Μαρία Γιαγιάννου – Οικογένεια δωματίου

Τα δωμάτια που μοιραζόμαστε 

Άδειο σπίτι, σκοτεινό, άρα μαύρο – η πόρτα ανοίγει και εισβάλλουν του κόσμου τα χρώματα. Μια οικογένεια μπαίνει με αμηχανία αλλά και αδημονία. Δυο γονείς κι ένα κορίτσι, δυο αγόρια και μια γιαγιά με ένα καλαθάκι, από το οποίο σύντομα θα ξεμυτίσει μια μαύρη γάτα, η Σουμάδα. Αμέσως μπαίνουμε στη θέση τους, ειδικά όλοι εμείς που έχουμε ζήσει μετακομίσεις και μετακομίσεις και ξέρουμε καλά ότι η είσοδος σε κάθε νέο σπίτι σβήνει κάθε εξάντληση και αρχίζει η χαρά της τακτοποίησης. Πώς όμως αυτή η οικογένεια να απολαύσει την διαδικασία όταν οι βαλίτσες και οι κούτες θα φτάσουν την επόμενη ημέρα; Μπορεί κανείς να τη βγάλει σ’ ένα δωμάτιο άδειο, χωρίς αντικείμενα – και ειδικά μπορούν τα παιδιά να περάσουν την ώρα τους χωρίς βιβλία, παιχνίδια και οθόνες; Η πρώτη αμηχανία θα γεμίσει με μερικούς ήχους που ακούγονται μέχρι εδώ: το άναμμα του τζακιού (πάλι καλά που υπάρχει, μ’ ένα χαλί μπροστά του), το βράσιμο του χαμομηλιού, το ψήσιμο του ποπ κορν. Η μικρή τριάδα θα επιδοθεί στις γνωστές σωματικές ασκήσεις: τούμπες και κωλοτούμπες, κατακόρυφα και χορευτικά. Για πόσο όμως, και μάλιστα χωρίς μουσική; Δεν υπάρχει κανένα υλικό αγαθό, κι όταν δεν έχουμε πράγματα δεν έχουμε τίποτα!

Τίποτα; Μα έχουμε πάντα τον λόγο και το νου, τις λέξεις και τις σκέψεις. Και όταν αυτά αναμειχθούν με την φαντασία, που εμείς οι μεγάλοι μπορούμε να ενεργοποιήσουμε στο μέγιστο βαθμό, τα δε παιδιά στον υπερμέγιστο, τότε συμβαίνει το αδιανόητο, το θεαματικό, το φαντασμαγορικό: το σπίτι γεμίζει, αλλά όχι με τον συνήθη τρόπο παρά με τον δικό μας, τον εντελώς προσωπικό του καθενός. Αρχίζει λοιπόν το παιχνίδι από την μητέρα: με ποιο τρόπο θα γεμίζατε τα δωμάτια; Η μικρή Λήδα προτείνει μπαλόνια αλλά όχι όποια κι όποια: θα είναι μπαλόνια που θα σε παίρνουν ψηλά, θα σε βολτάρουν σε όλες τις γωνιές, κάποτε θα μεταμορφώνονται σε ιπτάμενα ζωάκια. Ο μικρός Ιάσωνας προκρίνει το υγρό στοιχείο και τι στοιχείο! Μια θάλασσα ρευστής σοκολάτας όπου μέσα της κυκλοφορούν γευστικά φρούτα, συνεπώς πρόσφορη σε πειρατές που θα την ρουφούν με το καλαμάκι και θα ψαρεύουν μάνγκο, φράουλες και μπανάνες.

Η κάπως αναποφάσιστη μαμά προτείνει ένα κατακλυσμό από καναρίνια, για μέγιστη μουσική χορωδία, αλλά σκεφτόμενη πάντα και τους άλλους υπαναχωρεί, καθώς μάλλον οι υπόλοιποι θα αναζητήσουν στα άλλα δωμάτια λίγη ησυχία. Ο μπαμπάς μού θυμίζει ένα προσωπικό παιδικό φαντασίωμα διαρκείας δεκαετιών: το ταβάνι ως δάπεδο, το δάπεδο ως ταβάνι, κοινώς όλα ανάποδα κι εμείς φυσικά ελεύθερα ανεβοκατεβαίνουμε τους τοίχους. Ο πρώτος μικρός κύριος, ο Κίμωνας, συλλαμβάνει ένα δωμάτιο γεμάτο μακαρόνια, αλλά δεν μένει στην γαστριμαργική του ιδιότητα παρά επεκτείνεται και στην πολεοδομική: εκλεκτές γεύσεις σχεδιάζουν μια ολόκληρη πόλη, όπου οι πλατείες θα είναι πίτσες, οι λεωφόροι ταλιατέλες και οι ουρανοξύστες μπουκάλια με βυσσινάδα. Και πώς μπορεί να λείπουν τα πανταχού παρόντα στην παιδική ιστοριογραφία τερατάκια;

