Pino Cacucci – Φρίντα Κάλο. ¡Viva la vida !

«Θα συνεχίσω να σου γράφω με τα μάτια μου»

Διαβάσαμε βιογραφίες της, παρακολουθήσαμε ταινίες και ντοκιμαντέρ, σκαλώσαμε το βλέμμα στα έργα της, ίσως προσπαθήσαμε να αναλογιστούμε την αδιανόητη ζωή της σ’ ένα κρεβάτι, το τραυματισμένο σώμα της βορά στους πόνους και την αδυναμία. Δεν έμενε παρά το άκουσμα της δικής της φωνής, η αυταπάτη πως έρχεται να μας μιλήσει για ύστατη φορά, μ’ έναν μονόλογο που συμπυκνώνει όλα όσα θα ήθελε να θυμόμαστε. Κάτι τέτοιο αναλαμβάνει ένας Ιταλός συγγραφέας που θα ήθελε πολύ να είναι Λατινοαμερικανός, που ταξιδεύει ασταμάτητα στο Μεξικό και μεταφράζει στη γλώσσα του πολλούς Ισπανούς και Λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Η δική του σπονδή είναι πενήντα σελίδες θεατρικού λόγου, είκοσι σελίδες «στιγμών, εικόνων και αναμνήσεων» και μια μικρή εξομολόγηση.

Η Φρίντα μιλά με συνειρμούς. Ο εσωτερικός της μονόλογος γίνεται εξωτερική εξομολόγηση, που αφηγείται σκέψεις, γεγονότα, εφιάλτες. Σ’ ένα όνειρο πηγαίνει με λεωφορείο στο Κογιοακάν στην κηδεία της ένα απομεσήμερο μες στο ψιλόβροχο. Είναι το ίδιο λεωφορείο που πήρε εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου το 1925, όταν γύρισε να πάρει μια ομπρέλα για τον ήλιο. «Ήταν όλα τόσο παράλογα που δεν μπορούσες να φοβηθείς· αυτό που συνέβαινε δεν είχε νόημα». Στο γοφό της μια βέργα τεσσάρων μέτρων, η οδοντωτή αιχμή της έβγαινε από τον κόλπο της.

Ο αγώνας μου είναι να κερδίζω την Πελόνα κάθε μέρα, κάθε ώρα.

Εις το εξής η ζωή της Φρίντα θα ήταν μια διαρκής αντιπαράθεση με την Πελόνα, την προσωποποίηση του θανάτου στην Λατινική Αμερική. Η Πελόνα έκανε πίσω και δεν την πήρε στην ώρα της, ίσως επειδή φοβήθηκε από την απεγνωσμένη διαπεραστική κραυγή του πόνου, που αντήχησε σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Την άφησε εκεί, ματωμένη στα συντρίμμια του λεωφορείου και υποχώρησε. Το ουρλιαχτό της Φρίντα ήταν ουρλιαχτό αγάπης για την ζωή αλλά η Πελόνα θα ήταν πλέον η αχώριστη συντροφιά της.

Η εγχείρηση στην σπασμένη σπονδυλική της στήλη έμοιαζε περισσότερο με συναρμολόγηση. Ένας ολόκληρος μήνας ακινησίας στο νοσοκομείο κι ύστερα μια αιωνιότητα μέσα σε μια σαρκοφάγο από γύψο και σίδερο. Η ζωγραφική γίνεται ο μοναδικός λόγος για να περιμένει το ξημέρωμα που πάντα αργεί. Η ζωή της στερεί το δικαίωμα να δώσει ζωή· δεν μπορεί να γεννήσει μέσα από την κομματιασμένη της μήτρα. Μετρά τα χρόνια με τις αλλαγές των τεχνητών μελών που μοιάζουν με πανοπλίες για καρναβάλι, «πολύχρωμα κιβούρια σε φάρσα μακάβρια».

