Συλλογικό – Βίοι παράλληλοι

Εξώφυλλο Βίοι

Ό,τι σου ξέφυγε, επιτέλους, από το κείμενο

Έμαθα να λέω τα λόγια των άλλων, να υποκρίνομαι τη ζωή των άλλων, να κλαίω τα δάκρυά τους και να γελώ τα γέλια τους, να ερωτεύομαι τους έρωτές τους, να πεθαίνω τον θάνατό τους. Σαν να ήξερα πως δοκιμάζοντας ξανά και ξανά ξένες ζωές, θα μου αποκαλυφθεί εντέλει και η δική μου ζωή, ο δικός μου ο μύθος….

… γράφει η Γλυκειά Συμμορίτισσα Δέσποινα Τομαζάνη για την υποκριτική της τέχνη, ομολογώντας πως ήρθε κάποτε η ώρα που βαρέθηκε τα ξένα λόγια και τους ξένους έρωτες, και νοστάλγησε να ζήσει την δική της ζωή. Κι εκεί είδε ότι με την γραφή της έδωσε σε άλλα πρόσωπα και άλλες ιστορίες δικά της δάκρυα και δικά της γέλια. Και κατάλαβε πως τίποτα δεν είναι δικό της και τίποτα δεν είναι ξένο.

Πάνος Κουτρουμπούσης. Wallflower, 1965

Βρισκόμαστε σ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο που στην ουσία αποτελεί τον κατάλογο της ομότιτλης έκθεσης της Εταιρείας Συγγραφέων στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων, η οποία παρουσίασε τα έργα πενήντα συγγραφέων που διαθέτουν μια διπλή ή τριπλή δυνατότητα καλλιτεχνικής έκφρασης και εκτός από την γραφή τους διακονούν την ζωγραφική, την μουσική, την φωτογραφία, την υποκριτική, την χαρακτική, το σχέδιο, το κολλάζ, την γλυπτική, το video, τις κατασκευές. Η έκθεση  – πολυθέαμα οργανώθηκε από τον Δημήτρη Καλοκύρη, την Ηρώ Νικοπούλου και τον Γιάννη Δ. Στεφανάκι τον Φεβρουάριος του 2015.

Ο πολυτεχνίτης Δημήτρης Καλοκύρης – δική του η φράση στον τίτλο μας – θυμάται την ανενδοίαστη καταβύθισή του σε μια φορητή πορτοκαλί γραφομηχανή Hermes, που αλώνιζε αφόρητα για την  αποτύπωση των λεξημάτων που είχε ορνιθοσκαλίσει αποβραδίς, συμπιέζοντας τοπία της γλώσσας με μελάνι διαρκείας. Σήμερα πια μονολογεί πως, τελικά, δεν αποφεύγονται οι μηχανές, και με δεδομένο ότι ο κύριος λόγος που γράφεις είναι γιατί βαριέσαι να μιλάς και εικονίζεις διαρκώς το ανείπωτο, αποφασίζεις να σταματήσεις το γράψιμο ή να τα ξαναγράψεις όλα από την αρχή, ανακεφαλαιώνοντας τα παρόντα με τη σβηστήρα.

Ντίνος Σιώτης

Ο Πάνος Θεοδωρίδης παιδί πίστευε πως θα γινόταν ζωγράφος, καθώς η χειροτεχνία του Λόγου, του φαινόταν απρόσιτη και τερατώδης. Αργότερα στην εφηβεία αισθάνθηκε πως έπρεπε να διαλέξει, αφού ουσιαστικά ζωγράφιζε ποιήματα και συνέγραφε πίνακες. Επέλεξε την συγγραφή αλλά απέφυγε το δίλημμα του Ηρακλή: έκτοτε δεν υπάρχει περίπτωση να γράψει γραμμή, αν δεν έχει εξασφαλίσει το εικαστικό της περιβάλλον.

Ο Τάσος Γουδέλης αδυνατεί να θυμηθεί εάν οι λέξεις ή οι εικόνες ήταν τα πρώτα του ερεθίσματα. Και τα δυο μαζί του υπέδειξαν ταυτόχρονα κοινή είσοδο στα γράμματα και στην τέχνη· άλλωστε το αλφαβητάριο είχε εικόνες…Ο συγγραφέας παίρνει πολύ σοβαρά τις σκέψεις ενός Αμερικανού ομότεχνού του, Ντόναλντ Μπαρθέλμ: Ο κινηματογράφος πρόσφερε μεγάλη βοήθεια επειδή κατέλαβε μια τεράστια περιοχή, αναγκάζοντας εμάς τους συγγραφείς να σκεφτόμαστε ό,τι κάνουμε και πρόκειται να κάνουμε πολύ περισσότερο από όσο θα το σκεφτόμασταν χωρίς αυτόν.