Ο δεύτερος μικρός κύριος, ο Ιάσωνας δεν επιλέγει απλώς πολλούς ανάλογους συγκατοίκους αλλά και μια ιδιαίτερη συνομοταξία, την οποία και υπόσχεται να ζωγραφίσει σε εύθετο χρόνο. Η γιαγιά θα αρκούνταν σ’ ένα άδειο δωμάτιο εντελώς γεμάτο. Μπορείτε να φανταστείτε πως θα το κατάφερνε; Κι αν νομίζει κανείς πως η γάτα η Σουμάδα (και οποιαδήποτε γάτα, το υπογράφω) δεν αντιλαμβάνεται τις δικές μας συνομιλίες κάνει λάθος· τα επακόλουθα νιαουρίσματά της εκφράζουν τις δικές της επιθυμίες και μεταφράζονται εδώ στα ανθρώπινα.

Το βιβλίο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, οι αποσκευές να καταφτάσουν και όλοι να έχουν χαρεί που τελικά η ώρα πέρασε ξέχειλη με ιδέες και φαντασία. Αμ δε! Το παιχνίδι των ιδεών είναι ατελεύτητο: ας πούμε, λοιπόν, ότι τα φτιάχνουμε όλα αυτά τα δωμάτια – πού θα τα βάζουμε; Βροχή οι νέες προτάσεις και η επαρκής αιτιολόγησή τους: σε πλοίο που ταξιδεύει, σε ουρανοξύστη που ξύνει το φεγγάρι, στο μουσείο της ανθρώπινης φαντασίας, στις τσέπες ενός γίγαντα, στα ξενοδοχεία που δέχονται φίλους και ορθώς θα μετονομάζονται σε φιλοδοχεία, στο ράφι μιας βιβλιοθήκης;

Και, τελικά, η μαμά τι έχει να προτείνει; Αρχικά την διακόπτουν, μετά η ίδια διακόπτει τον εαυτό της χωρίς όμως να παύει να ονειρεύεται ένα δικό της δωμάτιο (κι εδώ όποιος αντιλαμβάνεται την πάσα, μπορεί να τολμήσει μια πρώτη αναφορά σε μια σημαντική συγγραφέα που κατοχύρωσε οριστικά τη φράση) και στο τέλος προτείνει το πλέον αναπάντεχο μα τελικά τόσο αυτονόητο: κάτι που τα περιλαμβάνει όλα με τον πιο απλό και αγαπησιάρικο τρόπο. Ποιος μπορεί να μαντέψει;

Τι να πει κανείς για τις πτυχές ενός τέτοιου βιβλίου; Καταρχήν το ίδιο το θέμα της προσωπικής κατασκευής ενός κατά πλήρη προσωπική βούληση δωματίου προκαλεί ερεθιστική συζήτηση για μεγάλους, μεσαίους και μικρούς και δεν εξαντλείται ποτέ. Η σύλληψη, έπειτα, των διαφόρων προτάσεων ανοίγει τόσο πολύ την βεντάλια της φαντασίας και των χρωμάτων που αισθάνεται κανείς πως η ποικιλία των απαντήσεων θα ήταν ατελείωτη. Ύστερα η ζεστή και ισότιμη συνομιλία μέσα στην οικογένεια κάνει θαύματα κι ένα από αυτά είναι η πλούσια γέμιση του κοινού χρόνου. Αλλά σκέφτομαι και κάτι άλλο: πόσο σπάνια βάζουμε την δική μας προσωπικότητα σ’ ένα δωμάτιο και πόσο συχνά υπερτερούν άλλοι κανόνες; Κι αν ορισμένες ιδέες μοιάζουν απραγματοποίητες, υπάρχουν πολλαπλάσιες που μπορούν πράγματι να καταστήσουν έναν χώρο εμφανέστατα δικό μας!

Η εικονογράφηση της Ίριδος Σαμαρτζή είναι γεμάτη χρώματα, φιγούρες ιδιαίτερης πένας και ζωγραφισμένες φωταψίες, και σχεδόν δεν αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάθε δισέλιδο δείχνει ακριβώς το ίδιο σημείο από την ίδια οπτική γωνία, μα και τόσο διαφορετικό, έτσι όπως έχει διπλά βουτηχτεί στην παλέτα της και στην παιδική φαντασία.

