Enzo Traverso – Η ιστορία ως πεδίο μάχης. Ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ού αιώνα

Πώς γράφεται η Ιστορία στο πέρασμα του αιώνα; Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, από το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ (1975) μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 2001 υπήρξε καθοριστικό για μια ολοκληρωτική αλλαγή οπτικής. Λέξεις όπως επανάσταση και κομμουνισμός πήραν διαφορετική σημασία στον χώρο της κουλτούρας, των νοοτροπιών και του συλλογικού φαντασιακού: αντί να ορίζουν προσδοκία και δράση για χειραφέτηση ανακαλούν στο εξής ένα ολοκληρωτικό σύμπαν. Αντίθετα, λέξεις όπως αγορά, επιχείρηση, καπιταλισμός ή ατομικισμός έκαναν την αντίστροφη διαδρομή: δεν χαρακτηρίζουν πια ένα σύμπαν αλλοτρίωσης αλλά τα «φυσικά» θεμέλια των μεταολοκληρωτικών φιλελεύθερων κοινωνιών. Η δεκαετία του 1980 στάθηκε το όχημα αυτής της ανατροπής. Στον δυτικό κόσμο η συντηρητική επανάσταση των Ρέιγκαν και Θάτσερ άνοιξε τον δρόμο· στην Γαλλία ο μιτερανισμός οδήγησε στον πολιτικό κομφορμισμό και την ανακάλυψη των αρετών του καπιταλισμού· στην Ιταλία η ήττα των εργατικών απεργιών δημιούργησε συνθήκες παλινόρθωσης που οδήγησαν στον μπερλουσκονισμό· στην Λατινική Αμερική η δημοκρατία επέστρεφε διατηρώντας το οικονομικό μοντέλο που είχαν δημιουργήσει οι δικτατορίες.

Η τομή του 1989 άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και γράφουμε την ιστορία του 20ού αιώνα. Πρώτα απ’ όλα, η εξαφάνιση του διπολισμού ευνόησε την γέννηση μιας πλανητικής ιστορίας. Στην θέση των προηγούμενων προσεγγίσεων που περιόριζαν ολόκληρες ηπείρους σε «σφαίρες επιρροής», στερημένης από δική τους ιστορία, ο κόσμος μπόρεσε να θεωρηθεί με νέες προοπτικές. Το να γράψεις πλέον μια πλανητική ιστορία του προηγούμενου αιώνα δεν σημαίνει μόνο να αποδώσεις μεγαλύτερη σπουδαιότητα στον εξωευρωπαϊκό κόσμο αλλά κυρίως να αλλάξεις προοπτική, να πολλαπλασιάσεις και να διασταυρώσεις τα σημεία παρατήρησης. Το παρελθόν εξετάζεται ως ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων, ανταλλαγών και πολιτισμικών μεταφορών που δομούν τα διάφορα μέρη του κόσμου σε ένα σύνολο δικτύων. Η ιστορία αυτή μελετά τον ρόλο που παίζουν οι μεταναστεύσεις, οι διασπορές και οι εξορίες τόσο στην επεξεργασία των ιδεών ή την επινόηση νέων πολιτισμικών πρακτικών. Ο τερματισμός του ψυχρού πολέμου απομάκρυνε την ιστορία από τις ντετερμινιστικές αιτιότητες και αποκατέστησε το συμβάν, με την αυτονομία του και την βαρύτητά του.