Σκαμπαρδώνης - Σκαρίμπας_

Ο «επίμονος μικρομηκάς» Αχιλλέας Κυριακίδης αναζητά στην λογοτεχνία την μετατροπή του από παθητικό σε ενεργητικό κινηματογραφόφιλο: ήταν Ο Πύργος του Τάκη Σινόπουλου, ένα ντοκιμαντέρ που απέτιε φόρο τιμής στον ποιητή και την γενέτειρά του. Ίσως πάλι, σκέφτεται, να πρέπει να δηλώσει αμφιτεχνόφιλος, αφού η ενασχόληση με τον κινηματογράφο όχι μόνο δεν διέκοψε την συγγραφική του τέχνη, αλλά και την βοήθησε και την επηρέασε. Στο τέλος (ήμουν σίγουρος), όταν γράφει σκέφτεται με εικόνες κι όταν σκηνοθετεί με λέξεις….

Ο Θανάσης Βαλτινός λοξοκοιτάζει προς την τέχνη της φωτογραφίας και αναφέρεται στο μοντέλο 36FF – 3D AF – SUPER μιας απλής μηχανής τσέπης Ricoh, απωανατολικής καταγωγής που αγόρασε πριν είκοσι χρόνια και χρησιμοποιεί ακόμα. Η αποτύπωση της ημερομηνίας λήψεως στο καρέ την μετατρέπει αυτόματα σε ένα φωτογραφικό σημειωματάριο – ημερολόγιο. Ο φακός έχει την ιδιότητα εσόπτρου, θυμίζοντάς του τους ανθρώπους που κοιτάζονται στον καθρέφτη σε τουαλέτες δημοσίων χώρων, μαγνητισμένοι από το είδωλό τους. Και με αυτή φωτογραφίζει τα πάντα, ιδίως γυναίκες· το τι υπόσχεται ένα γυναικείο κορμί δεν είναι κάθε φορά αυτονόητο. Είναι όμως ποιητικό.

Σάκης Παπαδημητρίου 1

Ο συγγραφέας έχει εικόνες στο μυαλό του και προσπαθεί – ειδικά στη λογοτεχνία – να τις μεταδώσει στον αναγνώστη… και το ίδιο κάνει και ο εικονοποιός  γράφει ο Πάνος Κουτρουμπούσης. Η γραφή λοιπόν μπορεί να κάνει και χωρίς την ορατή εικόνα, αλλά και η εικόνα μπορεί να κάνει χωρίς λέξεις. Υπογείως και τα δυο περιέχουν το ένα το άλλο και τελικά οι εικόνες του οδηγούν στην πλάση ιστοριών και, αντίστροφα, τα γραπτά οδηγούν στην πλάση εικόνων.

Τα ίδια σύνορα διασχίζει ανενόχλητος και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης: Η αφήγηση περιέχεται στην ζωγραφική και η εικονοποιία στην αφήγηση. Προαιώνια διαπλοκή, μας λέει και μας θυμίζει σχετικές εκφράσεις: Ιστόρησε, λέμε, με τοιχογραφίες τον ναό. Ή, ζωγράφισε, στο κείμενό του, αδρά τους χαρακτήρες. Στην απέναντι σελίδα βλέπουμε μια ωραιότατη προσωπογραφία του Γιάννη Σκαρίμπα να επιβεβαιώνει τα λεγόμενά του, σ’ έναν ακόμα σχετικό διάλογο.

σάρωση0002

Στο πυκνό, εξομολογητικό βιογράφημά του ο Αλέξανδρος Ίσαρης αναφέρεται στα παιδιά του που είναι τα έργα που έγραψε, μετέφρασε, επιμελήθηκε ή έντυσε· οι πίνακές του που περιέχουν όλες τις φαντασιώσεις, τις σκέψεις και τα όνειρά του· οι φωτογραφίες όπου παρελαύνουν οι φιλίες, οι έρωτες, τα τοπία και τα γεγονότα του ψηφιδωτού που ονομάζεται «ζωή μου».

