Σταύρος Ζουμπουλάκης – Άσπονδοι αδελφοί. Εβραίοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι

Μακριά από το φως των τριών μονοθεϊσμών

[Βιβλία περί του ιερού, 2 (2024)]

Ευτυχώς που ο Σταύρος Ζουμπουλάκης συνεχίζει να συγκεντρώνει τα γραπτά του σε βιβλία και μπορεί κανείς να έχει πολύτιμες συλλογές όχι απλώς κειμένων στα οποία η θεολογία, η θρησκεία και η ιστορία που βρίσκονται σε συνεχή διάλογο με την μοντέρνα σκέψη και την σύγχρονη πολιτική, αλλά και γραπτών που με κάποιο τρόπο έχουν το καθένα τους μια συγκεκριμένη θεματολογία που ταυτόχρονα ανοίγεται σε περισσότερες κατευθύνσεις. Εδώ το μείζον θέμα είναι η σκοτεινή πλευρά των τριών µονοθεϊσµών, και ιδίως εκείνη που αφορά τη µεταξύ τους σχέση, αλλά και, αντίστροφα, ορισμένες φωτεινές περιπτώσεις ανθρώπων της θρησκείας «που άφησαν πίσω τους αιώνες µισαλλοδοξίας και έζησαν και πέθαναν για έναν κόσµο φιλοξενίας και ελευθερίας».

Με το κείμενο «Ιερή γη και ιερή βία» ο Ζουμπουλάκης παρουσιάζει το έξοχο βιβλίο του Ρεζί Ντεμπρέ Οδοιπορικό στις χώρες της Βίβλου [1] και ταυτόχρονα προβληματίζεται όσον αφορά την ευρύτερη θεματολογία αυτού του σπάνιου, κατά βάση πολιτικού οδοιπορικού στην πιο πυκνά θρησκευτική χώρα του κόσμου. Ο Ντεμπρέ πηγαίνει για να ανακαλύψει τι απέγιναν οι Γραφές στη χώρα των Γραφών και ως «άθεος χριστιανός» με ζωηρό ενδιαφέρον για την θρησκεία ιδίως κατά την διασύνδεσή της με την πολιτική βρίσκεται στο στοιχείο του, γνωρίζοντας βέβαια (και διαπιστώνοντας και με τα ίδια του τα μάτια) πως οι Άγιοι Τόποι,  Άγιοι και για τους τρεις μονοθεϊσμούς, τις τρεις αποκλειστικές θρησκείες της Βίβλου, προβάλλουν ως επίδικο αντικείμενο την ίδια την αιωνιότητα και οι άνθρωποι πηγαίνουν εκεί όχι μόνο για να προσκυνήσουν αλλά για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν.

Ανάμεσα στο πλούσιο υλικό του Ντεμπρέ, ο Ζουμπουλάκης στέκεται σε δυο μείζονα θέματα. Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ παρέχει στους Εβραίους του 20ού αιώνα την δυνατότητα μιας κανονικής πολιτικής ύπαρξης, συγκροτημένης όμως κατόπιν εθνοκάθαρσης, με εκδίωξη δηλαδή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που ζούσαν εκεί και θεωρούσαν τη γη αυτή πατρίδα τους. Αυτό το κράτος, εκτός των άλλων, αναδιαμορφώνει και την εβραϊκή συνείδηση η οποία καλείται να αυτοπροσδιοριστεί όχι μόνο έναντι της θρησκείας και της κουλτούρας αλλά και έναντι του κράτους αυτού και της πολιτικής του. Η μόνη λύση κατά τον Ντεμπρέ και χιλιάδες άλλους είναι τα δυο κράτη με εκατέρωθεν υποχωρήσεις· έξω από την λύση αυτή διανοίγονται οι ζοφερές προοπτικές είτε να υπάρξει ένα κράτος δυο εθνών, είτε ένα κράτος απαρτχάιντ, με όσα αυτά συνεπάγονται. Το Ισραήλ δεν κινδυνεύει μόνο από την Χαμάς, την Χεζμπολλάχ, την Συρία και το Ιράν αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό και την ειδωλολατρία της δύναμης. Παρατηρώντας την συνεχή δημιουργία τετελεσμένων που υπήρξε πάντοτε η πολιτική του Ισραήλ, ο Ντεμπρέ διαπιστώνει  ότι ο «σιωνισμός είναι ο Μωυσής συν το Κατερπίλλαρ». Ο συγγραφέας φυσικά, επισκέφτηκε και την Γάζα, «την μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου με ενάμισι εκατομμύριο φυλακισμένους, που στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, και πήρε το μέρος του πιο αδύναμου, γνωρίζοντας πως σε κάθε διωκόμενο λανθάνει ένας διώκτης.

