Άρις Γεωργίου – Ανέκαθεν και τουναντίον. Φωτοπαρακείμενα 1982 – 2014

Η λογοτεχνία του φωτοφράκτη

Παράπονό μου μόνιμο, ο καλπασμός του χρόνου. Ποτέ δεν μου χαρίζονται τμήματά του χωρίς τίμημα. Ποτέ δεν γέρνω πίσω, στην πλάτη της πολυθρόνας, ν’ αναλογιστώ, ν’ απολαύσω τον ίδιο το χρόνο, να τον γευτώ, να τον μασήσω, να τον ξεζουμίσω. Παράπονο. Μεγάλη κουβέντα! Ποιος μου φταίει; Κανείς άλλος φυσικά, η ιδιοσυγκρασία μου, αυτή η αίσθηση αποστολής […] αίσθηση της υποχρέωσης να τρέχω, κυνηγώντας στόχους που διαρκώς απομακρύνονται. // Συμπύκνωση δεκαετιών μέσα σε μια μέρα, αίσθηση κινδύνου δίνης, μίξερ που πήρε μπρος κατά λάθος, πριν προλάβεις να διαμορφώσεις το μείγμα. [σ. 19, 20-21]

Το βιβλίο αποτελεί υπόδειγμα συνύπαρξης πρόζας και φωτογραφίας. Όλα τα κείμενα θα μπορούσαν να αποτελούν αυτόνομα κομμάτια σε κάποια συλλογή διηγημάτων ή μικρής φόρμας. Το γεγονός ότι εμπνέονται και εκκινούν από μια φωτογραφία δεν αποτελεί παρά ένα φυσιολογικό στοιχείο ανάλογων γραφών. Κι όμως, ο συγγραφέας είναι καταρχήν (και κατ’ αρχήν!) φωτογράφος, κι ήταν πρώτα και κύρια οι λήψεις των φωτογραφιών που προηγήθηκαν, διέγραψαν τον κύκλο τους, κι ύστερα κλήθηκαν να δημοσιευτούν, εμπνέοντας τα σχετικά κείμενα. Και φυσικά πρόκειται για κείμενα που δεν περιγράφουν την εκάστοτε φωτογραφία αλλά την χρησιμοποιούν ως λογοτεχνικό υλικό. Οτιδήποτε την αφορά – η συγκυρία, το έναυσμα, η στιγμή, η πρόθεση, το είδωλο, η τέχνη του σκοπεύτρου, η απαθανάτιση, η μνήμη, αυτό που μένει, οι αρχικοί και οι ύστεροι προβληματισμοί – όλα μεταπλάθονται σε λογοτεχνία.

Δημιουργείται λοιπόν εξαρχής ένας διάλογος λογοτεχνίας και φωτογραφίας, που από εκδοτική άποψη εμφανίζεται με την ιδανική μορφή: την συνύπαρξη των δυο τεχνών στην ίδια έκδοση. Μόνο έτσι μπορεί ο αναγνώστης να παρατηρήσει την κάθε φωτογραφία με τους δικούς του τρόπους, να διαβάσει το σχετικό κείμενο κι ύστερα να δοκιμάσει να την ξανακοιτάξει υπό το εξομολογημένο βλέμμα του φωτογράφου και της αφήγησης όσων την δημιούργησαν. Σε κάθε περίπτωση οι σκέψεις και οι στοχασμοί του συγγραφέα δεν περιορίζονται στο προσωπικό του σύμπαν. Μπορεί να έχουν ως αφετηρία μια δική του ματιά σε πρόσωπα, πράγματα ή τοπία, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις το θέμα που «ανοίγεται» – ως ζήτημα και ως ευρυγώνια εικόνα – ανήκει σε όλους.

