Archive Page 3

01
Μαρ.
23

Σταύρος Ζουμπουλάκης – Ποιος Θεός και ποιος άνθρωπος

Βιβλία περί του Ιερού, 2 (2023)

Τα κείμενα του Σταύρου Ζουμπουλάκη τόσο στο παρόν βιβλίο όσο και σε εκείνο που θα παρουσιάσουμε σύντομα (Άσπονδοι αδελφοί. Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, εκδ. Πατάκης, 2019) ανοίγουν και ανοίγονται σε ένα συναρπαστικό πνευματικό πεδίο όπου η φιλοσοφία, η θεολογία, ο στοχασμός, η πολιτική σκέψη και ο ηθικός προβληματισμός συνυπάρχουν, διαλέγονται και εκφράζονται με την γνώριμη προσιτή, δοκιμιακή αλλά και ταυτόχρονα εύληπτα διαλεκτική γραφή.  Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τα ονόματα, τα έργα και τα ευρύτερα θέματα για τα οποία γράφει ο συγγραφέας, προφανώς θα βρεθούν σε κήπο απολαύσεων. Όμως και εκείνοι που δεν είναι θα βρεθούν μπροστά στον ίδιο πλούτο, καθώς τα θέματά του τελικά έχουν καθολικό ενδιαφέρον και ερεθίζουν κάθε σύγχρονο νου που θέλει να νοιώθει ζωντανός και να στοχάζεται. Σε όλα αυτά τα ζητήματα ο Ζουμπουλάκης δεν περιορίζεται στην προς εμάς κοινωνία όλου αυτού του πλούτου αλλά παίρνει την δική του θέση, εμπλουτίζοντας τον διάλογο.

Δεν βρίσκω λύση στο δίλημμα. Την αναζητώ, μα δεν την βρίσκω. Αυτές είναι οι συγκλονιστικές φράσεις που πρόσθεσε με μολύβι ο Πρίμο Λέβι στο δακτυλόγραφο που ετοιμαζόταν να παραδώσει για τύπωμα, κατά την έκδοση του βιβλίου του με συνομιλίες με τον συγγραφέα Φερντινάντο Καμόν. Είναι όμως γνωστή η ακροτελεύτια φράση του με την οποία έκλεινε το βιβλίο των συνομιλιών: Υπάρχει το Άουσβιτς, δεν μπορεί επομένως να υπάρχει Θεός, και πράγματι ο Λέβι υποστήριζε ότι το Άουσβιτς στάθηκε για εκείνον μια εμπειρία που σάρωσε ό,τι είχε απομείνει από την θρησκευτική του αγωγή. Ιδού λοιπόν το θέμα του κειμένου του Ζουμπουλάκη «Ο Χανς Γιόνας και ο Θεός στο Άουσβιτς και μετά το Άουσβιτς». Που ήταν λοιπόν ο Θεός όταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης την θέση του ανθρώπου έπαιρνε το φοβισμένο ζώο που μόνη έγνοια του ήταν να βρει μια μπουκιά ψωμί παραπάνω; Το μόνο που έχουμε στα χέρια μας όσον αφορά το ερώτημα στις σκέψεις των πνευματικών ανθρώπων είναι τα λιγοστά κείμενα των επιζώντων, κι αυτά διαβάζει ο Ζουμπουλάκης, γνωρίζοντας φυσικά ότι αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό. Πρόκειται για το βιβλίο της Ραχήλ Ερτέλ Στου κανενός τη γλώσσα, μελέτη και ανθολογία γίντις ποιημάτων για το Ολοκαύτωμα και μια συλλογή με μαρτυρίες αφανών με τίτλο Λατρεύοντας τον Θεό μέσα στη δίνη. 

Ζήτησα να βρω πώς έφτανε / στον Θεό ο ήχος από τους θαλάμους αερίων, έγραφε σε ένα ποίημά του ο Ααρών Τσάιτλιν (που τον συναντώ μάλιστα αυτές τις μέρες διαβάζοντας την συναρπαστική αυτοβιογραφία του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ). Οι Εβραίοι οδηγήθηκαν και εξολοθρεύτηκαν επειδή έμειναν πιστοί στον Θεό και στον Νόμο του· εξοντώθηκαν όχι επειδή απίστησαν αλλά επειδή υπάκουσαν και τήρησαν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αρνηθεί κανείς τον Θεό – ο θρησκευτικός έχει ως μόνη πηγή του τον ισχυρό κλονισμό που προκαλεί στη θρησκευόμενη συνείδηση η σιωπή του Θεού. Αυτού του είδους η άρνηση όμως δεν μπορεί να είναι οριστική, αλλά φανερώνει τη γνώριμη στον μονοθεϊσμό διαλεκτική εξέγερσης και υπακοής. Σε κάθε περίπτωση, το βίωμα των πιστών Εβραίων στο Άουσβιτς ήταν, κατά κύριο λόγο, το βίωμα του άδειου ουρανού. Την Τορά την παραλάβαμε στο Σινά / και στο Λουμπλίν τη γυρίσαμε πίσω (Γιάκομπ Γκλατστάιν). Δεν έλειψαν και εκείνοι των οποίων η πίστη έμεινε ασάλευτη και όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, τήρησαν τις λατρευτικές εντολές μέσα στα στρατόπεδα. Σε αυτές τις πράξεις, γράφει ο Ζουμπουλάκης, δεν μπορεί παρά να δει κανείς την άρνηση της κτηνωδίας και την ακατάβλητη ανθρώπινη ελευθερία.

Αν τα παραπάνω αφορούν τον Θεό στο Άουσβιτς, τι συμβαίνει με τον Θεό μετά το Άουσβιτς; Η νέα συζήτηση για την έννοια του Θεού αποτελεί μέγιστη πρόκληση στη θεολογική και φιλοσοφική σκέψη και εδώ εντάσσεται η συμβολή του Γερμανοεβραίου φιλοσόφου Χανς Γιόνας και κυρίως η προσπάθειά του να απαντήσει στο ερώτημα «Τι είδους Θεός μπορούσε να επιστρέψει κάτι τέτοιο;». Αν ο Θεός της εβραϊκής (και της χριστιανικής) θεολογίας έχει τρία ιδιώματα (είναι παντοδύναμος, πανάγαθος και καταληπτός), αυτά δεν μπορούν πλέον να συνυπάρχουν. Το ζήτημα γίνεται ιδιαίτερα πολύπλοκο όταν η συζήτηση σήμερα διεξάγεται σε έναν πνευματικό και πολιτιστικό ορίζοντα από τον οποίο απουσιάζει η πίστη στην αιωνιότητα, στην άλλη ζωή, το γεγονός δηλαδή ότι «το νεότερο πνεύμα είναι ασύμπτωτο με την ιδέα της αθανασίας». Ο καθένας καταλαβαίνει την διαφορά: όταν η ζωή δεν έχει επέκεινα, όταν η σωτηρία και η τιμωρία αποτελούν μόνο ενδοϊστορικές δυνατότητες, όταν όλα εδώ κρίνονται, αυτό σημαίνει ότι και ο ίδιος ο Θεός από Κριτής γίνεται κρινόμενος και κρίνεται και αυτός εδώ.

