Γιώργος Βέης – Παντού. Μαρτυρίες, μεταμορφώσεις

%ce%b5%ce%be%cf%8e%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%bf

Ο κόσμος υπάρχει για να διανύεται

«Ο τόπος είναι φύσει και θέσει ένα πρόπλασμα δοκιμίου, ένα δικαίωμα περιγραφής και όχι μόνο. Φαντάζεται κι αυτός, περιμένει τον συναξαριστή του», γράφει ο συγγραφέας [σ. 20] δικαιώνοντας ένα μεγάλο μέρος από την πρόζα του, το ιδιαίτερο εκείνο είδος κειμένων που επιχειρεί να ανασυστήσει την εμπειρία των ταξιδιών και των ανά τον κόσμο περιπλανήσεών του μέσα από την τέχνη του λόγου.

Η κινητοποίηση των αισθητηρίων, το καλούπωμα της ιδιαίτερης στιγμής, ο αναλυτικός προσεταιρισμός των ορατών σημάτων, οι μύθοι που ανέκαθεν διαμορφώνουν ήθη και πολιτικές αγαστής συμβίωσης με το παράλογο – για να χρησιμοποιήσω μερικές από τις χαρακτηριστικές του εκφράσεις – αλλά και η απολύτως σύγχρονη πραγματικότητα που περιμένει να αποκωδικοποιηθεί, όλα αναζητούν τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσουν εκείνο που μοιάζει τόσο δύσκολο να εκφραστεί, ποιώντας τελικά λόγο ταξιδιωτικό, ποιητικό και στοχαστικό μαζί. Κι αν, όπως γράφει για την Τζακάρτα, τα τοπία σε περιμένουν για να σου θυμίσουν ότι δεν μπορείς να τα μάθεις όλα, τουλάχιστον, σκέφτομαι, μπορείς να εκφράσεις εκείνο που σου έδειξαν ή να μαντέψεις εκείνο σου έκρυψαν.

Singapore

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτεται από το κεφάλαιο «Εικόνες και πίνακες: το φως της Σινγκαπούρης». Ο συγγραφέας βιώνει μια συνεχή διαδικασία προσαρμογής σε ένα χαμαιλεοντικό τοπίο, μια υποδειγματική μητρόπολη που κολυμπάει διακόσια μέτρα πάνω από την γη, στον αέρα της ματαιοδοξίας, στο ζεστό κενό της σινγκαπουριανής νύχτας. Ζει το θεσπέσιο αίσθημα του αβαρούς, το παμπάλαιο όνειρο της ακίνδυνης πτήσης, σ’ ένα ύψος όπου τα πράγματα φαίνονται κοσμήματα. Διόλου τυχαία την ίδια στιγμή θυμάται τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε και τις Αόρατες πόλεις του Καλβίνο.

Σε αυτό το οδυσσεϊκό, πολυμήχανο νησί, η ανακύκλωση των ιδεών του βουδισμού συνυπάρχει με την ουσία της φιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς με αποτέλεσμα ένα κλίμα διαρκούς έντασης· σαν να μην κοιμάται τίποτε εδώ. Αυτή η χαρακτηριζόμενη μηχανή της ευτυχίας έχει ως ανοιχτό της κείμενο την ίδια την αρχιτεκτονική. Αυτά για τα οποία προνόησε η θάλασσα τόσους αιώνες καταπατώνται βάσει συστηματικού πολεοδομικού σχεδίου. Η χρήση νομιμοποιεί το όραμα των περαιτέρω επεκτάσεων. Το νησί τεντώνεται για να γίνει ήπειρος. Όλο και περισσότερος ζωτικός χώρος παραδίδεται στους κατοίκους της.

singapore-2

Φυσικά το κράτος – νησί υπήρξε σύμβολο ομαδοποιημένης, σχεδόν κατά τα αρχαία λακωνικά πρότυπα, πειθαρχίας στην τήρηση του απαιτητικότατου εθνικού κανόνα. Το κεκτημένο status quo, γράφει ο Βέης, αποτελεί υλοποίηση ενός υπεσχημένου Παραδείσου. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση, ανατροπή ή απλή παραλλαγή κρίνεται εκ των προτέρων αήθης και ασφαλώς παράνομη. Έτσι εξηγείται γιατί ο έλεγχος των κοινωνικών εκδηλώσεων είναι εντατικός, γιατί το εγώ απορροφάται διαδοχικά από τη βουερή κυψέλη.

