Αρχείο για Οκτώβριος 2009

30
Οκτ.
09

Ριού Μουρακάμι – Σχεδόν διάφανο γαλάζιο

Έβαζα τα δυνατά μου ν’ ανασάνω αλλά μετά βίας έπαιρνα λίγο, ελάχιστο αέρα, κι αυτός ακόμη έμοιαζε να μην μπαίνει από τη μύτη ή το στόμα μου, αλλά σαν να περνούσε από μια μικρή τρυπούλα στο στήθος μου. Οι μηροί μου είχαν κι αυτοί μουδιάσει τόσο που σχεδόν δεν μπορούσα να κουνηθώ. Κάθε τόσο ένας πόνος μου έσφιγγε την καρδιά. Οι πρησμένες φλέβες στα μηνίγγια μου συσπούνταν. Με το που έκλεισα τα μάτια μου, ένιωσα να με πιάνει πανικός, σαν να με ρουφούσε μέσα του με τρομερή ταχύτητα ένας χλιαρός στρόβιλος. Κολλώδη χάδια διέτρεχαν όλο μου το κορμί, κι άρχισα να λιώνω σαν το τυρί στο χάμπουργκερ. Πώς είναι όταν έχεις στάλες λάδι σε νερό έτσι ένιωθα έντονα διακριτές περιοχές κρύου και ζέστης να μετατοπίζονται στο σώμα μου. Στο κεφάλι μου και στο λαρύγγι μου και στην καρδιά μου και στον πούτσο μου μετακινούνταν κύματα πυρετού. [σ. 27]

Πριν ακόμα φτάσουμε εκεί, ήδη από την πρώτη εικόνα με την γυμνή ιδρωμένη γυναικεία πλάτη, το κραγιονισμένο τσιγάρο, κόκκινο φως, πόδια που ξεκαλτσώνονται κι ένα μπουκάλι κρασί έτοιμο να χυθεί, αντιλαμβάνεται κανείς πως αυτές οι σχεδόν διάφανες γαλάζιες σελίδες δεν θα κρύψουν τίποτα από τα ενδότερα ενός ιδιαίτερου κόσμου. Ο κεντρικός χαρακτήρας Ριού (παραδοχή αυτοβιογράφησης;) κολυμπάει καθημερινά σε ναρκωτικές θάλασσες και αλκοολούχα νερά, μαζί με μια σειρά άλλων προσώπων με τα οποία συνουσιάζεται, συνφτιάχνεται, συνομιλεί και συνταράζεται. Το περιβάλλον τους είναι μια τερατώδης αστυγραφία, ένας ασφυκτικός περίγυρος καταναλωτισμού και βίαιης εκδυτικοποίησης, μια Ιαπωνία που ούτως ή άλλως ιλιγγιώνεται μια φαντασμαγορική τεχνολογική κούρσα, πιστή ακόλουθος της αμερικανικής ιδέας (η στρατιωτική βάση και τα πιόνια της βρίσκονται πάντα σε απόσταση αναπνοής). Τι άλλο (καλύτερο) υπάρχει λοιπόν να κάνει κανείς από το να λιώνει με τους ομοίους του στην λαγνεία, τον αλληλοβιασμό, τις ουσίες, το διαρκές «χάσιμο», τον σωματικό πόνο, τις πάσης φύσεως εκτονώσεις και εκκρίσεις;

Καθώς η ναυτία εναλλάσσεται με τον οργασμό, οι πόσεις με τους εμετούς, οι εκστάσεις με τις καταπτώσεις, οι μορφασμοί με τα γέλια, όλοι τους μοιάζουν να ζουν καθυστερημένα τα 60ς, ανεστραμμένα πλέον στην απόλυτη απομόνωση και την αυτοκαταστροφική τοξικομανία. Η κοινότητα εδώ είναι εύκολα ανατινάξιμη: Ό, τι τους συνδέει μπορεί να τους χωρίσει. Από την άλλη δεν αγνοούν απλώς, αλλά φτύνουν μια ιαπωνική κοινωνία που μόλις βγαίνει υπερήφανα, αν και τρεκλίζοντας, από το ένδοξο παρελθόν και τρέχει να βγει πρώτη στην καταιγιστική κούρσα της ανάπτυξης. Από την αρχαιότητα των σαμουράι ως την απόλυτη μοντερνοποίηση η απόσταση λες και διανύθηκε σε κλάσματα φωτός.