Πώς δημιουργείται όμως η φωτογραφική – καλλιτεχνική ιδιότητα; Το κείμενο Η Παπαμάρκου και τα πέριξ είναι ενδεικτικό για τον τρόπο με τον οποίο καθώς ο συγγραφέας συνειδητοποιεί πως η πραγματική του εξοικείωση με τον κόσμο επήλθε εξαιτίας της φωτογραφίας. Ερμηνεύοντας τον κόσμο μέσα από την απεικόνισή του και αναπτύσσοντας καλύτερη συνείδηση αυτής της διαδικασίας ασκείται η αντίληψη, οξύνεται η κατανόηση. Μπορεί αρχικά να τον ενδιαφέρει η «φωτογραφικότητα» ενός φαινομένου, στην συνέχειά όμως, εντοπίζεται η ουσία και το περιεχόμενο, οι ανθρωπολογικές και κοινωνικές συντεταγμένες του και η πολεοδομική και αρχιτεκτονική του διάσταση μέσα στην πόλη, η οποία μετατρέπεται σε πεδίο εικονογράφησης όλων των ανησυχιών, των ευαισθησιών και των απογοητεύσεων. Ο Χρόνος αποτελεί το σημαντικότερο συστατικό της φωτογραφίας, μαζί με την ρεαλιστικότητα της απεικόνισης. «Το κλάσμα Χρόνου για τη λήψη, η διάρκεια του Χρόνου ανάμεσα σε δυο λήψεις. Η Ζωή ανάμεσά τους».

Γνωρίζουμε τον Γεωργίου από τα φωτογραφικά – φωτοβιογραφικά του λευκώματα αλλά και από το μακρόβιο φωτογραφικό ένθετο στο Εντευκτήριο (Camera Obscura). Εδώ συγκεντρώνονται κείμενα που γράφτηκαν με ποικίλες αφορμές και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά [Εντευκτήριο, Θεσσαλονικέων Πόλις, Jazz & Τζαζ, Τραμ, Το Δέντρο, Φωτογράφος], εφημερίδες, παλαιότερες εκδόσεις του συγγραφέα, στον ιστότοπό του, στο ιστολόγιο του Εντευκτηρίου, σε διαδικτυακά περιοδικά και αλλού. Μερικά από αυτά περιλήφθηκαν στο βιβλίο Φωτοπαρακείμενα [εκδ. Εντευκτήριο, 1999]. Η πρόζα του Γεωργίου περιλαμβάνει ημερολογιακές καταγραφές, μικροκείμενα ως λεζάντες σε φωτογραφίες, εκφράσεις μνήμης, σκέψεις τοπογραφίας, ταξιδιωτικές σημειώσεις, ρητές και υπόρρητες καταγγελίες για την εξαθλιωμένη ζωή στην έξω πόλη.

Ο συγγραφέας δεν επανεκθέτει φωτογραφίες για ευήλιες κι ευάερες διαθέσεις, ούτε επιθυμεί να περιοριστεί στην φωτεινή πλευρά της καθημερινής ζωής. Το αντίθετο, είναι ο ίδιος που ανασύρει κι εκείνες που «του σφίγγουν την ψυχή». Όταν κάποτε τα βήματά του τον έφεραν στο λιμάνι των ανυπόληπτων δραστηριοτήτων και στα «απαγορευμένα» σπίτια, ανέβηκε σ’ ένα από αυτά δήθεν για να βγάλει το λιμάνι και λίγο αργότερα πρότεινε ευγενικά στην γυναίκα εκείνου του δωματίου να φωτογραφηθεί. Μπορεί ο ίδιος να φρόντισε να παραδώσει την φωτογραφία στην «διαχειρίστρια» του οικήματος, για να δοθεί με την σειρά της στην εικονιζόμενη, αλλά σήμερα, 35 χρόνια αργότερα, ομολογεί πως του λείπει η ευκαιρία για ένα ύστερο ευχαριστώ.

Άραγε φτάνει πάντα στα χέρια των φωτογραφηθέντων η τυπωμένη τους στάση; Στην περίπτωση ενός Παλαιστινίου σιδερωτή στην Ιερουσαλήμ το 1992 ο φωτογράφος επέστρεψε μόλις ένα χρόνο μετά· αλλά η πρώτη Ιντιφάντα έπνεε τα λοίσθια και το μαγαζί ήταν κατάκλειστο, καθώς οι στρατιώτες των δυνάμεων κατοχής σκότωσαν τον πατέρα του σιδερωτή. Μένει το αμοιβαίο βλέμμα, σκέφτομαι, πιθανώς η εκατέρωθεν μνήμη, και πάντα η ελπίδα. Άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις το παρελθόν ανοίγεται μακρύ, όπως στην φωτογραφία Πάροδος Μελενίκου, Περιοχή Ροτόντας, Θεσσαλονίκη, 1972, όπου ένα μικρό κορίτσι που ντυμένο στα καλά του βρίσκεται επί κουρελούς νωχελικά κατακεκλιμένο. Κι εδώ δεν μπορεί να μην αναρωτιέται ο συγγραφέας αν είκοσι τρία χρόνια αργότερα θα μπορούσε να πέσει στα χέρια της αυτή η φωτογραφία.