Κατά τα άλλα, οι προτάσεις για την πλήρωση των δωματίων του δικού μας σπιτιού από τις δεσποινίδες μου, που θεωρούν εαυτές επίλεκτες συγγενείς της Οικογένειας  Δωματίου, περιλαμβάνουν: κούνιες που κρέμονται από το ταβάνι, τσουλήθρες στη γωνία, ένα δέντρο για σκαρφάλωμα, μια μικρή λίμνη με νούφαρα, ένα τούνελ προς τα άλλα δωμάτια, κουκέτες για μονόκερους, μια ξύλινη σκάλα που θα οδηγεί σε κρυψώνα στο ταβάνι, ειδική βρύση για σοκολατένιο γάλα αμυγδάλου, ντουλάπι ελεύθερης πρόσβασης με λιχουδιές αλλά και μια πρόταση αλλαγής: να φύγουν τα βιβλία των «μεγάλων» και να μείνουν μόνο τα δικά τους! Αυτό το τελευταίο, μετά τις διαρκώς συνεχιζόμενες αναγνώσεις, έρχεται διαρκώς στο προσκήνιο και πλέον το απαιτούν επιτακτικά. Μας κάψατε κυρία Γιαγιάννου!

Εκδ. Ψυχογιός, 2023, σ. 47. Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Η συγγραφέας κάποτε στο Αίθριο του Πανδοχείου, εδώ.

Suzanne Lang – Τέλεια μέρα για νεύρα

Συναισθήματα ελεύθερα, θυμός αποδεκτός!

Ο έξοχα σχεδιασμένος νευριασμένος χιμπατζής του εξωφύλλου αποτελεί πλέον μέλος της οικογένειας. Στις εύθυμες στιγμές μας γίνεται μάσκα, μασκότ και μασκαράς αλλά σε όλες τις υπόλοιπες αποτελεί ένα απολύτως κατανοητό ζωάκι που το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη γιατί έχει διάφορα να μας μάθει. Γιατί εδώ ο Τζιμ με το όνομα, δεν έρχεται μόνο να μας προτείνει τι γίνεται όταν είμαστε εμείς εκνευρισμένοι και πώς να διαχειριστούμε τον θυμό μας αλλά και τι να κάνουμε όταν οι άλλοι βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση.

Ας πούμε, λοιπόν, πως ξυπνάμε ένα πρωί και ο καιρός είναι μια χαρά αλλά εμείς όχι. Δεν γνωρίζουμε το πώς και το γιατί, το μόνο για το οποίο είμαστε σίγουροι είναι ότι έχουμε νεύρα και τίποτα δεν μας αρέσει. Οι μπανάνες είναι πολύ γλυκές, ο ήλιος πολύ φωτεινός, η θάλασσα περισσότερο μπλε απ’ όσο πρέπει. Ο γορίλλας Νόρμαν, καλός του φίλος και γείτονας στο από πάνω κλαδί, αναλαμβάνει να τον ηρεμήσει ή έστω να συζητήσουν να δει τι γίνεται. Αδυνατεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν μια τόσο έκτακτη μέρα να μην κάνει κάποιον χαρούμενο. To ίδιο επιχειρούν με την σειρά τους όλοι οι σύμβιοι της ζούγκλας: το μαραμπού, ο λεμούριος, το φίδι, τα πουλιά. Το καθένα έχει και την δική του πρόταση – προτροπή: μη σουφρώνεις τα φρύδια, μην είσαι κατσούφης, ίσιωσε την πλάτη σου, δοκίμασε να τραγουδήσεις, έλα να κάνουμε κούνια.

Οι προθέσεις τους είναι καλές, οι προτάσεις τους ποικίλες: οι ζέβρες του προτείνουν να κυλιστούν μαζί στο χώμα, το λιοντάρι να ξαπλώσει, τα παγώνια να βολτάρουν όλοι μαζί καμαρωτά, ο ελέφαντας να χτυπήσει τα πόδια του δυνατά στο έδαφος, ο ιπποπόταμος να κάνει ένα μπάνιο, η βίδρα να πλατσουρίσουν, η ύαινα να γελάσουν δυνατά, ο κροκόδειλος να πάρει ένα υπνάκο, η αρκούδα να δοκιμάσει λίγο μέλι, ο βάτραχος να χοροπηδήσουν, ο σκαντζόχοιρος να χορέψουν. Και όλοι επιμένουν πως έχει νεύρα, άρα πρέπει να τα ηρεμήσει. Ο Τζιμ τους κοιτάζει έκπληκτος, απορημένος – τι κάνει λάθος;