 Η περιφερειακή πλοκή αδυνατεί να σταθεί σε κάποιο σημείο, οπότε αναλαμβάνει ο εικονολάγνος κινηματογραφικός φακός του Μ. να ακολουθήσει λαχανιαστά τις παρεκτροπές των χαρακτήρων που ζαλισμένοι απ’ τα Nibrole και αναίσθητοι / παραίσθητοι από τα Philopon και τις κάψουλες μεσκαλίνης σέρνονται σε βρώμικα δωμάτια, ανάμεσα στα πεταμένα εσώρουχα, γόβες με στάχτες, απομεινάρια φαγητών, έντομα, μπουκάλια, σπέρματα. Όμως να μην πει κανείς πως η παθητικότητα των χαρακτήρων είναι αποκλειστικό προνόμιο της παραιτημένης νεότητας, εφόσον αποτελεί καθολικό χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών όπου οι πάντες ανέχονται τα πάντα. Ακόμα κι έτσι αυτοί εδώ έχουν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν έστω και επιθανάτιες κορυφώσεις. Και στις φωτεινές τους διαλείψεις μπορούν να δουν πολύ περισσότερα, και ιδίως ο Ριού, ήρωας και δημιουργός του, που όταν οι άλλοι μέσα στην παραζάλη και τις παρενέργειες ίσα που μπορούν να ακούσουν στα πικάπ Doors, Hendrix, Stones, It’s a Beautiful Day, Mal Waldron, το σάουντρακ του Orfeu Negro, τις σάμπες του Luiz Bonfá και τους …Osibisa, εκείνος αντιλαμβάνεται τις ανατάσεις που κρύβονται εκεί μέσα, αποστασιοποιείται, μοιάζει να κρατά σημειώσεις και να παρατηρεί τον κόσμο όπως όταν ήταν μικρός.

Φώτα νέον που σου τρυπούσαν τα μάτια και προβολείς απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα που κόβανε το σώμα στα δυο, φορτηγά που περνούσαν μ’ ένα βουητό όμοιο με τις κραυγές τεράστιων υδρόβιων πτηνών, μεγάλα δέντρα που ξεφύτρωναν ξαφνικά μπροστά μας κι ερημωμένα, ρημαγμένα σπίτια στην άκρη του δρόμου, φάμπρικες με παράξενα μηχανήματα αραδιασμένα το ένα πλάι στο άλλο, τσιμινιέρες που ξερνούσαν φωτιά ψηλά στον ουρανό – ο δρόμος ξετυλιγόταν μπροστά μας σα λιωμένο ατσάλι που χύνεται απ’ το καμίνι. Το φουσκωμένο σκοτεινό ποτάμι που έκλαιγε σαν κάτι ζωντανό, ψηλό χορτάρι δίπλα στο δρόμο να χορεύει στον αέρα, ένας ηλεκτρικός σταθμός μ’ έναν μεγάλο μετασχηματιστή περιφραγμένο μ’ αγκαθωτό σύρμα να ξεφυσά ατμούς, κι η Λίλυ να γελά, να γελά τρελά… [σ. 104]

Ήταν το πρώτο σοκ με το οποίο ο συγγραφέας (γενν. 1952, συνώνυμος πλην άσχετος με τον Χαρούκι Μουρακάμι) φιλοδώρησε την ιαπωνική κοινωνία, επιφυλάσσοντάς της μερικά ακόμα τόσο με μυθιστορήματά του, όπως το Coin Locker Βabies, σχετικά με τα παιδιά που εγκαταλείπονται στις θυρίδες των σιδηροδρομικών σταθμών, το απολύτως ροκ εντ ρολλ 69, όντας και ο ίδιος ρόκερ, το Kyoko (το μόνο μέχρι στιγμής εδώ μεταφρασμένο, ως Η Κυόκο στη Νέα Υόρκη), όσο και με τον κινηματογράφο του, βασική ασχολία που άσκησε σεναριακά και σκηνοθετικά, από το περίφημο Τokyo Decadence (γνωστό και ως Topaz, με μουσική Ryuchi Sakamoto) έως τα Αudition και Raffles Ηotel.

Ανεξάρτητα από συσχετίσεις με Ντε Σαντ, Ζενέ, Μπουκόφσκι, Μίσιμα, Μίλλερ, Μπρετ Ιστον Ελις, Παλανιούκ, την «Γλώσσα του φιδιού» της Χιτόμι Κανεχάρα και τα Bushido εγχειρίδια, πέρα από τίτλους του «απόκρυφου ευαγγελίου» της ιαπωνικής νεολαίας και του κορυφαίου απωανατολικού «καλτ» μυθιστορήματος, ετούτο το απόλυτο ιαπωνικό sex, drugs and rock ΄n΄ roll μας είναι εξαιρετικά οικείο και για έναν ακόμα λόγο: συνομιλεί με τον Νίκο Νικολαΐδη, από την Γλυκειά Συμμορία στο Singapore Sling, και γι’ αυτό εκτός από αναγνωστικές, μας γέμισε με ψυχικές συγκινήσεις.

Συντεταγμένες: Εκδ. Printa, 2008 [Σειρά Σύγχρονοι Πεζογράφοι], μτφ. Αλέξανδρος Καρατζάς, επιμ. Νάσια Ντινοπούλου, προλογ. σημείωμα Πόπη Μουσουράκη, σελ. 205, με χρησιμότατες σημειώσεις του μεταφραστή (Ryu Murakami, Kagirinaku tomei ni chikai buru, 1976 / Αγγλ. τίτλος Almost transparent blue).

Επισκεπτήρια – κλειδαρότρυπες: http://latemag.com/tokyo-decadence-clips, http://www.youtube.com/watch?v=47HEgmcXpoQ

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr.