Το κείμενο 1976 – 2012 θα μπορούσε να έχει τον υπότιτλο «το μεγαλείο της φιλοξενίας». Ένα ζευγάρι Ελλήνων φοιτητών στο Μονπελλιέ κάνει ωτοστόπ υπό βροχή στα διόδια της Λυών κι ένα άλλο ζευγάρι ντόπιων τους δέχεται στο νωχελικό τους Σίμκα 1100 και τους φιλοξενεί. Το 2012 ήταν η σειρά του φιλοξενούμενου ζευγαριού, ένας εκ των οποίων ο συγγραφέας να κάνει μια παράκαμψη δεκάδων χιλιομέτρων για να συναντήσει τους πρόθυμους φίλους για να δειπνήσουν στις ίδιες θέσεις και για να δουν την κοινή πολαρόιντ του 1976. Τίποτε άλλο. Ιστορίες σαν κι αυτήν με προσελκύουν έντονα για δυο λόγους: αφενός επειδή είναι τόσο ωραία η λογοτεχνία που φτιάχνει η ίδια η καθημερινότητα με αληθή περιστατικά και αφετέρου σπανίζουν τόσο στην καθημερινότητα όσο και στην λογοτεχνία ιστορίες που προκαλούν τόσο χαμόγελο.

Χωρίς να το καταλάβουμε μπορούμε να βρεθούμε από την μέσα πλευρά της εισόδου ενός κτιρίου στην Μητροπόλεως 23· εκεί όπου στεγάζεται το γραφείο του συγγραφέα εδώ και τριάντα χρόνια, με την επωνυμία Μέγαρο Ματαλών και την λέξη ΕΞΕΛΣΙΟΡ κάπου έξω ψηλά. Ο φωτογράφος ενδιαφέρεται τόσο για την μικρή ανθρωπογεωγραφία των κτισμάτων του όσο και για την δυσάρεστη εντύπωση της  μακρόχρονης παραίτησής τους, καθώς διαπιστώνει την αδυναμία «να επιστρατευτεί το μεράκι ειδικών και μη, κάτι που σε αντίστοιχες περιπτώσεις του πολιτισμένου κόσμου δεν αποτελεί καν θέμα συζήτησης». Ωστόσο, ακόμα και στο σύγχρονο νεοελληνικό περιβάλλον με το ακαλαίσθητο και την ύπνωση των αισθητικών αντανακλαστικών μας, εξυφαίνεται, γράφει ο Γεωργίου, μια άλλη αισθητική. Είναι αυτή που συνδυάζει τις έννοιες της εγκατάλειψης με το βιωμένο, των ιχνών του παρελθόντος με την αποστροφή για το νεόκτιστο, του παρ’ ολίγου μεγαλείου με την διάσταση της ανθρωπιάς που κατορθώνει ακόμη να επιβιώνει.

Οι γενικεύσεις θα είναι πάντα ένας κανόνας που θα υπενθυμίζει τη μόνιμη ανάγκη για εξαιρέσεις και η πιθανότητα σφάλματος από όποιες υποκειμενικές ερμηνείες του κόσμου και των κόσμων θα αποτελεί πάντα μια από τις προκλήσεις που καθιστούν τη ζωή αξιοβίωτη. [σ. 206]

