Βαγγέλης Χατζηβασιλείου – Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017

Κανονικά και μόνο η κυκλοφορία ενός τόμου με το συγκεκριμένο θέμα και αυτή την υπογραφή θα αρκούσε για να μιλάμε όχι μόνο για μια πολύτιμη, και μάλλον αναπάντεχη έκδοση αλλά και για ένα σπάνιο έργο που αποτελεί ταυτόχρονα ιστορία, γραμματολογία, κριτική και ερμηνεία της αχανούς εγχώριας πεζογραφικής παραγωγής των τελευταίων σαράντα πέντε χρόνων, και όχι μόνο, εφόσον ο διάλογος με τα προγενέστερα έργα των ίδιων συγγραφέων είναι συνεχής. Αξίζει όμως να γράψουμε ελάχιστα λόγια πέρα από την αυτονόητη αξία του ενιακοσασέλιδου βιβλίου.

Για εμάς που τον διαβάζουμε εδώ και δεκαετίες, ο κριτικός λόγος Χατζηβασιλείου, εκτός των δεδομένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν κάθε άξιο κριτικό λόγο, έχει τρία πρόσθετα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από πλείστους ομότεχνους: είναι εύληπτος και προσιτός στην (ωραία) ανάγνωση, δεν απαξιοί να αναφερθεί με σαφήνεια στην πλοκή κάθε βιβλίου και, τέλος, μπορεί να εστιάσει τον μεγεθυντικό φακό του στο έργο και την ίδια στιγμή να αποστασιοποιηθεί ώστε να το δει με τηλεσκόπιο, ως μέρος ενός γενικότερου κοινωνικού και λογοτεχνικού όλου. Αυτά τα στοιχεία απογειώνουν το βιβλίο του, που όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, μπορεί να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί από τον ειδικότερο των ειδικών ως τον πλέον αδαή, με την ίδια απόλαυση.

Σε κάθε κεφάλαιο ο συγγραφέας προτάσσει, όπου κρίνει ότι χρειάζεται, απαραίτητα εισαγωγικά δοκίμια, ενώ στο τέλος ανακεφαλαιώνει σε ανάλογο κείμενο τα συμπεράσματά του. Όσον αφορά τα θεωρητικά του εργαλεία, φροντίζει να συμπυκνώσει σε λίγες σελίδες ή παραγράφους τα βασικά στοιχεία, χρησιμοποιώντας εκτενέστατη βιβλιογραφία, την οποία, παρεμπιπτόντως, συμπεριλαμβάνει μόνο στις εκάστοτε υποσημειώσεις και όχι σε ειδικό παράρτημα στο τέλος, όπως πιθανώς θα επέλεγαν άλλοι περισσότερο της επίδειξης. Εννοείται πως η μοιρασιά θεματολογίας και μορφής των αναφερόμενων έργων είναι ακριβοδίκαιη, ενώ τα κείμενά του χρωματίζονται από την προσωπική του άποψη.

Η παρακάτω ταχύτατη διέλευση δεν είναι παρά μια ενδεικτική, κλεφτή ματιά σ’ έναν τεράστιο χάρτη μυθοπλασίας. Οι φράσεις με πλάγια γράμματα είναι ακριβώς οι χρησιμότατοι και πρωτότυποι τίτλοι που προτάσσει ο συγγραφέας στα κεφάλαια, τα υποκεφάλαια και τις ειδικότερες ενότητες. Ας σημειωθεί πως αναφέρω ελάχιστους από τους εκατοντάδες περιλαμβανόμενους συγγραφείς και περιορίζομαι μόνο σε θέματα θεματολογίας. Εννοείται, τέλος, πως κάθε αναφορά στους συγγραφείς αφορά συνήθως συγκεκριμένα έργα, που εδώ παραλείπονται· έτσι ο κάθε συγγραφέας μπορεί να εμφανίζεται σε διαφορετικά κεφάλαια ανάλογα με το μυθιστόρημα ή την συλλογή διηγημάτων του.

Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο Το δημόσιο βάρος μιας εποχής κοιτάζει κατευθείαν μέσα στο καμίνι της πολιτικής και της Ιστορίας. Η πολιτική ως κενό νοήματος εκφράζεται με το πολύτροπο και πολυκύμαντο Κιβώτιο (1974) του Άρη Αλεξάνδρου, που παραμένει μέχρι σήμερα ένα βιβλίο – σταθμός· η πολιτική ως λογοτεχνικό βαρίδι κυριαρχεί στην Χαμένη άνοιξη (1976) του Στρατή Τσίρκα, ενώ στο Διπλό βιβλίο (1976) του Δημήτρη Χατζή ό, τι ετοιμαζόταν να γεννηθεί και να ανθήσει στο Τέλος της μικρής μας πόλης τώρα έχει ακινητοποιηθεί και λιμνάσει. Οι ήρωες δεν περιμένουν πια να αλλάξουν και να μεταμορφωθούν· το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αποδεχτούν την κοινή τους μοίρα και την συντριβή από ένα υπερσύστημα που αλέθει τα πάντα, από τις συνειδήσεις και τα όνειρα μέχρι τους φίλους και τους εχθρούς. Η πολιτική ως ηθικός αναστοχασμός χαρακτηρίζει το έργο του Σπύρου Πλασκοβίτη· στο μυθιστόρημά του Η πόλη (1979) το συλλογικό είναι αδύνατο να αποσπαστεί από το ατομικό αλλά και το ατομικό συναντά αναπόφευκτα, κάτω από τις πιο διαφορετικές περιστάσεις το συλλογικό.

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς εμφανίζεται με το ωριμότερο μέχρι τότε βιβλίο του, Αντιποίησις αρχής (1979), με έναν απόλυτα αρνητικό λογοτεχνικό ήρωα, ενώ η Φανταστική περιπέτεια (1985) βάζει στην άκρη τους ματωμένους ογκόλιθους του ιστορικού και πολιτικού παρελθόντος πλησιάζοντας την καθημερινότητα και το παρόν της Μεταπολίτευσης, όπου κι εκεί γρήγορα τα πάντα καταρρέουν. Εδώ ο ήρωας αδυνατεί να δει ότι η επερχόμενη καταστροφή έχει πολύ συγκεκριμένες και χειροπιαστές αιτίες και δεν προέκυψε από το πουθενά· η καταστροφή του δεν είναι μια κατ’ ιδίαν διάλυση αλλά μια απείρως σκοτεινή απεικόνιση της ελληνικής κοινωνίας.

Στο σημαδιακό βιβλίο του Αντρέα Φραγκιά Το πλήθος (1985, 1986) σ’ έναν αδιευκρίνιστο ως προς την οποιαδήποτε λεπτομέρεια χωροχρόνο δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές αλλά επιμέρους σύνολα, ένας διασκορπισμένος και ταυτόχρονα περιχαρακωμένος πληθυσμός. Κανείς μέσα στην πολιτεία του Πλήθους δεν μετράει ως μονάδα. Το άτομο συντρίβεται εκ των προτέρων μπροστά σε μια εξουσία που έχει ως στόχο την καταστροφή οποιασδήποτε πνευματικής ή υλικής οντότητας που ξεχωρίζει. Η πολιτική ως άκρατη και απροκάλυπτη βία αποτελεί απαραγνώριστο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Νίκου Κάσδαγλη, όπου αναδεικνύεται η πολιτική και κοινωνική παθολογία τόσο του παρόντος όσο και του παρελθόντος και η κατάδειξη των αόρατων μηχανισμών της εξουσίας και της ακαριαίας δράσης τους. Οι πεζογράφοι του μυθιστορήματος της πολιτικής εξορίας (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Άλκη Ζέη, Μιμίκα Κρανάκη) συνδέουν αξεχώριστα τον ξεριζωμό και την εσωτερική τους αποξένωση.

Στο κεφάλαιο Η Ιστορία ως απουσία και ο παραλογισμός της ύπαρξης κυριαρχούν δυο γλωσσικά παλίμψηστοι συγγραφείς: ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης και ο Παντελής Καλλιότσος. Στον πρώτο, ο έρωτας, το κατεξοχήν προσωπικό καταφύγιο, μεταβάλλεται γρήγορα σε ένα νεκρωμένο πάθος, που απλώς επιτείνει την αίσθηση της ανυπαρξίας. Οι διαστροφικοί δεσμοί του έρωτα με την Ιστορία που κυριαρχούν στην Κίτρινη ώρα (1980) αγγίζουν το κορυφαίο τους σημείο στον Ιερό μαστό (1987) ενώ στην Δεκεμβριανή νύχτα του δεύτερου (1979) η Ιστορία συμβολίζει μια ευθύς εξαρχής χαμένη επανάσταση. Υπάρχουν άλλες Γέφυρες και έξοδοι; Ο Τηλέμαχος Αλαβέρας δίνει την απόλυτη προτεραιότητα στον έρωτα, το μοναδικό αντίδοτο για τον θάνατο, ενώ η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ εστιάζει στον δύσκολο και μοναχικό δρόμο της γυναίκας προς την δική της ελευθερία.

Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που παίζουν σχεδόν μόνοι στην την περιοχή της τέχνης τους, για να παραφράσω ελαφρά τον τίτλο μια άλλης υποενότητας. Ο Νάνος Βαλαωρίτης, για παράδειγμα, μέσα από την γλωσσική φαντασμαγορία του απομυθοποιεί οποιαδήποτε ιδεολογία – κοινωνική, πολιτική, ηθική και κυρίως αισθητική – σε ένα πεδίο που μένει μακριά από τα φώτα της πολιτικής και της Ιστορίας. Ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς διαγράφει την τροχιά του έξω από τον ιστορικό χρόνο ή, καλύτερα, έξω από οιονδήποτε χρόνο, ενώ ο Αλέξανδρος Σχινάς φροντίζει να υπενθυμίζει πως έξω από την σκακιέρα δεν υφίσταται κανένας κόσμος.

Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά την μεσολάβηση της μνήμης. Αρκετοί από τους διαδόχους των πρώτων μεταπολεμικών εξακολουθούν να κινούνται στο πεδίο της πολιτικής και της Ιστορίας, με τη διαφορά ότι η Ιστορία παίρνει τώρα μια εντελώς διαφορετική μορφή και ενεργεί ως ένα εντελώς διαφορετικό είδος πηγής για την δουλειά τους. Οι εν λόγω συγγραφείς φροντίζουν να προβάλουν το αναμνηστικό τους υλικό σ’ ένα καυτό παρόν ενώ παρατηρείται και η πορεία προς την ανάδειξη του ατόμου και του προσώπου. Η στρατηγική των ίσων αποστάσεων αφορά κυρίως τον Θανάση Βαλτινό στο έργο του οποίου η μνήμη χωρίζεται σε προσωπική και σε επινοημένη, ενώ τα θαμπά αποτυπώματα ανήκουν στον Χριστόφορο Μηλιώνη, που κρατά τις αποστάσεις του μένοντας πιο μακριά από την ιστορική πραγματικότητα.

Η πεζογραφία του Τόλη Καζαντζή κινείται από την ευφορία του παρελθόντος στον σαρκασμό του παρόντος, καθώς η μνήμη αποβάλλει κάθε ενήλικο βάρος και σταθεροποιείται στο παιδικό βλέμμα. Μαζί με το πέρασμα στη νιότη και στην ενήλικη ζωή επέρχεται και η ενηλικίωση της μνήμης, όχι για να ξαναζήσει τις συγκινήσεις αλλά για να έχει ένα σταθερό και έγκυρο μέτρο σύγκρισης των πραγμάτων. Στην περίπτωση του Βασίλη Βασιλικού ο εαυτός ρίχνει στο συλλογικό τη σκιά του με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο, ενώ στα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου και του Όμηρου Πέλλα κυριαρχεί ο εγωτικός εαυτός ως πολιτική μαρτυρία.

Η ελευθερία του ατόμου κυρίως με την έννοια της απομάκρυνσης από την θηλιά της πολιτικής και της Ιστορίας αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου κεφαλαίου. Πρόκειται για την επίκληση της αυτοβιογραφικής μνήμης ή την μετατόπιση του βλέμματος προς μια καθημερινότητα όπου το άτομο έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τη συμβίωσή του σε έναν διπλό έλεγχο ευθυνών. Ο πόθος για ατομική απελευθέρωση του κοινωνικού περίγυρου χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του έργου του Μένη Κουμανταρέα και του Πέτρου Αμπατζόγλου. Στο αφηγηματικό σύμπαν του Γιώργου Ιωάννου (όπου εστιάζει κυρίως η ενότητα Ένταση και περιορισμοί της υποκειμενικότητας) το ατομικό δημιουργεί από την πρώτη στιγμή τους όρους για την οικοδόμηση μιας άκρατης υποκειμενικότητας που όχι μόνο θεωρεί πλέον αυτονόητη την ελευθερία της αλλά και αγωνίζεται να την βιώσει με όσους όρους διαθέτει ενάντια σε κάθε συλλογικό ντετερμινισμό. Ωστόσο, το ακέραιο της ατομικής υπόστασης μένει εκκρεμές σε έναν κόσμο όπου το άτομο δεν μπορεί να κερδίσει μια επιτέλους ισορροπημένη ταυτότητα.

