Αρχείο για Σεπτεμβρίου 2008

29
Σεπτ.
08

Parts & Labour – Receivers (Jagjaguwar, 2008)

Η περίπτωση της Jagjaguwar μου θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, το βάρος της ετικέτας των παλιών ανεξάρτητων εταιριών: αυτή και μόνο αρκούσε να εγγυηθεί για ένα αποτέλεσμα από αξιοπρεπές έως αξιαγάπητο. Ας πούμε λοιπόν πως με την JJ η αναλογία στις 10 κυκλοφορίες είναι 1 έξοχος δίσκος, 1-2 εξαιρετικοί, κι άλλοι τόσοι ενδιαφέροντες. Λίγο είναι; Βρήκαμε τον έξοχο.

Μέχρι σήμερα οι Parts & Labor ήταν ένα διασκεδαστικό, ιδιαίτερα φασαριόζικο punk pop τρίο από το Brooklyn, ΝΥ. Αυτό που άλλαξε σε αυτόν τον 5ο τους δίσκο (3ο στην JJ) ήταν η αποχώρηση του ντράμερ για να ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει συγγραφέας (προφανώς δεν συνδυάζεται η πένα με την μπαγκέτα), η προσθήκη μιας νέας δυάδας (drummer Joe Wong και κιθαρίστρια Sarah Lipstate) στα ιδρυτικά μέλη Dan Friel (φωνή, ηλεκτρονικά) και BJ Warshaw (φωνή, μπάσο) και μια στροφή …αλήθεια, σε πόσες μοίρες υπολογίζεται μια μηχανική μετατροπή;

Εδώ βρίσκεται το βασίλειο του motorik! Γιατί τα νέα ντραμς των P&L παίζουν αυτό το μονότονο, ηχηρό κι επαναλαμβανόμενο 4/4 που κυρίως έπαιζαν τα kraut rock σχήματα – ο όρος που βγαίνει από το motor skill (άκου ενδεικτικά τους Neu!). Πάνω σε αυτό το στέρεο εδαφικό beat οργιάζουν πιασάρικα τραγούδια θορυβώδους ποπ με τείχος κιθάρων και αρμονικά φωνητικά. Η φωνή του Dan Friel (που κυκλοφόρησε και προσωπικό δίσκο φέτος, το Ghost Town) κολυμπάει με πλήρη σταθερότητα σε όλο αυτό το ωκεάνιο ορυμαγδό. Κι επιτέλους, τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν είναι πάντα shoegaze! Κάπως έτσι ήταν το ροκ εντ ρόλ που έπαιζε, όποτε αποφάσιζε, ο Brian Eno, που δοκίμασαν οι Wire στις δεύτερες δόξες τους και οι Hawkwind στις τρίτες λόξες τους. Ένα οργανωμένο χάσιμο, πολύ ποπ για να είναι ροκ, και πολύ noisy για να είναι ποπ. Μια από καιρό χαμένη αίσθηση οικονομίας κυριαρχεί και εδώ: αντί για 15 τραγούδια του δευτερολέπτου, καλύτερα μια γερή 8άδα επιμηκυμένων επών.

Σε ετούτη την ωριμότερη δυνατή στιγμή του σχήματος και πίσω από τα τόσο πιασάρικα tunes υπάρχει ένα αρτ ροκ που ενδιαφέρεται για την αμεσότητα μεν αλλά και την πολυπλοκότητα του ήχου του: η διπλόταστη κιθάρα ακούγεται τετραπλή, όσο για τα samples… το γκρουπ προσκάλεσε φίλους και φανς να στείλουν στην ιστοσελίδα τους κάθε ηχογραφημένο sample του γούστου τους, με ερωτήσεις-εναύσματα, τύπου: «Πώς ακούγονται οι γονείς σας; Τι φοβάστε περισσότερο και τι ήχο έχει αυτό;» Ακούγεται απίστευτο αλλά τα εκατοντάδες απεσταλμένα στοιχεία ενσωματώθηκαν μέσα στα τραγούδια και στις συνδέσεις τους, κολλώντας τα μεταξύ τους και κάνοντας τον δίσκο να κυλάει σαν καταρράκτης, μια κι έξω και κατά πάνω μας.

Οι στιχουργικές εμμονές των P&L δεν έχουν αλλάξει: τριγυρίζουν απειλητικά την εφιαλτική τεχνο-πρόοδο και τις συνακόλουθες μεταβιομηχανικές παράνοιες. Το Nowheres Nigh είναι το αδιαφιλονίκητο σινγκλ και μια υπόμνηση για το πόσο υπέροχα θα φώτιζαν οι πετρελαιοπηγές σε νυχτερινές εκρήξεις, ενώ οι γεωπολιτικές παρατηρήσεις του Satellites αλλά και ο υπόγειος ψυχεδελικός σκελετός του The Ceasing Now καλύπτονται από σχεδόν εθιστικές συνθέσεις, όπως εθιστικός είναι ολόκληρος ο δίσκος, από την αρχή ως το τέλος.

Πρώτη δημοσίευση εδώ.