Μήπως όμως άθελά τους γίνονται πιεστικοί; Πόσες προτάσεις μπορεί να αντέξει κανείς; Γίνεται τα νεύρα να φύγουν από την μια στιγμή στην άλλη; Γιατί συνεχίζουν να του υποδεικνύουν πώς να νοιώσει και πώς να φερθεί; Είμαστε όλοι υποχρεωμένοι όταν έχει καλό καιρό να χαμογελάμε; Ο Τζιμ δεν αντέχει άλλο την επιμονή των φίλων του και αρχίζει να βράζει. Καπνοί βγαίνουν από το κεφαλάκι του, η έκφρασή του τα λέει όλα, το κόκκινο χρώμα του θυμού γίνεται το απόλυτο φόντο του, το ξέσπασμά του είναι εκρηκτικό. Φτάνει στο απροχώρητο και … προχωρά να φύγει, να μείνει μόνος του, αφήνοντας τα ζώα έκπληκτα. Θα αναζητήσει μόνος του την εκτόνωση των νεύρων και την ηρεμία, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποδεχτεί ότι πράγματι έχει νεύρα.

Όμως, μήπως αυτό έπρεπε να έχει γίνει από την αρχή; Αυτό είναι που έχει σημασία, η αναγνώριση και η αποδοχή ενός συναισθήματός και όχι η κατάπνιξή του. Κάθε συναίσθημα πρέπει να κάνει τον κύκλο του και να ολοκληρωθεί, όχι να διακοπεί. Οι φίλοι του ήταν όλοι καλοπροαίρετοι και η έγνοιά τους ήταν πραγματική συγκινητική. Δεν τον αγνόησαν, μόνο θέλησαν να τον «βοηθήσουν» και μάλιστα με πολλές ιδεών γεμάτες με διασκέδαση, χαλάρωση, συμμετοχή. Αλλά δεν γνώριζαν ότι δεν μπορείς να εκβιάσεις ένα χαμόγελο, να επιβάλεις ένα παιχνίδι, να ορίσεις μια χαρούμενη έκφραση. Όλα αυτά είναι πολύτιμα, αλλά πάνω απ’ όλα τα νεύρα και όλα τα συναισθήματα δεν πρέπει να καταπιεστούν και να θαφτούν, μόνο να γίνουν δεκτά και να ξεθυμάνουν.

Όπως, λοιπόν, υπάρχουν ημέρες γεμάτες χαρά, ευφορία ή υπερηφάνεια, θα υπάρχουν και μέρες με λύπη, φόβο ή … νεύρα! Και τότε, θα έχουμε κάθε δικαίωμα να τα καλωσορίζουμε, να τα γνωρίζουμε, να τα αφήνουμε να ξεσπάσουν, προστατεύοντας φυσικά πάντα τον εαυτό μας και τους άλλους, να ζητάμε να αποσυρθούμε και να μείνουμε λίγο μόνοι μας και να μην υποχρεωνόμαστε να τα ξεχάσουμε και να τα διώξουμε άμεσα. Τότε τα νεύρα θα πάρουν τον χρόνο τους και αργά ή γρήγορα θα καταλαγιάσουν. Όσο για τους φίλους μας, θα τους εξηγήσουμε και θα μας καταλάβουν, όπως εδώ ο Νόρμαν, ο καλός φίλος του Τζιμ, που τελικά έχει κι αυτός ένα δυσάρεστο συναίσθημα εξαιτίας ενός ατυχήματος, όταν χόρεψε με τον σκαντζόχοιρο. Οι δυο φίλοι τώρα μπορούν να καθίσουν δίπλα δίπλα, να καταλάβουν ο ένας τον άλλο, να σιωπήσουν. Γιατί, τελικά, η εκτόνωση ενός «αρνητικού» συναισθήματος, μπορεί να γίνει με παρέα, εφόσον συμφωνούν και οι δυο!

Ο εικονογράφος Max Lang σχεδιάζει κωμικές ζωικές μορφές, επιλέγοντας γήινα χρώματα, και καταφέρνει να δώσει πολύτιμη ελαφρότητα σε μια ιστορία που δεν έχει χαμόγελα αλλά, χάρη και στην πένα του, οδηγεί σε αυτά.

Εικονογράφηση Max Lang. Εκδ. Παπαδόπουλος, 2020, σελ. 40, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης [Grumpy Monkey, 2018]

Ηλικίες: 3+ αλλά και πάλι η δίχρονη αναγνώστρια του Πανδοχείου λατρεύει (και μιμείται) τον Τζιμ.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.