Το καθημερινό τοπίο χαρακτηρίζει το έργο του Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλου ενώ ακόμα πιο πέρα ο Περικλής Σφυρίδης διοργανώνει ένα σύμπαν καθημερινών αυτοβιογραφικών συμβάντων με την πολιτική και την Ιστορία να έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από το πεδίο του. Συμπληρωματικές εδώ είναι οι τροχιές των Κώστα Ταχτσή, Κώστα Λαχά, Κωστούλας Μητροπούλου και Νανάς Ησαΐα. Ένας ορκισμένος του μοντερνισμού πραγματοποιεί άλλου είδους καλλιτεχνική διαφυγή: η γραφή του Γιώργου Χειμωνά απελευθερώνει από την μία πλευρά το υποκείμενο από το συλλογικό του περιβάλλον τονίζοντας την αναντικατάστατη προτεραιότητα του ατόμου, ενώ από την άλλη σημαίνει τον ενταφιασμό της λογικής συγκρότησής του.

Στο τέταρτο κεφάλαιο οι μεταπολιτευτικοί πεζογράφοι αποχαιρετούν την πολιτική και την Ιστορία και βρίσκονται αντιμέτωποι με το δράμα της δημόσιας πτώσης. Οι νέοι πεζογράφοι στρέφουν την προσοχή τους στο Πολυτεχνείο, στις μνήμες της Κατοχής και του Εμφυλίου και στο νεόκοπο φαινόμενο της τρομοκρατίας αλλά από την άλλη πλευρά κατευθύνονται προς τα κράσπεδα της πολιτικής και της Ιστορίας είτε για να εξισώσουν το ατομικό με το συλλογικό είτε για να μεγεθύνει την παράμετρο του εγώ, είτε, τέλος, για να καταφύγουν σε μια συμβολική σύλληψη του υπερατομικού. Η ταλάντευση ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό εκφράζεται από την Μάρω Δούκα, η αρνητική υπογράμμιση του ατομικού από τον Αλέξη Πανσέληνο, η εκτρωματική του εκδοχή από τον Δημήτρη Νόλλα, ο δρόμος της παραβολής και του συμβολικού από τον Γιώργη Γιατροανωλάκη και η αναζήτηση των εκφραστικών του ορίων από τον Δημήτρη Δημητριάδη. Στο έργο του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή εμφανής είναι η έκπτωση των ιστορικών μεγεθών και ο ρόλος της ανώνυμης καθημερινότητας, ενώ η ίδια αυτή καθημερινότητα για τον Μήτσο Κασόλα έχει ένα επίμονα φαρσικό στοιχείο που μπορεί να εξελιχθεί σε τραγέλαφο.

Ολόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο αφιερώνεται στην επέλαση της παρωδίας. Οι πεζογράφοι που την υιοθετούν έχουν προ οφθαλμών μια ζωντανή και άμεση, εντελώς καθημερινή πραγματικότητα. Ο κόσμος της παρωδίας δεν προσδοκά την διόρθωση της σάτιρας και δεν έχει τίποτε να ελπίζει από την εκτόνωση της κωμωδίας. Πρόκειται για έναν κόσμο που θέλει να αγνοήσει το μέλλον και να προκαλέσει μόνο το παρόν μέσα από τη διακωμώδηση και την ανοχή των πάντων. Η πολιτική και η Ιστορία, ο αγώνας υπέρ του ατόμου αλλά και η πτώση του από το δημόσιο βάθρο αποσύρονται από την περιοχή φιλοτεχνώντας ένα θεαματικά σβησμένο παρελθόν.

