Brian Wilson – That lucky old sun (Capitol, 2008)

All these people, they make me feel so alone, ξεστομίζει κάπου στο Midnight’s Another Day ο αειθαλής γκουρού της Υπέρτατης Ποπ Θρησκείας, κ.κ. Brian Wilson, ετών 66. Οι λεζάντες μας κάτω από το όνομά του γράφουν: Beach Boys, η βίβλος της ποπ αρμονίας, ένας δίσκος ορόσημο, απροσμέτρητη επιρροή σε μυριάδες επιγόνους, νευρική κατάρρευση στα sessions του τότε απορριφθέντος Smile, επιστροφή. Σε εκείνη την πνευματική του συσκότιση αναφέρεται η σπαρακτική φράση At 25, I turned out the light/’Cause I couldn’t handle the glare in my tired eyes (από το Goin’ Home). Είναι λοιπόν το That Lucky Old Sun ένας α λα Scott Walker δίσκος θλίψης και κατάβασης στις αβύσσους; Ούτε κατά διάνοια!

Εδώ υπάρχει φως, εκτυφλωτικό και ευφοριακό, υπάρχει το υλικό των ονειρωδών πεδίων που μας πήγαινε ο Brian, με όλα τα συναφή: έγχορδα, πνευστά, αρμονικά back vox, η στόφα της ιδανικής 60ς ποπ με ροκ ενορχήστρωση. Εδώ τίποτα δεν έχει αλλάξει από το ανέμελο λούστρο της αιώνιας και υποτιθέμενης ξενοιασιάς των αρχικών 60ς (προσέξτε: στην προ – acid εποχή!) αλλά και τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο. Αυτό είναι το concept του That lucky old sun (που τιτλοφορείται από το γνωστό τραγούδι του 1949, που προφέρθηκε από τα χείλη των Armstrong, Charles και Sinatra): 24 ώρες στον αγαπημένο του τόπο του – το Los Angeles, ένα τραγουδιστικό sightseeing, που βολτάρει σε μερικά αξιοθέατα, στην κινηματογραφική βιομηχανία του L.A., στο πνεύμα της ακτής.

Εδώ ξαναμαζεύονται δίπλα του ο Van Dyke Parks (περίφημη μούρη των σκηνών και των προαστίων, συ-συνθέτης στο Smile, λεκτικός προμηθευτής των Γουιλσονικών ραψωδιών – σας συστήνω οπωσδήποτε το κοινό τους Οrange Crate Art) και ο πολυοργανίστας Scott Bennett, οι Wondermints γενικώς, κοινώς η μπάντα που σμίλεψε τις νέες εκδόσεις των Pet Sounds και Smile. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε τους 4 πρώτους μήνες του 2008 στα Χολυγουντιανά Capitol Studios, όπου ηχογράφησαν για πρώτη φορά οι Boys του το Surfin Safari/409 (1962).

Δεν μας πειράζει που ανάμεσα στα τραγούδια εισχωρούν μικρά ιντερλούδια άκομψης φωνητικής απαγγελίας του Brian (τακτική Johnny Cash;), με μουσική υπόκρουση του Parks. Γιατί τα «κανονικά» τραγούδια φωτίζουν υπέροχα, όπως το σούπερ doo-wop Good Kind of Love, το νοσταλγικό βιμπραφωνίζον Forever She’ll Be My Surfer Girl, το Mexican Girl που μαντεύετε ακριβώς τι είναι, το Live Let Live.

Μεγάλη μπουγκιά παίξε, μεγάλη κουβέντα μην πεις. Γι’ αυτό και το σούπερ boogie Going Home blues μιλάει γι’ αυτά που δεν ειπώθηκαν τότε: για την ζοφερή εκείνη εποχή των τελών των 60ς που ο BW άρχισε να χάνει το χαμόγελό του και τα νεύρα του την υπομονή τους. Οι εποχές έχουν αλλάξει και στις παραλίες δεν υπάρχει η σερφ ανεμελιά αλλά η σφαγή των φαλαινών (στην οποία αφιερώνει το έξοχο Live Let Live). Κάποιοι πήραν τα διαμάντια από την ψυχή του και τα μετέτρεψαν σε κάρβουνο, μας λέει στο Oxygen To The Brain. Αλλά ο αίλουρος είναι εδώ και τους φτύνει ήλιο: I wasted a lot of years, I’m filling up my lungs again and breathing life.

Μοναδικό παράπονο: που αυτά τα φωτεινά ταξιδιάρικα τραγούδια κυκλοφορούν το Σεπτέμβριο, που εδώ για μας είναι μια τόσο αμήχανη, μελαγχολική εποχή. Αλλά θα μου πείτε, ούτε τα καλοκαίρια μας είναι αυτά που ήταν, πόσο μάλλον εκείνου….