Θα αφιερώσει όλο της το πάθος στην τέχνη, στην πολιτική και στον έρωτα. Εκεί αντιμετωπίζει στα ίσια τον Θάνατο, αλλά όσες φορές αισθάνεται να τον νικά άλλες τόσες αναζητά την συμφιλίωση μαζί του, να έρθει να την ξεκουράσει. Ο θάνατος μπορεί να είναι σκληρός και άδικος αλλά μόνο η ζωή μπορεί να γίνει ποταπή και ταπεινωτική. Ίσως η παράδοση να είναι τελικά πιο αξιοπρεπής από μια ξεδιάντροπη αντίσταση. Η Φρίντα δεν έπαψε καθημερινά να αναρωτιέται ποιο ήταν το όριο πέρα από το οποίο θα άξιζε τον κόπο να αφεθεί στην αγκαλιά της Πελόνας.

Κατεξοχήν θύγατέρα του Μεξικού, η Φρίντα ενσάρκωνε την αντίφαση του συνδυασμού της ακατάβλητης ζωτικότητας με την μοιρολατρία. Σε μια χώρα που αγαπούσε την τέχνη εξίσου με τις επαναστάσεις, ήταν επόμενο να ερωτευτεί τον Ντιέγκο Ριβιέρα, τον στρατευμένο καλλιτέχνη που ήταν και ο μεγάλος «πολυφωνικός» αφηγητής της μεξικανικής ιστορίας. Αν όμως ο Ριβιέρα ζωγράφιζε τους αξιοπρεπείς, υπερήφανους απλούς ανθρώπους χωρίς καμία τάση θυματοποίησης, η Κάλο μετέτρεπε τον ίδιο τον πόνο σε τέχνη· κι αν αυτός απεικόνιζε τον ορατό κόσμο στην καθολικότητά του, εκείνη εστίαζε στις σκέψεις και στις ψυχικές διαθέσεις μιας άμεσα βιωμένης εμπειρίας.

Γεννημένη στις αρχές του 20ού αιώνα, στην εποχή που ξέσπασε η Μεξικανική Επανάσταση όπου δίπλα στους ακτήμονες Ινδιάνους μάχονταν οι μεγάλες μορφές της κουλτούρας, η Φρίντα έμαθε για τις περίφημες μεξικανές γυναίκες, τις soldateras, που πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή και για τους ρομαντικούς επαναστάτες που δήλωναν ανοιχτά ότι δεν επιζητούσαν την εξουσία αλλά την αξιοπρέπεια. Μπορεί εκείνη η Επανάσταση να ήταν μια οδυνηρή αλληλουχία  από προδοσίες και αποτυχίες, όπως και μια αποκάλυψη ενός έθνους πολύπλοκου και αντιφατικού, αλλά τουλάχιστο οι επαναστάτες ανακατέλαβαν τον αόρατο πλούτο της γλώσσας, της μουσικής, της λαϊκής τέχνης, ενώ οι γυναίκες μπορούσαν «να εκφράσουν τον νέο κόσμο που κουβαλούσαν στην καρδιά τους».

Η Φρίντα και ο Ριβιέρα παρέμειναν κομμουνιστές στην καρδιά και στην συμπεριφορά τους ενώ προτίμησαν να αποχωρήσουν από το γραφειοκρατούμενο κόμμα – είναι γνωστή η γκροτέσκα φάρσα του Ριβιέρα, που δίκασε και διέγραψε τον ίδιο του τον εαυτό αφού πρώτα διαολόστειλε τους υποταγμένους κομματικούς. Πολιτικά παθιασμένη η Φρίντα πίστευε σε έναν ρομαντικό κομμουνισμό κι έναν ενστικτώδη αναρχισμό με μια ιδιοσυγκρασία ίσως ακατανόητη σ’ εμάς. Είναι η ίδια ασυμβίβαστη ιδιοσυγκρασία που την χώρισε από την εξίσου σπουδαία δημιουργό και αγαπημένη της φίλη Τίνα Μοντόττι (ευκαιρία να θυμηθούμε ένα βιογραφικό graphic novel της εδώ), με την οποία μοιράζονταν κοινά ιδανικά και την ότι υπήρχε ακόμα κάτι αγνό που άξιζε να πολεμάς γι’ αυτό αλλά και να συνεχίζεις να γλεντάς την ζωή σου. Η Μοντόττι δεν διαχώρισε την θέση της από το Κόμμα, και επέλεξε να απομακρυνθεί από το ζεύγος.

