Περιοδικό Διαβάζω (τεύχος 499, Σεπτέμβριος 2009)

 

Υπάρχει χρόνος για μια τελευταία βουτιά στα αχανή λογοτεχνικά νερά; Να διαλέξουμε τότε μια άγνωστη περιοχή: την σύγχρονη (μετά το 1974) λογοτεχνία της Κύπρου, τρέχον κεντρικό αφιέρωμα. Γνωρίζαμε μόνο τους Νίκη Μαραγκού, Μάριο Μιχαηλίδη, Λεύκιο Ζαφειρίου, Αντώνη Γεωργίου και ελάχιστους ακόμα, τώρα έχουμε πλήρη επισκόπηση, παρουσιάσεις, προδημοσιεύσεις κ.ά. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δούμε πόσοι και ποιοι από την «γενιά του ’74» μετέπλασαν λογοτεχνικά την τραγική σύγχρονη ιστορία, χωρίς ολίσθημα στις γνωστές παγίδες.

Δυο συγγραφείς που γνωρίζουν καλά την ρευστότητα της έννοιας πατρίδα (Ίνγκο Σούλτσε, Τηλέμαχος Κώτσιας) προτείνουν τα νέα τους διαθέσιμα μυθιστορήματα και συζητούν με εντεταλμένους απεσταλμένους, ο Φίλιππος Φιλίππου υποστηρίζει το νέο ιδιότυπο νουάρ στιλ της Τζίλιαν Φλιν, ο Θεόδωρος Παπαγγελής (Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους, Διαδρομές στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, εκδ. Gutenberg) μας πείθει πως το οβιδιακό «εναλλακτικό έπος» αποτελεί την «πιο ευπώλητη μυθολογική εγκυκλοπαίδεια της δυτικής λογοτεχνίας».

Κι ένα κουίζ για τα τέλος: ποιος εκδοτικός οίκος θα βγάλει το ανολοκλήρωτο διήγημα The original of Laura του Ναμπόκοφ, για το οποίο είχε αφήσει γραπτές οδηγίες να καταστραφεί μετά τον θάνατό του αλλά ο καλός γιος του αποφάσισε να εκδώσει; Μην το ψάχνετε, τα δικαιώματα δόθηκαν «δικαιωματικά» στο Playboy και όχι στο αναμένον New Yorker. Κατά τα άλλα οι πανάξιοι Π. Μάρκαρης και Λ. Διβάνη αποχώρησαν από το ΕΚΕΒΙ, εφόσον τίποτα δεν γίνεται από το κράτος για τον χώρο του βιβλίου. Κοίτα ρε παιδί μου, και δεν το είχα καταλάβει…

Δημοσίευση και εδώ.

Λογοτεχνείο, αρ. 32

Τζέιν Μπόουλς, Απλές απολαύσεις, εκδ. Απόπειρα, 1991, μτφ. Χριστίνα Μπάμπου – Παγκουρέλη, σ. 98-99 (Jane Bowles, Simple pleasures, 1946).

Μια βαθιά ψύχρα είχε σταθεί στα κόκαλά της, και ένιωθε σαν ναρκωμένη. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια πότε αυτή η αίσθηση είχε διαδεχθεί την προηγούμενη, ούτε της πέρασε από το μυαλό να το ερευνήσει, αλλά τώρα ένιωθε μία ανησυχία που βάραινε το στήθος της σαν πέτρα εκεί που πριν υπήρχε έντονο το συναίσθημα του ενθουσιασμού και της αναμονής. «Αισθάνομαι τόσο πεσμένη» είπε από μέσα της. «Σαν να παρακολουθώ την ίδια την κηδεία μου». Και δεν το είπε αυτό με πνεύμα υπερβολικής μελαγχολίας, όπως μερικοί άνθρωποι έχουν μάθει να κάνουν όταν δεν βρίσκονται σε καλή διάθεση, αλλά με απόλυτη σοβαρότητα και με τη συνηθισμένη της παθητικότητα. Στην πραγματικότητα είχε αυτή την ταπεινή έκφραση που καθρεφτίζεται πολύ συχνά στα πρόσωπα των αρρώστων. (…)
«Αυτή η νύχτα δεν είναι ούτε γι’ ανθρώπους ούτε για ζώα» φώναξε προς την Σάντη, με τρόπο που φαινόταν ότι ηχούσε ταυτόχρονα εγκάρδιος και επιτηδευμένος. Δεν το έκανε για να την εντυπωσιάσει, αλλά για να την κρατήσει σε κάποια ασφαλή απόσταση.

Στην Έλενα Χουζούρη