πικράνουν, γιατί δεν τους ενδιαφέρει ούτε η φυλή σου ούτε το θρήσκευμά ου, ούτε το φύλο ή η εθνικότητά σου· τους βλάκες τους ανέχονται, αν όχι ευχάριστα, οπωσδήποτε με κατανόηση. Γελάνε εύκολα. Δεν δυσκολεύονται να αισθανθούν ευγνωμοσύνη. […] Είναι εξόριστοι μέσα στην ίδια τους την κοινότητα, γιατί πάντα ανήκουν σε κάποια μειοψηφία, όμως είναι ένα έθνος πανίσχυρο, και κρίμα που δεν το ξέρουν. Είναι το έθνος του πουθενά και έχω καταλήξει να πιστεύω ότι είναι φυσικό να έχει πρωτεύουσά του την Τεργέστη. [σ. 233 – 234]

Trieste_intorno_a_1880._Il_Targesteo

Η Τζαν Μόρις [γεν. 1926] ζούσε και έγραφε ως Τζέιμς Μόρις μέχρι το 1972, οπότε και ολοκλήρωσε την διαδικασία της αλλαγής του φύλου της. Έγραψε έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και δοκιμίου, μυθιστορήματα, διηγήματα και αυτοβιογραφικά κείμενα. Τα ταξιδογραφήματά της είναι γραμμένα με τον τρόπο των αρχετυπικών συγγραφέων – ταξιδευτών – περιπλανώμενων. Συνδυάζουν τα αντικειμενικά στοιχεία με την υποκειμενική ματιά, τα ιστορικά και λογοτεχνικά δεδομένα με την προσωπική περιπλάνηση. Το βιβλίο της για την Τεργέστη θα είναι το τελευταίο της για την πόλη – το υπόσχεται κυρίως στον εαυτό της. Εβδομηντάχρονη πλέον και κοσμογυρισμένη, επιστρέφει αναζητώντας την αλήθεια πάντα στην ίδια προκυμαία.

Στην Τεργέστη περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, η ιδέα της εθνικότητας φαίνεται ξένη. Η πόλη αυτή διαμόρφωσε τον δικό της χαρακτήρας της προ πολλού από πληθυσμιακές ομάδες προερχόμενες από πολλές χώρες και παραμένει εκ φύσεως μοναχική. Από παραθαλάσσιο χωριό των Ιλλυριών σε ρωμαϊκή επαρχία, ύστερα σπλάχνο της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων της Βιέννης, Ελεύθερο Λιμάνι, κέντρο κοσμοπολιτισμού και αργότερα, όταν το λιμάνι παράκμασε, πόλη βυθισμένη σε νάρκη, στερημένη από την ίδια της την ενδοχώρα, Ελεύθερη Περιοχή και τέλος μοιρασμένη ανάμεσα στην Ιταλία (η πόλη και το λιμάνι) και στην Γιουγκοσλαβία (το μεγαλύτερο μέρος της πέριξ περιοχής), η Τεργέστη μοιάζει να ενσωματώνει κάθε στιγμή του παρελθόντος της. Εκείνο όμως από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει είναι η κληρονομιά της κοσμοπολίτικης κοινωνίας της. Μπορεί οι οικογένειες να χάθηκαν, όμως τα ονόματά τους είναι ακόμα και σήμερα μέρος του καθημερινού λεξιλογίου· ενίοτε και η ανάμνησή τους. Η διάλεκτος της Τεργέστης άλλωστε σήμερα έχει παρομοιαστεί από τον Ιρλανδοτεργεστίνο λόγιο Τζον Μακ Κορτ «ζωντανή εγκυκλοπαίδεια των πολιτισμών, των εθνών και των γλωσσών που αφομοιώθηκαν από την πόλη».

4

Για την συγγραφέα η Τεργέστη είναι μια αλληγορία του λίμπο στην κοσμική του διάσταση. Εκεί αισθάνεται μόνη ακόμα και όταν είναι με φίλους. Ο Βιεννέζος θεατρικός συγγραφέας Χέρμαν Μπαρ όταν την επισκέφτηκε το 1909 είπε ότι ένιωσε σαν να αιωρούνταν στη ανυπαρξία, σαν να βρέθηκε στο πουθενά. Είναι κι αυτή ένας τόπος που σημαίνει κάτι ιδιαίτερο σε όσους, όπως το έθεσε ο Ρόμπερτ Μιούζιλ, έχουν την εντύπωση ότι το καθετί σημαίνει κάτι περισσότερο από ό,τι έχει την ειλικρινή πρόθεση να σημαίνει. Μέχρι και ο Μαρσέλ Προυστ, που δεν επισκέφτηκε ποτέ του την Τεργέστη, βάζει τον Αφηγητή του να της σκέφτεται ως «το γλυκύτερο μέρος όπου οι άνθρωποι ήταν σκεφτικοί, τα ηλιοβασιλέματα χρυσά και οι καμπάνες των εκκλησιών μελαγχολικές». Ο Ουμπέρτο Σάμπα, ο in excelsis ποιητής της Τεργέστης, δείχνει να είναι διαρκώς μελαγχολικός στη πόλη του.