Σημαίνει όμως επίσης ότι ακριβώς επειδή είναι κρινόμενος χρειάζεται υπεράσπιση και αναγνώριση ελαφρυντικών, και αυτό ακριβώς επιχειρεί ο Γιόνας: ο Θεός ήθελε να σώσει τους Εβραίους που πέθαιναν στα στρατόπεδα, αλλά δεν μπορούσε. Δεν είναι πλέον ο άνθρωπος που έχει ανάγκη τον Θεό, αλλά ο Θεός που χρειάζεται τον άνθρωπο! Αίροντας το θέμα της παντοδυναμίας ο Γιόνας δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το καταργεί. Πώς να εξεγερθείς ενάντια στον Θεό επειδή δεν τήρησε την υπόσχεσή του, αφού ο Θεός αυτός είναι μεν αγαθός αλλά ολότελα ανήμπορος; Η άρση του ιδιώματος της παντοδυναμίας δεν απογυμνώνει μόνον τον Θεό από κάθε δυνατότητα ενέργειας αλλά καταλύει και την δυνατότητα της προσευχής, την σχέση την σχέση του ανθρώπου και τον Θεό. Αν μη τι άλλο, ο τρόπος του Γιόνας είναι σαφής και τίμιος: ο Θεός του είναι ο Θεός στον οποίον μπορεί να πιστέψει και ο ίδιος – δεν είναι ασφαλώς ο ιστορικός Θεός του εβραϊκού μονοθεϊσμού, ούτε ο θεός της λατρείας και της προσευχής. Άλλωστε ο Θεός της εποχής της κολοσσιαίας ανάπτυξης της επιστήμης δεν μπορεί να είναι παντοδύναμος. Είναι όμως ο Θεός τον οποίο μπορεί να αποδεχτεί η σκέψη του. Τελικά όλα είναι ζήτημα οπτικής γωνίας και στάσης ζωής – και ο Θεός του Γιόνας είναι ο Θεός της σκέψης.

Στην ίδια εφιαλτική ιστορική επικράτεια της ναζιστικής θηριωδίας κινείται το κείμενο «Γκύντερ Άντερς: Έναντι του υπέρμετρου» αλλά αφορά ένα έτερο ηθικό πρόβλημα. Στον απόηχο της δίκης της Ιερουσαλήμ του Άντολφ Άιχμαν ο Άντερς είχε την παράξενη ιδέα να μιλήσει στο πρωτότοκο γιό του Άιχμαν και να επιγράψει την επιστολή του Εμείς οι γιοι του Άιχμαν. Για τον Άντερς η μόνη δυνατότητα θρήνου που απομένει στον Κλάους Άιχμαν είναι ο θρήνος για την στέρηση του θρήνου, καθώς ο γιος δεν μπορεί πραγματικά να θρηνήσει τον νεκρό πια πατέρα του (που εκτελέστηκε με βάση την απόφαση του δικαστηρίου), γιατί ο θρήνος προϋποθέτει τον σεβασμό προς τον νεκρό. Ο πατέρας στερεί από τον γιό του το έσχατο λυτρωτικό καθήκον κάθε γιου έναντι του πατέρα, τον θρήνο για τον θάνατό του. Και πόσοι άλλοι Γερμανοί δεν θα ανακάλυψαν ότι ο πατέρας τους δεν πολέμησε για την ελευθερία αλλά υπηρέτησε την πιο αποτρόπαιη μηχανή θανάτου;

Τι κάνεις, λοιπόν, όταν ανακαλύπτεις ότι ο γονέας σου είναι άνθρωπος άτιμος και ανήθικος, χωρίς κανέναν ηθικό δισταγμό και ότι άλλοι άνθρωποι πλήρωσαν αυτή του την ατιμία; Και πώς να τον απαρνηθείς, όταν δεν έχεις κανέναν προσωπικό λόγο να το κάνεις; Κανείς βεβαίως δεν κρίνεται από την καταγωγή του, δεν υπάρχει κληρονομική ή ηθική ευθύνη, ευθύνη αίματος, κρίνεται όμως από τη δημόσια στάση του έναντι του άτιμου πατέρα· το δίλημμα επομένως που τίθεται ενώπιον του γιου είναι ένα: συνέχιση ή ρήξη; Ο Άντρες προτείνει την απόλυτη, έμπρακτη, δημόσια ρήξη: ρήξη με τον πατέρα, με την ζωή και με τον κόσμο του. Το πεδίο αυτής της ρήξης είναι φυσικά ο δημόσιος βίος, η πολιτική και κοινωνική ζωή.

Δυο μείζονες στοχαστές της θρησκείας, με τους οποίους είμαστε εξοικειωμένοι όσοι γνωρίζουμε την εξαιρετική σειρά δοκιμίων των εκδόσεων Πόλις αλλά και την θεματολογία του συγγραφέα συνυπάρχουν στο ίδιο κείμενο σε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διαλεκτική: «Λεβινάς εναντίον Σιμόν Βέιλ». Η Σιμόν Βέιλ, της οποίας το έργο επανεξετάζεται με θερμό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, αποτελεί μια εντελώς σπάνια και απομόναχη, όπως χαρακτηρίζεται, περίπτωση του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Η Βέιλ έζησε λίγο αλλά έγραψε «χιλιάδες πυρετικές, σαν τη ζωή της σελίδες» και, ενώ δεν εξέδωσε κανέναν βιβλίο όσο ζούσε, μας άφησε ένα έργο επιβλητικό και πολύτροπο, με βαθιά πνευματική ενότητα, είτε στο πλαίσιο της προλεταριακής άκρας αριστεράς, είτε κείμενα αγωνιακής χριστιανικής πίστης. Όμως πέρα από την πνευματική, υπάρχει μια ενότητα ηθικής τάξεως, που χαρακτηρίζει τη σχέση της ζωής και του έργου της, καθώς ό,τι έλεγε το εννοούσε και το ζούσε – γι’ αυτό και άλλωστε πήγε να κρατήσει όλο στον ισπανικό εμφύλιο. Η Βέιλ δεν ήταν θηρευτής εμπειριών, αλλά ένας βαθιά τίμιος άνθρωπος που δεν επέτρεπε λεπτό στον εαυτό του άλλα να λέει και αλλιώς να ζει.