Σε αυτή την σκόρπια ζωή της αποπροσωποποίησης και της ιδιώτευσης οι ήρωες του Χρήστου Βακαλόπουλου διακηρύσσουν την απόδραση από την σφαίρα της πολιτικής και της ιδεολογίας, και σε αντίστιξη με το ανυποψίαστο και τη μακαριότητα της παιδικής ηλικίας επιδιώκουν να ελαφρώσουν τα πράγματα. Ο Σάκης Σερέφας κινείται ανάμεσα σε μια υπερεξατομικευμένη και ολοφάνερα διαταραγμένη καθημερινότητα και στο χάος μιας φαντασίας με πλήρη άρνηση αναγνώρισης του πραγματικού. Όταν οι δαίμονες είναι ακόμα πιο ιδιωτικοί, οι τόνοι αναβαίνουν. Ο Λένος Χρηστίδης επιδίδεται σε μια λεξιλαγνική παραμόρφωση της σύγχρονης πραγματικότητας με πληθώρα φραστικών και εικονοποιητικών ευρημάτων.

Ο δραματικός κυνισμός και η μετεξέλιξη της γελοιογραφίας σε τερατόμορφη εξαχρειωμένη καρικατούρα ξεπηδούν ως αναπόφευκτες προτεραιότητες. Το εγώ προβάλλει ως η μοναδική ζωτική περιοχή και η οποιαδήποτε ανθρωπολογία καταλήγει στο ξήλωμα της ανθρωπιάς και περνά στην ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση. Το άδειο κέλυφος και οι τεχνικές μετατόπισης ή απώθησης του δράματος αναφέρονται στους πεζογράφους που δεν καταπίνουν ή καταναλώνουν το δράμα αλλά το υπομένουν δια του εξορκισμού του. Ο Αντώνης Σουρούνης χρησιμοποιεί την ειρωνεία, οι Βασίλης Τσιαμπούσης, Νίκος Βασιλειάδης και Χρήστος Χαρτοματσίδης το χιούμορ.

Το έκτο και εκτενέστερο κεφάλαιο έχει τον εύγλωττο τίτλο Καθημερινές και αλληγορικές κοινωνίες. Στο κάστρο του εγώ και της οικογένειας η ατομικότητα συνορεύει με τον άκρατο ατομικισμό και το συλλογικό παραμένει σε αβυσσαλέα απόσταση από τη μυθοπλαστική δράση. Η Κασσάνδρα της Μαργαρίτας Καραπάνου είναι ένα εξωφρενικά διογκωμένο εγώ προσπαθεί να αποσαφηνίσει την ταυτότητα του, ενώ στην Μαρία Μήτσορα το κατακερματισμένο εγώ προβάλλεται σε μια εξίσου ασταθή αλλά και ευπαθή πραγματικότητα. Οι ήρωες του Διαμαντή Αξιώτη παραδίδονται στα πάθη και την αυτοκαταστροφή στην οποία μπορεί να οδηγήσει το σεξουαλικό ένστικτο, ενώ εκείνοι της Ιωάννας Καρυστιάνη, παρά τις αποστάσεις από το κλίμα του άγριου ατομικισμού, δεν ξεφεύγουν από τα όρια ενός εσωστρεφούς, σχεδόν περίκλειστου ατομικού κόσμου. Το κακό φωλιάζει στην διηγηματογραφία της Μαρίας Κουγιουμτζή κουρελιάζοντας την ζωή των ηρώων της και οδηγώντας τον στενόχωρο κόσμο τους στα όριά του.

Εντός κι εκτός των τειχών, το εγώ και η οικογένεια μπορούν να κρατούν την εσωστρεφή συμπεριφορά τους, αλλά να λειτουργούν ταυτόχρονα σ’ έναν κόσμο που κοιτάζει προς το εξωτερικό περίβολο, φτάνοντας μέχρι την προοδευτική προσέγγιση και υποδοχή του Άλλου. Η κοινωνική καθημερινότητα κυριαρχεί στα γραπτά του Δημήτρη Πετσετίδη όπου η ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και στο δραματικό κινείται πάνω σε ένα πολύ λεπτό νήμα, ενώ τα μελαγχολικά και συχνά ευτράπελα πλην πάντοτε σκιώδη ανθρώπινα κάδρα μοιάζουν να προκύπτουν από την καρδιά της κοινωνίας και της εποχής τους χωρίς υπερσυγκινησιακές διογκώσεις.