Για άλλη μια φορά ο Τραβέρσο γράφει ένα συναρπαστικό βιβλίο, που αποτελείται από μια σειρά αυτόνομων αλλά και απόλυτα συνδεδεμένων (ως μέρη ενός συνόλου) κειμένων, που δημοσιεύτηκαν στους γνωστούς ιστοριογραφικούς «τόπους» (επιστημονικά και άλλα περιοδικά, συλλογικούς τόμους, ειδικότερα βιβλία κ.ά.). Το ένα κεφάλαιο είναι πιο ενδιαφέρον από το άλλο: Ο 20ός αιώνας κατά Έρικ Χόμπσμπαουμ, Οι επαναστάσεις του 1789 και του 1917 μετά το 1989 (με επίκεντρο τους Φρανσουά Φυρέ και Άρνο Τζ. Μάγερ), η ιστοριογραφία του φασιμού με επίκεντρο τις διαφορετικές απόψεις των Τζορτζ Λ. Μος, Ζέεβ Στέρνχελ και Εμίλιο Τζεντίλε, μια περί ναζισμού συνομιλία των Μάρτιν Μπρόστσατ και Σαούλ Φριντλέντερ, η σύγκριση μεταξύ των γενοκτονιών, πρότυπο των οποίων αποτελεί πλέον η (Εβραϊκή) Σοά, η συνεισφορά των Μισέλ Φουκό και Τζόρτζο Αγκάμπεν στην ανάλυση των σύγχρονων βιαιοτήτων, η σχέση ανάμεσα στην μνήμη και την ιστορία (ένας μόνιμος προβληματισμός του συγγραφέα).

Το κείμενο που διάβασα και ξαναδιάβασα ήταν εκείνο που συνδέει την εξορία με την βία και επιχειρεί να συντάξει μια ερμηνευτική της απόστασης. Η μετανάστευση, η διασπορά και η εξορία άφησαν βαθιά ίχνη στην διανόηση του 20ού αιώνα. Όλες αυτές οι εμπειρίες εκτόπισης στάθηκαν εξαιρετικές πηγές πνευματικής παραγωγής. Έπλεξαν δεσμούς ανάμεσα σε γλώσσες και λογοτεχνίες, δίνοντάς τους κοσμοπολίτικα και υπερεθνικά χαρακτηριστικά. Ευαίσθητοι σεισμογράφοι των συγκρούσεων και των αντιφάσεων, χάρη στην αστάθεια και την αβεβαιότητα της θέσης του «αουτσάιντερ» οι εξόριστοι διανοούμενοι υπήρξαν οι πρώτοι αναλυτές, και πιθανώς οι πιο οξυδερκείς, της «εποχής των άκρων». Σαν μέλη μιας στιγματισμένης μειονότητας, που αποτελούνταν από διωκόμενους και αποκλεισμένους, ήταν περισσότερο αποκλεισμένοι στις αλλαγές του πολιτικού κλίματος και γίνονταν στόχοι της ξενοφοβίας και της πολιτικής καταστολής, αλλά η ίδια η ξενότητά τους αποτελούσε ένα προνομιακό παρατηρητήριο των κατακλυσμών που συγκλόνιζαν τον κόσμο. Πώς μπορεί λοιπόν μια ιστορία κριτικής σκέψης να αγνοήσει την συνεισφορά τους; Ο Τραβέρσο τους αφιερώνει το έβδομο και ίσως πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου του.

Η πρώτη αναφορά γίνεται, και δικαίως, στον Κάρλο Γκίντζμπουργκ που ανέλυσε τις πολλαπλές συνέπειες της απόστασης, η οποία μπορεί να αναδείξει την πραγματικότητα κάτω από ένα άλλο πρίσμα, να αλλάξει την προοπτική και να υπογραμμίσει ή να εξουδετερώσει την ενσυναίσθηση και τον  κριτικό βλέμμα των παρατηρητών. Ο συγγραφέας παρουσιάζει περιπτώσεις όπου η ιταλική, γερμανική και ισπανική ιστοριογραφία (των τριών δηλαδή χωρών που γνώρισαν τον φασισμό άρα και χιλιάδες εξόριστους) θεωρείται συνειδητή συνεισφορά στον αντιφασιστικό αγώνα.

