
Οι «έξι κοινόχρηστες ιστορίες» εκκινούν και καταλήγουν στους παραπάνω χώρους μόνο που εδώ συμβιώνουν όχι τόσο οι άνθρωποι όσο οι ιστορίες, άρα συνυπάρχουν βίοι, πορείες που ανεπαίσθητα διασταυρώνονται, χωρίς να εισχωρούν η μία στην άλλη, που συμπλέουν σε κοινά χωρικά ύδατα – σύμφωνα και με μια ιδιαίτερα διαδεδομένη κινηματογραφική οπτική των τελευταίων δυο δεκαετιών, ιδίως της τελευταίας. Η ανοιχτή πόλη μας εκθέτει όλους, η κλειστή πολη/κατοικία βρίσκεται εδώ και τουλάχιστο μας κρύβει για όσο μας παίρνει, τα νοσοκομεία είναι ιδανικοί χώροι εμπορίου συναισθημάτων, τα νομικά αδικήματα έχουν αναπόφευκτη παρουσία στην ζωή των περισσότερων, η τηλεόραση δεν σε προστατεύει με τίποτα όταν είναι να βγεις στον διαφορετικό έξω κόσμο.
Αυτός είναι ο κόσμος μας, έτσι κι αλλιώς, όλοι αυτοί κινούνται δίπλα μας: οι διακινητές των κινέζικων κρεάτων, οι μεγαλωμένες με τον πολιτισμό των πρωινάδικων, οι επανευρισκόμενοι μέσω facebook, οι διπλά και λάθρα βιώντες, οι παραβάτες που δεν είναι πλέον οι απειλητικοί επαγγελματίες του εγκλήματος αλλά οποιοσδήποτε. Ο γείτονας αποτελεί ανεπιθύμητη παρουσία, απειλή και υπο-αντι-κείμενο προς εκτόνωση, κάποιοι άλλοι ψάχνουν απεγνωσμένα την έμπνευση (και δη σε τέτοιους γκριζοχώρους) αλλά πού να την βρουν, εφόσον έχουμε μάθει να κοιτάζουμε μ΄ έναν μόνο τρόπο, γι’ αυτό και μας σαστίζει η συναρπαστική περιγραφή της πόλης(βάσει ήχων, διαδρομών, στάσεων, φαντασιών κλπ.) έναν απαχθέντα μέσα από το σκοτεινό πορτ μπαγκάζ. Αφού οι περισσότεροι βλέπουν κάπως έτσι: Η Δήμητρα είναι μια βιτρίνα – καθρέφτης και πάνω στο γυαλί αντανακλάται αυτό που βλέπεις. Όσο και να κοιτάξεις μέσα, βλέπεις μόνο τον εαυτό σου. Αν πάλι δεν κοιτάξεις, δεν θα δεις τίποτα.