Η σκηνική Φρίντα διαπιστώνει πως «στο Μεξικό όλοι οι επαναστάτες χτυπούν άλλους επαναστάτες στο όνομα ο καθένας της δικής του επανάστασης». Όταν έρχεται η ώρα να γίνουν πράξη τα πιο ευγενή και αγνά ιδανικά οι άνθρωποι γίνονται Μίδες από την ανάποδη. Τα χρυσά όνειρα γίνονται μαύροι εφιάλτες που βαφτίζονται «οδυνηρή αναγκαιότητα». Τώρα στο Μπλε Σπίτι της βρίσκονται τα αναρίθμητα ενθυμήματα του αγώνα και των πολιτικών ιδανικών μιας τόσο γρήγορης εποχής, το φάντασμα του Τρότσκι που εκεί έζησε εξόριστος την τελευταία περίοδο της ζωής του, η απολιθωμένη πίστη στον Στάλιν, τα εικονίσματα των μεξικανών επαναστατών, του Ζαπάτα και του Βίγια.

Η γλώσσα της στάζει δηλητήριο για το αργό φαρμάκι που ήταν ο Ριβιέρα στην ζωή της, «ανάμεσα σε χαρές θεσπέσιας έντασης και βάραθρα απελπισίας». Αυτός της έδινε την δύναμη να νικήσει την αγωνία όπου και θα την ξαναβυθίσει με την ίδια ευκολία. Ήταν «ο πιο γλυκός χυμός της και η πιο αφιλόξενη έρημος», εκείνος που την δίχασε ανάμεσα στην απόγνωση και στην δεδηλωμένη αντίθεση στις αυταπάτες «να μην τον αγαπά γι’ αυτό που δεν είναι». Η διαφυγή στην αμφισεξουαλικότητά της, μια βιωμένη και φυσική πραγματικότητα, δεν ήταν αρκετή. Δεν έμενε παρά η αχώριστη συντροφιά του μπράντυ, της μορφίνης και των χαπιών Ντεμερόλ, για να συνεχίζει να υπάρχει και να ζωγραφίζει ακατάπαυστα τους πόνους και τις υπερβάσεις τους.

Ο Ιταλός συγγραφέας Πίνο Κακούτσι (γεν. 1955) έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα δυο από τα οποία, τα Puerto escondido [1990] και San Isidro Futbol [1991], μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τους Gabriele Salvatores και Alessandro Cappelletti αντίστοιχα. Στο δεύτερο κείμενό του εδώ με τον τίτλο amores y desamores περιγράφει πώς δημιουργήθηκε αυτός ο μονόλογος που φαντάστηκε στα χείλη της Φρίντα υπό τους ήχους μιας ατέλειωτης βροχής. Το έργο του ολοκληρώνει μια τριλογία για τις γυναίκες που πρωταγωνίστησαν στο μετεπαναστατικό Μεξικό – την Τίνα Μοντόττι, την Νάουι Ολίν και την Φρίντα Κάλο· εκείνες που έφτασαν στην άκρη της τέχνης και της ιδεολογίας και μοιράστηκαν amores y desamores.

