Δημήτρης Ι. Κυρτάτας, Απόκρυφες ιστορίες. Μύθοι και θρύλοι από τον κόσμο των πρώτων Χριστιανών, εκδ. Άγρα, 2004, σ. 230-234.
Την εποχή που ασκήτευε ο Μακάριος στην Αίγυπτο οι χριστιανικές αποκαλύψεις είχαν πολλαπλασιαστεί. Εντελώς προσφάτως είχε κάνει την εμφάνισή της και η λεγόμενη Αποκάλυψη Παύλου. Ο συγγραφέας της έλαβε αφορμή από τον ισχυρισμό του αποστόλου ότι είχε κάποτε οδηγηθεί στον παράδεισο όπου άκουσε ρήματα άρρητα και ανέλαβε να αναπτύξει ορισμένα από αυτά (…)
Οι ασκητές επιβεβαίωναν του σύγχρονούς τους για την ύπαρξη των αρρήτων. Οι στερήσεις, οι νηστείες και οι προσευχές τους επέτρεπαν να δουν και να ακούσουν όσα δεν αξιώνονταν οι κοινοί πιστοί. Ο συνηθέστερος τρόπος επίσκεψης σε ουράνιους και χθόνιους τόπους ήταν με οράματα και ενύπνια. Ένας άλλος ασκητής της Αιγύπτου είχε ισχυριστεί ότι οδηγήθηκε κάποτε με το σώμα του στον παράδεισο, όπου είδε πλήθος αγίους και όπου γεύτηκε καρπούς. Επιδείκνυε μάλιστα, ως πειστήριο, ένα μεγάλο και εξαίρετο σύκο, ευωδιαστό και μεστό. Οι μαθητές του το είχαν φυλάξει και το έδειχναν στους επισκέπτες χρόνια αργότερα (…)
Ο παράδεισος και η κόλαση δεν ήταν φιλολογικοί τόποι. Ήταν πραγματικές καταστάσεις. Ανέμεναν τους ανθρώπους, κατά τα έργα τους (…)
Αν οι άνθρωποι φαντάζονται τον παράδεισο ως τόπο που περιλαμβάνει αυτά που στερούνται, τότε είναι χαρακτηριστικό ότι Ιουδαίοι, Έλληνες και χριστιανοί τον περιέγραφαν σχεδόν πάντα ως κήπο με άπλετο φως, αστείρευτες πηγές, αειθαλή δέντρα και καρποφόρα φυτά. Σε τέτοιους κήπους δεν είχαν πρόσβαση οι κοινοί θνητοί. Παραδείσους συντηρούσαν οι μονάρχες της Ανατολής για την ανάπαυση και τη διασκέδασή τους – για την τρυφή τους.
Στον Κώστα Καβανόζη
1 Σχόλιο to “Λογοτεχνείο, αρ. 57”