Κάθε συγγραφέας έχει από ένα δισέλιδο· στην μία πλευρά παρουσιάζεται ένα έργο του και στην απέναντι γράφει κάποιο σχετικό, ειδικό ή γενικότερο κείμενο. Τα πρώτα πέντε δισέλιδα αφιερώνονται τα ζωγραφικά και κολλάζ έργα των ποιητών Μανόλη Αναγνωστάκη, Νίκου Εγγονόπουλου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργη Παυλόπουλου και Νίκου Καρούζου. Η μουσική των Θωμά Κοροβίνη, Σάκη Παπαδημητρίου, Γιάννη Πατίλη, η οπτική ποίηση των Μιχαήλ Μήτρα, Ντίνου Σιώτη και Νατάσας Χατζηδάκι, η φωτογραφία των Νίκου Δήμου, Κυριάκου Ντελόπουλου, Βασίλη Ρούβαλη και Χρήστου Χρυσόπουλου, η ζωγραφική, η χαρακτική, το σχέδιο, το κολλάζ, οι κατασκευές (Νάνος Βαλαωρίτης, Πάνος Θεοδωρίδης, Αλέξανδρος Ίσαρης, Δημήτρης Καοκύρης, Πάνος Κουτρουμπούσης, Άρης Μαραγκόπουλος, Πρόδρομος Μάρκογλου, Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου, Μάρκος Μέσκος, Ηρώ Νικοπούλου, Δημήτρης Πετσετίδης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Αργύρης Χιόνης, Νίκος Χουλιαράς, Α.Κ. Χριστοδούλου), η υποκριτική (Ολυμπία Καράγιωργα), όλα έχουν θέση στον πολυφυή κόσμο της καλλιτεχνικής έκφρασης.

Γιάννης Πατίλης_

Η έκθεση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του διφυούς Κώστα Λαχά [1936 – 2014], στον οποίο και αφιερώνει έναν πρόλογο ο Δημήτρης Καλοκύρης, ενώ για την κάλυψη της πίσω σελίδας του προλόγου είχε φροντίσει ο ίδιος ο Λαχάς μ’ ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα από το 1985. Στα επόμενα προλογικά πεδία ο Μάνος Στεφανίδης μας θυμίζει τις τέχνες του λόγου που εποίησαν οι ζωγράφοι· τους Αφορισμούς του Μπουζιάνη, τις έξοχες σελίδες του Τσαρούχη, τα θεωρητικά κείμενα του Γιάννη Παπά ή του Ν. Χατζηκυριάκου – Γκίκα, τις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του Θανάση Απάρτη και του Περικλή Βυζάντιου, την εύστοχη αρθρογραφία του Άρη Κωνσταντινίδη και πολλά ακόμα.

Και ως επίλογο επίμετρο επιστέγασμα και επιμύθιο, κρατώ μια παράγραφο του Δημήτρη Καλοκύρη: Τι μένει; Η εικόνα. Που την καλλιεργείς με το κοπίδι και τον χάρακα, με σινική και επιπεδόγλυφα μικροαντικείμενα, ανθολογήσεις από τεχνήματα προγενέστερων οραματιστών, παροδικές παρωδίες μυθευμάτων, δρύινα ιδεολογικά πατήματα στην ερημιά ή στο έρμα του πελάγου, κυκλώνες επί χάρτου, όρη γυμνών γλαφυρών σωμάτων (Α! Χειμερινά πλακόστρωτα, με αχρείαστες μηχανές, αχρείαστες σχέσεις, αχρείες εικασίες…..). Κτίσματα αρτικόλεκτα, ο πανικός του Γκαουντί και άλλων ευπατριδών, μια που η πατρίδα δεν κρύβει παρά νοητές εικόνες. Και η Εικόνα: Ό,τι σου ξέφυγε, επιτέλους, από το κείμενο.

Κώστας Λαχάς

Εκδ. Εταιρείας Συγγραφέων και Δήμου Αθηναίων, 2015, σελ. 108.

Στις εικόνες: Πάνος Κουτρουμπούσης – Wallflower (1965), Ντίνος Σιώτης – Δελτίο καιρού, το δισέλιδο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη με τον Γιάννη Σκαρίμπα σε λάδι και μουσαμά, δίσκος του Σάκη Παπαδημητρίου, Νάνος Βαλαωρίτης – Νάρκισσοι παρατηρούντες εαυτήν (2008), ο παλαιός δίσκος του Γιάννη Πατίλη, λίγο πριν περάσει με κόκκινο την διάβαση ( το Πανδοχείο διαθέτει αντίτυπο του δίσκου και δηλώνει πως το πέρασμα ήταν απολαυστικό) και ο Κώστας Λαχάς αυτοπροσώπως.