Τώρα η Φρίντα βρίσκεται εικονισμένη παντού, ως τις καντίνες και τις αγορές στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της χώρας. Στο Μεξικό της αιωρούνται ακόμα τα βροντερά της γέλια που την φώτιζαν σαν μεξικάνικο πυροτέχνημα, οι καυστικές της ειρωνείες ίσως ως αντίδοτα στην ταπείνωση, το μαυλιστικό της βλέμμα, η έκφραση μιας σπαρακτικής τρυφεράδας, η ευφορία που μετέδιδε παντού γύρω της. Αλλά κυρίως βρίσκεται στην ουσία της mexicanidad, εκείνου το χαοτικού κράματος αισθημάτων που περικλείει τις αναρίθμητες διαφορές των μεξικανικών λαών. Σ’ αυτή την μεξικανικότητα, που αποτελεί μια φιλοσοφία Ζωής και Θανάτου, που αλληλοχλευάζονται, η Φρίντα βρίσκεται στη μέση και ξεγελά πότε την μία και πότε τον άλλον. Και τα διαπεραστικά της μάτια θα συνεχίσουν να μας καρφώνουν μέσα από τις αυτοπροσωπογραφίες της. Άλλωστε ζωγράφισε μια τέτοια φράση στο ημερολόγιό της λίγο πριν από τις 13 Ιουλίου 1954: Θα συνεχίσω να σου γράφω με τα μάτια μου.

Εκδ. Άγρα, 2017, μτφ. Τιτίκα Δημητρούλια, σελ. 94, [Pino Cacucci – ¡ Viva la vida !, 2014].

Δημοσίευση και στο mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 221, εδώ.

Μαρία Στεφανοπούλου – Η επιστροφή της σκιάς. Δοκίμια και άρθρα για το θέατρο, τη λογοτεχνία και τη βία της Ιστορίας

Ιστορία και Βία, Ζωή και Έρωτας: όψεις ιδιαίτερων βιβλίων

Πρόκειται για μια από τις πλέον αξιανάγνωστες συλλογές δοκιμίων που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Είναι τόσο η ίδια η θεματολογία (ο αέναα διαγραφόμενος κύκλος ζωής και θανάτου, ο έρωτας και η πάλη των δυο φύλων, η πολύπαθη σχέση Ανατολής Δύσης,  ή βία και η εκδίκηση σε διαφορετικές ιστορικές καμπές, και όλα κάτω από τον ήλιο και το σκοτάδι της Ιστορίας αλλά την σκέπη της λογοτεχνίας και της μη μυθοπλασίας) όσο και η ενασχόληση με λιγότερο γνωστούς έως άγνωστους στα καθ’ ημάς λογοτέχνες που έχουν καταθέσει περίφημα γραπτά που εδώ πέρασαν απαρατήρητα, όπως άλλωστε και η ίδια αυτή συλλογή.

Πολλά τα ερεθιστικά κεφάλαια, αλλά έσπευσα πρώτα στο κείμενο του ελάχιστα μεταφρασμένου στη χώρα μας Victor Segalen, από ένα προσωπικό ενδιαφέρον για τον αποκαλούμενο «εξωτισμό» και όλα τα σχετικά συμφραζόμενα. Συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος, αρχαιολόγος, γιατρός, ναυτικός, αισθητής, σινολόγος και εθνογράφος, ο Σεγκαλέν ήταν πάνω απ’ όλα ο εμπνευσμένος μοναχικός λογοτέχνης των αρχών του εικοστού αιώνα, ο οποίος έζησε με μοναδικό τρόπο, τόσο μέσα στο έργο του όσο και στην ίδια του τη ζωή, την συγκινησιακή και σταδιακή εσωτερική μεταμόρφωση που προκαλούσε τότε το ταξίδι ενός Ευρωπαίου στις μακρινές χώρες της Ασίας, της Ωκεανίας, της Λατινικής Αμερικής ή της Αφρικής· μια εμπειρία που, από «μακρινό ταξίδι», μετατράπηκε γι’ αυτόν σε «ταξίδι στο βάθος του εαυτού του». Για τον Σεγκαλέν, η αναζήτηση του άλλου, του απόμακρου και του άγνωστου των εξωτικών κόσμων, ήταν η συνάντηση με την άγνωστη και ξένη πλευρά του εαυτού του.