Στα γεωγραφικά όρια του Οδοιπορικού του ζουν χριστιανοί όλων των ομολογιών, εθνοτήτων και ποικίλων ονομασιών – 47 χριστιανικές κοινότητες μέτρησε ο συγγραφέας. Η ενδοχριστιανική διαμάχη αφορά τον έλεγχο των προσκυνημάτων και κυρίως εκφράζεται με το πάθος της κλειδοκρατορίας. Η διαίρεσή τους είναι έκτυπη και στο αλλόκοτο αρχιτεκτονικό συνονθύλευμα του Ναού της Αναστάσεως. Οι χριστιανοί δεν διχάζονται μόνο για λόγους ομολογιακούς ή για λόγους δικαιοδοσιών (που μεταφράζονται κυρίως σε εξουσία και χρήμα) αλλά και για λόγους πολιτικούς, ενώ, παράλληλα, περιορίζονται πλέον στην ιδιότητα των συντηρητών μνημείων και των συνεχιστών κληρονομημένων ιστοριών. Πολλές από αυτές τις κοινότητες αποτελούν λείψανα του παρελθόντος, ξεχασμένα απομεινάρια, βρισκόμενες διαρκώς σε κατάσταση ταυτοτικής άμυνας, υπερασπιστές μιας ταυτότητας και όχι πίστης. Εκεί όπου γεννήθηκε ο Χριστός και ο χριστιανισμός σε λίγο δεν θα υπάρχουν χριστιανοί. Και χωρίς Χριστιανούς οι Άγιοι Τόποι θα μεταβληθούν σύντομα σε μια χριστιανική Ντίνσεϋλαντ.

Διαλεγόμενος με το πνεύμα των προσκυνητών των Αγίων Τόπων, αυτών που ουσιαστικά τους δημιούργησαν και όρισαν ή επινόησαν τις τοποθεσίες του ιερού, διαβάζοντας τα παλιά οδοιπορικά του Σατωβριάνδου και του Φλωμπέρ, ο Ντεμπρέ τελικά κάνει περισσότερο ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ανθρωπογνωσίας. Αντί απαντήσεων, στους Αγίους Τόπους έβλεπε συνεχώς ανοιχτό το ερώτημα πώς είναι δυνατό να λατρεύεις τον Θεό του ελέους και την ίδια στιγμή να σκοτώνεις και μάλιστα εν ονόματι αυτού ακριβώς του Θεού, ερώτημα που έμεινε αναπάντητο. Η Βίβλος όσο και αν είναι η άρνηση της φυσικότητας του κακού και η εξέγερση έναντι της αδικίας, δεν συγκράτησε τους ανθρώπους από το να σκοτώνουν και «έξω από την ανθρώπινη συνείδηση καμία φιλοσοφία, καμιά πολιτική σωτηριολογία και καμιά θρησκεία δεν μπορούν να κρατήσουν τη χρυσή κλωστή που χωρίζει τον άνθρωπο από το κτήνος να μην κοπεί».

Η άμεση σχέση του χριστιανισμού με τον αντισημιτισμό απασχολεί ιδιαίτερα τον Ζουμπουλάκη που έχει καταθέσει εξαιρετικά κείμενα, δυο από τα οποία αναδημοσιεύονται εδώ. Ας δούμε πρώτα την πλευρά «Χριστιανισμός και αντισημιτισμός πριν και μετά το Ολοκαύτωμα». Ο αντισημιτισμός όπως τον γνώρισαν οι αιώνες και ο οποίος θα οδηγήσει στο Ολοκαύτωμα έχει ως κύρια πηγή του τον Χριστιανισμό. Οι Εβραίοι είναι ο θεοκτόνος λαός, εκείνοι που σκότωσαν όχι έναν θεό κάποιου πολυθεϊστικού συστήματος αλλά «τον μόνο Θεό». Αντιλαμβάνεται κανείς τι αποθέματα εχθρότητας μπορεί να συσσωρεύσει αυτή η πεποίθηση. Επιπρόσθετα αυτός ο θεοκτόνος λαός έμεινε αμετανόητος – ενώ όλη η οικουμένη γίνεται χριστιανική, αυτός εμμένει στην πλάνη του. Οι Ρωμαίοι, στους οποίους θα μπορούσε τελικά να προσαφθεί η θεοκτονία, οι πρώην σκληροί διώκτες των πρώτων χριστιανών, τελικά ασπάζονται την νέα θρησκεία, ενώ στην Ιερουσαλήμ ο παγανισμός πεθαίνει αλλά ο ιουδαϊσμός επιζεί.