Τζιόρτζιο ντε Κίρικο – Αναμνήσεις από τη ζωή μου

de Chirico cover

Η «ωραία χρωματιστή ύλη» της μνήμης

Εκτός απ’ αυτές τις πράξεις της αλητείας και της φτηνής εγκληματικότητας, οι σουρεαλιστές έκαναν και πράγματα πολύ αστεία και διασκεδαστικά. Ένα αριστούργημα κωμικότητας ήταν οι συγκεντρώσεις στο σπίτι του Μπρετόν… Οι σουρεαλιστές πρέσβευαν γνησιότατα κομουνιστικά και αντιαστικά αισθήματα, επιδίωκαν πάντα να ζουν όσο γινόταν πιο άνετα, να ντύνονται πολύ καλά, να τρώνε φαγητά εκλεκτά, συνοδευόμενα από εξαιρετικά κρασιά, να μην δίνουν ποτέ ούτε μια δεκάρα ελεημοσύνη σε φτωχό, να μην κουνάνε ποτέ ούτε το δαχτυλάκι τους για τη βοήθεια κανενός που είχε ανάγκη υλική ή ηθική, για την ακρίβεια μάλιστα να μην εργάζονται καθόλου. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του ψευτοστοχασμού και της εξεζητημένης αυτοσυγκέντρωσης, ο Μπρετόν διάβαζε με θανατερή φωνή, βηματίζοντας πάνω κάτω στο στούντιο, αποσπάσματα από τον Λωτρεαμόν. Απάγγελνε το ανοητάρι του Ισιδώρου Ντυκάς με ύφος σοβαρό… [σ. 123]

de chirico 2

… γράφει ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο κατά το ξεφύλλισμα των αναμνήσεών του από το Παρίσι και τους κύκλους των σουρεαλιστών, που έζησε από κοντά αλλά και συγχρόνως πάντα από κάποια απόσταση. Και το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό πολλών σελίδων αυτής της πυκνής αυτοβιογραφίας: ο συγγραφέας εκφράζεται αυθόρμητα και ρεαλιστικά για όλα όσα έζησε αυτοπροσώπως, χωρίς να διστάζει να εκφραστεί με δηλητηριώδη ευθύτητα. Γράφοντας για το Παρίσι στο οποίο έφτασε το 1925 ο ζωγράφος περιγράφει την «πραγματική δικτατορία» που έχουν εγκαθιδρύσει οι έμποροι τέχνης, που μπορούν κατά βούληση να δώσουν αξία σε οποιονδήποτε ζωγράφο αλλά και αντίστροφα να εξαφανίσουν ακόμα και κάποιον καλλιτέχνη μεγάλης αξίας. Ένας δεύτερος κύκλος «εκφυλισμένων τραμπούκων, βουτυρόπαιδων, ακαμάτηδων και αυνανιστών» μιλάει για ένα σουρεαλιστικό κίνημα, υποταγμένος σ’ έναν αρχηγό που έχει αυτοχειροτονηθεί ποιητής και ονομάζεται Αντρέ Μπρετόν…

Giorgio de Chirico - The Silent Statue

Τα πρώτα κεφάλαια με τις πρώιμες αναμνήσεις του συγγραφέα έχουν το δικό τους ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τι συγκρατεί τότε από τα πράγματα εκείνος που αργότερα θα τα ζωγραφίζει με τον εντελώς δικό του τρόπο; Η πιο μακρινή στο χρόνο εικόνα του είναι μια κάμαρα μεγάλη και ψηλοτάβανη· κι ύστερα δυο στρογγυλά δισκάρια, τρύπια στη μέση, από την ανατολίτικη μαντίλα της μητέρας του – ένα σύμβολο τελειότητας. Στον Βόλο, σ’ ένα σπίτι πελώριο και θλιβερό σαν μοναστήρι, άρχισαν σύντομα να έρχονται τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης. Και πρώτη εκδήλωσή τους υπήρξε η χαρά να ξεπατικώνει ζωγραφιές τοποθετώντας τις πάνω στο τζάμι του παραθύρου μ’ ένα φύλλο χαρτιού από πάνω.

de Chirico self-portrait-in-the-studio-1935

Η οικογένειά του βρέθηκε στον Βόλο λόγω της δουλειάς του πατέρα του, ο οποίος είχε αναλάβει την επίβλεψη της κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που προχωρούσε στο εσωτερικό της Θεσσαλίας. Ο ντε Κίρικο θαύμαζε εκείνον τον άνθρωπο του δέκατου ένατου αιώνα, που ήταν ταυτόχρονα μηχανικός και άρχοντας από άλλες εποχές. ιππέας και ιπποτικός μαζί. Σύντομα θα ερχόταν και η πρώτη αξέχαστη επαφή με το βιβλίο: οι γελωτοποιοί νάνοι, γεμάτοι έξοχες εικόνες, ιδιαίτερα με καλοσχεδιασμένους και χρωματιστούς γάτους, του προκάλεσαν την έντονη επιθυμία της δικής του ζωγραφικής.