Το εκλεκτικό έργο του για μισό περίπου αιώνα είχε μείνει προσιτό μονάχα στους λίγους και ο «εξωτισμός» και οι πρωτοποριακές του ιδέες άργησαν να εκτιμηθούν, μέχρι που έφτασαν σήμερα να θεωρούνται πρόδρομοι της σύγχρονης εθνολογίας και ανθρωπολογίας. Ακόμα και το ίδιο το ημερολόγιο δίνει μιας ψευδή εικόνα του εαυτού μας, γι’ αυτό και κατέστρεψε λίγο πριν πεθάνει εκείνο που κρατούσε επί δεκατέσσερα χρόνια. Σε αντίθεση με το πρότυπό του, τον Πωλ Γκωγκέν, έμεινε ένας παθιασμένος εξερευνητής του αλλού. Είχε το πάθος του στοχαστή που θα εκφραστεί με την δύναμη των λέξεων, μέσα από τις οποίες θα αναζητήσει τα όρια του πραγματικού και του μη πραγματικού. Πίστευε ότι οι λέξεις έχουν μια αξία ανώτερη από τα πράγματα και την αναπαράστασή τους κι ότι χάρη σε αυτές το πλασματικό μεταφέρεται αλάθευτα στον κόσμο του πραγματικού.

Με την διατριβή του στις Νευρώσεις στην σύγχρονη λογοτεχνία ήθελε ακριβώς να επισημάνει πόσο σημαντικό χώρο κάλυπταν οι ψυχικές διαταραχές στην λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα και να προσδιορίσει την αξία αυτών των νέων «καλλιτεχνικών υλικών». Ένθερμος υπερασπιστής των συναισθήσεων, αποσαφήνισε ότι πρόκειται για δυναμικά μέσα της τέχνης και επεδίωξε να τις καταχωρίσει στην υγιή όψη του κόσμου, να τις αναδείξει σε θαμαστό μέσο διερεύνησης του αισθητού και του εφήμερου, μέσο επιστροφής στη ζωή και στην απόλαυση.

Ευτυχώς ο Σεγκαλέν δεν έμεινε έγκλειστος των ωραίων ιδεών. Άθεος, εναντίον κάθε μορφής ηθικής, εκλεπτυσμένος αισθητής και ιδανικός νιτσεϊκός επαναστάτης, ήταν έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στην τέχνη και την χαρά της φυσικής απόλαυσης. Έφτασε ως την Ωκεανία όχι για να γράψει «λογοτεχνία των αποικιακών εντυπώσεων»· τον ενδιέφερε όχι η αντίδραση του ταξιδιώτη μπροστά στο ξένο περιβάλλον, αλλά του περιβάλλοντος όταν έρχεται σε επαφή με τον ταξιδιώτη. Κι αν ο εξωτισμός είναι η αντίληψη του Διαφορετικού, τότε η δύναμη του εξωτισμού δεν είναι παρά δύναμη να αντιλαμβάνεσαι τον άλλον. Ο εξωτισμός είναι, επομένως, ένας διαρκής συγκλονισμός, μια μόνιμη διαταραχή του γνώριμου και του οικείου, το ταρακούνημα κάθε εύκολης αποδοχής ή πίστης.

Η τριλογία της σιωπής αναφέρεται στην Ingeborg Bachmann, στα έργα της οποίας γινόμαστε μάρτυρες ενός συνειδητού και επώδυνου κατακερματισμού του γυναικείου εγώ, εκείνης της βασανιστικής και ταπεινωτικής απώλειας ταυτότητας, η οποία σηματοδοτεί την ήττα μάλλον παρά την επιβεβαίωση μιας γυναικείας χειραφέτησης. Η υπόθεση της γυναικείας χειραφέτησης ήταν και είναι πάντα πολύ πιο σκοτεινή και αδιέξοδη από όσο μας φαινόταν μέσα από τις εξάρσεις του φλογερού φεμινιστικού κινήματος, ενώ τα περίφημα «κατακτημένα» γυναικεία δικαιώματα βιώνονται μάλλον ως τιμωρία και εις βάρος των «χειραφετημένων» γυναικών, παρά σαν ειδυλλιακή επιβράβευση της ισότητας των δυο φύλων.