Στο κεφάλαιο «Επανεκκίνηση: Κίνα» ο συγγραφέας μετρά τέσσερα κινέζικα Χριστούγεννα, που πλέον εορτάζονται ως εμπέδωση μιας ειλικρινούς ανοχής και πρόσληψης του άλλου. Στην Κίνα ανθεί και η παραλλαγή των μικρο – μυθιστορημάτων, των λεγόμενων hint – fiction, κείμενα εκατόν σαράντα λέξεων που μόλις φτάνουν να χωρέσουν σε δυο μηνύματα των κινητών τηλεφώνων, τα οποία, συνοδευόμενα από εύστοχα σχόλια των αναγνωστών, δημιουργούν την αίσθηση ότι γράφεται από κοινού το ένα και μόνο βιβλίο του κόσμου. Άλλωστε ο διακεκριμένος εκδότης Λου Τσιμπό ισχυρίζεται ότι το συγκεκριμένο όριο λέξεων αναγκάζει πράγματι τους συγγραφείς να γίνονται όλο και περισσότερο ακριβολόγοι και εξοντωτικά σαφείς, ασκώντας κατά περίπτωση το προσωπικό τους ύφος.

anderledes-hoteller22

Από τις «Μέρες και νύχτες στην Ιαπωνία» αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον παρουσιάζουν «Τα πανδοχεία του Άδη». Στην Ιαπωνία λόγω της γνωστής στενότητας των κατοικήσιμων χώρων σπανίως οι νεκροί συγγενείς χωρούν στο σπίτι με τους ζωντανούς. Η παράταση της φιλοξενίας της σορού ισοδυναμεί με εξόντωση των ορίων αντοχής, συνεπώς οι τεθνεώτες πρέπει να περιμένουν κάπου αλλού τη σειρά τους, ενώ απαιτούν άμεση περιποίηση. Η δημιουργία ταπεινών πανδοχείων για νεκρούς αποτελεί μια πρόσφορη λύση. Αυτά τα πανδοχεία δεν  ξεχωρίζουν από τα συνήθη κτίρια του είδους, η έξοδος του φερέτρου γίνεται από ειδικές διόδους και δεν ενοχλούνται ούτε οι γείτονες ούτε οι εντελώς ανυποψίαστοι περαστικοί. Μάλιστα τα ζευγαράκια του παράνομου έρωτα που συχνά αναζητούν περιστασιακό κατάλυμα απλώς μαθαίνουν ότι όλα ανεξαιρέτως τα δωμάτια είναι πολύ κρύα. Οι νεκροί που συνωστίζονται εδώ, σχολιάζει ο Βέης, θεωρούν τον μικρόκοσμο του πανδοχείου σαν να ήταν η ιδεώδης παράταση του παρόντος.

dubai_

Σε άλλα κείμενα από την ίδια επικράτεια, ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στους παλαιστές του σούμο, την αγέραστη Madame Butterfly, το θεμελιώδες Bushido, τις αρχές των Σαμουράι κ.ά. Στις «Διαδρομές στην Κορέα» ο συγγραφέας συναντά την Σου, πιστή φίλη από παλιά, τυπική κορεάτισσα της νέας εποχής που του προτείνει να παραστεί στην τελετή εγκατάστασής της στο νέο της όνομα. Ο σαμάνος ιερέας, εξειδικευμένος στον τομέα των εύστοχων ονοματοθεσιών, υποστηρίζει πως το όνομα οφείλει να δρα ως επιχείρηση, δραστήρια μέρα – νύχτα, ασφαλώς ως προοίμιο ερώτων και ως προσκλητήριο συζύγου. «Αποτελώντας μιαν ολιγοσύλλαβη προσευχή ανανεώσιμων ελπίδων, το όνομα συνιστά ταυτοχρόνως επιτομή Κέρδους». Μετά από δυο συντομότερες «Καθ’ οδόν» στάσεις, στο τσιμεντοχαλύβδινο Ντουμπάι και στον Κόλπο της Γουινέας ο συγγραφέας καταλήγει στον Πύργο της Σάμου, σε μια παιδική ηλικία όπου «τα πράγματα είναι ελαφρώς ή πολύ μεγεθυσμένα».

calvino

«Τα λόγια, όπως συνήθως συμβαίνει στις ανάλογες συνθήκες δράσης, φτάνουν κάπως αργά για να στήσουν, για να γράψουν τις εικόνες. Το πεδίο δράσης των συγκινήσεων είναι επόμενο να διευρύνεται συνεχώς», γράφει ο συγγραφέας, αντιλαμβανόμενος το χάσμα ανάμεσα στις λέξεις και στις εικόνες, ένα χάσμα που εκατοντάδες σελίδες επιχειρούν να γεφυρώσουν. Εκείνο που σίγουρα επιβεβαιώνεται με ένα ακόμα βιβλίο του είναι ότι «ο κόσμος υπάρχει για να διανύεται, για να διασχίζεται μ’ ένα κολύμπι διαρκείας».