Η «συνάντηση» του σημαντικού Γαλλοεβραίου φιλόσοφου και θρησκευτικού στοχαστή Εμμανουέλ Λεβινάς με την Βέιλ ήταν εκ προοιμίου δύσκολη, όχι επειδή εκείνη απαρνήθηκε την πατρώα εβραϊκή πίστη και έγινε χριστιανή (η μεταστροφή της στον χριστιανισμό είναι ένα γεγονός προσωπικής εύρεσης, μυστικού τύπου, «χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση»), αλλά λόγω του ακραίου θρησκευτικού αντιεβραϊσμού της, της απερίφραστης εχθρότητας προς ό,τι ο Λεβινάς ονομάζει Βίβλο και εκείνη Παλαιά Διαθήκη. Για την Βέιλ ο Θεός της Παλιάς Διαθήκης είναι Θεός μίσους, σκληρότητας, εκδίκησης, πολέμου. Η Βέιλ δεν αγανακτεί με τις σφαγές αλλά με το γεγονός ότι αυτές συχνά γίνονται με εντολή του Θεού. Και, σύμφωνα με μια βασική της, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θέση, εντοπίζει σε όλους τους πολιτισμούς και όλες τις γραμματείες, προτυπώσεις του ευαγγελικού πνεύματος της αγάπης. Από την Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Ινδία και την Κίνα, μέχρι τους Ορφικούς, τους Πυθαγόρειους, τους Γνωστικούς, τους Μανιχαίους και τους Καθαρούς, αυτές οι προτυπώσεις αποδεικνύουν και εξηγούν την καθολικότητα της χριστιανικής θρησκείας. Μόνο στον Ισραήλ και την Βίβλο δεν βρίσκει τέτοιες προτυπώσεις· κι αν τυχόν υπάρχει κάτι καλό εκεί μέσα αποτελεί δάνειο και ξένη επίδραση.

Ο Λεβινάς θεωρεί ότι η γνώση της Βίβλου από την Βέιλ είναι όση μπορεί να προσφέρει μια απλή ανάγνωση, επειδή αγνοεί το Ταλμούδ, την ραββινική ερμηνευτική παράδοση, και πέφτει θύμα ενός ισχυρότατου στερεότυπου: η Καινή Διαθήκη είναι η αγάπη και η Παλαιά Διαθήκη το οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Όταν η Βέιλ θεωρεί ότι όλη η Παλαιά Διαθήκη είναι φρίκη εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, στις οποίες ανήκουν το Ιώβ και τα σοφιολογικά βιβλία εν όλω ή εν μέρει, το μεγαλύτερο μέρος των Ψαλμών, το Άσμα Ασμάτων, ο Δανιήλ κ.ά. ξεχνάει πως πρόκειται για την μισή Βίβλο και δεν αναρωτιέται πως μπορεί όλα αυτά να συνυπάρχουν με τα υπόλοιπα. Και γενικότερα, παρά την συμπάθειά της και την σταθερή συμπαράταξη προς τους κατατρεγμένους της ζωής και της ιστορίας, μόνο ο κατατρεγμός των Εβραίων την άφησε ασυγκίνητη και μόνο αυτοί, μαζί με τους Ρωμαίους, δεν βρίσκουν έλεος στην κρίση της.

Η θέση της Παλαιάς Διαθήκης στον χριστιανισμό συζητήθηκε ανά τους αιώνες και η σχέση της με την Καινή Διαθήκη δεν έπαψε να απασχολεί τους χριστιανούς μέχρι σήμερα. Ο χριστιανισμός ως θρησκεία εκθεμελιώνεται χωρίς την Παλαιά Διαθήκη – αλλιώς, ποιος Θεός ενσαρκώθηκε, αν όχι ο Δημιουργός του Κόσμου; Την εκθεμελίωση της ενσάρκωσης την υποψιάζεται η Βέιλ αλλά δεν την απασχολεί, γιατί η δική της ιδέα για την Ενσάρκωση είναι άλλη: η αλήθεια της μεγάλης ανιστορικής Αποκάλυψης γνωρίζει στην ιστορία πολλές ενσαρκώσεις – Προμηθέας, Ορφέας, Διόνυσος, Όσιρις, Κρίσνα, Χριστός. Βρισκόμαστε, προφανώς, μακριά από τη μονοθεϊστική αποκλειστικότητα και την χριστιανική δογματική

Η Βέιλ αποδίδει όλα τα κακά στο κάθε είδους εκρίζωμα του ανθρώπου και συνακόλουθα στους αέναα ξεριζωμένους Εβραίους. Για τον Λεβινάς όμως κάθε λόγος και κάθε έλλογος θεσμός ακόμα και η ίδια η συγκρότηση μιας αληθινής κοινωνίας αποτελούν ξερίζωμα. Με ένα εξαιρετικό εγκώμιο του ξεριζώματος ο Λεβινάς υπερασπίζεται την καθολικότητα του εβραϊσμού, αλλά ταυτόχρονα και του χριστιανισμού. Το να πιστεύεις ότι ο Θεός μπορεί να διατάζει τους ανθρώπους να κάνουν πράξεις αδικίας και σκληρότητας είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να διαπράξεις απέναντί του, γράφει η Βέιλ, ενώ για τον Λεβινάς, που δεν είναι ο αναγνώστης της πρώτης αντίδρασης αλλά έχει μάθει την τέχνη της ερμηνείας από μεγάλους δασκάλους, η εξολόθρευση του κακού δια της βίας, σημαίνει ότι το παίρνουμε στα σοβαρά και ότι η δυνατότητα απεριόριστης συγχώρησης καλεί σε απεριόριστο καλό. Μόνο ο σκληρός νόμος και ο ελεύθερος άνθρωπος μπορούν να εγγυηθούν μια δίκαιη κοινωνία περισσότερο από ό,τι η απεριόριστη συγχωρητικότητα, η συμπόνια και η μη βία.