Το λογοτεχνικό της έργο γεννήθηκε από την οδυνηρή σύγκρουση της λήθης με την μνήμη. Η στιγμή που, σύμφωνα με τα λόγια της κατέστρεψε την παιδική της ηλικία ήταν η εισβολή του χιτλερικού στρατού στην πόλη της. Η προσάρτηση της Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ θα προκαλέσει αργότερα την εξορία της συγγραφέως, που εναντιώνεται στην προδοτική πολιτική της πατρίδας της. Όλη η ντροπή μαζεύεται μέσα μου επειδή κανείς άλλος δεν τη νιώθει, θα πει η ηρωίδα της Φράντσα. Η φράση του Βίτγκενσταϊν πρέπει να αποσιωπήσουμε εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί, σηματοδότησε το τέλος της ποιητικής γραφής και την αρχή μιας δεκάχρονης σιωπής που διέκοπταν σποραδικές δημοσιεύσεις πεζογραφημάτων. Η σιωπή της δεν ήταν η σιωπή του συγγραφέα αλλά η σιωπή του ποιητή που αδυνατεί να δεχτεί τον εαυτό του έξω από το ιστορικό πλαίσιο που τον προσδιορίζει, γράφει η Στεφανοπούλου.

Η θηλυκότητα των ηρωίδων της, βιωμένη ως έλλειψη, ως απώλεια, ελάττωμα ή  τραύμα μέσα σε έναν προκατασκευασμένο αντρικό κόσμο, άλλοτε ως απόγνωση και συγχρόνως τεράστια ψυχική δύναμη, αποτελεί τη μόνιμη έγνοια της συγγραφέως. Η αναζήτηση της γυναικείας ταυτότητας αποτελεί εκείνη τη νέα δυνατότητα η οποία δείχνει, αν όχι τόσο τις λύσεις και τους δρόμους, τουλάχιστον τις σημασίες και μετατρέπει την εμπειρία του κατακερματισμού και της «ήττας» σε αισιόδοξο μήνυμα.

Σαγηνευτική η παρουσίαση του γαλλόφωνου Ελβετού συγγραφέα Ντενί ντε Ρουζμόν [Denis de Rougemont] με αφορμή τη μελέτη του Οι μύθοι του έρωτα. Ο συγγραφέας υπήρξε διαλλακτικός σύνδεσμος ανάμεσα σε διαφορετικούς πόλους της παρισινής διανόησης και αποτέλεσε επιδραστικό παράδειγμα «στρατευμένου συγγραφέα» με βασική αρχή του να μην ανήκει σε κανένα πολιτικό κόμμα, παράταξη ή ιδεολογία. Καλλιέργησε έναν πνευματικό ρεαλισμό στο πλαίσιο της περσοναλιστικής ανθρωπολογίας, εναντιωνόμενος στον τρόμο της ναζιστικής Γερμανίας αλλά και ασκώντας εξαρχής κριτική στον ακρωτηριασμένο ρεαλισμό του κομμουνισμού. Με την λήξη του πολέμου ήταν πεπεισμένος για την παταγώδη χρεοκοπία των συγκεντρωτικών κοινωνικών συστημάτων και του κρατικοποιημένου εθνικισμού.

Στο επίκεντρο των γραπτών του βρίσκεται η απόλυτη αξία του προσώπου, είτε πρόκειται για τον έρωτα είτε για την κοινότητα ως μοντέλο κοινωνικού συστήματος, χάρη στο οποίο η κοινότητα των μαζών, που εξουδετερώνει την αξία του ατόμου, χάνει τα αρνητικά της χαρακτηριστικά. Στους μύθους του έρωτα ο Ρουζμόν εξετάζει τον ερωτισμό υπό το φως της θρησκευτικής του καταγωγής και των μεταφυσικών σκοπών του. Ο έρωτας αναδεικνύεται σε πνευματική στάση, σε μια ανώτερου τύπου ζωή, ενώ η σεξουαλικότητα (λέξη που εμφανίζεται στον Κίρκεγκωρ το 1843) παύει να είναι το «ταπεινό ένστικτο» και «στρατεύεται με τους πνευματικούς σκοπούς της ψυχής».

