Πάνος Κουτρουμπούσης – Το κεντράκι του Ταρζάν και άλλα παραμύθια

Αυτός είναι ο δικός μας ροκ εντ ρολλ συγγραφέας, από κάθε άποψη: συγγραφική, νοοτροπιακή, τροποζωική. Υπέροχη μούρη του ολιγομελούς εγχώριου underground και του ακόμα ολιγομελέστερου ελληνικού μπιτ κινήματος, τραμ, μικρού βαν, ή ό,τι τέλος πάντων ήταν και κύλησε σε ολοδικές του(ς) διαδρομές. Ετούτο το πλουσιοβλάστητο τομάκι είναι η 4η στη σειρά αδιανόητη συλλογή «διηγημάτων» του Πάνου ή Πητ Κουτρουμπούση μετά τα En Αγκαλιά de Κρισγιαούρτι y otros Ταχυδράματα y Historias Περίεργες (Harvey 1978, Aπόπειρα 1987), Στον Θάλαμο του Μυθογράφφ (Απόπειρα 1992) και Η Ταβέρνα του Ζολά (Ιστός 1997) και δεν μπορούσε να μην είναι κι αυτό κάργα στο χιούμορ και την κοροϊδία, τον σουρεαλισμό και την επιστημονική φαντασία και φυσικά τίγκα στο ροκ εντ ρόλλ αίσθημα.

106 βιογραφιστές λέξεις: Λιβαδειά 1937, λιώσιμο μπροστά στις μεγάλες οθόνες, έξοδος προς το όνειρο σπουδών κινηματογραφίας στην Ιταλία, επιστροφή στην Ελλάδα βοηθός σκηνοθέτη – προσγείωση στην αντικινηματογραφική πραγματικότητα, Λονδίνο για 30 χρόνια, BBC, Voice of America, ταξίδια εδώ κι εκεί. Δημιουργός ζωγραφικών έργων και εικαστικών, κάποια στιγμή και ψυχεδελικός σχεδιαστής του διαμερίσματος του ντράμερ των Jimmy Hendrix Experience Mitch Mitchell, κάποια άλλη σκαρωτής του εξωφύλλου «Μεταφοραί- Εκδρομαί ο Μήτσος» του Πουλικάκου, συ-συμμέτοχου στη σύνταξη του περιοδικού «Πάλι» μαζί και με τον Ν. Βαλαωρίτη, τον Τ. Δενέγρη και τον φίλο του ιδανικό αυτόχειρα Γιώργο Μακρή. Φανζινομέτοχος, περαστικός σε Αντί και Βαβέλ, μεταφραστής Ρότζερ Ζελάζνυ και εξωφυλλιστής Last Drive και Βαμβακάρη.

Όπως σε όλα τα κείμενα του ΠΚ έτσι και σ’ αυτά (άλλα δημοσιευόμενα εδώ πρώτη φορά και άλλα ήδη σε εφημερίδες και περιοδικά – Κλικ, Συντέλεια, Μανδραγόρας, Ιδεοδρόμιο, Φαρφουλάς, Athens Voice, Νέα, Βήμα) τα πάντα μπορούν να συμβούν, μια γραμμή παραπέρα και μια σελίδα πιο κάτω. Άλλωστε όλα μπορούν να ξεκινήσουν από οπουδήποτε: ας πούμε από ένα ξέφωτο της Ροδεσιακής ζούγκλας και το εξοχικό μαγέρικο του Ταρζάν, που διαζευγμένος πια με την Τζέιν και συνδεδεμένος με μια αλλοτινή ιέρεια χορταριασμένου ναού μαζεύει όλες τις κατηγορίες «των ποτορουφηχτρών των πέριξ αγριότοπων και αποικιών» με στο βάθος κήπος (Το Κεντράκι του Ταρζάν). Ο αρχαίος Σάτυρος Μιστόκλης εκσφενδονίζεται κάθε τόσο απ’ τους θεούς στην Πεντέλη και περιπλανιέται βλέποντας τις συνεχείς μεταλλάξεις της φαρμακωμένης Απανθρώπολης χωρίς να βρίσκει τίποτα να σατυρίσει και να σατιρίσει. Ο Μάγος του Ακάλυπτου σεληνιάζεται εν μέσω του απάνθρωπου φαραγγιού των ακάλυπτων και των γύρω φωταγωγών συμπεριλαμβανομένων και των του ξενοδοχείου Η Σκληρή Ειμαρμένη.