Η ζωή στην κωμόπολη του Βόλου ήταν βέβαια γεμάτη από γεγονότα μεταφυσικά και επαρχιώτικα. Ο εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης κατασκευάζει χαρταετούς με χρωματιστά χαρτιά και παρατηρεί τα γκρίζα χρώματα των γεγονότων της εποχής και ιδίως τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1987. Η μετοίκηση στην Αθήνα σηματοδοτεί και το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, εκείνου του αιώνα που ήταν «τόσο πλούσιος σε τέχνη, σε σκέψη, σε ιδεαλισμό, σε ρομαντισμό, σε ανδρισμό και ανθρωπισμό και προπαντός σε ταλέντο».

de-chirico foto-de-irving-penn-fundacion-giorgio-de-chirico

Ακολουθεί το Πανεπιστήμιο, οι δάσκαλοι Γεώργιος Ροϊλός και Γεώργιος Ιακωβίδης, για λίγο και ο Βολανάκης, και η γνωριμία με τον συμφοιτητή Δημήτριο Πικιώνης που μαζί με την σύζυγό του Ιζαμπέλλα Φαρ και τον αδελφό του Αλμπέρτο Σαβίνιο υπήρξε ένας από τους τρεις ευφυέστερους ανθρώπους που γνώρισε ποτέ. Το σπίτι τους στην Κηφισιά αφήνει μνήμες θλιβερές, εξαιτίας της υγείας του πατέρα του, που αποκτά όψη όλο και πιο χλωμή και εξαντλημένη. Ακολουθεί το Μόναχο, η Φλωρεντία, το μυθιστόρημά του Εβδόμερος, το Παρίσι, τα καφενεία της Μονμάρτρ και το μοιραίο 1914. Γνωρίζει τον Απολλιναίρ, που αργότερα σπεύδει να καταταγεί αλλά όχι τόσο από αγάπη για την Ιταλία, όπως πολλοί αφελώς πιστεύουν, παρά εξαιτίας της πολωνικής του καταγωγής, συνεπώς και της επιθυμίας του να ανήκει σε κάποιο κράτος. Και τελικά αυτή η επιθυμία του στοίχισε την ζωή του ακριβώς την ημέρα της ανακωχής. Ακολουθούν οι αναμνήσεις από τους στρατώνες, τα νοσοκομεία και τα λοιμοκαθαρτήρια.

giorgio_de_chirico_1Κι έρχεται η εποχή με τους περίφημους ρατσιστικούς νόμους της Ιταλίας, τα αποκαλούμενα «ψηφίσματα για την προστασία της φυλής», που έκαναν να βγουν στηνεπιφάνεια πολλά σκοτεινά συναισθήματα, μικροπρέπεια και δουλοπρέπεια, που καλλιεργήθηκαν με τα χρόνια της δικτατορίας και «λαγοκοιμόνταν ακόμα στο βάθος της ψυχής των Ιταλών». Κι έτσι μπορούσε η δασκάλα ενός δημοτικού σχολείου να διασύρει μερικά δύστυχα Εβραιόπουλα της τάξης λέγοντας πως δεν πλένονταν ποτέ και πως ανέδιναν μια φοβερή μπόχα. Πολλές σελίδες αφιερώνονται ακριβώς στην περιγραφή εκείνου του σκοτεινού κλίματος που δημιούργησε ο Μουσολίνι, ένας αποτυχημένος διανοούμενος και ανίκανος συγγραφέας.