Ο χριστιανικός αντιιουδαϊσμός δεν αποτελεί μεταγενέστερη εκτροπή και αλλοίωση του ευαγγελικού μηνύματος αλλά υπάρχει ήδη στην Καινή Διαθήκη. Οι Ιουδαίοι δεν αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία, αλλά έναν ψευδο-προφήτη και σφετεριστή – έκαναν ακριβώς ό,τι και οι πατέρες τους προς τους Προφήτες. Ο χριστιανικός αντιιουδαϊσμός συνδέεται με το κέντρο της χριστιανικής πίστης, δηλαδή με το πρόσωπο του Χριστού: η αναγνώριση του Ιησού ως Χριστού και η πίστη ότι στο πρόσωπό του εκπληρώνονται οι προφητείες, σήμαινε αυτομάτως ότι η ανάγνωση των Γραφών που αναμένουν ακόμη τον Μεσσία ήταν λαθεμένη. Η Εκκλησία είχε δίκιο ή η Συναγωγή. Ο πόλεμος έχει ξεκινήσει.

Ο Παύλος, οι Επιστολές του οποίου αποτελούν τα πρώτα κείμενα της Κ.Δ. και του χριστιανισμού, συντάσσεται χωρίς αμφιβολία με μια καθαρή αντιιουδαϊκή γραμμή. Από τις αρχές του 2ου αιώνα και εξής είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς χριστιανικό κείμενο που να μην έχει σε κάποιο σημείο μια αντιιουδαϊκή διατύπωση. Συγκροτείται έτσι μια ολόκληρη γραμματεία κειμένων κατά Ιουδαίων. Πρόκειται για μια γραμματεία ακραίας σφοδρότητας και είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι προέρχεται από τα υψηλότερα αναστήματα της χριστιανικής σκέψης. Αλλά το κυριότερο γνώρισμά της είναι ότι κρατάει μέχρι σήμερα που ο χριστιανισμός έχει επικρατήσει, οι Εβραίοι έχουν ηττηθεί και πολιτικά και θρησκευτικά, ωστόσο και πάλι, Χριστιανοί πατέρες και συγγραφείς γράφουν αδιάκοπα σφοδρά κείμενα κατά Ιουδαίων, οι οποίο δεν υπάρχουν καν γύρω τους. Πού οφείλεται αυτό; Αν μπορεί να εξηγηθεί ιστορικά (όπως, για παράδειγμα, από τους λόγους του Χρυσοστόμου, που είχαν ως στόχο τους ιουδαΐζοντες χριστιανούς, πράγμα ανεπίτρεπτο για τον ίδιο – είναι δυνατόν ένας χριστιανός να έχει σχέση με εκείνους που σταύρωσαν τον Χριστό;) πως εξηγείται να συνεχίζουν να γράφονται τέτοια κείμενα αιώνες μετά και σε περιοχές με ασήμαντη εβραϊκή παρουσία;

Σύμφωνα με την άποψη του Ντέιβιντ Νίρενμπεργκ (σημειώνεται εδώ για άλλη μια φορά το γεγονός ότι σε πλείστα κείμενά του ο Ζουμπουλάκης μας κοινωνεί αποστάγματα από σημαντικά σύγχρονα θεολογικά έργα), κάθε θεολόγος, φιλόσοφος ή πολιτικός λύνει τα δικά του επίδικα ζητήματα, προβάλλοντάς τα στο αφετηριακό στερεότυπο της πηγής κάθε κακού, στους Εβραίους. Με τον αντιιουδαϊσμό ο πολύπλοκος, αντιφατικός, ασυνάρτητος κόσμος αποκτά νόημα και συνοχή. Ο Ζουμπουλάκης κρίνει την παραπάνω ερμηνευτική πρόταση ως γόνιμη αλλά διαπιστώνει την υποτίμηση δυο στοιχείων: α) την τεράστια σημασία που έχει για την χριστιανική συνείδηση το ιδρυτικό κείμενο της Καινής Διαθήκης, στην οποία η καταδίκη των Ιουδαίων ως προφητοκτόνων είναι μια αιώνια αλήθεια, μια καταδίκη που ενεργοποιείται ασταμάτητα μέσα από την λατρεία της Εκκλησίας και β) την αντιαιρετική πολεμική στάση και εμμονή της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το μέγεθος της απειλής – και οι Εβραίοι, που δεν συνιστούν καμία απειλή και δεν έχουν καμία προσηλυτιστική διάθεση, δεν παύουν να είναι η αίρεση των αιρέσεων.