Ερευνώντας την σχέση της εξορίας με την βία, παρατηρείται το εξής παράδοξο: τα γεγονότα που σήμερα θεωρούμε εμβληματικά της βίας του 20ού αιώνα, όταν συνέβαιναν αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία, αγνοήθηκαν ή θεωρήθηκαν κοινότοπα. Οι ιστορικές τομές των Γκουλάγκ, του Άουσβιτς και της Χιροσίμα καταγράφηκαν από την κριτική σκέψη με μεγάλη καθυστέρηση. Οι μαρτυρίες του Βικτόρ Σερζ και του Γκούσταβ Χέρλινγκ για τα Γκουλάγκ έγιναν δεκτές με αδιαφορία. Ο δυτικός κόσμος άργησε να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα των σοβιετικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Για δεκαετίες οι εκτοπισμένοι στη Σιβηρία παρέμεναν άγνωστοι και ανύπαρκτοι. Ο δυτικός τύπος που σίγουρα δεν συμπαθούσε το σοβιετικό καθεστώς, σχολίαζε την κολλεκτιβοποίηση της γης χωρίς να αναφέρει τα εκατομμύρια των νεκρών που την είχα συνοδέψει. Η αντίληψη ότι ο σταλινισμός ήταν ένα εγκληματικό σύστημα κυριαρχίας, θεμελιωμένο πάνω στη βία σε μαζική κλίμακα, ήταν σαφώς πιο ύστερη και χρονολογείται ίσως στις αρχές της δεκαετίας του 1970 όταν δημοσιεύτηκε Το αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν.

Τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για χρόνια συμβολίζονταν από το Μπούχενβαλντ, ένα από τα βασικότερα κέντρα για πολιτικούς κρατουμένους, ενώ τα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Ο ίδιος ο Σαρτρ ανέλυε τον αντισημιτισμό σα να μην είχε υπάρξει γενοκτονία. Ο ναζισμός έμοιαζε με παρένθεση, μια ασθένεια από την οποία η μεταπολεμική Ευρώπη θεραπευόταν. Η περιοριστική εικόνα του φασισμού σαν ηθικής αρρώστιας της Ευρώπης αναδύεται από τα γραπτά του Τόμας Μαν και των φιλοσόφων Καρλ Γιάσπερς και Μπενεντέντο Κρότσε. Όσον αφορά την Χιροσίμα, ο δυτικός τύπος χαιρετούσε το ατομικό μανιτάρι σαν «επιστημονική επανάσταση», σαν τον θρίαμβο της φυσικής που έδινε τέλος στον πόλεμο. Όσοι έγραφαν για την απανθρωπιά της εξουσίας και την επιστημονική οργάνωση του μαζικού θανάτου αντιμετωπίζονταν ως μίζεροι. Οι πρώτες εκδόσεις των Πρίμο Λέβι και Γκούσταβ Χέρλινγκ έγιναν δεκτές με αδιαφορία και οι επιζώντες βρίσκονταν κυκλωμένοι από διακριτική σιωπή. Το ίδιο και τα θύματα της ατομικής ακτινοβολίας, θεωρούνταν ζωντανή μαρτυρία ενός ενοχλητικού παρελθόντος, που οι πάντες ήθελαν να ξεχάσουν. Όσοι αναγνώρισαν αυτές τις τομές, όπως η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν χαρακτηρίστηκαν δημόσια ψεύτες.

Τα κείμενα του Βικτόρ Σερζ, που κατήγγειλε τον σταλινισμό ως ολοκληρωτικό κράτος, μεθυσμένο από την εξουσία, για το οποίο ο άνθρωπος δεν έχει καμία σημασία, δημοσιεύονταν σε μικρά ελευθεριακά περιοδικά ή καθόλου, καθώς ήταν αγνοημένος τόσο από την αριστερά, που τον θεωρούσε αιρετικό ή προδότη, όσο και από την συντηρητική διανόηση. Σε ένα μικρό εβραιοαμερικανικό περιοδικό η Χάνα Άρεντ περιέγραφε τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, τις διοικητικές σφαγές στο όνομα ενός σχεδίου φυλετικής καθαρότητας σαν κάτι που ξεπερνούσε τις κατηγορίες της σκέψης και της πολιτικής δράσης, ενώ λίγο αργότερα χαρακτήριζε τα «εργοστάσια θανάτου» σαν την «θεμελιακή εμπειρία της εποχής μας». Οι Τέοντορ Β. Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ, δημοσίευσαν την Διαλεκτική του Διαφωτισμού, που αναγνωρίζεται σήμερα σαν ένα από τα κλασικά έργα φιλοσοφίας του 20ού αιώνα,  σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο γερμανών εμιγκρέδων, και έμεινε στην αφάνεια για σχεδόν είκοσι χρόνια. Εκεί το Άουσβιτς παρουσιάζεται σαν μεταφορά της βίας που γέννησε ο νεότερος πολιτισμός. Ο Γκύντερ Άντερς συνέλαβε την απόλυτη καινοτομία της ατομικής βόμβας ως σύμπτωμα μιας τρομακτικής ανθρωπολογικής μετάλλαξης: της έλευση της τεχνικής πάνω στους ανθρώπου, εκθρονισμένους στο εξής από την θέση των ιστορικών υποκειμένων. Και άλλοι εμιγκρέδες διανοούμενοι όπως ο Ζαν Αμερί, ο Πάουλ Τσέλαν, ο Άρθουρ Κέσλερ, ο Μανές Σπέρμπερ, έδωσαν γραπτά με εξίσου βαθιές και διορατικές ιδέες και αναλύσεις.