Ήταν η εποχή του βρασμού της αποκαλούμενης φασιστικής «επανάστασης». Μια ανάμνηση παραμένει χαρακτηριστική: Ένα βράδυ στον κινηματογράφο δεν βρήκε θέση κι έμεινε όρθιος στο βάθος της αίθουσας. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν πέντε οπλισμένοι νεαροί με μαύρα πουκάμισα και διέταξαν να διακοπή η προβολή, να ανάψουν τα φώτα και να παιχτούν όλοι οι πολεμικοί ύμνοι των φασιστών. Οι θεατές όφειλαν να σηκωθούν όρθιοι – κι ο ίδιος ευτυχώς δεν χρειάστηκε να σηκωθεί, επειδή ήταν ήδη όρθιος. Στο τέλος επέτρεψαν να συνεχιστεί η προβολή, αφού πρώτα κεραυνοβόλησαν με το βλέμμα τους θεατές

portrait-of-isa-with-black-dress-1935

Με κάθε ευκαιρία ο συγγραφέας απομυθοποιεί διάφορες αποκρυσταλλωμένες βεβαιότητες· ακόμα και τους οίκους ανοχής, τους τόπους δηλαδή για τους οποίους τόσο στην Ιταλία όσο και οπουδήποτε αλλού δημιουργήθηκαν ένα σωρό μύθοι, ο ένας πιο ψεύτικος και πιο παράλογος από τον άλλον. Δεν συνάντησε, γράφει, καμία τρομοκράτηση των γυναικών από πατρόνες ή αφεντικά· οι γυναίκες στα σπίτια αυτά ήταν ελεύθεροι πολίτες, όπως ακριβώς οι υπάλληλοι των γραφείων. Οι υποχρεώσεις μεταξύ των μελών του οίκου ήταν αμοιβαίες αλλά εκείνες ήταν τελείως ελεύθερες να φύγουν και να αλλάξουν ζωή. Πολλές από αυτές μετά από καιρό, κι αφού είχαν  μαζέψει κάποιες οικονομίες, παντρεύονταν και γίνονταν εξαιρετικές σύζυγοι και μητέρες.

Alice Marot, French prostitute, 30s

Εξάλλου, οι γυναίκες που φιλοξενούνταν στους οίκους ανοχής δεν ήταν καθόλου κυνικές και αναίσχυντες, «όπως μερικοί πίστευαν αφελώς και βλακωδώς». Εδώ ο ντε Κίρικο θυμάται μια σχετική διήγηση του Τόμας ντε Κουίνσι, που στα απομνημονεύματά του περιέγραψε έναν αγνότατο έρωτα που ένοιωσε για ένα κορίτσι στο Λονδίνο, την Ανν, με τον «υπέροχο ευφημισμό» ότι ακούσαν την περιπατητική: συχνά μέσα στην προχωρημένη νύχτα έκανε περιπάτους με την μικρή Ανν κατά μήκος του Τάμεση και μιλούσαν για πολλά υψηλά θέματα του πνεύματος και των ανθρωπίνων αισθημάτων.

C-Giorgio-de-Chirico-PAR387602

Όμως είναι ευνόητο, μεγάλο μέρος των αναμνήσεών του αφορά την συναρπαστική του πορεία προς την καλλιτεχνική δημιουργία. Στο τέλος των αναμνήσεών του μοιράζεται σε ειδικό κείμενο ακόμα και τις σκέψεις του για την τεχνική της ζωγραφικής. Αλλά είναι μια στιγμή σε όλη αυτή την πορεία που μοιάζει με εκείνη την έκλαμψη που αλλάζει τα πάντα και την οποία περιγράφει κάπου στο μέσο του βιβλίου [σ. 153]. Ένα απόγευμα στο Μουσείο του Λούβρου βρέθηκε μαζί με την αγαπημένη του σύντροφο Ιζαμπέλλα Φορ μπροστά σ’ ένα πορτρέτο του Βελάσκεθ και συζητούσαν για το μυστηριώδες υλικό των παλιών δασκάλων. Η Ιζαμπέλλα, που παρατηρούσε για πολλή ώρα τον πίνακα είπε: Αυτό δεν είναι χρώμα στεγνωμένο, αλλά ωραία χρωματιστή ύλη. Τα λόγια της υπήρξαν αποκάλυψη για τον ζωγράφο, που ήδη έβλεπε μπροστά του έναν νέο ορίζοντα με απεριόριστες δυνατότητες.

Εκδ. Ύψιλον / βιβλία, 2009, μεφ. Έμμυ Λαμπίδου – Βαρουξάκη, επιμ. Πέτρος Λεκαπηνός, σελ. 284, με πρόλογο του επιμελητή, εισαγωγή της μεταφράστριας, χρονολογικό πίνακα, σημειώσεις, ευρετήριο ονομάτων και τίτλων και φωτογραφίες.

Στις εικόνες: αυτοπροσωπογραφίες και έργα του ζωγράφου και η Γαλλίδα πόρνη Alice Marot (δεκαετία του 1930),