Το κείμενο που επιστρέφει Στα «Ολύμπια» με την κουβέρτα μας δεν είναι μόνο ένας φόρος μνήμης στα σινεμά όπου κάποτε η οικογένεια άπλωνε την καρώ κουβέρτα για τέσσερις, πάντα έτοιμη πίσω από το κάθισμα του Φολκσβάγκεν αλλά κι ένας φόρος τιμής στους τόπους και στους ηθοποιούς που ο υπό μύηση θεατής έγινε αυτό που έγινε. Τυχεροί όσοι πρόλαβαν κι ενσωματώθηκαν στους συνειρμούς: η «σεξιτάτη» Μάριαν Φαίηθφουλ επί μοτοσυκλέτας, το ζεύγος του Δολώματος κ.κ. Τζέιν Φόντα και Μισέλ Πικολί, ο Στηβ Ρηβς ως Μασίστας και ως Αινείας, οι Σίντεϋ Πουατιέ, Άλανε Μπέιτς, Τζούλι Κρίστι και τόσοι άλλοι.

Ένα μονοσέλιδο αρκεί για τα Λαού Φορεία, οι παλιές μορφές των οποίων μπορεί να φωτογραφίζονται εν στάσει, στη μνήμη όμως παραμένουν εν κινήσει και σε πλήρη εξάρτυση, με τα ανασυρόμενα τζάμια, τα ευτελή κουρτινάκια και τα νικελένια σταχτοδοχεία μαζί με τους τραγουδιστές της διαπασών. Μισή σελίδα επαρκεί για ένα απομεσήμερο στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, 1973, για τους ανθρώπους που αράξανε τον σκονισμένο φορτωτή και τον πυρακτωμένο οδοστρωτήρα και γύρεψαν καταφύγιο στη σκιά του μόνου καμπίσιου δέντρου.

Αλλά η μεγαλύτερη αγάπη του Γεωργίου, εκθέτη και φωτο-συγγραφέα ούτως ή άλλως του Ωτο – μπιο γκραφί [ΜΙΕΤ, 2015], είναι τα αυτοκίνητα. Η περίφημη Μερσεντές με το κοκκάλινο μέρος του τιμονιού, την εξωτερική περιφέρεια χρώματος κρεμ, τις τρεις συνεπίπεδες ακτίνες, την δεύτερη ομόκεντρη νικελένια στεφάνη, τον μικρό κάθετο λεβιέ εκκινεί ολόκληρη μνημοθήκη αυτοκινήτων, στα οποία ο συγγραφέας υπήρξε αυτόπτης αλλά και πιλότος, εντός κι εκτός. Και με τόσο εξομολογητική γραφή φτάνει ως μια άλλη φωτογραφία, μια χτυπημένη Plymouth όπου σταμάτησε η επίγεια ζωή του πατέρα του. Η ζωή του άλλαξε στα δεκάξι αλλά «η σχέση με την ρόδα παρέμεινε παλμική» κι εκείνος ένας οδηγός συνετός και προσεκτικός – μια βαθειά κληρονομιά.

Το Βασιλικό Θέατρο, το εστιατόριο Όλυμπος Νάουσα, η Στοά Χιρς και η Στοά Αγίου Μηνά, η γενέτειρα Τσιμισκή και η τρίστρατη Διαγώνιος, το Πιτυροπωλείον Κανελλίδη και το Μανάβικο της οδού Μπαλάνου 8 το 1979, όλα συνθέτουν την εικόνα μιας Θεσσαλονίκης που υπήρξε, εν μέρει υπάρχει και σε κάθε περίπτωση θα συνεχίσει να υπάρχει στη μνήμη όσων την είδαν. Ο φακός δεν περιορίζεται στην πόλη αλλά ταξιδεύει εκτός πόλεων και εκτός χώρας και αναζητά ανθρώπους, κτίσματα αλλά και αντικείμενα, όπως το τελευταίο του σημειωματάριο πριν την οριστική και αμετάκλητη είσοδό μας στην ψηφιακή εποχή (The Blue Telephone Book [2001]). Κι αν ξαφνικά αισθανόμαστε ότι ακούμε τζαζ μουσική, είναι επειδή σε κάποιο σημείο διατρέχονται όλοι οι ανάλογοι μουσικοί που απαθανατίστηκαν σε δεκάδες συναυλίες αλλά κι ένα κιβώτιο γεμάτο κασέτες με τζαζ – ίσως το αντικείμενο που ζήλεψα περισσότερο από άλλα αξιοζήλευτα θεαματικά και μη.