Κι εδώ έρχεται η κρίσιμη ερώτηση του Τραβέρσο: μπορούμε λοιπόν να διατυπώσουμε την υπόθεση μιας ερμηνευτικής της απόστασης, ενός επιστημολογικού προνομίου της εξορίας; Στο υποκεφάλαιο Η εξορία σαν παρατηρητήριο η απάντηση είναι σαφής. Η εξορία αποτελεί το θεμέλιο ενός γνωσιακού μοντέλου που συνίσταται στην παρατήρηση της ιστορίας και στην διερεύνηση του παρόντος από την σκοπιά των νικημένων και αποτελεί, συνεπώς, προϋπόθεση μιας γνώσης διαφορετικής από εκείνη που προκύπτει από τις κυρίαρχες ή επίσημες εκδοχές. Η ζωή του διανοούμενου στην εξορία σημαδεύεται από την οδύνη, από ένα βαθύ τραύμα που τον αποκόβει από την γλώσσα του, τους αναγνώστες του, το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον του, το επάγγελμά του, από έναν οικείο τόπο που στηρίζεται ένας τρόπος σκέψης.

Τα παραδείγματα των προαναφερθέντων δείχνουν ότι η βαθύτητα της ματιάς τους και του στοχασμού τους είναι η άλλη πλευρά της δημόσιας αφάνειάς τους. Ελάχιστοι είχαν την όρεξη να τους ακούσουν τις περιγραφές και τις ερμηνείες τους για την ανεπίτρεπτη ρήξη της ιστορίας. Μια ήπειρος απασχολημένη να επουλώνει τις πληγές της δεν ήθελε ν’ ακούει ότι μια Ευρώπη χωρίς Εβραίους ήταν ακρωτηριασμένη, ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν τάφος των ελπίδων για χειραφέτηση εκατομμυρίων ανθρώπων, ότι η ατομική βόμβα αποτελούσε αμετάκλητη απειλή. Το τέλος του πολέμου βρήκε τους εξόριστους να συνειδητοποιούν οδυνηρά και αμετάκλητα ότι δεν είχαν πια πατρίδα. Κι έτσι απάτριδες, έβλεπαν τα τραγικά γεγονότα όχι μόνο ως εθνικές τραγωδίες αλλά σαν πληγές του ανθρώπου που άλλαζαν την εικόνα του ανθρώπου· ξέφευγαν από τα εθνικά στερεότυπα και αντιδρούσαν σαν πολίτες του κόσμου.

Ένα υπόδειγμα στοχαστικής γραφής πάνω στην ιστορία και την ιστοριογραφία, γραμμένο με τον εξαιρετικό, λεκτικά πλούσιο λόγο του Τραβέρσο, του οποίου ένα άλλο βιβλίο, το Αριστερή μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (από τον 19ο στον 21ο αιώνα) παρουσιάσαμε στις Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής εδώ, με αναδημοσίευση στο Πανδοχείο εδώ.

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, 351 σελ. Περιλαμβάνεται εννιασέλιδο ευρετήριο ονομάτων.