Ο Γιαπωνέζος στελεχάνθρωπος της πολυεθνικής Κουμάσι που βρίσκεται στην Αθήνα σ’ ένα μοναχικό τριώροφο στην Ιερά Οδό με μόνη παρέα μια ανύπαρχτη πιξελόφτιαχτη ποπ-ικόν βρίσκει την ευτυχία του μακριά από «τα γκεισάδικα για σαλαρισμάν» και εντός των εντόπιων καραοκικών ταβερνείων (Και Πάλι Αθήνα). Ο Γονδολιέρης του Μεσολογγίου γονδολίζει χωρίς επιβάτες στη λιμνοθάλασσα – σαν υπέροχη ταινία μικρού μήκους (κι απ’ αυτές πέρασε ο Πητ). Η Μποέμικη Ζωή σε μια μετακατεστραμένη γη θυμίζει αμερικανικά κόμικς και εικονογραφήσεις επιστημονικοφανταστικών περιπετειών (κι απ’ αυτά πέρασε ο Πητ). Στα σπαρταριστά δισέλιδα όπως πάντα κορυφαιουργεί, ιδίως στους Τυχερούς της Βασιλόπιττας και τις Κεφαλές των Δοξασμένων. Στην Αδελφή του μετανάστη δεν γράφει μόνο σαν τους πρωτομάστορες του είδους αλλά και δίνει το πιο φευγάδικο (σου ’κλεψα την λέξη Πητ) κείμενο για το θέμα.

Αυτός είναι ένας Ζάππα της διήγησης κι ένας Μπήφχαρτ της λογοτεχνίας (ο πρώτος ξέρω ότι του αρέσει, για τον δεύτερο δεν παίρνω όρκο). Από εδώ και μπρος όπου διαβάσετε για «ταχυδράματα» θα ξέρετε ποιος συνέλαβε τον όρο και ποιος ετίμησε το περιεχόμενό του. Όλως τυχαίως και αυτή τη φορά αγνοήθηκε ή ξέφυγε από την ελληνική κριτική. Ευτυχώς για όλους μας και πάνω απ’ όλα, ευτυχώς γι’ αυτόν.

Εκδ. Γαβριηλίδης, 2005, σελ. 235, με εικόνες του συγγραφέα. Η τελευταία φωτογραφία είναι του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου από το ιστολόγιο του Bosko.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

Μια πόλη στη λογοτεχνία. Πάτρα. Επιλογή κειμένων: Κώστας Λογαράς

Αγαπώ τους τόπους, κι αν ακόμα δεν έχουν καμία προϋπόθεση να τους αγαπήσει κανείς, θα βρω εγώ τον τρόπο να τους αγαπήσω! έγραφε ο πρόωρα χαμένος Γιάννης Ζουγανέλης που με ένα και μοναδικό εξαιρετικό βιβλίο, τον Ήχο της σάλπιγγος,  σελιδοποίησε ακόμα περισσότερο τα άγραφα της πόλης (τα υπόλοιπα τα μελουργούσε με τα πνευστά του). Που εδώ παίρνει τη σειρά της στην σειρά Μια Πόλη στη Λογοτεχνία που χαρτογραφεί τις λογοτεχνημένες πόλεις με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Εδώ ο ανθολόγος Κώστας Λογαράς δεν επιλέγει κάποια εκδοτική ή άλλη σειρά, αλλά τοποθετεί τα κείμενα ….αντικριστά το ένα με το άλλο, σε σχέση διαλεκτική και συνομιλητική, συχνά και με αλληλοσυνδεόμενες παραπομπές, αναγράφοντας στο τέλος το έτος των γεγονότων ή της αφήγησης (όχι της γραφής!). Έτσι η παλίμψηστη σειρά γίνεται παιγνιωδέστερη.

Η περιήγηση ακτινώνεται σε 5 μέρη: Είσοδος, Κάτω πόλη, Πάνω πόλη, Περιαστικός χώρος, Επίλογος. Οι δρόμοι που σε μπάζουν στις μεγάλες πολιτείες είναι ψυχροί και αδιάφοροι, αλλά στην εισαγωγή τυγχάνουν μιας εξαιρετικής ποιητικής περιγραφής. Εδώ άλλωστε καταθέτει τον προσωπικό του φάκελο ο συγγραφέας: υποψιάζεται την ύπαρξή της απ’ τις νυχτερινές της ανταύγειες, γνωρίζει πως τον πλησιάζει για να τον αρνηθεί κι εκεί που νοιώθει πως την κατακτά, εκεί την χάνει, ξέρει καλά το παιχνίδι «της παράξενης έλξης και της ανεξήγητης αποστροφής, στοιχεία και τα δυο μιας βαθιάς αγάπης». Ακόμα κι αν πρόκειται για την Κάτω Πόλη των άλλοτε ελών και βαλτόνερων, έξοδο προς Δυσμάς αλλά ομοιογενοποιημένη, βιομηχανισμένη και σταφιδιασμένη – Πώς όμως να πεις σε γυναίκα φιλάρεσκη για κλιμακτήριο και ρυτίδες βαθιές;