Όσα και να έχουν ειπωθεί για την συγγένεια, την αντίστιξη ή το ασύμβατο λογοτεχνίας και φωτογραφίας, εδώ καταφάσκει η απόλυτη διαλεκτική τους.

Εκδ. Εστία, 2015, σελ. 243, σε γυαλιστερό χαρτί, περιλαμβάνονται δεκάδες ασπρόμαυρες.  Ορισμένες από αυτές πλαισιώνουν και την ανάρτηση.

Δημοσίευση και σε: Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο αρ. 219, υπό τον τίτλο Photographs as memories, από εκείνον τον φωτογενή δίσκο των Eyeless in gaza, πίσω στο 1981.

Δημήτρης Καλοκύρης – Παρασάγγες, τόμος Β΄. Ευρετήριο προσωπικών χρόνων

Είναι αδύνατο να βρω τίτλο

Μα μπορεί μια συναρμογή ετερόκλητων ειδών όχι απλώς να λογοτεχνήσει τον βίο και την πολιτεία ενός συγγραφέα, πολύπλευρου εικαστικού δημιουργού και αναγνώστη σαν πλήρης αυτοβιογραφική μυθιστορία αλλά και να διαθέτει όλα τα στοιχεία που κάνουν ελκυστικό ένα μυθιστόρημα: γλώσσα πλουτογραφημένη, στοχασμό κάθετο, ματιά λοξή (σωστό εξτρέμ), χιούμορ αλλά και τέτοια αίσθηση πλοκής ώστε να σπεύδεις να διαβάσεις τι συμβαίνει αλλά και πώς γράφεται το «παρακάτω»; Φαίνεται πως μπορεί, αν πηγάζει από έναν σεσημασμένο ύποπτο που, όπως γράφει στο «Σημείο Φυγής», η λογοτεχνία διαμορφώνεται από μια λανθάνουσα όψη της Ιστορίας η οποία μπορεί να εκληφθεί ως το (συχνά ανατρέψιμο) «σημείο φυγής» για την ερμηνεία του μέλλοντος.

Αλήθεια, όλων των ειδών τα κείμενα (διηγήματα, αφηγήματα, μυθιστορηματικά αποσπάσματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, προφορικές εξομολογήσεις, σημειώματα, κριτικές, εισαγωγές, ποιήματα, εκτενή μεταφράσματα, συνομιλίες, αναμνήσεις, μνήματα λόγου, σπαρταριστές ιστορίες, ορισμοί και αφορισμοί) εδώ τοιχογραφούν ενιαίο μυθοπλαστικό λόγο που πλάθεται σελίδα την σελίδα. Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, δεν υπάρχει ένα έστω απροκάλυπτο αυτοβιογράφημα εδώ; Φυσικά και υπάρχει και μάλιστα εκφωνήθηκε στο τελευταίο μέρος που θα περίμενε κανείς. Γράφει λοιπόν ο συγγραφέας στο «Παράδειγμα προς αποφυγήν»: Δεν μου το είπαν ποτέ κατά πρόσωπο, αλλά υποπτεύομαι ότι με προσκάλεσαν να μιλήσω στους φοιτητές της Φιλοσοφικής μάλλον ως παράδειγμα προς αποφυγήν,  προτού προχωρήσει εξομολογούμενος πώς αποφάσισε να γίνει τεχνολόγος της γλώσσας, τι δουλειά είχε σε μια εγκυκλοπαίδεια, πόσα βιβλία απέρριψε ως αναγνώστης εκδοτικού οίκου (άρα έγιναν μπεστ σέλλερ), πώς άρχισε να φτιάχνει εξώφυλλα για κακοφωτοτυπημένες ή πολυγραφημένες σημειώσεις, πώς διακονεί λόγο και εικόνα.