Πρώτη δημοσίευση: http://www.mic.gr/cds.asp?id=15914

Ρίτσαρντ Γουόλιν – Η γοητεία του ανορθολογισμού

Σε μια «ιδανική βιβλιοθήκη» αναμφισβήτητα έχουν θέση το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Λουί Φερντινάν Σελίν, τα «Κάντος» του Έζρα Πάουντ, η «Παρακμή της Δύσης» του Όσβαλντ Σπένγκλερ, τα βασικά έργα των Νίτσε και Χάιντεγκερ, ενώ από μια «διευρυμένη» μορφή της δεν θα έλειπαν ούτε βιβλία των Ζορζ Μπατάιγ, Μορίς Μπλανσό, Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ, Κ. Γκ. Γιούνγκ. Η συγκέντρωση των παραπάνω σε ενιαίο τμήμα συχνά στοιχειοθετεί την άτυπη κατηγορία «έργα που ασπάστηκαν τον φασισμό, φλέρταραν με αυτόν ή χρησιμοποιήθηκαν ως θεωρητικές και φιλοσοφικές βάσεις του». Αυτή η απλουστευτική υπόθεση αποτελεί μία από τις παραμέτρους συζήτησης ενός πάντοτε ακανθώδους και πολυπλόκαμου ζητήματος, εκείνου της σχέσης της κορυφαίας διανόησης και σκέψης με τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες.

Ο Ρίτσαρντ Γουόλιν, γνωστός αμερικανός ιστορικός των ιδεών και καθηγητής της Ιστορίας του City University of New York συγκεντρώνει τα παραπάνω ονόματα στο δικό του ερμηνευτικό ράφι για να υποστηρίξει μια ευρύτερη θεωρητική κατασκευή: την άμεση επιρροή των αντίθετων ιδεών του Διαφωτισμού («αντι-Διαφωτισμού») και συνακόλουθα της ακροδεξιάς πολιτικής σκέψης στην μεταπολεμική γαλλική διανόηση, τον μεταμοντερνισμό και τον μεταδομισμό. Επιθυμώντας να συντάξει την «αρχαιολογία της μεταμοντέρνας θεωρίας», χαρτογραφεί τη γενεαλογία της και εντοπίζει τις πηγές της στις προ-φασιστικές θεωρίες του Μεσοπολέμου.

Για τον Γουόλιν η δυσπιστία του μεταμοντερνισμού για την αντικειμενική «αλήθεια», τον «ορθό λόγο», το «αίτιον», τον ανθρωπισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία και η αντιμετώπισή τους ως μηχανισμών καταπίεσης που συνεπάγονται περιορισμούς και απαγορεύσεις αποτελούν στην ουσία μετάγγιση των βασικών θέσεων των Νίτσε και Χάιντεγκερ και ολόκληρης της παράδοσης της γερμανικής Kulturkritik του 20ού αιώνα. Ηπαραπάνω παράδοση αποτέλεσε και τον πυρήνα της μεταδομιστικής θεωρίας (Φουκώ, Ντερριντά, Λυοτάρ, Μπρωντιγιάρ), που με τον τρόπο αυτό κληρονομούσε στοιχεία της ευρωπαϊκής δεξιάς σκέψης. Συνεπώς τίθεται και ζήτημα εαν ο μεταδομισμός και ο μεταμοντερνισμός αποτελούν κινήματα της πολιτικής Αριστεράς, εφόσον αυτή υπήρξε πάντοτε ορθολογική και οικουμενική, υπέρμαχος της δημοκρατίας, της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Γουόλιν αναπτύσσει το συλλογισμό του σε δύο βασικά τμήματα, όπου διερευνά την πνευματική κληρονομιά τριών Γερμανών (Νίτσε, Γιουνγκ, Γκάνταμερ) και δύο Γάλλων (Μπατάιγ, Μπλανσό) στοχαστών, σε δύο αντίστοιχες παρεκβάσεις για την σύγχρονη Δεξιά των παραπάνω χωρών, καθώς και σε εκτενή πρόλογο και συμπεράσματα.

Είναι ευνόητο πως το πλήθος ιστορικών στοιχείων και πληροφοριών παρουσιάζεται με ελκυστικό τρόπο και διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον. Η διερεύνηση των θεωρητικών βάσεων του φασισμού, όπου υπάρχουν, έχει το ενδιαφέρον της και είναι πάντα ένα ζήτημα ανοιχτό. Η ιδιαίτερη όμως επιμονή του Γουόλιν σε ορισμένες θέσεις και η συνεχής επανάληψή τους φαίνεται να του στερεί την απαιτούμενη ψύχραιμη και αντικειμενικότερη θεώρηση των δεδομένων του. Δημιουργείται συχνά η εντύπωση πως έχει ήδη διαμορφώσει άποψη και έχει αποφανθεί προτού διατρέξει ολόκληρο το υλικό του, πως τα συμπέρασματά του έχουν προηγηθεί της έρευνας.