Κατά τον Εικοστό αιώνα ένα μέρος της Εκκλησίας υποστήριξε τον φυλετικό αντισημιτισμό – είναι γνωστή η έμπρακτη στήριξη των χριστιανικών Εκκλησιών στο ναζισμό και τον φασισμό στη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού. Στον αντίποδα, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρξαν φωνές χριστιανών που δεν θεωρούν τους Εβραίους καταραμένο λαό που περιπλανιέται για τις αμαρτίες του αλλά εκλεκτό λαό του Θεού (Λεόν Μπλουά, Έρικ Πέτερσον). Μείζον κείμενο στο δρόμο αυτής της αλλαγής αποτελεί η Διακήρυξη [Declaratio] Nostra Aetate που ψήφισε το 1965 η Β΄ Βατικανή Σύνοδος, είκοσι χρόνια μετά το Άουσβιτς, σύμφωνα με το οποίο οι Εβραίοι απαλλάσσονται από την κατηγορία της θεοκτονίας και πάντως ό,τι διαπράχθηκε δεν μπορεί να αποδοθεί σε όλους τους Εβραίους που ζούσαν τότε αλλά ούτε στους σύγχρονους Εβραίους. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Διακήρυξη αποδοκιμάζεται κάθε μίσος και χωριστά ο αντισημιτισμός. Έτσι στη σημερινή Ευρώπη δεν ακούγεται λέξη αντισημιτική από την Καθολική ή τις Προτεσταντικές Εκκλησίες. Όσον αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η είδηση της εξόντωσης των Εβραίων στο Άουσβιτς δεν έχει φτάσει ακόμη στα αυτιά της.

Σε ένα μεταγενέστερο κείμενο με θέμα «Εκκλησία και αντισημιτισμός κατά τον 20ό αιώνα» ο Ζουμπουλάκης διαπιστώνει ότι, όσο και αν ο θρησκευτικός αντιιουδαϊσμός και ο αντισημιτισμός είναι διακριτά φαινόμενα, σχετίζονται συχνά μεταξύ τους και η επιμονή των χριστιανικών Εκκλησιών στην ριζική τους διάκριση είναι συχνά εκ του πονηρού και θέλει να τις απαλλάξει από την ιστορική ευθύνη για τον αντισημιτισμό. Εδώ υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διάκριση: παρουσιάζοντας το θεωρητικό έργο Γερμανών θεολόγων οι οποίοι προσχώρησαν στο ναζισμό με πίστη και πεποίθηση, παρατηρεί ότι στην Ελληνική Ορθοδοξία δεν υπάρχει θεωρητικός, πολιτικοθεολογικός αντισημιτισμός, δεν υπάρχουν καν θεωρητικά κείμενα θεολόγων ή στοχαστών. Απεναντίας, έχουμε έναν χοντροκομμένο λαϊκό αντισημιτισμό, στερεοτυπικό και απολύτως συνωμοσιολογικό.

Οι σχετικές έντυπες πηγές της παραπάνω στάσης, που παρουσιάζονται αναλυτικά, επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά την αντιδιανοούμενη στάση που χαρακτηρίζει γενικώς την Ορθόδοξη Εκκλησία, το τεράστιο έλλειμμα παιδείας της ιεραρχίας, το πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο επισκόπων και ιερέων. Στις δυτικές Εκκλησίες το Ολοκαύτωμα έθεσε την θεολογική σκέψη σε σκληρή δοκιμασία σχετικά με την παρέμβαση του Θεού στην ιστορία, με το πρόβλημα του κακού κ.λπ. αλλά εδώ η Ορθόδοξη Εκκλησία αγνοεί πλήρως τον σχετικό προβληματισμό και δεν έχει δώσει κανένα δείγμα αναστοχαστικής και αυτοκριτικής στάσης για το πρόσφατο παρελθόν της, ούτε για το γεγονός ότι αποτέλεσε μηχανισμό του μεταμφυλιακού, αντικομμουνιστικού, αυταρχικού κράτους ούτε για την αγαστή συνεργασία της με την δικτατορία του 1967.

Στα ίδια εδάφη «Τα Πρωτόκολλα του ελληνικού αντισημιτισμού», εκτίθενται με αφορμή το εξαιρετικό βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, Το μπεστ σέλερ του μίσους. Τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» στην Ελλάδα, 1920-2013 (Πόλις, 2013), ενώ, με εκκίνηση ένα άλλο βιβλίο, τον Νοέμβριο του Χόρχε Γκαλάν (Ψυχογιός, 2017), διαβάζουμε τα τραγικά περιστατικά της δολοφονίας αφενός έξι ιησουϊτών ιερέων το 1980 στο Σαλβαδόρ για την ανάμιξή τους στην προσπάθεια τερματισμού του εμφυλίου πολέμου, καθώς ο στρατός δεν ήθελε την ειρήνη, γιατί θα έχανε εξουσίες, προνόμια και κυρίως το ενάμισι εκατομμύριο δολάρια που του έδιναν κάθε μέρα οι ΗΠΑ και αφετέρου δεκαεννέα ιερέων κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Αλγερία την δεκαετία του 1990, ιερέων που, όπως γράφει ο Ζουμπουλάκης, και στις δυο περιπτώσεις θα μπορούσαν να φύγουν αλλά δεν έφυγαν επειδή δεν εγκαταλείπεις τους φίλους σου όταν βρίσκονται σε κίνδυνο. Δεν έμειναν από αξιοπρέπεια αλλά από αγάπη, η οποία αποδείχτηκε ισχυρότερη από τον φόβο του θανάτου. Δυο άλλα κείμενα επανέρχονται στην περίπτωση της προαναφερθείσας αλγερινής τραγωδίας.