3 - svevo1

Ακόμα και στην Συνείδηση του Ζήνωνα του Ίταλο Σβέβο, είναι διάχυτη μια βασανιστική αίσθηση του ανικανοποίητου. Ο Ζήνων άλλωστε υποφέρει από κάθε λογής ασθένεια, για να καταλήξει στο τέλος ότι μια maladie imaginaire είναι χειρότερη από την οποιαδήποτε πραγματική γιατί δεν είναι ιάσιμη. Ποτέ πια, ποτέ ξανά είναι η επωδός που στοιχειώνει τις τελευταίες σελίδες της τραγικής νουβέλας του Σβέβο Το γέρασμα. Ιδού η επωδός της ίδιας της Τεργέστης. Ο Σβέβο φαίνεται ότι πέρασε μια πληκτική ζωή στην Τεργέστη, πρώτα ως λογιστής σε ασφαλιστική εταιρεία, κατόπιν ως διευθυντικό στέλεχος στο οικογενειακό εργοστάσιο χρωμάτων και βερνικιών. Αν όμως πιστέψουμε όσα γράφει στα μυθιστορήματά του, πίσω από την αστική πρόσοψη της πόλης κόχλαζε κάθε είδους σεξουαλικό πάθος. Ένα τέτοιο πάθος πάντως χαρακτήρισε την μέγιστη ερωτική ιστορία της πόλης, ανάμεσα στον λογοτέχνη – πορνογράφο Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ίζαμπελ Μπάρτον.

Αυτή η πόλη μοιάζει φτιαγμένη για τους εξόριστους. Έχει προσφέρει άσυλο σε πολλούς που εκπατρίστηκαν, είτε με την θέλησή τους είτε κατ’ ανάγκη, αν και τελικά πολλοί απ’ αυτούς έμειναν εκεί επιθυμώντας κατά βάθος να είναι κάπου αλλού. Γιατί αυτή είναι ειρωνεία με αυτό τον τόπο: να σε έλκει και ταυτόχρονα να σε μελαγχολεί.

5 - giacomo-girolamo-casanova

Ανώνυμοι ξένοι έφτασαν κατά χιλιάδες στην Τεργέστη, άλλοι άντεξαν για λίγο μόνο τον τόπο. Ο Καζανόβα υποχρεώθηκε να μείνει εδώ δυο ολόκληρα χρόνια και πέρασε κατά τα λεγόμενά του ζωή χαρισάμενη, όμως, μόλις οι Επίτροποι της Βενετίας του επέστρεψαν να γυρίσει στον τόπο του, έφυγε μέσα σε μια βδομάδα. ο Έγκον Σίλε έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα προσπαθώντας να συνέλθει από τις συνέπιες μιας σύντομης φυλάκισής του. Ο Κόνραντ έγραψε για τους βαστάζους της Τεργέστης, οι Μπούντενμπρουκ του Τόμας Μαν γράφτηκα κατά την παραμονή του στο Οτέλ ντε λα Βιλ, η πιο γνωστή ιστορία του Μπούνιν είχε αρχικά τον τίτλο Ο Κύριος από την Τεργέστη, ο Χάυδν έγραψε την Συμφωνία της Τεργέστης, ο Μάλερ, ο Φρόιντ και ο λόρδος Λούκαν πέρασαν από εδώ.

Η Τεργέστη είναι υπεράνω τουρισμού, οικονομίας, ιστορίας – αν ποτέ υποχρεωνόταν να αυτοδιαφημιστεί, θα της αρκούσε η Sua Triestinita. Η πόλη για την συγγραφέα έχει κάτι το υπαρξιακό, άρα προορισμός της είναι να είναι ο εαυτός της. Την εκμαυλίζει η γοητεία ενός επακόλουθου που χάθηκε, μιας δύναμης που έσβησε, του χρόνου που περνάει, των φίλων που φεύγουν, των μεγάλων πλοίων που πάνε για παλιοσίδερα. Δύσκολα αποφεύγει κανείς το σύνδρομο της Τεργέστης – η ίδια έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια θεραπείας. Εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, θυμάται τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες, τους χαμένους φίλους, πάντα μ’ εκείνη την γλυκιά tristesse που ονοματοποιεί την πόλη.

2

Η Tζαν Μόρις γράφει για τους εξόριστους της πόλης όμως σε γενικές γραμμές εξόριστη ένοιωσε κι εκείνη. Το παρελθόν άλλωστε ξένος τόπος είναι, όπως και τα γηρατειά καθώς προχωρείς είναι σαν να μπαίνεις σε άγνωστη περιοχή, σαν να αφήνεις πίσω έναν δικό σου τόπο. Τίποτα δεν μοιάζει με ό,τι γνώριζες πιο πριν. Το σώμα αλλάζει, η εξοχή αλλάζει, ο κόσμος ο ίδιος. Από την άλλη όμως αυτή η ηλικιακή εξορία μπορεί να σημαίνει και μια καινούργια ελευθερία, γιατί τα περισσότερα πράγματα δεν έχουν πια την σημασία που είχαν. Το μόνο που μετράει είναι η καλοσύνη, αυτή «η θεμελιώδης αρχή του πουθενά». Ο Τζόις έλεγε ότι πουθενά αλλού δεν είχε συναντήσει τόση καλοσύνη όσο στην Τεργέστη. Η δική της Τεργέστη παραμένει ο τόπος του εφήμερου, είναι η πόλη των ψευδαισθήσεων· η φαντασία παραγκωνίζει το γεγονός. Μήπως, αναρωτιέται, ακόμα κι όσα μας γράφει αποτελούν προϊόν της ίδιας της φαντασίας που έθρεψε εντός της η πόλη;

7

Εκδ. Πάπυρος, 2009, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, σελ. 245 [Jan Morris, Trieste and the meaning of nowhere, 2001]

Στις εικόνες εκτός από την συγγραφέα: Italo Svevo, Giacomo Casanova, James Joyce σμιλεμένος από και στην Τεργέστη.