Είναι ενδεικτικό ότι θέση συμπεράσματος επέχει ένα μικρό δοκίμιο για την εικόνα της Αμερικής στην σύγχρονη σκέψη. Εδώ ο Γουόλιν, υπερασπιζόμενος την σκέψη της Αμερικανικής Ηπείρου (που ταυτίζει με τις έννοιες της πολιτικής νεωτερικότητας, του ατομικισμού, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του φιλελευθερισμού) στηλιτεύει την ιδέα της Αμερικής ως δυστοπικής χώρας ανίκανης να δημιουργήσει πολιτισμό και ασκεί απροκάλυπτη κριτική στους εκφραστές της, όπως οι Μπρωντριγιάρ και Ζίζεκ, συχνά με αμφίβολα επιχειρήματα. Ενδεικτικό παράδειγμα: «Το 1991 ο Μπρωντριγιάρ έγραψε ένα μικρό βιβλίο με τον έξυπνο τίτλο «Ο πόλεμος του Κόλπου δεν έγινε ποτέ», στο οποίο υποστήριζε ότι ο αληθινός πόλεμος είχε πολύ μικρότερη σημασία από την προσομοίωσή του στα ΜΜΕ. Ο «αληθινός» πόλεμος ήταν ο αγώνας για την κατάκτηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης, με «στρατηγούς» τους συμβούλους των καναλιών, τους κατασκευαστές εικόνας … Αν όμως ο πόλεμος δεν συνέβη ποτέ, τότε γιατί να γράψει κανείς ένα βιβλίο γι’ αυτόν; … Αφού τα «ανάφορα» έχουν πεθάνει, γιατί να προσθέσουμε ακόμα ένα μετασχόλιο στο πλήθος των νεκρών;» (σ. 485).

Εξίσου συζητήσιμο μοιάζει το σημείο αιχμής του Γουόλιν, πως η εξύμνηση της διαφοράς και της ετερότητας που υποστηρίζει ο μεταμοντερνισμός εις βάρος του ορθού λόγου «μπορεί να διολισθήσει σε έναν νέο πνευματικό φυλετισμό, ενώ η παρουσίαση των πολιτισμών ως κλειστών μονάδων οδηγεί στον εθνοκεντρισμό και αποκλείει τον κοσμοπολιτισμό» (σ. 455), χωρίς να διαφοροποιεί με επιστημονικά κριτήρια την ταύτιση της πολιτιστικής διαφοροποίησης (που προκρίνει ο μεταμοντερνισμός) με την φυλετική (που υποστηρίζει η άκρα Δεξιά). Εξάλλου, η μονόπλευρη και αποκλειστική θεώρηση του ανορθολογισμού ως αμιγώς αρνητικού στοιχείου και όχι αντιστικτικού παράγοντα στις ιδεοπλαστικές διεργασίες και στην ίδια την συγκρότηση του ορθού λόγου πιθανώς υπογραμμίζει την δυνατότητα του Γουόλιν να αναλύει ως ιστορικός των ιδεών και όχι ως φιλόσοφος – γι’ αυτό και η κριτική έχει αναφερθεί σε επιχειρήματα που στέκουν από ιστορική μόνο άποψη ενώ χωλαίνουν θεωρητικά και φιλοσοφικά. Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός πως η κριτική του αφορά την γαλλική διανόηση ενώ το αντίστοιχο βρετανικό κομμάτι περνάει στο απυρόβλητο.

Ακόμα κι έτσι όμως, η εν λόγω κατασκευή σαφώς προσφέρει νέες αφορμές για προβληματισμό, διάλογο και αντιπαράθεση, τη στιγμή άλλωστε που ο συγγραφέας της (δηλώνοντας ως πρότυπά του τους Αντόρνο και Χάμπερμας) τονίζει με κάθε ευκαιρία πως τίθεται υπέρ της δημόσιας συζήτησης.

Συντεταγμένες: Ρίτσαρντ Γουόλιν – Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό. Από τον Νίτσε στον Μεταμοντερνισμό, μτφρ. Μ. Φιλιππάκου, εκδόσεις Πόλις, σελ. 570.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 15 (φθινόπωρο 2008). Φάκελος Ολοκληρωτισμός.

Στις φωτογραφίες: Σπένγκλερ, Σελίν, Χάιντεγκερ, Μπλανσό, Λα Ροσέλ.