Όταν φτάνει στην φιλολογική ιδίως δια της μετάφρασης διαστροφή των μετασχηματισμών παραδέχεται ότι δεν προσπάθησε ποτέ να μάθει την γλώσσα των ξένων, απλώς να την καταλάβει. Για να μεταφράσεις λογοτεχνία σημασία έχει πόσο εμβαθύνεις στην δική σου γλώσσα. Το μεταφραστικό πέρασμα από τους αρχαίους στους νεότερους κλασικούς (Ροΐδη, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη) αποτέλεσε καίριο υπόβαθρο για την δική του λογοτεχνία, καθώς εκείνο που αποκόμισε είναι ότι «το κύριο μετάλλευμα αποτελεί η γλώσσα». Όσο για τις σπουδές, δεν έχει σημασία τι ακριβώς σπούδασες, εφόσον ο κόσμος είναι γεμάτος από ηλίθιους που όλο και κάτι έχουν σπουδάσει. Νόημα έχει να ανακαλύπτεις πηγές φωτός στην πληκτική καθημερινότητα, πηγές νερού στην έρημο του πλήθους.

Το παραπάνω κείμενο ευφυώς συμπληρώνεται με [τις] Υπεκφυγές, όπου μεταξύ άλλων αποκαλύπτει και τα περί εικονογραφίας που ασκεί ως αυτοδίδακτος, καθώς τον ενδιαφέρει εξίσου ένα σύμπαν όπου ο λόγος έχει δευτερεύουσα σημασία και προηγείται η αυτοδυναμία της εικόνες, που εκφράζει περισσότερα νοήματα χωρίς γλωσσικό ιδίωμα. Όσο για το ερώτημα ποιο θεωρεί το σημαντικότερο έργο του, το περίμενα πως θα απαντούσε ότι το ένα είναι χειρότερο από το άλλο…Όμως εδώ απολαμβάνει κανείς ερεθιστικότατες απαντήσεις ιδίως σε ερωτήματα πάνω στην διαφορά ενός μετρίου από έναν μεγάλο συγγραφέα, πόσο πρωτότυπος μπορεί να είναι σήμερα ένας συγγραφέας αν ο προβληματισμός και η στοχαστικότητα χαρακτηρίζουν ένα έργο σοβαρό ή μεγάλο και ποιες οι δοσολογίες πλοκής, γλώσσας και άλλων κριτηρίων.

Τι θα πει Τραμ· να το βγάζατε Ταΰγετο!

είπε κάποιος – Μοραΐτης προφανώς – καλοπροαίρετος ενωμοτάρχης στους διαδρόμους των δικαστηρίων όταν δικάζονταν από την Εκκλησία της χούντας τα πέντε τεύχη της πρώτης διαδρομής του Τραμ [1971 – 1972], για το τολμηρό λεξιλόγιο και περιεχόμενο των κειμένων τους. Το περιοδικό διώχθηκε ως φορέας ανηθικότητας σε μια εποχή που ανθούσε βέβαια η τσόντα στις συνοικιακές αίθουσες και στα περίπτερα, αλλά υπήρχε η ηθική του μαρκαδόρου, που μαύριζε τα επίμαχα σημεία στα σχετικά εξώφυλλα. Κι έτσι ο συγγραφέας πέρασε την πύλη των Δικαστικών Φυλακών της οδού Κασσάνδρου, στο πιο άχαρο επεισόδιο της μετεφηβικής του ζωής.

Η ναυμαχία της Ναυαρίνου, ήτοι της γνωστής θεσσαλονίκειας πλατείας με τα υπαίθρια  καφενεία, αφορά βέβαια την εποχή της «δεύτερης διαδρομής» του περιοδικού Τραμ, το οποίο εγκαταστάθηκε σε παρακείμενο ετοιμόρροπο κτίσμα και εστίασε, μεταξύ τόσων άλλων, στην σχέση φωτογραφίας και λογοτεχνίας, θέμα προσφιλέστατο στον συγγραφέα, που παρασύρεται σε σχετικό σύντομο διάγραμμα. Μερικά χρόνια αργότερα, μια άλλη συντροφία αποτελούμενη από έτερους νευρομάντεις της γραφής (Μίμη Σουλιώτη, Γιώργο Σκαπαρδώνη, Πάνο Θεοδωρίδη, Γιώργο Χουλιάρα κ.ά.) θαυματουργεί τις έξοχες περιοδικές, βιβλιακές, επετειακές και πάσης άλλης φύσεως εκδόσεις της «Θεσσαλονίκης του ’97», εξ ου και οι σχετικές εντυπώσεις από το μέτωπο.