Η Στεφανοπούλου εκκινεί από κάποιο βιβλίο και εμβαθύνει τόσο στην πρόζα όσο και στην ευρύτερη λογοτεχνική φυσιογνωμία του εκάστοτε συγγραφέα. Δυο βιβλία του Adalbert Stifter την οδηγεί στα μονοπάτια μιας συνεχούς επιστροφής μέσα από τον ιδιότυπο μεταρομαντισμό του συγγραφέα· μέσα από τα διηγήματα ανάγνωση του Ίταλο Σβέβο ερευνά τις περιπέτειες της συνείδησης και τον υπαλληλικό βίο στην λογοτεχνία· στα αντίστοιχα του Γκυ ντε Μωπασσάν αναζητά τον αισθησιασμό ενός κλασικού και τον σύγχρονο βίο· σε ολόκληρο το έργο της Ελένης Λαδιά εντοπίζει τον νόστο και την οικουμενικότητα. Το κείμενο για την Claude Pujade-Renault αγγίζει έναν ομηρικό μύθο στον γαλλικό 17ο αιώνα, οι τύχες του Τηλέμαχου ανευρίσκονται στο έργο του Fenelon, μέσα από την  Dacia Maraini μελετάται η γυναικεία συνείδηση και το ιστορικό μυθιστόρημα.

Τα τρία δοκίμια για το θέατρο φέρνουν κοντά δυο τραγωδίες, την ευριπίδεια Άλκηστη και τον σαιξπηρικό Άμλετ,σε μια σπάνια ευκαιρία διαλόγου μεταξύ τους αλλά και με τα έργα Η Μηχανή Άμλετ και Περιγραφή εικόνας του Χάινερ Μύλλερ. Στον αρχαίο μύθο η Άλκηστη δεν έχει πεθάνει αμετάκλητα· ο θάνατος δεν είναι δρόμος χωρίς επιστροφή. Στο δεύτερο έργο του Μύλλερ, η νεκρή γυναίκα επιστρέφει μοιραία και υποτακτικά στον θύτη της. Η επανάληψη της σεξουαλικής πράξης και του φόνου είναι ένας διαρκής αγώνας, όπου ο θάνατος και η ανάσταση της νεκρής ανακυκλώνονται. Ο μπρεχτικός Μύλλερ αντιλαμβάνεται το θέατρο ως τόπο διαλόγου με την Ιστορία. Άραγε τι συγκρατεί η συνείδηση απ’ όσα βλέπει να συμβαίνουν ξανά και ξανά;

Η βία πάντα παρούσα στην Ιστορία του φασισμού και του πολέμου αναπτύσσεται σε δυο εξίσου σημαντικά κείμενα: «Δεν είμαστε οι τελευταίοι»: Καλάβρυτα 1943, Σρεμπρένιτσα 1995, Μαδρίτη 2004 και Η γενοκτονία των Εβραίων δεν ήταν «γερμανικά αντίποινα». Διάλογος με το βιβλίο της Οντέτ Βαρών-Βασάρ.  Όλα τα κείμενα, που αποτέλεσαν εισαγωγή ή επίμετρο σε βιβλία που επιμελήθηκε η συγγραφέας ή δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Εκκύκλημα, Αντί, Ο Πολίτης, Νέα Εστία, The books’ journal, και στην εφημερίδα Αυγή, συνδέονται με αδιόρατα πλην συνεκτικά νήματα, τα ίδια που κινούν και όλους τους προαναφερθέντες στην εισαγωγή τομείς της ανθρώπινης ζωής, όπως εκτενώς προτείνει  Το φως και η σκιά του, ο εκτενής πρόλογος της συγγραφέως.

Εκδ. Αρμός, 2015, σελ. 456

Στις εικόνες: Victor Segalen [2], Ingeborg Bachmann, Denis de Rougemont, Heiner Mueller, Μαρία Στεφανοπούλου.