23
Σεπτ.
08

Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 488 (Σεπτέμβριος 2008)

 

Μια από τις πιο αγαπημένες μου κινηματογραφικές σκηνές είναι η τελευταία του Smoke (1995, Wayne Wang): ο Harvey Keitel, ιδιοκτήτης καπνοπωλείου – κέντρου συνάντησης συνομιλητών, επισκέπτεται την ηλικιωμένη μητέρα ενός μαύρου κλέφτη του καταστήματός του. Ο αρχικός του σκοπός να της επιστρέψει το πεσμένο πορτοφόλι του γιου της αλλάζει μόλις ανοίγει η πόρτα. Η γυναίκα είναι τυφλή, τον υποδέχεται σαν τον άσωτο υιό που την εγκατέλειψε, εκείνος ανταποκρίνεται στον ρόλο που του αποδίδεται. Πιθανώς κι εκείνη συναισθάνεται την αυταπάτη αλλά αμφότεροι υποδύονται τους ρόλους τους σαν βάλσαμο ψυχής, ίσως και για να μην περάσουν μόνοι τους τα Χριστούγεννα. Η ταινία σβήνει μέσα από μια σειρά διαδοχικών ασπρόμαυρων φωτογραφικών καρέ, υπό το σπαρακτικό τραγούδι του Tom Waits, You’re innocent when you dream.

Το σενάριο της ταινίας (αλλά και την συν-σκηνοθεσία) υπέγραφε ο Πολ Όστερ, έναν από τους πλέον αγαπημένους σύγχρονους συγγραφείς, ενώ η τελευταία σκηνή αποτελούσε το θέμα του διηγήματός του Augie Wren’s Christmas Story. Άλλωστε το Smoke ήταν μια ωδή στην καθημερινότητα της Νέας Υόρκης, πόλης που αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς του Όστερ, και όχι μόνο λόγω της περίφημης Τριλογίας του [The New York Trilogy: City of Glass, Ghosts, The Locked Room (1985-1987)].

Μάστορας ενός ιδιότυπου ρεαλισμού όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, ο Όστερ βλέπει τον άνθρωπο «σαν μια ενότητα ταυτοτήτων, παρά σαν ένα πλάσμα, ανίκανο να γνωρίσει ολοκληρωτικά ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό» και διασκορπίζει τους ήρωές τους σε πολλαπλούς αντικατοπτρισμούς και σωσίες. Οι χαρακτήρες του ισορροπούν σε λαβυρίνθους συμπτώσεων, παραλόγου και αμφισημίας των λέξεων και «για να ανακαλύψουν την αλήθεια πρέπει να κάνουν συνεχείς επιλογές και μοντάζ πάνω σε έναν κόσμο ατέλειωτων πιθανοτήτων».

Το στοιχείο που προσωπικά με γοητεύει αφάνταστα στη γραφή του Όστερ είναι όλη αυτή η παρουσίαση ενός σύμπαντος κυβερνημένου από την τύχη και τις συμπτώσεις. Η συνειδητοποίηση του πόσο πολύ οι νόμοι του τυχαίου και των ασυνείδητων επιλογών αφορούν τη ζωή μας αλλά και το ίδιο το έργο του συγγραφέα. Σε ένα από τα τρία κείμενα που υπογράφει ο ίδιος σε αυτό το αφιέρωμα (και τα οποία συμπληρώνουν ένα σύνολο εξαιρετικών κειμένων βύθισης στην ιδιαιτερότητά του) αναφέρεται σε αυτό ακριβώς το στοιχείο: «Ο λάθος αριθμός» είναι μια διήγηση, για το πώς ένα λάθος τηλέφωνο ξετύλιξε μια ιδιαίτερη ιστορία στη ζωή του Όστερ, που με τη σειρά της έγινε κείμενο.

Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με τον ιδανικότερο τρόπο: με πλήρη κατάλογο των βιβλίων του με λίγα λόγια για την πλοκή, μια ακόμα λίστα βιβλίων στα οποία επέδρασε ή συμμετείχε αλλά και ταινιών με τις οποίες ενεπλάκη με τον ένα ή τον άλλο ή τον πιο πέρα τρόπο.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον κείμενο ξεχωρίζει από την γνώριμη τευχιακή ύλη: μια πρώτη παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του έτερου ταυτισμένου με την Νέα Υόρκη συγγραφέα, του Don DeLilo (που, με την ευκαιρία, γοητευμένος κι αυτός από την γραφή του Όστερ, έγραψε πως πρόκειται «για παραδοσιακή αρχιτεκτονική με εντελώς μοντέρνο εσωτερικό»). Ο DeLilo προστίθεται στην λίστα των συγγραφέων που μιλούν για την 11η Σεπτεμβρίου και την μετα-εποχή της και ο τίτλος The Falling Man προφανώς δεν αναφέρεται μόνο σε εκείνους που έκαναν κατακόρυφη βουτιά από τα γραφεία τους εκείνο το μεσημέρι που άλλαξε τον κόσμο.

Η λογοτεχνική ενημέρωση δεν στερείται λυπηρών νέων (τα οποία συχνά μαθαίνουμε μόνο από τέτοια έντυπα): οι Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν και Στέλλα Βογιατζόγλου έχουν περάσει στην απέναντι πλευρά. Θα κρατήσουμε όμως τις σελίδες τους στην αποδώ.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.mic.gr/books.asp?id=15951




Σεπτεμβρίου 2008
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  

Blog Stats

  • 1.133.058 hits

Αρχείο