Μια συγκλονιστική Χριστιανική μαρτυρία στη Γάζα, Το ερώτημα αν υπάρχει μέλλον για τους Άραβες χριστιανούς, Οι χριστιανικές πηγές της Ευρώπης, Πέντε αιώνες Μεταρρύθμιση, Ο διωγμός των Κοπτών και το μέλλον της αραβικής άνοιξης, Το Ισλάμ στην Ευρώπη είναι μόνο μερικοί ενδεικτικοί τίτλοι και θεματικές μερικών από τα αναδημοσιευμένα εδώ κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στην Καθημερινή, στη Νέα Εστία, στη Σύναξη και στο The Athens Review of Books ή εκφωνήθηκαν ως ομιλίες και εισηγήσεις σε συνέδρια, και ενίοτε δημοσιεύτηκαν στους σχετικούς τόμους. Το έχουμε ξαναγράψει: κάθε βιβλίο του Ζουμπουλάκη αποτελεί ταυτόχρονα μια πολύτιμη συλλογή σκέψεων και προβληματισμών, μια ανοιχτή βιβλιοθήκη ιδεών και μια πολύτιμη συμβολή διαλόγου μεταξύ των ιδεών αλλά και αντίλογου πάνω στις απαρχαιωμένες ρατσιστικές, μισαλλόδοξες και με την ευρεία έννοια φασιστικές απόψεις που συνεχίζουν να λερώνουν την σύγχρονη ζωή. Όσες φορές και αν η θρησκεία αποτελεί την ψίχα όλων αυτών των δοκιμίων, σε άλλες τόσες μπορεί απλώς και μόνο να είναι η αφορμή.

Εκδ. Πατάκη, [Σειρά: Η ζωή των ιδεών], 2019, σελ. 253. Περιλαμβάνονται εκδοτικό σημείωμα και ευρετήριο ονομάτων.

[1] Το βιβλίο του Ρεζί Ντεμπρέ παρουσιάσαμε παλαιότερα σε δυο μέρη, το πρώτο στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, [τ. 623, 2.10.2010] και το δεύτερο στο Πανδοχείο, όπου τα βρίσκει κανείς ενοποιημένα εδώ

Στις εικόνες: 1. Κοιλάδα Κέδρων και Σιλωάμ και 4. Αψίδα Αδριανού, Γέρασα [από εδώ], 6. Ένα Σημείο για τους Χριστιανούς Ιερωμένους που σκοτώθηκαν από τις Χριστιανικές ΗΠΑ.

Δημοσίευση και στο mic.gr/Βιβλιοπανδοχείο αρ. 252, με τίτλο God in three persons, φυσικά από τον αξέχαστο δίσκο των Residents,  εδώ.

Enzo Traverso – Η ιστορία ως πεδίο μάχης. Ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ού αιώνα

Πώς γράφεται η Ιστορία στο πέρασμα του αιώνα; Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, από το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ (1975) μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 2001 υπήρξε καθοριστικό για μια ολοκληρωτική αλλαγή οπτικής. Λέξεις όπως επανάσταση και κομμουνισμός πήραν διαφορετική σημασία στον χώρο της κουλτούρας, των νοοτροπιών και του συλλογικού φαντασιακού: αντί να ορίζουν προσδοκία και δράση για χειραφέτηση ανακαλούν στο εξής ένα ολοκληρωτικό σύμπαν. Αντίθετα, λέξεις όπως αγορά, επιχείρηση, καπιταλισμός ή ατομικισμός έκαναν την αντίστροφη διαδρομή: δεν χαρακτηρίζουν πια ένα σύμπαν αλλοτρίωσης αλλά τα «φυσικά» θεμέλια των μεταολοκληρωτικών φιλελεύθερων κοινωνιών. Η δεκαετία του 1980 στάθηκε το όχημα αυτής της ανατροπής. Στον δυτικό κόσμο η συντηρητική επανάσταση των Ρέιγκαν και Θάτσερ άνοιξε τον δρόμο· στην Γαλλία ο μιτερανισμός οδήγησε στον πολιτικό κομφορμισμό και την ανακάλυψη των αρετών του καπιταλισμού· στην Ιταλία η ήττα των εργατικών απεργιών δημιούργησε συνθήκες παλινόρθωσης που οδήγησαν στον μπερλουσκονισμό· στην Λατινική Αμερική η δημοκρατία επέστρεφε διατηρώντας το οικονομικό μοντέλο που είχαν δημιουργήσει οι δικτατορίες.