Εδώ περιηγήθηκε ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, εδώ το φεγγάρι μπλέχτηκε σαν γάντζος στα σχοινιά των καραβιών (όπως έγραψε ο Κοσμάς Πολίτης, που με το Γυρί του γύρισε και περιτριγύρισε κυκλωτικά ετούτα τα μέρη), εδώ διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή Οι δρόμοι του Αρχάγγελου του Μίκη Θεοδωράκη και οι αειτάξιδοι Χένρυ Μίλλερ και Αλμπέρτο Σαβίνιο καταβρόχθισαν εικόνες. Άλλοι εκλεκτοί και εκλεγμένοι διάλεξαν τα πιο οριακά ή τα πιο καίρια, ο Ιωάννου τα Καλάβρυτα, ο Νίκος Καρούζος το Θεϊκό αεράκι στο Ρίο, ο Κουμανταρέας τους χειμώνες της, ο Γκόνης το Καστριτσιάνικο Ποτάμι. Κάπου απόμερα ο Τάσος Κόρφης κι ο Νίκος Καχτίτσης μαζί ένα απόγευμα στην πλατεία Όλγας, σε κάποιο ράφι τα ποιήματα του Βασίλη Αρφάνη στις Αχαϊκές Εκδόσεις και του Χρίστου Λάσκαρη στη Διαγώνιο, σε κάποιο παρατηρητήριο ο Θεωρητικός των Καρναβαλιών Γιάννης Κιουρτσάκης κι ακόμα: Δημήτριος Βικέλας, Μιχαήλ Μητσάκης, Γαλάτεια Σαράντη, Ν.Γ. Πεντζίκης, Κυριάκος Ντελόπουλος, Γιάννης Πατίλης Χριστόφορος Μηλιώνης και βέβαια οι εντός έδρας αλλά και εκτός πόλης Έρση Σωτηροπούλου και Αθηνά Κακούρη.

… ένας δρόμος για να βγαίνουνε οι άνθρωποι, τις Κυριακές, απ’ την καθημερινή πραγματικότητα. Ντυμένοι ήρωες, πηγαινοέρχονται απάνω στη σκηνή, περνάνε κάτω απ’ τις αψίδες ή χάνονται μέσα στις καμάρες· πιασμένοι από τις άκρες των ματιών τους παίζουν το ρόλο που έχει ο καθένας στο μυαλό του: πωλήτριες σε ρόλους Οφηλίας, καλοθρεμμένοι έμποροι σε ρόλους εραστών. Πολλές φορές, ανάμεσα σε δύο διαδρομές, έχουν προλάβει να βιάσουν με το βλέμμα ή να βιαστούν ενώ στην τρίτη διαδρομή έχουν κιόλας επιστρέψει στη φαινομενική αδιαφορία τους γράφει ο Κώστας Λογαράς, ενώ 245 σελίδες αργότερα συνεχίζει: Κι όμως, χωρίς αυτά τα βλέμματα που σκορπίζουν στον αέρα δίχως να βρουν το στόχο τους ποτέ, χωρίς τα πάθη τα ματαιωμένα στα μισά του δρόμου, οι πολιτείες θα ’χαν πεθάνει από καιρό.

Now the carnival is over και οι λίγοι που μένουν κινούνται στις σκιές. Πάντα μαζί τους και ο Λογαράς, που συνεχίζει να ψάχνει τις νύχτες στα σκοτάδια, έχοντας την αίσθηση πως πάντα κάτι του ξεφεύγει, μια ανάσα, ένας ήχος, κάποιος πρόσωπο που ποτέ δεν είδε ή δεν άγγιξε. Ένα μυστήριο που περιμένει με αγωνία ν’ αποκαλυφθεί στο μισοσκόταδο…. Η πάλη εντός του κρατάει μια ολόκληρη ζωή, τόσο που τελικά του φαίνεται πως ισορροπημένος – αλλά και κερδισμένος – είναι αυτός που κάποτε συνειδητοποιεί το διχασμό του και τον δέχεται.

Ο Ζουγανέλης ετοιμάζεται να αναχωρήσει αλλά τώρα που πρόκειται να φύγει κοιτά «με περισσότερο ενδιαφέρον τα σπίτια, τους δρόμους, τις γωνιές, τους σκουπιδοντενεκέδες, όλα τα κοιτά, τον ενδιαφέρουν…». Ακόμα και οι νεκροί με το πέρασμα του χρόνου γίνονται όλο και πιο καλοί, σαν μάχη που μνημονεύεται με μια χρονολογία, έναν τόπο και δυό ονόματα, παρά την απίστευτη φρίκη της» (Ρέα Γαλανάκη). Αργότερα θα έρθουν οι ιστορικοί·/ αυτοί, ανασκαλεύοντας τη στάχτη / ίσως πως έζησες κι εσύ να βρουν / και κάτι στο περιθώριο/να σημειώσουν. // Έτσι μέσα σε δυό γραμμές / για πάντα θα σε θάψουν. / Σα να μη σ’ άγγιξε ποτέ/το βαθύ μυστικό / στων Αχαιών τα πλοία / να μη μπήκες (Χρίστος Λάσκαρης, Οι ιστορικοί)

Εκδ. Μεταίχμιο, 2001, νέα εμπλουτισμένη έκδ. 2007, 296 σελ., «Με παλαιότερες και σύγχρονες φωτογραφίες».

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr. Στις φωτογραφίες: Γιάννης Ζουγανέλης, Κώστας Λογαράς.