Για άλλη μια φορά μέσα από την πλούσια βιβλιογραφία παραθεμάτων ο Βέης αποκαλύπτει και μοιράζεται τους συνομιλητές του: Ζέμπαλντ, Καλβίνο, Γιουρσενάρ, Καβαμπάτα, Μισίμα, Μερλώ – Ποντύ, Μοράν, Μπαρτ, Μπατάιγ, Σόνταγκ, Τανιζάκι, Μπένγιαμιν, Κλεε, Σεγκαλέν, Κόνραντ, Βιτγκενστάιν, Πεντζίκη, Παπατσώνη, Ξενάκη, Πολίτη, Καχτίτση, Κιουρτσάκη, και πολλούς άλλους. Τα περισσότερα από τα κείμενα δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Αντί, (δε)κατα, Νέα Ευθύνη, Φρέαρ, στις ηλεκτρονικές σελίδες του Διάστιχου, του Πλανόδιου, του poiein.gr, στην «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, στην κυριακάτικη Αυγή, στους Τόπους της Λογοτεχνίας και στα Ημερολόγια της Εταιρείας Συγγραφέων. Η έκδοση συμπληρώνεται με 18σέλιδο ένθετο έγχρωμων φωτογραφιών.

%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%82-%ce%b2%ce%ad%ce%b7%cf%82

Εκδ. Κέδρος, 2015, σελ. 320.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος, αρ. 110 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2015).

Σαμ Σέπαρντ – Χρονικά των μοτέλ

cover

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα στα είκοσι δυο δύσκολα μερόνυχτα που έμεινα δίπλα της στο νοσοκομείο φέτος από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου ήταν το πρώτο που άρπαξα από την βιβλιοθήκη προτού φύγω· ελαφρύ για να το έχω παντού μαζί μου, ταξιδευτικό για να με παίρνει παντού μαζί του. Δεν με πρόδωσε, το μετέφερα και με μετέφερε και του οφείλω περιπλανήσεις ακριβώς σε στιγμές που τις χρειαζόμουν όσο ποτέ. Το είχα πρωτοδιαβάσει στην Θεσσαλονίκη, τέσσερα χρόνια μετά την έκδοσή του (1982, 1988), στο λεωφορείο για τα Χίλια Δέντρα, αλλά σύντομα το δάνεισα σε μη αναγνώστρια γνωστή μου, άρα ήταν θέμα χρόνου να το χάσει. Το ξαναβρήκα φέτος σε μεταχειρισμένα και, καθότι εδώ και καιρό εξαντλημένο, θα ήθελα να σφίξω τα χέρια που το έφεραν ως τα δικά μου.

Πρόκειται για την απόλυτη συλλογή μικρών κειμένων μεγάλων περιπλάνησεων. Αυτό ίσως είναι το θρυμματισμένο On the Road μιας άλλης γενιάς, που δεν περίμενε να βρει θαύματα στον δρόμο, παρά να μετακινείται επειδή πάντα έφευγε από κάπου και αναζητούσε να βρεθεί κάπου αλλού. Εδώ είναι λες και ο θεατρικός συγγραφέας, κινηματογραφικός σεναριογράφος και ηθοποιός Σαμ Σέπαρντ δοκίμασε να γίνει λογοτέχνης, εκτός αν ήταν εξαρχής λογοτέχνης και επιχειρούσε όλα τα υπόλοιπα προσπαθώντας να κρατηθεί ζωντανός μέσα στο αναβράζον πνεύμα του.

sam-sephard-3

Τα αφηγήματά του είναι (συνήθως) πεζά αλλά και ποιήματα, κρατούν μισή, μια, δυο, τρεις ή σπανιότερα περισσότερες σελίδες και δεν έχουν τίτλο παρά μόνο με αναφορά στο τέλος του τόπου και της ημερομηνίας της γραφής (π.χ. 3/79, Σάινερ, Τέξας). Το τέλος τους είναι ανύπαρκτο (ή κάποτε ξαφνικό), ανοιχτό, κι έτσι μοιάζουν με ψήγματα μιας διαρκούς ροής όπου η μετακίνηση και η στασιμότητα μοιάζουν συνεχή εναλλασσόμενα ρεύματα. Ευνόητα οι γραμμές του αντιστοιχούν σε απόλυτες κινηματογραφικές σκηνές, το γράψιμο είναι απλό και τραχύ, ο απόλυτος πεζός και ενίοτε βρώμικος ρεαλισμός. Σεπαρντίνες χωρίς κομφετί. Οι φωτογραφίες του αιώνιου φίλου και συνταξιδευτή Johnny Dark βρίσκουν την πιο ταιριαστή τους θέση ανάμεσα στις σελίδες.