Η τομή του 1989 άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε και γράφουμε την ιστορία του 20ού αιώνα. Πρώτα απ’ όλα, η εξαφάνιση του διπολισμού ευνόησε την γέννηση μιας πλανητικής ιστορίας. Στην θέση των προηγούμενων προσεγγίσεων που περιόριζαν ολόκληρες ηπείρους σε «σφαίρες επιρροής», στερημένης από δική τους ιστορία, ο κόσμος μπόρεσε να θεωρηθεί με νέες προοπτικές. Το να γράψεις πλέον μια πλανητική ιστορία του προηγούμενου αιώνα δεν σημαίνει μόνο να αποδώσεις μεγαλύτερη σπουδαιότητα στον εξωευρωπαϊκό κόσμο αλλά κυρίως να αλλάξεις προοπτική, να πολλαπλασιάσεις και να διασταυρώσεις τα σημεία παρατήρησης. Το παρελθόν εξετάζεται ως ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων, ανταλλαγών και πολιτισμικών μεταφορών που δομούν τα διάφορα μέρη του κόσμου σε ένα σύνολο δικτύων. Η ιστορία αυτή μελετά τον ρόλο που παίζουν οι μεταναστεύσεις, οι διασπορές και οι εξορίες τόσο στην επεξεργασία των ιδεών ή την επινόηση νέων πολιτισμικών πρακτικών. Ο τερματισμός του ψυχρού πολέμου απομάκρυνε την ιστορία από τις ντετερμινιστικές αιτιότητες και αποκατέστησε το συμβάν, με την αυτονομία του και την βαρύτητά του.

Για άλλη μια φορά ο Τραβέρσο γράφει ένα συναρπαστικό βιβλίο, που αποτελείται από μια σειρά αυτόνομων αλλά και απόλυτα συνδεδεμένων (ως μέρη ενός συνόλου) κειμένων, που δημοσιεύτηκαν στους γνωστούς ιστοριογραφικούς «τόπους» (επιστημονικά και άλλα περιοδικά, συλλογικούς τόμους, ειδικότερα βιβλία κ.ά.). Το ένα κεφάλαιο είναι πιο ενδιαφέρον από το άλλο: Ο 20ός αιώνας κατά Έρικ Χόμπσμπαουμ, Οι επαναστάσεις του 1789 και του 1917 μετά το 1989 (με επίκεντρο τους Φρανσουά Φυρέ και Άρνο Τζ. Μάγερ), η ιστοριογραφία του φασιμού με επίκεντρο τις διαφορετικές απόψεις των Τζορτζ Λ. Μος, Ζέεβ Στέρνχελ και Εμίλιο Τζεντίλε, μια περί ναζισμού συνομιλία των Μάρτιν Μπρόστσατ και Σαούλ Φριντλέντερ, η σύγκριση μεταξύ των γενοκτονιών, πρότυπο των οποίων αποτελεί πλέον η (Εβραϊκή) Σοά, η συνεισφορά των Μισέλ Φουκό και Τζόρτζο Αγκάμπεν στην ανάλυση των σύγχρονων βιαιοτήτων, η σχέση ανάμεσα στην μνήμη και την ιστορία (ένας μόνιμος προβληματισμός του συγγραφέα).

Το κείμενο που διάβασα και ξαναδιάβασα ήταν εκείνο που συνδέει την εξορία με την βία και επιχειρεί να συντάξει μια ερμηνευτική της απόστασης. Η μετανάστευση, η διασπορά και η εξορία άφησαν βαθιά ίχνη στην διανόηση του 20ού αιώνα. Όλες αυτές οι εμπειρίες εκτόπισης στάθηκαν εξαιρετικές πηγές πνευματικής παραγωγής. Έπλεξαν δεσμούς ανάμεσα σε γλώσσες και λογοτεχνίες, δίνοντάς τους κοσμοπολίτικα και υπερεθνικά χαρακτηριστικά. Ευαίσθητοι σεισμογράφοι των συγκρούσεων και των αντιφάσεων, χάρη στην αστάθεια και την αβεβαιότητα της θέσης του «αουτσάιντερ» οι εξόριστοι διανοούμενοι υπήρξαν οι πρώτοι αναλυτές, και πιθανώς οι πιο οξυδερκείς, της «εποχής των άκρων». Σαν μέλη μιας στιγματισμένης μειονότητας, που αποτελούνταν από διωκόμενους και αποκλεισμένους, ήταν περισσότερο αποκλεισμένοι στις αλλαγές του πολιτικού κλίματος και γίνονταν στόχοι της ξενοφοβίας και της πολιτικής καταστολής, αλλά η ίδια η ξενότητά τους αποτελούσε ένα προνομιακό παρατηρητήριο των κατακλυσμών που συγκλόνιζαν τον κόσμο. Πώς μπορεί λοιπόν μια ιστορία κριτικής σκέψης να αγνοήσει την συνεισφορά τους; Ο Τραβέρσο τους αφιερώνει το έβδομο και ίσως πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου του.