Στην πρόζα του Τάσου Καλούτσα κάτω από την ήρεμη αδιατάρακτη επιφάνεια της οικογενειακής ζωής κινείται πάντα κάτι δυσοίωνο, έτοιμο να διαρρήξει την τάξη των πραγμάτων. Η καθημερινότητα γίνεται κοινωνικοπολιτική στο Άκυρο αύριο του Κοσμά Ι. Χαρπαντίδη όπου, παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει, τα συλλογικά πάθη του παρελθόντος μεταγγίζονται σχεδόν ακέραια στο παρόν, αποδεσμεύοντας τα ίδια ποσοστά πολιτικής βίας και κοινωνικού διαχωρισμού. Άλλοτε ο στόχος των ακροδεξιών ήταν οι κομμουνιστές, σήμερα είναι οι μετανάστες. Η μόλυνση της φυλής και του έθους εκπροσωπεί πάντοτε τον μείζονα κίνδυνο.

Στις υπερβάσεις της αλληγορίας μια πρώτη μεγάλη επικράτεια αφορά το παραμυθητικό, το ονειρικό και το καθημερινό ως όψεις του φανταστικού. Οι ήρωες του Νίκου Χουλιαρά ασφυκτιούν μέσα στην καθημερινότητά τους, δίνοντας έναν επίμονο αγώνα για την παράκαμψη και την αποφυγή της, μένοντας μετέωροι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, φροντίζοντας να κρυφτούν πίσω από τη σαγήνη του παραμυθιού ή τρέχοντας να αρπαχτούν από το όνειρό τους. Ο συγγραφέας πάντως δείχνει εμμέσως πλην σαφώς πως το παραμύθι και το όνειρο μπορεί να ευαγγελίζονται την κατάργηση κάθε περιοριστικής σύμβασης αλλά δεν είναι σε θέση να διασφαλίσουν την απολύτρωση ούτε να εγγυηθούν τα φρόνημα της ελευθερίας. Ένας ανάλογος μαγικός ρεαλισμός διατρέχει και την πεζογραφία της Ζυράννας Ζατέλη όπου το αντιθετικό δίδυμο του έρωτα και του θανάτου συνυπάρχει μ’ έναν θησαυρό αφανών λεπτομερειών της καθημερινότητας.

Ο διηγηματογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης μυθοποιεί το περιστασιακό και το τετριμμένο ενώ οι ήρωές του κυνηγούν απεγνωσμένα την ίδια χίμαιρα: την αθωότητα του παιχνιδιού και την λυτρωτική αγαθοσύνη των παιδικών χρόνων, σε μια επινόηση μεταφορικών προσώπων που θέλουν να απαγκιστρωθούν από τη μέγγενη της καθημερινής κατάθλιψης. Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης εστιάζει στον δισυπόστατο και ρευστό χαρακτήρα της σεξουαλικής και της ερωτικής ταυτότητας, ενώ ομόλογη είναι και η προβληματική του για τα πορώδη σύνορα ανάμεσα στους διακριτούς ρόλους που επιβάλλουν οι κοινωνικά και ηθικά οριοθετημένες διαφορές το φύλου.

Οι Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα αυτοτελές εγχώριο είδος, συνενώνοντας τις επιρροές τους μόνο κατά το σκέλος του μαγικού ρεαλισμού. Δεν ισχύει το ίδιο και για τους μυθιστοριογράφους της μελλοντολογίας, της δυστοπίας και της επιστημονικής φαντασίας, όπως ο Τριαντάφυλλος Πίττας, ο Μάκης Πανώριος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και η Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Οι ετεροτοπίες, από την άλλη πλευρά, οι οποίες δεν αναφέρονται σε ένα φανταστικό μέλλον, όπως η ουτοπία και η δυστοπία, αλλά στο παρόν, έχουν την δικό τους αντικατοπτρισμό στην σύγχρονη πεζογραφία. Με τα πεζά του Αριστείδη Αντονά βρισκόμαστε στην λογοτεχνία της ηθικοπολιτικής ετεροτοπίας η οποία διοργανώνει τους χώρους της επί τη βάσει μιας σειρά σημείων που παραπέμπουν σε ένα σύστημα σχέσεων εξουσίας. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι ο χώρος, ένας τυραννικός και εν πολλοίς ακατανόητος χώρος ενώ τα πρόσωπα που κινούνται σε αυτόν είναι καταδικασμένα στο φάσμα της ανωνυμίας.