Στο κείμενο «Ο Φουκώ και η ιρανική εξέγερση, ξανά», ο Ζουμπουλάκης θέτει και πάλι ένα μείζον σύγχρονο ερώτημα, με αφορμή τα ιρανικά κείμενα του Φουκώ και το γενικότερο «πάθημά» του. Η υποστήριξη της ιρανικής εξέγερσης του 1979 από τον Φουκώ υπήρξε μια ακόμα εντυπωσιακή περίπτωση διανοούμενου που σαγηνεύεται από τον εξεγερμένο λαό, τυφλώνεται από την λάμψη της επανάστασης και αδιαφορεί για την απειλή που ενδεχομένως αυτή να συνιστά για την ελευθερία και την δημοκρατία. Η σχετική συζήτηση που κατά καιρούς αναθερμαίνεται ανακινεί και ένα γενικότερο ζήτημα: μπορεί πράγματι μια εξέγερση εναντίον ενός τυραννικού καθεστώτος να μη δικαιώνεται αφ’ εαυτής αλλά κυρίως από το τι θα φέρει στη θέση του, όμως αυτή η πικρή σοφία δεν λύνει την απορία ποια στάση πρέπει να τηρήσει κανείς απέναντί της όσο αυτή είναι σε εξέλιξη, δηλαδή όσο όλα είναι αβέβαια και ρευστά. Είναι διαφορετικά όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός και όλοι είμαστε σοφοί και διαφορετικά κατά την δύσκολη ώρα του αναβρασμού.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ίδιος ο Φουκώ είχε προτείνει την συγκρότηση μιας ομάδας διανοούμενων-ρεπόρτερ, οι οποίοι θα πηγαίνουν εκεί όπου συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα, αυτά που γεννούν ή και αποτελούν τις πραγματικές ιδέες. O ίδιος υποστήριζε: Υπάρχουν περισσότερες ιδέες στη γη από ό,τι φαντάζονται συχνά οι διανοούμενοι. Και τούτες οι ιδέες είναι πιο δραστικές, πιο δυνατές, πιο ανθεκτικές και πιο παθιασμένες από ό,τι μπορούν να σκεφτούν για αυτές οι πολιτικοί. Εκεί λοιπόν ήθελε να βρεθεί: στο σημείο διασταύρωσης των ιδεών και των γεγονότων. Στο Ιράν ταξίδεψε το 1978 και 1979. Ο Φουκώ συνέλαβε με μεγάλη οξυδέρκεια αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή: ότι πρόκειται για ένα τεράστιας σημασίας γεγονός, το οποίο θα καθορίσει τη μοίρα του κόσμου τα επόμενα χρόνια· αντιλήφθηκε τον καθοριστικά θρησκευτικό χαρακτήρα της εξέγερσης (την οποία και συσχέτισε με παλαιότερα θρησκευτικά κινήματα) και αναγνώρισε ότι το σιιτικό Ισλάμ με τη έφεσή του προς το μαρτύριο ορίζει την μορφή και το περιεχόμενο της ιρανική εξέγερση.

Σήμερα όλα αυτά αποτελούν κοινούς τόπους, αλλά να τα λες την ώρα που γίνονται είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Χωρίς να αποσιωπήσει μερικά μαύρα σύννεφα που έβλεπε στον ουρανό της ιρανικής εξέγερσης (ακραίος αντισημιτισμός, μορφές ρατσισμού κλπ.), γοητεύτηκε από την καθολικότητά της (απλωνόταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα) και από την αφοβία έναντι του θανάτου, καθώς έβλεπε κάτι που γνώριζε μόνο από τα βιβλία, ότι δηλαδή μια εξέγερση είναι δυνατή μόνο όταν έρθει εκείνη η μυστική στιγμή που ο άνθρωπος ξεπερνάει τον φόβο και ιδίως τον φόβο του θανάτου. Γοητεύτηκε, τέλος, άποψη που κατακρίθηκε περισσότερο, από την πνευματικότητά της και συγκεκριμένα από εκείνη ην απόπειρα να εισαχθεί στη πολιτική μια πνευματική διάσταση, εννοώντας την άρνηση της πολιτικής ως τεχνικής της εξουσίας και το πρόταγμα μιας πολιτικής που θα αλλάζει πρωτίστως τους ίδιους τους ανθρώπους. Φυσικά σε όλα τα παραπάνω είδε και μια έμπρακτη κριτική και απόρριψη του δυτικού υλιστικού κόσμου.

Η προσδοκία του διαψεύστηκε τραγικά: το καταπιεστικό καθεστώς όχι μόνο δεν ευνόησε καμία πνευματικότητα αλλά οδήγησε στην πιο αντιπνευματική στάση που μπορεί να υπάρξει, την συλλογική υποκρισία. Στην ουσία επρόκειτο για πολιτική χρήση της πνευματικής παράδοσης. Ενδιαφέρουσα είναι η κριτική που άσκησε ο αριστερός μαρξιστής Μαξίμ Ροντενσόν, κορυφαίος ιστορικός και κοινωνιολόγος του Ισλάμ και του αραβικού κόσμου: ο Φουκώ αγνοούσε την παράδοση και το παρόν του σιιτικού Ισλάμ, την πολιτική θεωρία του Χομεϊνί περί ουσιαστικής διακυβέρνησης του κράτους από κληρικούς, την οπισθοδρομικότητα των μουλάδων, τον αρχαϊσμό του κινήματος και κυρίως, κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζει από την ιστορία του χριστιανισμού, πως οι θρησκευτικές διδασκαλίες μπορεί να κινητοποίησαν εξεγέρσεις, δεν σταμάτησαν ποτέ όμως την σκληρή διαπάλη για την εξουσία. Για τον Ροντενσόν δεν υπάρχει αυθόρμητη εξέγερση, αλλά πρόκειται πάντα για καθοδηγημένο «αυθορμητισμό». Ο Φουκώ, εκτός των άλλων, μπορεί να φαντάστηκε ένα τέλος της Ιστορίας που θα έπαιρνε εκδίκηση  για τις ευρωπαϊκές και άλλες απογοητεύσεις του. Ο Ζουμπουλάκης μνημονεύει παραδειγματικά τόσο την παραπάνω αντίθετη άποψη, όσο και εκείνη του Ραϋμόν Αρόν, για να δείξει ότι, όση σημασία και αν έχει πόσο δίκιο έδωσε εκ των υστέρων σε κάποιον η εξέλιξη των πραγμάτων, άλλο τόσο σημαντικό είναι πόσο κατανοεί και φωτίζει η ανάλυσή του τα γεγονότα, όσο αυτά εξελίσσονται\

Είναι άχρηστο να ξεσηκωνόμαστε; τιτλοφόρησε το περίφημο δεύτερο και τελευταίο επί του θέματος κείμενο του 1979 ο Φουκώ, απαντώντας στους επικριτές του. Πρόκειται για ένα εγκώμιο της εξέγερσης εν γένει, όχι της Επανάστασης, που μπορεί να αποτελεί και σφετερισμό της εξέγερσης και έναντι της οποίας τηρεί μάλλον αρνητική στάση. Η εξέγερση για τον Φουκώ είναι η κορυφαία επιβεβαίωση της ανθρώπινης ελευθερίας, αφού αποκαλύπτει ότι καμία τάξη δεν είναι τελικά απόλυτη. Κάθε εξέγερση εγγράφεται μέσα στον ρου της ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα τον διακόπτει κιόλας, και είναι προπαντός η στιγμή που ένας άνθρωπος προτιμάει το ρίσκο του θανάτου από την ασφάλεια μιας υποταγμένης ζωής. Αυτή η υπέρβαση του φόβου του θανάτου είναι η οπτική γωνιά θεώρησης των ιρανικών γεγονότων και η πηγή του ενθουσιασμού του Φουκώ. Ο Γάλλος φιλόσοφος θέλησε να καταλάβει το αίνιγμα της εξέγερσης, τι συμβαίνει στην ψυχή και στο μυαλό των ανθρώπων όταν παίρνουν μια τέτοια απόφαση. Σε αντίθεση με εκείνους που στήριζαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα που είχαν ήδη δείξει το αποκρουστικό τους πρόσωπο, ο Φουκώ ενθουσιαζόταν με μια εξέγερση την στιγμή που γινόταν και όχι με ένα καθεστώς. Και προφανώς δεν συνηγόρησε σε κανενός είδους φονταμενταλισμό ή καταπίεση των γυναικών.