Η πρώτη αναφορά γίνεται, και δικαίως, στον Κάρλο Γκίντζμπουργκ που ανέλυσε τις πολλαπλές συνέπειες της απόστασης, η οποία μπορεί να αναδείξει την πραγματικότητα κάτω από ένα άλλο πρίσμα, να αλλάξει την προοπτική και να υπογραμμίσει ή να εξουδετερώσει την ενσυναίσθηση και τον  κριτικό βλέμμα των παρατηρητών. Ο συγγραφέας παρουσιάζει περιπτώσεις όπου η ιταλική, γερμανική και ισπανική ιστοριογραφία (των τριών δηλαδή χωρών που γνώρισαν τον φασισμό άρα και χιλιάδες εξόριστους) θεωρείται συνειδητή συνεισφορά στον αντιφασιστικό αγώνα.

Ερευνώντας την σχέση της εξορίας με την βία, παρατηρείται το εξής παράδοξο: τα γεγονότα που σήμερα θεωρούμε εμβληματικά της βίας του 20ού αιώνα, όταν συνέβαιναν αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία, αγνοήθηκαν ή θεωρήθηκαν κοινότοπα. Οι ιστορικές τομές των Γκουλάγκ, του Άουσβιτς και της Χιροσίμα καταγράφηκαν από την κριτική σκέψη με μεγάλη καθυστέρηση. Οι μαρτυρίες του Βικτόρ Σερζ και του Γκούσταβ Χέρλινγκ για τα Γκουλάγκ έγιναν δεκτές με αδιαφορία. Ο δυτικός κόσμος άργησε να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα των σοβιετικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Για δεκαετίες οι εκτοπισμένοι στη Σιβηρία παρέμεναν άγνωστοι και ανύπαρκτοι. Ο δυτικός τύπος που σίγουρα δεν συμπαθούσε το σοβιετικό καθεστώς, σχολίαζε την κολλεκτιβοποίηση της γης χωρίς να αναφέρει τα εκατομμύρια των νεκρών που την είχα συνοδέψει. Η αντίληψη ότι ο σταλινισμός ήταν ένα εγκληματικό σύστημα κυριαρχίας, θεμελιωμένο πάνω στη βία σε μαζική κλίμακα, ήταν σαφώς πιο ύστερη και χρονολογείται ίσως στις αρχές της δεκαετίας του 1970 όταν δημοσιεύτηκε Το αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν.

Τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για χρόνια συμβολίζονταν από το Μπούχενβαλντ, ένα από τα βασικότερα κέντρα για πολιτικούς κρατουμένους, ενώ τα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Ο ίδιος ο Σαρτρ ανέλυε τον αντισημιτισμό σα να μην είχε υπάρξει γενοκτονία. Ο ναζισμός έμοιαζε με παρένθεση, μια ασθένεια από την οποία η μεταπολεμική Ευρώπη θεραπευόταν. Η περιοριστική εικόνα του φασισμού σαν ηθικής αρρώστιας της Ευρώπης αναδύεται από τα γραπτά του Τόμας Μαν και των φιλοσόφων Καρλ Γιάσπερς και Μπενεντέντο Κρότσε. Όσον αφορά την Χιροσίμα, ο δυτικός τύπος χαιρετούσε το ατομικό μανιτάρι σαν «επιστημονική επανάσταση», σαν τον θρίαμβο της φυσικής που έδινε τέλος στον πόλεμο. Όσοι έγραφαν για την απανθρωπιά της εξουσίας και την επιστημονική οργάνωση του μαζικού θανάτου αντιμετωπίζονταν ως μίζεροι. Οι πρώτες εκδόσεις των Πρίμο Λέβι και Γκούσταβ Χέρλινγκ έγιναν δεκτές με αδιαφορία και οι επιζώντες βρίσκονταν κυκλωμένοι από διακριτική σιωπή. Το ίδιο και τα θύματα της ατομικής ακτινοβολίας, θεωρούνταν ζωντανή μαρτυρία ενός ενοχλητικού παρελθόντος, που οι πάντες ήθελαν να ξεχάσουν. Όσοι αναγνώρισαν αυτές τις τομές, όπως η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν χαρακτηρίστηκαν δημόσια ψεύτες.