Στις εικόνες: Pionerkalender 1976 (τυπική κομμουνιστική εικονογραφία), Niels Ackermann (Looking for Lenin series), Gustaw Herling, Gulag [by linalightning], Hannah Arendt, Max Horkheimer, Guenther Anders, Δίκη Ναζιστών.

John Williams – Αύγουστος

Ήταν περισσότερο ένστικτο παρά γνώση αυτό που με βοήθησε να καταλάβω πως, αν είναι η μοίρα κάποιου ν’ αλλάξει τον κόσμο, υποχρέωσή του είναι πρώτα ν’ αλλάξει τον εαυτό του. Αν θέλει να υπακούσει στη μοίρα του, πρέπει πρώτα να βρει ή να επινοήσει μέσα του ένα σκληρό και κρυφό κομμάτι, που θ’ αδιαφορεί για τον ίδιο, για τους άλλους, ακόμα και για τον κόσμο που προορίζεται να αλλάξει – όχι σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, αλλά με τρόπο και μορφή που θα ανακαλύψει στην πορεία. [σ. 469]

Καθώς ο Αύγουστος φτάνει στο τέλος της ζωής του και της αυτοκρατορικής του εξουσίας γράφει μια βαθύτατα υπαρξιακή εξομολόγηση, εκφράζοντας το απόσταγμα μιας ταραγμένης ζωής όπου η υπέρτατη εξουσία έπρεπε να συνυπάρξει με τις εσωτερικές επιταγές μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας. Πώς μπορεί κανείς να μείνει ακέραιος και πιστός στην προσωπική του ηθική κυβερνώντας την ίδια στιγμή μια αχανή αυτοκρατορία; Και πώς μπορούμε εμείς οι σύγχρονοι αναγνώστες να κατανοήσουμε ένα τέτοιο πρόσωπο;

Ο Τζον Γουίλλιαμς θα μπορούσε να γράψει ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα με τριτοπρόσωπη γραφή, βασισμένο σε ενδελεχή έρευνα των αρχείων και να αποδώσει κάλλιστα την ούτως ή άλλως συναρπαστική μορφή του Αυγούστου σε μια λογοτεχνική βιογραφία. Όμως προτίμησε την στενή πύλη της πολυπρόσωπης αφήγησης και μάλιστα μέσω επιστολών, παράλληλα με άλλες μονολογικές εκφράσεις, όπως είναι τα ημερολόγια, τα απομνημονεύματα και τα πρακτικά. Πόσο δύσκολο στοίχημα! Κι όμως, αυτή ακριβώς η σύλληψη είναι που απογειώνει το μυθιστόρημα σε μια πλούσια πανοραμική πρόζα που ευφραίνει. Γιατί δίνοντας φωνή σε δεκάδες πρόσωπα μπορεί να αφηγηθεί μέσα από διαφορετικούς χαρακτήρες, που εκφράζουν τις δικές τους εσώτερες σκέψεις με τον δικό τους ιδιαίτερο λόγο. Είναι, άλλωστε, η ίδια η επιστολική έκφραση που, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο συγγραφέας, επιτρέπει στους συντάκτες να μιλούν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.

Στο πρώτο μέρος τον γραπτό λόγο παίρνουν τα πρόσωπα του στενότερου και ευρύτερου περιβάλλοντος του Αυγούστου, συνδεδεμένα όλα στον ιστό της δημόσιας ζωής: οι νεαροί φίλοι με τους οποίους ξεκινάει μια αδιανόητη πορεία προς την νόμιμη «κατάκτηση» της αγαπημένης τους Ρώμης, συνεργάτες, αντίπαλοι και πολλές ακόμα μορφές που κινούνται γύρω τους, δίπλα τους ή εναντίον τους. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας γράφει στον Γάιο Οκτάβιο πως «κατέκτησε τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν είναι ασφαλής και πως έδωσε ελευθερίες στο λαό και ο λαός έφυγε σαν κυνηγημένος μακριά τους σα να ήταν αρρώστιες» [σ. 50] στην ουσία προοιωνίζει την ανάλογη διαπίστωση του Αύγουστου πολλά χρόνια μετά. Είναι ενδιαφέρον πως ακόμα και τα ίδια τα πρόσωπα αντιλαμβάνονται πως βλέπουν για τα γεγονότα και τον κόσμο κυρίως μέσα στις προσωπικές τους αισθήσεις και εμπειρίες. Για παράδειγμα, ο Γάιος Κίλνιος Μαικήνας γράφει προς τον ιστορικό Τίτο Λίβιο πως αυτός (ο Μαικήνας) δεν έχει την έχει την ελευθερία του ιστορικού, σε αντίθεση μ’ εκείνον, που μπορεί να περιγράψει τις εξελίξεις πολιτικών διαπλοκών, να ισορροπήσει νίκες και ήττες και να είναι ακόμα ελεύθερος «μέσα στην σοφή απλότητα της δουλειάς του, ελεύθερος από το φριχτό βάρος ενός είδους γνώσης που δεν μπορεί να ονομάσει». [σ. 37 – 38].