Στο κείμενο «Αθήνα και Ιερουσαλήμ: Πού κατοικεί τελικά ο Σεστώφ;» διαβάζουμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επισκόπηση της πνευματικής διαδρομής του Λεόν Σεστώφ, του φιλοσόφου που έχει σαρκάσει από τον Σωκράτη ως τον Έγελο, τον Καντ και  τον Σπινόζα και που πίστευε πως πίστευε πως «όποιος προσβλέπει στην αλήθεια οφείλει να μάθει την τέχνη να διαβάζει τα λογοτεχνικά έργα». Πρόκειται για την συνεισφορά του Ζουμπουλάκη στο συλλογικό βιβλίο που παρουσιάσαμε εδώ στο Πανδοχείο του βιβλίου Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων που επιμελήθηκε ο ίδιος (εκδ. Άρτος Ζωής [Συναντήσεις, αρ. 2], 2012). Στην εν λόγω ανάρτηση μπορεί κανείς να διαβάσει μια εκτενή παρουσίαση των σκέψεων του συγγραφέα. Μια άλλη «συνάντηση», ανάμεσα στον φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας και στον Πάπα Βενέδικτο τον ΙΣΤ΄ («Αμφίπλευρη μαθητεία»)και ένα κείμενο για τον Πολ Ρικαίρ («Η περίσσεια της καινής εντολής και η ισοδυναμία του χρυσού κανόνα») ολοκληρώνουν τον τόμο που συγκεντρώνει εδώ όλα αυτά τα τόσο ερεθιστικά στη σκέψη κείμενα, που αρχικά δημοσιεύτηκαν ως εισαγωγή ή επίμετρο βιβλίου, σε αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών (Νέα Εστία), στον προαναφερθέντα συλλογικό τόμο και στον Τύπο (εφημερίδα Καθημερινή).

Εκδ. Πόλις, 2013, σελ. 166, με δισέλιδο εκδοτικό σημείωμα (αναφορές των αρχικών δημοσιεύσεων).

Στις εικόνες: Primo Levi (Τορίνο, 1985), Aaron Zeitlin (έργο του Feliks Frydman (Friedman)), εξώφυλλο του βιβλίου του Zeitlin Metatren (Métatron, poème apocalyptique), Βαρσοβία, 1922, Adolf Eichmann (αγνώστου), Simone Veil (έργο της Anna Masini), Emmanuel Levinas, Simone Veil, Michel Foucault, έργο του Kazem Chalipa, βασικού εκπροσώπου της «μοντέρνας μετεπαναστατικής ιρανικής τέχνης» και Lev Shestov (έργο του Talal Nayer).

12
Φεβ.
23

Κωστής Παπαγιώργης – Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου

Βιβλία περί του Ιερού, 1 (2023)

Το εν λόγω βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι μόνο μόλις το δεύτερο από τα πρώτα του δημοσιευμένα έργα, αλλά και κάποιο που ο ίδιος προτίμησε να μην επανεκδοθεί, ενώ είναι πλέον εξαντλημένο στα βιβλιοπωλεία. Στις καθιερωμένες σελίδες του διαδικτύου η εργογραφία του Παπαγιώργη «αρχίζει» από το 1987 αλλά όπως πάντα είναι τα ίδια τα βιβλία και τα περιοδικά που θα συμβουλευτούμε. Στο εξαιρετικό αφιέρωμα του περιοδικού Νέον Πλανόδιον (τεύχος 1), που παρουσιάστηκε παλαιότερα εδώ, στο ειδικό κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη η Οργή Θεού αναφέρεται πράγματι ως το δεύτερο βιβλίο του, το οποίο όχι μόνο δεν ξανατυπώθηκε αλλά και αποσιωπήθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα, ενώ προφανώς αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου Κωστής Παπαγιώργης, Τα βιβλία των άλλων, 1. Έλληνες συγγραφείς (επιλογή κειμένων Γιάννης Αστερής, Δημήτρης Καράμπελας, εκδ. Καστανιώτη, 2020). Το βιβλίο περιλαμβάνει δυο κείμενα που γράφτηκαν το 1978 και το 1979· το πρώτο κείμενο Οργή Θεού (σ. 9-67), γράφτηκε στο Κάτω Χαλάνδρι, το 1978. Το δεύτερο (σ. 71-119 ) δεν αναφέρει τόπο αλλά πλήρη ημερομηνία: 20 Μαρτίου 1979. Το παρουσιάζουμε σήμερα στο Πανδοχείο, στην καθιερωμένη ετήσια προεαρινή και εαρινή ετήσια ακολουθία αναφοράς σε βιβλία περί του Ιερού. Η περσινή και οι παλαιότερες ακολουθίες θα προστεθούν σταδιακά στο τέλος του κειμένου.

Η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι η Βίβλος της εξουσίας. Ο λόγος του θεού χαρίζει υπερβατική εγγύηση στο έργο του νομοθέτη· η ανάγκη της συλλογικής ενότητας, της τάξης, της ειρηνικής συνύπαρξης και συνάμα του αισθήματος της ένοχης ζωής, βρίσκουν στην θρησκεία την ιδανική τους πλήρωση. Ο Θεός στηρίζει τον νόμο, γι’ αυτό και κάθε θρησκεία συναρτάται πάντα με πολιτικές επιταγές που, ντυμένες τη θεία θέληση, υπερυψώνουν μυσταγωγικά την βούληση του νομοθέτη και την λογική του εκφοβισμού που την υπηρετεί. Συμπλησιάζοντας Θεό και νόμο, ιερό και ανθρώπινο, γυρεύοντας με άλλα λόγια το θεολογικό στέγαστρο του νόμου και τη νομική αρχή του θείου, το αποτέλεσμα είναι διπλό: το ιερό αποκαλύπτει τη ριζική του βεβαιότητα και μεταφράζεται άμεσα σε πολιτική αποτελεσματικότητα. [σ. 15]. Οι παρουσίες του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, του Σολομώντα, του Δαυίδ και προπάντων του Μωυσή, πατριαρχικές μορφές που κρατούν στα χέρια τους αξεχώριστες την πολιτική και την θρησκευτική εξουσία. Νόμος και Θεός και στις δυο Διαθήκες, μοιάζουν πράγματα τόσο παραπλήσια, ώστε μόνο η ταύτισή τους τα κάνει κατανοητά.