Κάποτε στο Σαν Μπερναντίνο εγώ κι ο Τιμ Φορντ κλέψαμε ένα αμάξι. Μια από κείνες τις παλιές Ώστιν Χήλευ με την κόκκινη πέτσινη κουκούλα. Την βρήκαμε παρκαρισμένη πίσω από μια καντίνα… Η αφετηρία της δρομίσιας λογοτεχνίας προκαλεί πάντα την ίδια ανυπομονησία για την συνέχεια. Όπως εδώ, όπου η αρχική επιθυμία των δυο φίλων να κάνουν μια απλή βόλτα και να την παρατήσουν στην άλλη άκρη της πόλης αντικαταστάθηκε με την ιδέα της φυγής στο Μεξικό. Κι εκείνη την κούρσα την πάρκαραν έξω από το τζάμι των εστιατορίων στις εθνικές οδούς γιατί δεν χόρταιναν να την βλέπουν και την αγάπησαν σαν να ήταν πραγματικοί της ιδιοκτήτες.

sam-sephard

Αλλού ακολουθούμε έναν άντρα σε μια επαναλαμβανόμενη διαδρομή από το μοτέλ του μέχρι την αίθουσα αναμονής για να δει αν ήρθε κάποιο γράμμα, να διασχίζει σπίτια που μοιάζουν να χτίστηκαν σε λάθος μέρος, να συναντά ανθρώπους που φλυαρούν σα να προσπαθούν περισσότερο να πείσουν τον εαυτό τους παρά τον συνομιλητή τους και να φτάνει σε μια περιοχή γεμάτη τροχόσπιτα, όπου γυρίζεται μια ταινία όπου συμμετέχει ο ίδιος. Η στολή του, «μια ευτελής παραλλαγή του εαυτού του, ίσως καθαρότερη»· ο φόβος του, μήπως ο ρόλος του είναι ο ίδιος του ο εαυτός.

Κάποιος άλλος επιχειρεί να κλέψει μια εντελώς ασήμαντη αφίσα με μια μοναχική πεσμένη λεύκα έξω από το ξενοδοχείο στην οδό Σάνσετ αλλά συλλαμβάνεται και ομολογεί πως του δημιουργούσε κάποιο συναίσθημα, πως έβλεπε τον εαυτό του μέσα στην εικόνα, ξαπλωμένο ανάσκελα κάτω από την λεύκα, πως αναγνώρισε ένα πραγματικό δέντρο της παιδικής του ηλικίας, πως είχε την ελπίδα ότι η φωτογραφία θα τα ξαναζωντάνευε όλα.

motel-1

Σ’ ένα πραγματικά αξιομνημόνευτο κείμενο που αποτελεί ύμνο στα τραίνα (ο συγγραφέας μας διαβεβαιώνει ότι ευχαρίστως θα ζούσε μέσα σε ένα τραίνο αν κάποιος του έδινε ένα) αλλά και στους σιδηροδρομικούς έρωτες – έστω και εκείνους που δεν προλαβαίνουν να κινηθούν, ο αφηγητής γοητεύεται από ένα κορίτσι που μοιάζει με την Tuesday Weld την οποία κάποτε είχε ερωτευτεί σ’ ένα τηλεοπτικό σώου. Στο Σωλτ Λαίηκ το κορίτσι κατεβαίνει κι εκείνος έχει χάσει οριστικά την ευκαιρία να την κρατήσει. Μπορεί να ακούει ακόμα τα βήματά της στο αμμοχάλικο αλλά εκείνη έχει ήδη φύγει και δεν του μένει παρά να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι το Μιζούρι, για να πάρει λεωφορείο ως το Σικάγο κι ύστερα ωτοστόπ μέχρι το επαρχιακό αγρόκτημα του παππού του, που ζει μπροστά σε μια τηλεόραση.