Στο δεύτερο μέρος την σκυτάλη με μορφή πένας παίρνουν πρόσωπα οικειότερα, καθώς και εκείνα του ευρύτερου προσωπικού κύκλου του Αυγούστου. Εδώ το βάρος δίνεται στην ιδιωτική ζωή αλλά και στον τρόπο που αυτή αναπόφευκτα συμπλέκεται με τα δημόσια πράγματα. Κύριο επίκεντρο των λόγων είναι η συμπεριφορά της αγαπημένης του κόρης Ιουλίας και η εξωσυζυγική της σχέση. Τα συναρπαστικότερα λόγια εδώ προέρχονται από τα επινοημένα ημερολόγια της ίδιας της Ιουλίας, που ο Αύγουστος «για το καλό της πολιτείας» τιμώρησε με εξορία λόγω παράβασης των περί μοιχείας νόμων που είχε ο ίδιος ψηφίσει. Από την δική του πλευρά εκείνος θεωρεί ότι την έσωσε, εφόσον επρόκειτο πράγματι να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία, καθώς γνώριζε ότι ο εραστής της και άλλοι ετοιμάζονταν να τον δολοφονήσουν.

Ασυνόδευτη κι αφρούρητη μ’ αφήνουν να περπατήσω τα εκατό μέτρα ως το γιαλό, όσο είναι  στενή μαύρη αμμουδιά του· κι εκατό μέτρα γύρω απ’ την πέτρινη καλύβα, που εδώ και πέντε χρόνια είναι το σπίτι μου… Έτσι ξεκινάει το ημερολόγιό της η σαραντατριάχρονη Ιουλία από το νησί Παντατερία, ένα ημερολόγιο που γράφει μόνο για εκείνη, «για να έχει κάτι να διαβάζει», χωρίς να ενδιαφέρεται να εξηγήσει τον εαυτό της στον κόσμο· έχει μόνο τον εαυτό της να πείσει ή να μην πείσει. Η γυναίκα που αν δεν ήταν γυναίκα και κόρη του αυτοκράτορα θα ήθελε να σπουδάσει φιλοσοφία, έμαθε τους πλάγιους τρόπους με τους οποίους μια γυναίκα ανακαλύπτει, ασκεί και απολαμβάνει την εξουσία· τα προσωπεία που πρέπει να διαθέτει για να ξεγελάει τους άλλους: της αθώας κοπέλας, της κόρης, της ενάρετης συζύγου, της αργόσχολης φιλοσόφου, της γυναίκας.

Χήρα για πρώτη φορά χήρα στα δεκαεφτά της, έπρεπε να περάσει δυο γάμους και τρεις γέννες για να μάθει ότι «το κορμί της είχε κι αυτό δικαιώματα και δεν όφειλε να υπηρετεί επιθυμίες άλλων και όχι δικές του». Και ήταν ο Ίουλος Αντώνιος εκείνος που της χάρισε τις ηδονές που έμαθε έστω και καθυστερημένα στην ζωή της, εκείνος που «της χάρισε για ένα χρόνο τη αληθινή ζωή εντός του κόσμου» κι ο ίδιος που «την έριξε σε τούτον τον αργό θάνατο στην Παντατερία όπου μπορεί να παρακολουθεί μέρα με τη μέρα το τέλος και το σβήσιμο της ζωής της».