Το έβδομο κεφάλαιο αφιερώνεται στο αστυνομικό μυθιστόρημα και το όγδοο στην ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος και τη στροφή προς μια καινούργια συλλογικότητα. Εδώ εξετάζονται η ριζική μεταμόρφωση ενός δοκιμασμένου είδους και οι νέες εκδοχές του. Μεταξύ των ειδικότερων κατηγοριοποιήσεων αξίζει να αναφερθεί το μυθιστόρημα του Διαμαντή Αξιώτη Το ελάχιστον της ζωής του, καθώς, εκείνο που καθορίζει τα γεγονότα είτε της συλλογικής είτε της ατομικής ζωής δεν είναι ο διαχωρισμός των φυλετικών και θρησκευτικών ιδιοτήτων αλλά η μείξη αυτών.

Γενικότερα, είτε πρόκειται για τον ιστορικό Άλλο και το τέλος των εθνικών ανατάσεων είτε για την εισβολή του καθημερινού στη θαμμένη Ιστορία, διαπιστώνεται πως η μυθιστορηματική καθημερινότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον δρόμο που ακολούθησε η Ιστορία. Η Ιστορία αποτελεί τη μήτρα και την τροφό της καθημερινότητας. Στην πεζογραφία του Τάσου Χατζητάτση η συλλογική εμπειρία αποκτά τη μορφή θραυσμάτων που αιωρούνται γύρω και πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, για να δώσουν πρωτίστως την ατομική της διάσταση.

Στην πρόζα του Νίκου Μπακόλα κυριαρχεί η ιστορική μεταμυθοπλασία. Η εποχή και το κλίμα της αποτυπώνονται σε συνειδήσεις που κατανοούν το ιστορικό τους περιβάλλον μέσα από το χαμηλό και καθημερινό τους βίωμα. Οι ήρωες δεν ζωντανεύουν ιδεολογίες και δεν επωμίζονται ορατά κοινωνικά βάρη. Το συλλογικό εισβάλλει στη ζωή τους λιγότερο ως κοντινό και χειροπιαστό συμβάν και περισσότερο ως μακρινός και παραμορφωμένος θόρυβος. Ο συγγραφέας συντονίζεται και με την διεθνή πορεία της ιστορικής μεταμυθοπλασίας, καθώς υιοθετεί ένα ειρωνικό ιστορικό και λογοτεχνικό διακείμενο, που βάζει στη θέση του έθνους όχι τον ιστορικό Άλλο ή μια σειρά από ετερογενείς ταυτότητες, αλλά μια αμέριστη υποκειμενικότητα.

Στην ίδια περιοχή προσέρχεται ο Πάνος Θεοδωρίδης που δεν παύει ούτε στιγμή να μεταφέρει τον αναγνώστη στον παρόντα ιστορικό χρόνο, σε μια λογοτεχνία που αποτελεί μια ατέλειωτη διαδικασία κατασκευής και επινόησης. Στην περίπτωση του Μιχάλη Μοδινού η ιστορική μεταμυθοπλασία ανοίγει διάλογο με το οικολογικό μυθιστόρημα όπου, μεταξύ άλλων, τίθεται κάθε φορά το ίδιο ερώτημα: μπορεί ο ονειρικός πόθος για άλλη μια πραγματικότητα να έχει την οποιαδήποτε πολιτική προοπτική; Σε κάθε περίπτωση η διαχρονική επιμονή του ονείρου μοιάζει να εγγράφεται οργανικά έστω και ως χρονικό συντριβής στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού.

