
Η περιήγηση ακτινώνεται σε 5 μέρη: Είσοδος, Κάτω πόλη, Πάνω πόλη, Περιαστικός χώρος, Επίλογος. Οι δρόμοι που σε μπάζουν στις μεγάλες πολιτείες είναι ψυχροί και αδιάφοροι, αλλά στην εισαγωγή τυγχάνουν μιας εξαιρετικής ποιητικής περιγραφής. Εδώ άλλωστε καταθέτει τον προσωπικό του φάκελο ο συγγραφέας: υποψιάζεται την ύπαρξή της απ’ τις νυχτερινές της ανταύγειες, γνωρίζει πως τον πλησιάζει για να τον αρνηθεί κι εκεί που νοιώθει πως την κατακτά, εκεί την χάνει, ξέρει καλά το παιχνίδι «της παράξενης έλξης και της ανεξήγητης αποστροφής, στοιχεία και τα δυο μιας βαθιάς αγάπης». Ακόμα κι αν πρόκειται για την Κάτω Πόλη των άλλοτε ελών και βαλτόνερων, έξοδο προς Δυσμάς αλλά ομοιογενοποιημένη, βιομηχανισμένη και σταφιδιασμένη – Πώς όμως να πεις σε γυναίκα φιλάρεσκη για κλιμακτήριο και ρυτίδες βαθιές;
Εδώ περιηγήθηκε ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, εδώ το φεγγάρι μπλέχτηκε σαν γάντζος στα σχοινιά των καραβιών (όπως έγραψε ο Κοσμάς Πολίτης, που με το Γυρί του γύρισε και περιτριγύρισε κυκλωτικά ετούτα τα μέρη), εδώ διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή Οι δρόμοι του Αρχάγγελου του Μίκη Θεοδωράκη και οι αειτάξιδοι Χένρυ Μίλλερ και Αλμπέρτο Σαβίνιο καταβρόχθισαν εικόνες. Άλλοι εκλεκτοί και εκλεγμένοι διάλεξαν τα πιο οριακά ή τα πιο καίρια, ο Ιωάννου τα Καλάβρυτα, ο Νίκος Καρούζος το Θεϊκό αεράκι στο Ρίο, ο Κουμανταρέας τους χειμώνες της, ο Γκόνης το Καστριτσιάνικο Ποτάμι. Κάπου απόμερα ο Τάσος Κόρφης κι ο Νίκος Καχτίτσης μαζί ένα απόγευμα στην πλατεία Όλγας, σε κάποιο ράφι τα ποιήματα του Βασίλη Αρφάνη στις Αχαϊκές Εκδόσεις και του Χρίστου Λάσκαρη στη Διαγώνιο, σε κάποιο παρατηρητήριο ο Θεωρητικός των Καρναβαλιών Γιάννης Κιουρτσάκης κι ακόμα: Δημήτριος Βικέλας, Μιχαήλ Μητσάκης, Γαλάτεια Σαράντη, Ν.Γ. Πεντζίκης, Κυριάκος Ντελόπουλος, Γιάννης Πατίλης Χριστόφορος Μηλιώνης και βέβαια οι εντός έδρας αλλά και εκτός πόλης Έρση Σωτηροπούλου και Αθηνά Κακούρη.
Now the carnival is over και οι λίγοι που μένουν κινούνται στις σκιές. Πάντα μαζί τους και ο Λογαράς, που συνεχίζει να ψάχνει τις νύχτες στα σκοτάδια, έχοντας την αίσθηση πως πάντα κάτι του ξεφεύγει, μια ανάσα, ένας ήχος, κάποιος πρόσωπο που ποτέ δεν είδε ή δεν άγγιξε. Ένα μυστήριο που περιμένει με αγωνία ν’ αποκαλυφθεί στο μισοσκόταδο…. Η πάλη εντός του κρατάει μια ολόκληρη ζωή, τόσο που τελικά του φαίνεται πως ισορροπημένος – αλλά και κερδισμένος – είναι αυτός που κάποτε συνειδητοποιεί το διχασμό του και τον δέχεται.
Ο Ζουγανέλης ετοιμάζεται να αναχωρήσει αλλά τώρα που πρόκειται να φύγει κοιτά «με περισσότερο ενδιαφέρον τα σπίτια, τους δρόμους, τις γωνιές, τους σκουπιδοντενεκέδες, όλα τα κοιτά, τον ενδιαφέρουν…». Ακόμα και οι νεκροί με το πέρασμα του χρόνου γίνονται όλο και πιο καλοί, σαν μάχη που μνημονεύεται με μια χρονολογία, έναν τόπο και δυό ονόματα, παρά την απίστευτη φρίκη της» (Ρέα Γαλανάκη). Αργότερα θα έρθουν οι ιστορικοί·/ αυτοί, ανασκαλεύοντας τη στάχτη / ίσως πως έζησες κι εσύ να βρουν / και κάτι στο περιθώριο/να σημειώσουν. // Έτσι μέσα σε δυό γραμμές / για πάντα θα σε θάψουν. / Σα να μη σ’ άγγιξε ποτέ/το βαθύ μυστικό / στων Αχαιών τα πλοία / να μη μπήκες (Χρίστος Λάσκαρης, Οι ιστορικοί)
Εκδ. Μεταίχμιο, 2001, νέα εμπλουτισμένη έκδ. 2007, 296 σελ., «Με παλαιότερες και σύγχρονες φωτογραφίες».
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr. Στις φωτογραφίες: Γιάννης Ζουγανέλης, Κώστας Λογαράς.
0 Σχόλια to “Μια πόλη στη λογοτεχνία. Πάτρα. Επιλογή κειμένων: Κώστας Λογαράς”