Το διυστικό σχήμα του καλού και του κακού είναι που χαρίζει στην θρησκεία την αληθινή της περιοχή. Κανονικά η παντοδυναμία του Θεού θα ταίριαζε καλύτερα σε μια τάση κατάφασης απέναντι σε όλα τα δημιουργήματα. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να καταδίκασε τον άνθρωπο να ζει μέσα σ’ έναν κόσμο που ξεσκίζεται από δυο ασυμφιλίωτες αρχές; Ο άνθρωπος είτε θα κρατηθεί μακριά από τη γνώση του καλού και του πονηρού, άρα μακριά από την ελευθερία και την εξέγερση, είτε θα διεκδικήσει την αυτονομία του χάνοντας τον Θεό. Η θρησκεία ταυτίζει την ζωή με την ενοχή. Όλοι οι απόγονοι του Αδάμ ζουν για να λογοδοτούν.

Σύμφωνα με το «γονικό κέντρο» της Παλαιάς Διαθήκης δεν φταίει η αρχική διαίρεση του κόσμου που φέρει τη βούληση πάντα μπροστά σε ένα δίστρατο, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Με μια σοφή αντιστροφή, το πονηρό παρουσιάζεται σα να βγαίνει από ανθρώπινα χέρια και ο κόσμος πλουτίζει ή φτωχαίνει αποκλειστικά εξαιτίας της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης. Έτσι το πέρασμα από την κοσμογονία στο προπατορικό αμάρτημα σημαδεύει το άλμα από την μεταφυσική στην ηθική και το δίκαιο. Χωρίζοντας τον κόσμο στα δύο (Θεός-διάβολος), εγκαθιστά μια θεοκρατική νομοθεσία που, μολονότι ξένη προς την ελληνική σκέψη, καταλήγει στην ίδια αποθέωση του νόμου. Η ίδια η μορφή του Μωυσή θέτει τους όρους της: αφαιρείται κάθε σκιά ευθύνης από τον Θεό για την ανομία της Εύας. Εκείνος τους πρόσφερε τον παράδεισο και τα δημιουργήματά του τον αρνήθηκαν.

Έτσι το παράφορο πρόσωπο του Θεού κρατά τον άνθρωπο δέσμιο στη στάση της υπακοής. Ο φόβος βέβαια παίζει ρόλο νομοθετικής προϋπόθεσης. Η εξουσία πείθει μόνο αν είναι θεόπεμπτη και ο νόμος μπορεί να σταθεί μόνο αν φαίνεται θεόσταλτος. Οι δέκα εντολές έπρεπε να πέσουν από τον ουρανό· ειπωμένες ανθρώπινα χείλη, τα ίδια λόγια θα φαίνονταν ανίσχυρα. Η ανάγκη να είναι κατά κυριολεξία ουρανοκατέβατες δεν έχει τόσο σχέση με το περιεχόμενό τους όσο με το κύρος και το δέος που τις περιβάλλει. Άλλος είναι ο φόβος που εμπνέει ο άνθρωπος και άλλος ο φόβος του θεού που προστάζει αόρατος από το βήμα του ουρανού. Σημασία έχει όχι τόσο αυτό που λέγεται αλλά ο τόπος από τον οποίο λέγεται. Όσο ψηλότερα βρίσκεται ο λόγος τόσο βαθύτερα ριζώνει στην ψυχή και αυτή η κάθετη κατεύθυνση αποτελεί λειτουργία καθαρά πολιτική. Έτσι η εξουσία αποδείχνεται θεότοκος. Το θέλημα του Θεού εξομοιώνεται με το θέλημα του νόμου, ώστε κάθε παράβαση του δεύτερου σημαίνει μονομιάς προσβολή του πρώτου.

Το πρόσωπο του μοχθηρού (:μόχθος) Θεού και η οργή του, που σταδιοδρομεί υπέροχα στις σελίδες της Γραφής, όπως γράφει ο Παπαγιώργης, παρουσιάζονται όχι ως γνωρίσματα της ουσίας του, παρά σαν αναγκαστικές αντιδράσεις στα δαιμόνια που βασανίζουν τον λαό του. Το πολιτικό του καθήκον τον κάνει μαχητή και το κακό δεν μπορεί να τιμωρηθεί διαφορετικά παρεκτός αν χρησιμοποιηθούν τα ίδια του τα όπλα. Τιμωρώ σημαίνει εγκληματώ υπό την αιγίδα του νόμου – αμαρταίνω νόμιμα. Στο μεγάλο δικαστήριο της Βιβλίου πρόεδρος είναι ο πανεπόπτης Θεός. Μια παραβίαση μπορεί να ονομαστεί κλοπή ή μοιχεία, πουθενά όμως δεν γίνεται λόγος για την ηδονή του μοιχού και της μοιχαλίδας ή την τρελή χαρά του κλέφτη. Αυτό που μετρά είναι πώς βλέπει την πράξη ο δικαστής. Μέσα στην ασυμφιλίωτη διαμάχη του καλού με το πονηρό, ο λαός ασφαλίζεται μόνο αν ταυτίσει την μοίρα του με τον Θεό του. Για να κρατήσει την ταυτότητά του, πρέπει να παραδοθεί σε κάτι ανώτερο, κοινώς να αλλοτριωθεί.

Όταν ξεσπάει μια διαφωνία ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, τον λόγο παίρνουν οι νόμοι, μα όταν η διαμάχη φέρνει αντιμέτωπα όχι άτομα αλλά λαούς ολόκληρους, τότε η μορφή του Θεού μεταμορφώνεται σα να στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Στην περίοδο του πολέμου οι ίδιες αρχές από το ίδιο άτομο έχουν την απαίτηση να φανεί «θεριό ανήμερο». Ο άνθρωπος από προστατευόμενος του «ου φονεύσεις» τώρα γίνεται στόχος του «φόνευε αδιάκριτα» Δεν έχει δηλαδή σημασία η πράξη αλλά το πρόσωπο και οι συνθήκες – όχι το αν σκοτώνω αλλά το ποιον, που και πότε σκοτώνω! Μια μεγάλη στιγμή της σχετικής αφήγησης είναι όταν ο ίδιος ο Θεός παίρνει θέση μαχητή στο πλευρό των άλλων στρατιωτών ή πάνω από τα κεφάλια τους: ρίχνει πέτρες σα χαλάζι από τον ουρανό και όταν ο Ιησούς του Ναυή παρακαλεί να κρατηθεί άσβηστο το φως της μέρας και της νύχτας, ακινητοποιεί τον ήλιο και την σελήνη. Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη στη σκηνή του με ακλόνητη την πίστη της στο Θεό.