Οι Θανάσης Βαλτινός, Κώστας Βούλγαρης, Θανάσης Σκρουμπέλος, Ελένη Στεφανοπούλου και άλλοι έχουν ξεκινήσει έναν νέο γύρο για τον Εμφύλιο. Η λογοτεχνική αποθεραπεία που εφαρμόζουν οι νεότερες γενιές αποκαθιστά μια επί δεκαετίες διασαλευμένη ισορροπία, ικανή να ενθαρρύνει αν όχι την αμοιβαία συγχώρηση, τουλάχιστον ένα κλίμα καταλλαγής και συνεννόησης. Η πεζογραφία της κρίσης με την ολική επαναφορά του συλλογικού, αποτελεί βασική επιλογή δεκάδων πεζογράφων και δικαίως καταλαμβάνει αυτόνομο κεφάλαιο. Οι πεζογράφοι της θέτουν την κρίση στο επίκεντρο, αναζητούν τα ιστορικά της αίτια, στρέφονται στην καλλιτεχνική εξωστρέφεια, τοποθετούν το Κακό να έρχεται από το μέλλον (κάποτε κι από το αρχαίο παρελθόν) ή επιλέγουν την φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Με μια σειρά από ποικίλες διαβαθμίσεις η μυθοπλασία οδηγείται σε μια βίαιη συλλογικότητα, υποχρεωμένη να μιλήσει για μια κοινωνία σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Πέρα από το άτομο και την κοινωνία, υπάρχει και ο λόγος του συγγραφικού εργαστηρίου, στον οποίο αφιερώνεται το δέκατο και τελευταίο κεφάλαιο. Οι συγγραφείς δεν εκθέτουν μόνο τις αφηγηματικές τους τεχνικές αλλά και τις αναρωτήσεις τους γύρω από το ίδιο το νόημα και τους σκοπούς της τέχνης τους. Στην εσωτερική, σκοτεινή οθόνη του Σάκη Παπαδημητρίου η ερωτική μοναξιά συνταιριάζεται με μια σαφώς αντικοινωνική στάση. Οι ήρωες του Νάσου Θεοφίλου αποδρούν από τον περίκλειστο λογοτεχνικό τους χρόνο στον χρόνο της καθημερινής πραγματικότητας, όπου και διεκδικούν μια πρωτόφαντη ελευθερία. Φαίνεται ακόμα πως τα παιδικά χρόνια αρδεύουν πάντοτε τη μνήμη μας και μας καθησυχάζουν για την τωρινή μας ρευστότητα.

Ο πεζογραφικός κύκλος του Αχιλλέα Κυριακίδη χαρακτηρίζεται από δεσμούς αναστροφής με τους μείζονες λογοτεχνικούς μύθους, καθώς η πραγματικότητα των ηρώων του οδηγεί σε μια ολοζώντανη, καθημερινή ύπαρξη που υπονομεύει τη μυθολογική τους καταγωγή. Η λογοτεχνία αποτελεί για την Μαρία Ευσταθιάδη μια σύμβαση ή μια επινοημένη συνθήκη όπου ο κόσμος αναπαριστά την πραγματικότητα όπως ο σπασμένος καθρέφτης, με παραμορφωμένα είδωλα και ραγισμένες εικόνες, ενώ ο παράδοξος κόσμος του Ευγένιου Αρανίτση ζει ανάμεσα στην απομάγευση και την επαναμυθολόγηση.

Παράπλευρα λειτουργεί και ο λόγος των ποιητών οι οποίοι, δημοσιεύοντας συστηματικά πρόζα, πρότειναν ένα υβρίδιο, μια ανάμειξη πεζογραφίας και ποίησης, διαμορφώνοντας κατά κάποιο τρόπο ένα καινούργιο είδος. Εδώ το παράδειγμα του Δημήτρη Καλοκύρη είναι ενδεικτικό, καθώς μοναδική του έγνοια είναι η αναμέτρηση με την φαντασία της γλώσσας και η διερεύνηση των δυνατοτήτων της λογοτεχνίας να γεννήσει εκ του μηδενός και εξ υπαρχής τον κόσμο. Το μέγα θέμα για τους συγγραφείς του κεφαλαίου αλλά στην ουσία όλων των συγγραφέων εδώ είναι η σχέση της λογοτεχνικής αλήθειας με την υπό αναπαράσταση πραγματικότητα (αν πιστέψουμε ότι αμφότερες υπάρχουν), ο κατασκευαστικός και  επανακατασκευαστικός  χαρακτήρας της λογοτεχνίας και η ικανότητά της να προσφέρει αναστάσιμο βίο.

Εκδ. Πόλις, 910 σελ. Περιλαμβάνεται εξασέλιδο ευρετήριο συγγραφέων.

Σχολιάστε