Σε κάθε περίπτωση το ταξίδι μέσα στα κείμενα είναι συναρπαστικό και απρόβλεπτο. Όταν ας πούμε ξεκινάει με μια πυκνή συντομογραφία για τον Μυστρά, αναπόφευκτα θα καταλήξει στον Πλήθωνα, κι από εκεί σε μια θρησκεία του ορθού λόγου και κατόπιν σε κάποιο ιεροδιδασκαλείο της Αδριανούπολης, σε ένα λαϊκό κίνημα ανεξιθρησκείας και κοινωνικής ισότητας και στην απογοητευτική Ιστορία που χωρίζει τους ανθρώπους σε χάσματα συνεπώς Το Σχίσμα φαίνεται ότι διαιωνίζει ένα ανατομικό γεγονός θηλυκού γένους που αν ανάγεται στην εποχή της Εύας (αν εννοείται τι εννοώ). Το περίφημο Αμέρικαν Συντρίμ αφηγείται μια αληθινή οικογενειακή ιστορία ελληνικού συνδικαλισμού στην χώρα «των καλύτερων πραγμάτων και των χειρότερων ιδεών», Ο Δαρείος είναι ένα έξοχο διήγημα σύγχρονης ελληνοπερσικής πραγματικότητας, η Ιδιωτική οδός συνδέει σ’ ένα νήμα μια προσωπική του πρωτοβουλία, την ονοματοδοσία ενός δρόμου, μια ποιητική συλλογή με εικόνες και τον Οδυσσέα Ελύτη αυτοπροσώπως. Κατά τα άλλα, στα Χαρτογραφικά γίνεται εκ νέου συνέταιρος χαρτογράφος, μας προειδοποιεί Ιδού ο Γομφίος, έρχεται, μας γνωρίζει τους Κρητικούς του καθαρού λόγου, τοποθετεί τον Μιρό στο Μιρογνωμόνιο, συντάσσει σύντομα Πρακτικά στιχάρπαστου βίου.

Και τι μουσική παίζουν τα τρανζίστορ και τα στερεοφωνικά ενός τέτοιου κειμενογράφου; Ο Καλοκύρης αγανακτεί στο ερώτημα ως πότε θα μας απασχολεί η τύχη ενός καραβιού από την Περσία ή μια φασαρία στα Λεμονάδικα ή γιατί η Συννεφιασμένη Κυριακή αποτελεί μεγαλούργημα ποιητικού λόγου, ενώ αντίθετα τα τρία πρώτα μέτρα του Ruby Tuesday ή το Κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα έργο 61 του Μπετόβεν και σε κάθε περίπτωση προτίμησε να συμμετέχει σε αυτοσχέδιες ροκ μπάντες, αναπνέοντας ήχους ηλεκτρικούς με δωδεκάχορδες, τρικυμιώδη τύμπανα, κουιντέτα πνευστών και άλλα συναφή. Εγώ πάντως το είχα καταλάβει· είναι εμφανής ο συγκεκριμένος μουσικός προσανατολισμός στην γραφίδα του. Εδώ τρικυμιάζουν του κόσμου τα έγχορδα, οργιάζουν οι τζαζ αυτοσχεδιασμοί και κυρίως γεμίζουν τα πνευμόνια με τρόπο που μόνο το ροκ εντ ρολ, ορθόδοξο ή πειραματικό, μπορεί.

Όταν ο Καλοκύρης δεν λογοτεχνεί δική του πρόζα αλλά συγγράφει περί άλλων βιβλίων πραγματοποιεί ο ίδιος ακριβώς αυτό που γράφει κάποια στιγμή για ένα άλλο βιβλίο που μιλάει για άλλα βιβλία, «άρα πραγματεύεται εξ ορισμού τον αντικατοπτρισμό μιας ακολουθίας εννοιών στον αντίστροφο κόσμο της ερμηνευτικής, όπου αντιστρέφονται – όπως μέσω του φωτογραφικού φακού – τα είδωλα στον σκοτεινό θάλαμο της φαντασίας πριν επανεκτεθούν στο χάρτινο περιβάλλον τους». Αν αυτός δεν είναι ένας πλάγιος ορισμός της λογοτεχνίας, σίγουρα ορίζει τις γραφές του εδώ. Μιλάμε για ένα άλλο σώμα μελωμένων κειμένων που αφορά μια σειρά συγγραφείς με αφορμή την παρουσίαση του έργου τους ή κάποιου συγκεκριμένου βιβλίου. Θα περίμενε κανείς αυτά τα κείμενα να είναι τα περισσότερο προβλέψιμα και πάντως εκείνα με την λιγότερη πλοκή.