Κατήγορος ήταν ο ίδιος ο πατέρας μου. Αναφέρθηκε με πολλές λεπτομέρειες στις παρανομίες μου κατανόμασε τους εραστές μου, τα μέρη των συναντήσεών μας, τις ημερομηνίες… Και ζήτησε, σύμφωνα με τον Ιούλιο νόμο του, να εξοριστώ δια παντός από την πύλη της Ρώμης, υποδεικνύοντας τη Σύγκλητο να διατάξει τον περιορισμό μου σ’ αυτό το νησί της Παντατερίας, για να ζήσω εδώ το υπόλοιπο της ζωής μου μετανοώντας για τις διαστροφές μου. Αν η ιστορία δε με σβήσει τελείως από τα κατάστιχά της, έτσι θα με θυμάται. Αλλά η ιστορία δεν θα μάθει την αλήθεια, αν υποθέσουμε ότι η ιστορία μαθαίνει ποτέ την αλήθεια. [σ. 444-445]

Μέχρι εδώ είναι εμφανές ότι καθώς ξεδιπλώνονται σταδιακά τα γεγονότα και μένει ο πυρήνας της ουσίας τους, εκείνο που έχει σημασία είναι η προσωπική αλήθεια των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών τους. Αλλά την ίδια στιγμή οι αφηγήσεις αυτών των δυο κύκλων περικυκλώνουν τον Αύγουστο, φωτίζοντας από όλες τις θέσεις όσα φαίνονται από την προσωπικότητά του. Και είναι τελικά το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου ο Αύγουστος αποκτά την δική του φωνή και καθώς γράφει στον φίλο του Νικόλαο Δαμασκηνό. Αυτή είναι η ώρα που ο αυτοκράτορας εκφράζει την δική του αλήθεια· τώρα ύστερα από τα αλλεπάλληλα φύλλα των λόγων τόσων άλλων προσώπων, φτάνει η στιγμή της δικής του γαλήνιας κάθαρσης.

Κατέληξα να πιστεύω πως στη ζωή του καθενός, αργά ή γρήγορα, έρχεται μια στιγμή που αντιλαμβάνεται (πέρα και πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο έχει αντιληφθεί ή ίσως αντιληφθεί στο μέλλον, και είτε μπορεί είτε όχι να εκφράσει αυτή την αντίληψη) το τρομακτικό γεγονός ότι είναι μόνος, ολομόναχος, και ότι δεν μπορεί ποτέ να είναι κάτι άλλο από το δύσμοιρο πράγμα που είναι ο εαυτός του. [σ. 503]

Ο Αύγουστος παραδέχεται πως ένοιωσε σεβασμό, ακόμα και συμπάθεια για τους παράξενους λαούς, τους τόσο διαφορετικούς από τους Ρωμαίους, με τους οποίους αναγκάστηκε να έρθει σε συνδιαλλαγές και συμφωνίες, το γεγονός ότι η γνωριμία τους τον βοήθησε να καταλάβει καλύτερα τους συμπατριώτες του· ομολογεί πως ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε περισσότερη σοφία και δύναμη απ’ όση είχαν οι άλλοι και ότι περισσότερο κυβερνήθηκε παρά κυβέρνησε· υποψιάζεται ότι η ιδανική κατάσταση για τον άνθρωπο, εκείνη που αναδεικνύει ό,τι αξιοθαύμαστο έχει μέσα του, μπορεί να μην είναι η ευμάρεια, η ειρήνη και η αρμονία για τις οποίες τόσο κόπιασε να εξασφαλίσει στην αγαπημένη του Ρώμη· εκπλήσσεται για το γεγονός ότι του προσφέρθηκε δυο φορές από τον ρωμαϊκό λαό και την Σύγκλητο η δικτατορική εξουσία, την οποία απέρριψε· είναι βέβαιος ότι μπορεί τα τείχη των πόλεων να τις προστατεύουν αλλά δεν υπάρχει τείχος ικανό να προστατεύει την ανθρώπινη καρδιά από τις ίδιες τις αδυναμίες της· καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι θεοί, ακόμα κι αν υπάρχουν, δεν έχουν καμία σημασία, δεν μετράνε. Αν, λοιπόν παρότρυνα τον λαό να ακολουθήσει τις επιταγές αυτών των αρχαίων ρωμαϊκών θεών, το έκανα από ανάγκη μάλλον, παρά από κάποια βαθύτερη θρησκευτική πίστη ότι αυτές οι δυνάμεις βρίσκονται πράγματι μέσα στα υποτιθέμενα πρόσωπά τους. [σ. 502]