Τα κείμενα του Βικτόρ Σερζ, που κατήγγειλε τον σταλινισμό ως ολοκληρωτικό κράτος, μεθυσμένο από την εξουσία, για το οποίο ο άνθρωπος δεν έχει καμία σημασία, δημοσιεύονταν σε μικρά ελευθεριακά περιοδικά ή καθόλου, καθώς ήταν αγνοημένος τόσο από την αριστερά, που τον θεωρούσε αιρετικό ή προδότη, όσο και από την συντηρητική διανόηση. Σε ένα μικρό εβραιοαμερικανικό περιοδικό η Χάνα Άρεντ περιέγραφε τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, τις διοικητικές σφαγές στο όνομα ενός σχεδίου φυλετικής καθαρότητας σαν κάτι που ξεπερνούσε τις κατηγορίες της σκέψης και της πολιτικής δράσης, ενώ λίγο αργότερα χαρακτήριζε τα «εργοστάσια θανάτου» σαν την «θεμελιακή εμπειρία της εποχής μας». Οι Τέοντορ Β. Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ, δημοσίευσαν την Διαλεκτική του Διαφωτισμού, που αναγνωρίζεται σήμερα σαν ένα από τα κλασικά έργα φιλοσοφίας του 20ού αιώνα,  σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο γερμανών εμιγκρέδων, και έμεινε στην αφάνεια για σχεδόν είκοσι χρόνια. Εκεί το Άουσβιτς παρουσιάζεται σαν μεταφορά της βίας που γέννησε ο νεότερος πολιτισμός. Ο Γκύντερ Άντερς συνέλαβε την απόλυτη καινοτομία της ατομικής βόμβας ως σύμπτωμα μιας τρομακτικής ανθρωπολογικής μετάλλαξης: της έλευση της τεχνικής πάνω στους ανθρώπου, εκθρονισμένους στο εξής από την θέση των ιστορικών υποκειμένων. Και άλλοι εμιγκρέδες διανοούμενοι όπως ο Ζαν Αμερί, ο Πάουλ Τσέλαν, ο Άρθουρ Κέσλερ, ο Μανές Σπέρμπερ, έδωσαν γραπτά με εξίσου βαθιές και διορατικές ιδέες και αναλύσεις.

Κι εδώ έρχεται η κρίσιμη ερώτηση του Τραβέρσο: μπορούμε λοιπόν να διατυπώσουμε την υπόθεση μιας ερμηνευτικής της απόστασης, ενός επιστημολογικού προνομίου της εξορίας; Στο υποκεφάλαιο Η εξορία σαν παρατηρητήριο η απάντηση είναι σαφής. Η εξορία αποτελεί το θεμέλιο ενός γνωσιακού μοντέλου που συνίσταται στην παρατήρηση της ιστορίας και στην διερεύνηση του παρόντος από την σκοπιά των νικημένων και αποτελεί, συνεπώς, προϋπόθεση μιας γνώσης διαφορετικής από εκείνη που προκύπτει από τις κυρίαρχες ή επίσημες εκδοχές. Η ζωή του διανοούμενου στην εξορία σημαδεύεται από την οδύνη, από ένα βαθύ τραύμα που τον αποκόβει από την γλώσσα του, τους αναγνώστες του, το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον του, το επάγγελμά του, από έναν οικείο τόπο που στηρίζεται ένας τρόπος σκέψης.

Τα παραδείγματα των προαναφερθέντων δείχνουν ότι η βαθύτητα της ματιάς τους και του στοχασμού τους είναι η άλλη πλευρά της δημόσιας αφάνειάς τους. Ελάχιστοι είχαν την όρεξη να τους ακούσουν τις περιγραφές και τις ερμηνείες τους για την ανεπίτρεπτη ρήξη της ιστορίας. Μια ήπειρος απασχολημένη να επουλώνει τις πληγές της δεν ήθελε ν’ ακούει ότι μια Ευρώπη χωρίς Εβραίους ήταν ακρωτηριασμένη, ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν τάφος των ελπίδων για χειραφέτηση εκατομμυρίων ανθρώπων, ότι η ατομική βόμβα αποτελούσε αμετάκλητη απειλή. Το τέλος του πολέμου βρήκε τους εξόριστους να συνειδητοποιούν οδυνηρά και αμετάκλητα ότι δεν είχαν πια πατρίδα. Κι έτσι απάτριδες, έβλεπαν τα τραγικά γεγονότα όχι μόνο ως εθνικές τραγωδίες αλλά σαν πληγές του ανθρώπου που άλλαζαν την εικόνα του ανθρώπου· ξέφευγαν από τα εθνικά στερεότυπα και αντιδρούσαν σαν πολίτες του κόσμου.

Ένα υπόδειγμα στοχαστικής γραφής πάνω στην ιστορία και την ιστοριογραφία, γραμμένο με τον εξαιρετικό, λεκτικά πλούσιο λόγο του Τραβέρσο, του οποίου ένα άλλο βιβλίο, το Αριστερή μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (από τον 19ο στον 21ο αιώνα) παρουσιάσαμε στις Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής εδώ, με αναδημοσίευση στο Πανδοχείο εδώ.

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, 351 σελ. Περιλαμβάνεται εννιασέλιδο ευρετήριο ονομάτων.

Στις εικόνες: Pionerkalender 1976 (τυπική κομμουνιστική εικονογραφία), Niels Ackermann (Looking for Lenin series), Gustaw Herling, Gulag [by linalightning], Hannah Arendt, Max Horkheimer, Guenther Anders, Δίκη Ναζιστών.