Και για να παραλλάξω την παραλλαγή ενός γνωστού ευφημισμού, στην ερώτηση «με ποιο ανάγνωσμα να ξεκινήσω το ελεύθερο θέρος που μου αναλογεί», η απάντηση είναι «με το καθιερωμένο καλοκαιρινό (Ιουλιανό συν Αυγουστιανό) τεύχος του Διαβάζω, που θα οδηγήσει στα υπόλοιπα»: σε πληθώρα επιλογών από δεκάδες εκδότες και εκατοντάδες βιβλία. Ποιος είπε ότι οι εκδόσεις στο μεταίχμιο άνοιξης – καλοκαιριού είναι ισχνές; Μπορεί να μην ισοφαρίζουν τον εκδοτικό οργασμό του φθινοπώρου, αλλά στους καταλόγους του περιοδικού βρίσκω πληθώρα τίτλων φρέσκων, ονομάτων ελκυστικών και προτάσεων υπολογίσιμων και με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εκδότες το νου σας: για όλους εμάς που διαβάζουμε προσεκτικά, οι θερινές αναγνώσεις αποτελούν οριακό βαρόμετρο των αποδόσεών σας!
Προτού κολυμπήσουμε στους τίτλους και με αφορμή το ζήτημα με το Σπίτι του Κεμάλ και τον Γιώργο Ιωάννου, ο Αλέξης Ζήρας προσπαθεί έκπληκτος να εντοπίσει τον ορθό λόγο μεταξύ πολιτικών συμφιλιωτικών τεμενάδων και εθνικιστικής παράνοιας. Κάθε φορά που η πολιτική λερώνει με την βρωμόγλωσσά της την λογοτεχνία, μπορούμε ελεύθερα να ξεκαρδιζόμαστε αλλά εδώ το πράγμα παραέγινε θλιβερό. Ίσως διόλου άσχετη η ενθύμηση στο διαπλανητικό τρισέλιδο του τεύχους και με αφορμή τα «γενέθλια» του εβδομηντάχρονου-αν-ζούσε Μπρόντσκι της απάντησής του προς την δικαστίνα Σαβέλιεβα, που τον ρώτησε γιατί δεν εργάζεται: «Δουλεύω, γράφω ποιήματα». Σκέφτομαι και μειδιώ: η θέση της στην Ιστορία κατοχυρώθηκε ακριβώς χάρη στον υπόλογο επί παρασιτική ζωή ποιητή και την βλακώδη ερώτησή της.
Στο αγαπημένο δισέλιδο κόμικς, ορέγομαι ιδιαίτερα την έκδοση ενός βιβλίου για την Jackie Ormes (φωτ.), μιας αφροαμερικανής δημιουργού που δημοσίευε strips σε εφημερίδες της δεκαετίας του ’30, δηλαδή μιας εξ’ ορισμού σπανιότητας. Οι ελκυστικές κι έξυπνες ηρωίδες της εμφανίζονταν και ιδιαίτερα πολιτικοποιημένες, σχολιάζοντας μάλιστα θέματα ρατσισμού και περιβαλλοντικής μόλυνσης. Όσο για το τιμώμενο βιβλιοπωλείο του τεύχους, τον θρυλικό Θεσσαλονίκειο Λοξία, πρώτα συγκινούμαι (υπήρξε ένας μαγικός χώρος κι ένα ιδιαίτερα αγαπητό στέκι του παρελθόντος μου) κι έπειτα ευφραίνομαι για την εξέλιξή του σε κάτι διαφορετικό αλλά πάντα πρωτότυπο. Λοξία μη ξεχνάς, εσύ μ’ έβαλες στη νύχτα και μου έσωσες τη ζωή, «προωθώντας» με τότε στο καφέ μπαρ Ερωδός, που επέλεγε σερβιτόρους-ες και μπάρμεν με βάση την – αποδεικτέα! – αγάπη τους για το διάβασμα!