Και ο έρωτας που καθόρισε δραματικά την ζωή της κόρης του και την μεταξύ τους ιδιαίτερη σχέση; … αντίθετα με όσα ίσως πιστεύουμε  είναι ίσως η πιο ανιδιοτελής απ’ όλες τις ποικιλίες της αγάπης· θέλει να γίνει ένα με τον άλλον, να δραπετεύσει δηλαδή από τα όρια του εαυτού του. Αυτό το είδος της αγάπη είναι, βέβαια, το πρώτο που πεθαίνει […] Το γεγονός όμως ότι θα πεθάνει (και ότι το ξέρουμε πως θα πεθάνει) τον κάνει πιο πολύτιμο· και μόλις τον γευτούμε και τον γνωρίσουμε, δεν είμαστε πια ανεπανόρθωτα παγιδευμένοι και εξόριστοι μέσα στον εαυτό μας. [σ. 504]

Αν υπάρχουν αλήθειες σ’ ετούτο το έργο, έγραψε ο συγγραφέας, είναι μάλλον οι αλήθειες της λογοτεχνίας παρά της ιστορίας, ευχόμενος οι αναγνώστες να το διαβάσουν ως έργο φαντασίας. Αυτή η λογοτεχνική αλήθεια, σκέφτομαι, έτσι όπως διαπλέκεται με τις όποιες πηγές της ιστορίας, μας χαρίζει ένα άλλο είδος γνώσης· κι αν, σύμφωνα με τα λόγια του Γουίλλιαμς, ένα μυθιστόρημα δημιουργείται όχι τόσο για να κατανοηθεί ή αναλυθεί όσο για να βιωθεί ως εμπειρία, τότε η παραπάνω γνώση μετατρέπεται σε συναρπαστική εμπειρία.

Ο ποιητής ατενίζει το χάος της εμπειρίας, την σύγχυση των συμβάντων και τα ακατανόητα βασίλεια των δυνατοτήτων – τον κόσμο δηλαδή μέσα στον οποίο ζούμε όλοι, αλλά ελάχιστοι μπαίνουν στον κόπο να ερευνήσουν. Οι καρποί που αποκομίζει αυτή η εξερευνητική ματιά είναι η ανακάλυψη (ή η εφεύρεση) κάποιων μικτών αρχών αρμονίας και τάξης, που μπορούν ν’ απομονωθούν από την αταξία γύρω τους και η υποταγή αυτής της ανακάλυψης στους ποιητικούς νόμους που τελικά την καθιστούν δυνατή […] Δεν υπάρχει αυτοκράτορας που να οργανώνει πιο προσεκτικά τις διάφορες επαρχίες του κόσμου ώστε να αποτελούν την μία και ενωμένη αυτοκρατορία του από τον ποιητή που συνδυάζει τις λεπτομέρειες του ποιήματός του έτσι ώστε να δημιουργήσει μέσα στο σύμπαν του ανθρώπινου νου έναν κόσμο άλλον, ίσως πιο αληθινό από αυτόν που προσωρινά κατοικούμε. [σ. 488-489]

Εκδ. Gutenberg [Aldina, αρ. 10], 2017, σελ. 525, μτφ. Μαρία Αγγελίδου. Περιλαμβάνεται εισαγωγή του John McGahern (μτφ. Τόνια Κοβαλένκο), σημείωση του συγγραφέα και βιογραφικό σημείωμα [Augustus, 1972].

Τα σύγχρονα ζωγραφικά έργα τέχνης είναι των Cabepfir, Tancredi Scarpelli και Jean Claude Golvin.