Φαίνεται λοιπόν ότι στην ειρήνη και στον πόλεμο εκείνο που παραμένει είναι η πίστη στο Θεό και στην ενότητα του λαού. Μοναδική ηθική της Γραφής είναι η απόλυτη πίστη στην αυτοσυντήρηση του έθνους. Λατρεία και κηδεμονία κάνουν από την μία τον Θεό εθνική υπόθεση και από την άλλη δίνουν στο άτομο την μοναδικότητα ενός σπάνιου προνομίου: μόνο αυτό μπορεί να λατρεύει, να πιστεύει και να κηδεμονεύεται. Δύο δυνάμεις, δύο εξουσίες, αμφι-θέατρο, ο κάτοχος της δικαστικής, της νομικής και της ηθικής εξουσίας δεν διακρίνεται. Τα δυο κράτη, το ουράνιο και το επίγειο, κάνουν τη μία εξουσία πιο ισχυρή. Και φυσικά η πανταχού παρουσία του Θεού αποδεικνύεται πιο βέβαιη από την απόμακρη παρουσία του ουρανού. Αφού η θρησκεία μαθαίνει τον πολίτη να ονειρεύεται με ανοιχτά μάτια, η φαντασία και η ψευδαίσθηση καταλήγουν να είναι τα πιο δυναμικά πολιτικά μέσα.

Για το Ισραήλ ο ερχομός του Ιησού είναι μια ακόμη επαληθευμένη προφητεία. Το νέο που προσκομίζει η καινότητα της δεύτερης διαθήκης βρίσκεται στον τρόπο που ο Παύλος, θεμελιωτής του Χριστιανισμού, καθιστά την διδασκαλία του Χριστού θεωρία της εξουσίας. Άλλος ένας νομοθέτης που δεν έγραψε, πρέπει να κριθεί με βάση το έργο αυτών που κρατούν στα χέρια τους την εξουσία της γραφής! Μιλώντας διαρκώς για το νόμο, τον βασιλιά, την εξουσία, την τιμωρία και την υπακοή, ο Ναζωραίος φανερώνει απαρχής ότι η αποστολή του έχει σκοπό ανατρεπτικό: θέλει να ζωογονήσει την πίστη στις αξίες μιας γενεάς που έχει παραδοθεί στην αμαρτία (γενεά πόρνη και μοιχαλίς). Με παραστάτες μια αμήχανη ομάδα φτωχών ψαράδων χωρίς την παραμικρή υλική δύναμη, μιλούσε ως εξουσίαν έχων. Αντιπροσώπευε δηλαδή το ηθικό πρότυπο της εξουσίας που αψηφά κάθε υλική ισχύ και παρουσιάζεται γυμνή από εξωτερικά στηρίγματα. Αυτή η πλούσια σε λόγο και εσωτερικότητα φωνή για να ακουστεί πρέπει, όπως και με τον Μωυσή, να έρθει από αλλού. Τα λεγόμενά του θα αποκτήσουν την δύναμη της επιβολής μόνο στον βαθμό που θα ενσαρκώσουν την ίδια την διαφορά και η ύπαρξή του θα παρουσιαστεί αμφίβια και αμφίκοσμη: είναι άνθρωπος αλλά έχει υπεράνθρωπες ικανότητες· ζει στον κόσμο όμως κατάγεται από το υπερκόσμιο· συμμερίζεται την ζωή των θνητών κι όμως η ταφή του θα τον αναδείξει αθάνατο. Η φύση του θεανθρώπου ταυτίζεται με την φύση του νόμου: ανθρώπινη και προσιτή σε ό,τι λέγει, θεία και μυστηριακή σε ό,τι αφορά την καταγωγή της εξουσίας της.

Όλη η ζωή του πιστού πρέπει να αναλώνεται στη μάχη κατά του σώματος· αυτό είναι η γενέθλια γη του πειρασμού, της ασθένειας και της απιστίας. Η σάρκα και οι επιθυμίες ξε-θεώνουν τον άνθρωπο ενώ η ψυχή διατηρεί την ακεραιότητά της. Η σάρκα θεωρείται καλός αγωγός του κακού που πρέπει να τιμωρείται και να βασανίζεται ώστε να γίνει πειθήνιος ακόλουθος της ψυχής. Αναπόδραστα το χάσμα της ψυχής από το σώμα παίρνει την απόσταση του Θεού από τον διάβολο. Τα λόγια του Ναζωραίου δεν εξηγούν μόνο την ύπαρξη του διαβόλου αλλά και δείχνουν να την έχουν ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Χωρίς διάβολο Θεός δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και νόμος χωρίς την απειλή του πονηρού. Πίσω από την ασταμάτητη μάχη, διαφαίνεται η κρυφή συμμαχία και αλληλεγγύη των αντιθέτων. Και το μαρτύριο του σταυρού χάρη στην ύπαρξη του κακού βρίσκει την δικαίωσή του, ειδάλλως, σε έναν ά-κακο κόσμο κάθε μαρτυρολογία είναι μάταιη και κάθε πίστη παράλογη. Κάτω από αυτό το μανιχαϊστικό στερέωμα θεμελιώνεται μια πολιτεία που, με την απειλή της μετά θάνατον τιμωρίας, υπερασπίζεται την υπόσταση του νόμου.

Αλλά ένας λαός σαν τον ρωμαϊκό, που έχει αποδεχτεί τον νόμο και το κράτος του Καίσαρα, τι ανάγκη έχει να αναδείξει νομοθέτη του τον γιό ενός ξυλουργού που σέρνει πίσω του μια ομάδα ανίσχυρους ψαράδες; Μοιραία, κάθε φέρσιμό του παίρνει το νόημα της επανάστασης και στρέφεται καταπάνω και στους δυο λαούς: στους Εβραίους για τον νόμο που ποδοπάτησαν, στους Ρωμαίους για το κράτος της αδικίας που συντηρούν. Τα λόγια του οδηγούν στο πρότυπο μιας απόλυτα ηθικής εξουσίας που, επειδή ακριβώς μιλά την γλώσσα της ηθικής, δεν έχει ανάγκη να προστρέξει στα μέσα της πολιτικής δύναμης. Ο Ιησούς πλέον διαχωρίζει τον (κάθε) Καίσαρα από τον Θεό. Κάθε αποστροφή του έχει ως κριτήριο την ηθική: περιφρονεί την σοφία και εκθειάζει την κατάσταση του παιδιού, πρότυπο της εγκάρδιας αγνότητας· περιφρονεί το σώμα και υψώνει την μέριμνα της ψυχής· πλησιάζει τις πόρνες, τους αποδιωγμένους, τους αρρώστους. Οι παραμερισμένοι του κόσμου, αυτοί που κατέχουν τα λιγότερα, είναι οι  πιο κατάλληλοι για να δεχτούν το μήνυμά του.