Άλλοι ήρωες του Σέπαρντ: ένας υπνοβάτης, ένας κιθαρίστας που αισθάνεται συγγένεια όχι τόσο με την μουσική όσο με την φωνή του ραδιοφώνου και την μετάδοση της ψευδαίσθησης της ανθρώπινης παρουσίας, ένας πατέρας που ζει μονάχος μες στην έρημο επειδή δεν τα βρίσκει με τους ανθρώπους αλλά με έναν δίσκο με τις πρώτες εκτελέσεις του Αλ Τζόνσον και την φωτογραφία μιας Σπανιόλας πάνω από τον νεροχύτη, ένας μεθυσμένος έτοιμος για άσκηση οικιακής βίας στην γυναίκα του, άλλοι περιπλανώμενοι γύρω από την έρημο Μοχάβε (ο μεταφραστής επιμένει να την γράφει Μοζάβε), αναζητώντας έναν λυτρωτικό τερματισμό.

tumblr_mxpovtq4ic1spdabbo1_1280_

Στα δυο μεγαλύτερα σε έκταση κείμενα ο Σέπαρντ θαυματουργεί, όπως άλλωστε το έχουμε διαπιστώσει σε άλλες, πιο «ορθόδοξες» συλλογές διηγημάτων. Στο πρώτο, γραμμένο σε τέσσερις μέρες του 1982, δυο άντρες και δυο γυναίκες βρίσκονται πάνω στον Αυτοκινητόδρομο 40 και μέσα στην χαύνωση της οδήγησης αρχίζουν «σαν υπνωτισμένοι να διηγούνται ιστορίες, μπλέκοντας παρελθόν στην τύχη». Καταληκτήρια αφορμή του ταξιδιού είναι η επίσκεψη στον πατέρα του ενός άντρα.

Κάποτε φτάνουν και βλέπουν τον γέρο μ’ ένα ψάθινο καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια να χτυπάει τα πλήκτρα ενός πιάνο μ’ έναν μαύρο ανεμιστήρα πάνω. Βλέπετε, δεν είναι όλοι οι Σεπαρντίνοι χαρακτήρες διαρκώς κινούμενοι. Οι μισοί έχουν παγιδευτεί σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα δωμάτιο, την ίδια στιγμή που κάποιοι από τους άλλους μισούς αναζητούν κάτι αντίστοιχο να καταλήξουν ή να επιστρέψουν.

sam-sephard-2

Αυτό το βράδυ αποδιώχνω τους πάντες. Όλη τη μέρα αυτό έκανα αλλά τώρα που νυχτώνει είμαι ιδιαίτερα εμπαθής. Έχω στρατοπεδεύσει δίπλα στο αγαπημένο μου παράθυρο και καμία ποσότητα ήχων φυσαρμόνικας, πιάτων, γέλιου ή φωνών από τα άλλα δωμάτια βαθειά μέσα σ’ αυτό το σπίτι δεν μπορεί να με πείσει να βγω από το καβούκι μου. Ό,τι πραγματικά λαχταράω είναι το φως που λιγοστεύει. Να περνούν αυτοκίνητα με αναμμένους προβολείς. Κουκουβάγιες που ερευνούν τα χωράφια. Αμελητέες αχτίνες φωτός που χάνονται αργά καθώς καταφθάνει η πραγματική μαύρη νύχτα. [σ. 96]

Στο δεύτερο και συγκλονιστικότερο κείμενο ο αφηγητής με άλλα δύο πρόσωπα διασταυρώνεται με ένα ασθενοφόρο για να διαπιστώσει σύντομα ότι μέσα του βρίσκεται εκείνη – μητέρα; συγγενής; Το Σίτυ Χόσπιταλ αποκάλυπτε το πρόσωπο της πόλης με τον πιο άμεσο τρόπο. Εκεί, «μια μέρα δεν είναι παρά ακόμα μια μέρα που πρέπει κανείς να υπομείνει ως την επόμενη μέρα». Σε όσους βρίσκονται μέσα, φαίνεται εξωπραγματικό ότι στους γύρω δρόμους η ζωή κυλούσε με τον συνηθισμένο ρυθμό. Οι γιατροί: ύστερα από τόσες σπουδές και εγχειρήσεις, δεν τους μένει παρά μονάχα η διαίσθησή τους. Οι ανάσες των ασθενών ακούγονται σαν επιθανάτιοι ρόγχοι. Το νυχτερινό αεράκι που χαϊδεύει τις κουρτίνες μοιάζει με μια παράδοξη ελεύθερη είσοδο του έξω κόσμου σ’ αυτόν τον αποστειρωμένο χώρο. Η ασθένεια, το νοσοκομείο, οι γιατροί, ο ασθενής, ο φόβος. Όλοι όσοι έχουμε ζήσει ανάλογες καταστάσεις εδώ ταυτιζόμαστε με έναν τρόπο που μόνο η λογοτεχνία καταφέρνει.

Εκδ. Επιλογή, 1986, μτφ. Γιάννης Αβραμίδης, 122 σελ. [Sam Shepard, Motel Chronicles, 1982].

Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 210, εδώ, με τίτλο Α house is a motel, μια αντιστροφή εκείνου του τραγουδιού.