Αμ δε! Ο Καλοκύρης φτιάχνει πλήρες γράφημα της γραφής τους χρησιμοποιώντας τους τίτλους των βιβλίων τους, στίχους ποιημάτων, φράσεις κειμένων και πυκνογραφεί περίτεχνα τα έργα και τις ημέρες τους. Αν σκεφτούμε δε ότι μεταξύ των τιμώμενων και των προτιμώμενων είναι οι Γιώργος Βέης, Αναστάσης Βιστωνίτης, Πάνος Θεοδωρίδης, Νίκος Χουλιαράς, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Μάριος Ποντίκας, Κώστας Λαχάς και Νάνος Βαλαωρίτης, τότε έχουμε ορισμένους από τους πλέον εκλεκτούς συγγραφείς του εγχώριου μοντέρνου λόγου. Με τον ίδιο τρόπο ανασκοπεί και την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, τον Δ.Τ. Άναλι, τον Γιάννη Ευσταθιάδη, την Κλαίτη Σωτηριάδου και τον Θέμη Λιβεριάδη και νεκρολογεί τον Μένη Κουμανταρέα.

Τα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε παλαιότερες εκδόσεις του συγγραφέα, σε λογοτεχνικά περιοδικά [(δε)κατα, Δεσμός, Εντευκτήριο, Η λέξη, Ποίηση, Ποιητική] και εφημερίδες [Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Τα Νέα, Το Βήμα της Κυριακής, Τόλμη] ή αποτέλεσαν εισηγήσεις σε επιστημονικές συναντήσεις (σε μια εκ των οποίων διαπρεπείς βυζαντινολόγοι ζητούσαν βιβλιογραφία για τον Ευωδιανό και τον Βαθυάνθρακα τους οποίους είχε μόλις επινοήσει), ή εκδηλώσεις, ομιλίες, παρουσιάσεις βιβλίων, εισαγωγές σε εκδόσεις (όπως η εκτενής εισαγωγή του στο περίφημο ταξιδιωτικό πόνημα του Παναγιώτη Ποταγού), παλαιές μεταφραστικές ασκήσεις, σκηνικές αναγνώσεις, ζωντανούς μονόλογους, κριτικά σημειώματα και άλλα και άλλα. Αποδείγματα όλα πως όχι μόνο εδώ υπήρξαν συνομιλίες με συγγραφείς όπως ο Στερν, ο Μπόρχες, ο Κενώ, ο Κορτάσαρ, ο Μπέκετ, ο Εμπειρίκος, ο Θεοφίλου, ο Ζεμενός και σαφώς ο Βαθυάνθραξ, αλλά και ότι οποιοδήποτε υλικό μπορεί να γίνει λογοτεχνία. Αρκεί ο συγγραφέας να είναι σχεδιαστής, αρχιτέκτονας, μηχανικός, οικοδόμος, υδραυλικός και ηλεκτρολόγος του λόγου.

Εκδ. Άγρα, 2016, σελ. 228. Περιλαμβάνονται τρισέλιδο πρώτων εμφανίσεων (και τινά σχόλια) και επιλεκτικό και μάλλον ωφέλιμο ευρετήριο προσώπων.

Ο Α΄ τόμος (Ονομαστικόν) εδώ.

Στην βιβλιοθήκη του Πανδοχείου, στο ράφι με τα εργαλεία, βρίσκονται επίσης τα σύνεργα της πλοιαρχίας και μια μηχανή για κινούμενα τοπία. Παραπλεύρως στέκουν το παλιό και σύντομα το νέο χέρι του σημαιοφόρου.