Το κατόρθωμα της μίμησης του θεού απαιτεί ένα πλήθος καθηκόντων με κορυφαίο το χρέος της αγάπης. Οι ρήσεις Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν και Αγαπάτε αλλήλους αποτελούν από μόνες τους μια πολιτειολογία. Η αγάπη εξομοιώνει γιατί η ψυχή μεταμορφώνεται σε αυτό που αγαπάει. Σε αυτή τη νέα πολιτεία όλοι θα μοιάζουν με όλους και ο πολίτης θα βλέπει παντού τον εαυτό του. Έτσι όχι μόνο αποκλείεται το έγκλημα αλλά και καταργείται το δίκαιο: ένας άνθρωπος από μόνος του δεν έχει ανάγκη από δικαστή! Φυσικά η ανταμοιβή του πιστού τοποθετείται πάντα σε χρόνο μεταθανάτιο, ώστε όχι μόνο να ασφαλίζεται η τάξη αλλά και η ανίσχυρη ανθρώπινη φύση σε καμιά στιγμή να μην είναι βέβαιη για τον εαυτό της. Μοίρα της αγάπης είναι να μη βρει στιγμή ανάπαυσης σε τούτο τον κόσμο.

.Το ζήτημα του περιουσίου λαού λύνεται οριστικά με την εμφάνιση του Παύλου. Την στιγμή που ο Φίλιππος και ο Ανδρέας του αναγγέλλουν τον ερχομό μερικών Ελλήνων, φαίνεται πια ξεκάθαρα ότι η μεσσιανική αποστολή του δεν λογάριαζε τα σύνορα του Ισραήλ. Η διδασκαλία του θα γυρέψει τους πιστούς μέσα στους δρόμους του κόσμου, αδιαφορώντας για σύνορα, γλώσσα και φυλή. Η θρησκεία όλων των εθνών σημαίνει πως στην έσχατη ανάγκη οι δυο διαθήκες θα διορθωθούν από ανθρώπινο χέρι. Ο Παύλος, το μόνο πρόσωπο που καμία ρήση της Παλαιάς Διαθήκης δεν προαναγγέλλει, φτάνει απρόσκλητος για να κάνει αυτό που καμία γραφή δεν αναφέρει: την εθνική θρησκεία μετανάστιδα. Η εξαγωγή της χριστιανικής θρησκείας στους άλλους λαούς, έργο του Παύλου, είναι η αρχή του μεσουρανήματός της.

Βέβαια η θρησκεία κινδύνευε να σκαλώσει σε εθνικά χαρακτηριστικά αν δεν παραμεριζόταν η περιτομή, και η σχετική παρέκκλιση στοίχισε στον Παύλο την εχθρότητα των Εβραίων αλλά του εξασφάλισε την υποστήριξη των εθνικών. Η κατάργηση της προσφοράς των θυσιών και οι άλλες αναθεωρήσεις θα τον φέρουν ακόμα πιο κοντά στους λαούς της ξένης. Η θρησκευτική και πολιτική αναθεώρησή του δεν παρασύρει μονάχα τις θεμελιακές αρχές της εβραϊκής πίστης αλλά και της διδασκαλίας του Ιησού. Η ηθική τάξη μετατρέπεται σε πολιτική τάξη και κάθε λόγος του μεταφράζεται σε «χειροπιαστή πολιτική μέριμνα». Ο νόμος αναλαμβάνει την παιδαγωγική του φόβου και κατακτά την ψυχή με την απειλή του θανάτου και της μεταθανάτιας ζωής. Σύμφωνα με το δόγμα της σαρκοφοβίας η σάρκα ταυτίζεται με την αμαρτία και ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό και την σωτηρία περνά από την εκμηδένιση της υλικής ζωής. Η διδασκαλία του Παύλου είναι μια μορφή φυσικής αυτοκτονίας που σκοπεύει στην αιώνια ζωή του πνεύματος σαν επιβράβευση της ισόβιας θανάτωσης του σώματος.

Μήτε στον κόσμο, μήτε στην πρόσκαιρη ζωή του, μήτε στην  όποια επιθυμία μπορεί ο πιστός να βρει κατοικία· […] Η τρομακτική πιθανότητα της δευτέρας παρουσίας (του Χριστού) αλλάζει ανεπαίσθητα σε ακλόνητη βεβαιότητα ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται αλλού. Ιδανικό πολιτικό επιχείρημα, τούτο το άλλοθι δίνει στο πρόσωπο του τελικού κριτής τόσες εξουσίες ώστε ολόκληρη η ζωή να μετατρέπεται σε δίκη και η συνείδηση σε εισαγγελέα και καταδότη. [σ. 65].

Με συνεχείς αναφορές σε εδάφια της Αγίας Γραφής και με ακριβείς παραπομπές στα σχετικά βιβλία, ο λόγος του Παπαγιώργη αστράφτει στην «διαλεκτική» με την οποία ακριβώς έγραφε, μια «διαλεκτική» που ανεξάρτητα από την θέση του αναγνώστη ερεθίζει με την απόλαυση λόγου και περιεχομένου. Το κείμενο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο ως επίμετρο, στην ουσία μια κριτική της Φαντασιακής θεσμοποίησης της κοινωνίας, μπορεί να φαίνεται ξένο, αλλά ουσιαστικά γεννήθηκε, σύμφωνα με τον συγγραφέα από την ίδια θεωρητική μήτρα και συνεχίζει την ίδια προβληματική.

Πλήρης τίτλος: Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου. Κορνήλιος Καστοριάδης. Ένας σοφιστής. Εκδ. Νεφέλη, 1981, σελ. 119.

Στις εικόνες: Αγνώστου, Joseph Eugene Dash, Αγνώστου, Ilan Hasson, Jos Speybrouck, Adolf Odorfer, Elisabetg Chaplin, Jacques Beltrand, Lucas Lorenzo.

Άλλα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη στο Πανδοχείο: Περί μέθης, Ίμερος και κλινοπάλη,  Περί μνήμης, Γεια σου, Ασημάκη,  Υπεραστικά




Μαΐου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Blog Stats

  • 1.138.303 hits

Αρχείο