28
Οκτ.
09

Soulsavers – Broken (V2, 2009)

 

Διαθέτω κάρτα διαρκείας και εμπιστοσύνης για όλες τις δραστηριότητες του Mark Lanegan και είμαι μέλος της ευρύτερης κοινότητας που εμπιστεύεται με κλειστά μάτια τις κινήσεις του, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Είμαι επίσης επίτιμος ακροατής των προσωπικών του δίσκων και χρόνιος επιστροφέας στους Screaming Trees, έχω δε στα συρτάρια μου αδημοσίευτη θεωρητική μελέτη που υποστηρίζει πως η θέση που του αρμόζει να παίζει δεν είναι σόλο ή σε μπάντα, αλλά ως συνεργάτης – επισκέπτης σε ορισμένους εκλεκτούς της αρεσκείας του και της ιδιομορφίας του, πάντα με τη βαλίτσα στο χέρι. Ακριβώς δηλαδή όπως συνέβη και με τους Soulsavers, το ηλεκτρολογημένο μπλουζ δίπολο των παραγωγών Rich Martin και Ian Glover που εδώ τριτώνει τις φουρνιές του μετά τα “Tough Guys Don’t Dance” (2003) και “It’s Not How Far You Fall, It’s The Way You Land”(2007) και δευτερώνει την εμπλοκή με τον Lanegan.

Ο Mark στην ουσία εξοικειώνεται ολόκληρο τον δίσκο, δημιουργώντας την εντύπωση πως πρόκειται για δικό του σπίτι. Είναι ο ίδιος που με το γνώριμο στιλ του χαράσσει τα σύνορα των περιοχών που θα διαβούν με τους πρόσθετους προσκαλεσμένους, σε μια περιπλάνηση σε διαφορετικούς έρημους τόπους, όπως σε χωράφια του «κινηματογραφικού» instrumental (με το πιανιστικό The seventh proof και το έγχορδο Wise blood) και σε ηλεκτρισμένα ναρκοπέδια (που θα μπορούσαν να πατήσουν και οι Gutter Twins, το προηγούμενο συνεργατικό του σχήμα) με το εννιάλεπτο επαναληπτικό Death bells και το μιντ σφυροκοπητό Unbalanced pieces, με Gibby Haynes (Butthole Surfers) και Mike Patton (Faith No More) αντίστοιχα συμ-φωνούντες μαζί του.

Όσο για την ημίφωτη (ή ημισκότεινη) περιοχή των μπαλαντών όπου λουφάζει πλέον οριστικά, ή θα τριγυρίσει μοναχός του σε οικεία μονοπάτια (Pharaos chariot, με συμμετοχή του Jason Pierce) ή θα πιάσει αγκαζέ την Red Ghost (= Rosa Agostino, μια επίμονη αποστολέας demo) για ένα ζευγαρωτό μπλουζ της ασυμφωνίας μ’ ένα διαφυγόν σαξόφωνο να προσπαθεί να τους ενώσει (Rolling sky) ή θα την αφήσει να περιπλανηθεί μονάχη της στο Praying ground και να του κλέψει μέσα απ’ τα χέρια την καλύτερη μπαλάντα της δεκατριάδας (By my side). Εκτός συναγωνισμού δυο διασκευές της συντριβής, φανταστείτε δηλαδή τι υποδοχή επιφυλάσσεται σε Tom Waits (Can’t catch the train) και Will Oldham (You will miss me when I burn). Αντίστροφα ο Will τραγούδησε το σίνγκλ Sunrise, σύνθεση του Lanegan που δεν υπάρχει στο δίσκο.

Όμως εκεί που θαυματουργούν οι Δύο συν Ένας είναι αλλού: όπως η τελευταία μας επικοινωνία μαζί τους ήταν εκείνο το θεόπνευστο γκόσπελ περί αναγέννησης, το Revival που έκλεινε το It’s Not How Far…, έτσι κι εδώ μια τριπλή γκοσπελική καρδιά χτυπάει ακριβώς στο κέντρο του δίσκου. Τα All the way down, Some misunderstanding, Shadows fall (με την συμμετοχή του Richard Hawley και μια έξοχη φυσαρμόνικα), είναι κατά κυριολεξία ψυχοσωστικά, πλήρης έμπρακτη δικαίωση του ονόματος της μπάντας.

Το παράδοξο του Lanegan είναι πως ακούγεται πάντα φοβερά ενδιαφέρων στα κατακορεσμένα μας αυτιά, χωρίς να προβαίνει σε καμία προσθαφαίρεση από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του ορθόδοξου ροκ εντ ρολ. Εννοώ πως, όπως πάντα, δεν φτιάχνει τον συγκλονιστικό δίσκο που θα αλλάξει την πορεία του ροκ εντ ρολ, αλλά τροφοδοτεί συνεχώς με κάρβουνο την μηχανή του. Αν κάποιοι άλλοι γίνονται η ατμομηχανή, αυτός είναι ο κορμός του. Κι όσο παραμένει, είμαστε ήσυχοι για την πορεία.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.




Οκτώβριος 2009
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031  

Blog Stats

  • 1.138.516 hits

Αρχείο