Στο αίθριο του Πανδοχείου, 32. Δήμητρα Κολλιάκου

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Διαβάζω, αλλά δυστυχώς ξεχνάω – τι έγινε όλος ο Μπόρχες που είχα διαβάσει κάποτε τόσο συστηματικά; Στα πρώτα εφηβικά διαβάσματα συγκαταλέγονται ο Χάινχριχ Μπελ και «ο Νεαρός Τέρλες» του Μούζιλ, ο Βαλτινός, ο Κουμανταρέας, η «Αρχαία Σκουριά» της Μάρως Δούκα, τα θεατρικά της Αναγνωστάκη. Όταν πρωτοπήγα στην Αγγλία μου είχε αρέσει η Άντζελα Κάρτερ, που τώρα μου φαίνεται δε θα μπορούσα να τη διαβάσω, πέρα από τις συλλογές των παραμυθιών της. Είναι στιγμές που θέλω ν’ ανοίξω κάτι που θα μου δώσει δύναμη, εδώ θα έβαζα τους Ρώσους κλασικούς, τον Τζόζεφ Ροθ, τον Κάφκα, τον Μπέκετ. Από σύγχρονους, τον Κούτσι και τον Ζέμπαλντ. Είδα πρόσφατα μια αγγλική μετάφραση των μυθιστορημάτων του Κάφκα που στο εξώφυλλό της είχαν μοστράρει μια κουβέντα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: «ο Κάφκα μου έδειξε ότι μπορεί να γράψει κανείς διαφορετικά». Ωραίο, αλλά μου φάνηκε σχεδόν αστείο να βάζουν τον Μάρκες να ‘συστήνει’ στο κοινό τον Κάφκα! Κι όμως, μια εποχή όχι και τόσο μακρινή λάτρευα τον Μάρκες, και το πρώτο μου βιβλίο έχει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Πέρασα από διάφορα μονοπάτια, αυτήν την αναγνωστική πορεία όμως δεν μπορώ να την ανασυνθέσω με ακρίβεια, να πω πώς και σε ποιο βαθμό διαμόρφωσα προσωπική αισθητική. Ενώ έκανα σπουδές κλασικής φιλολογίας, αυτά τα κείμενα μπορώ να τα προσεγγίσω αντιπαραβάλλοντας πάντα με το πρωτότυπο τη μετάφραση. Υπήρξα από νέα πιστή αναγνώστρια της Βιβλιοθήκης του Απολλοδώρου, κι έχω μια μικρή συλλογή από μύθους διαφόρων προελεύσεων.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

«Η Δίκη» (Κάφκα), «Η τύφλωση» (Κανέτι), «Ο άρχοντας των μυγών» (Γκόλντινγκ), «Ο Μάστερ και η Μαργαρίτα» (Μπουλγκάκοβ), «Λάναρκ» (Άλιστερ Γκρέι), «Η πόρτα» της Ουγγαρέζας Magda Szabó.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

«Οι Νεκροί» του Τζόις, ο «Καθεδρικός ναός» του Κάρβερ, το «Ήλιος και Φεγγάρι» της Μάνσφιλντ, «everything that rises must converge» της Φλάνερι Ο’Κόνορ.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Υπάρχουν ενδιαφέροντα βιβλία και φερέλπιδες συγγραφείς. Δυσκολεύομαι να περιοριστώ σε ένα όνομα.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Πρόσωπα σημαντικά στη ζωή μου, που ενέπνευσαν κάποιους χαρακτήρες στα γραπτά μου, μου φαίνεται πάντα θα με ακολουθούν. Μεγαλώνοντας όμως τους «ήρωες» αυτούς τους βλέπω με άλλο μάτι και τα νέα τους δεν παύουν να με εκπλήσσουν.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Σε καφέ, σε δημόσιες βιβλιοθήκες ή φιλοξενούμενη από φίλους, προτιμώ το γραφείο μου και το σπίτι μου πάντως.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Κατά καιρούς χρησιμοποιώ τετράδια για να σημειώνω ιδέες ή το βασικό σκελετό μιας ιστορίας. Συνήθως όμως γράφω απευθείας στον υπολογιστή. Οι ιδέες έρχονται δουλεύοντας. Καμιά φορά σε φάση μεγάλης «ανομβρίας» σηκώνομαι να πάω μια βόλτα και τότε καταφθάνει μια ιδέα, λες και περίμενε το σώμα μου να σηκωθεί απ’ την καρέκλα. Εννοείται πρέπει να μάθει κανείς να ξεχωρίζει τις ιδέες από τους συμβιβασμούς ή τις λύσεις ανάγκης, αν και μου φαίνεται ότι και οι τελευταίες μπορούν να προαχθούν σε «ιδέες» έτσι και τους δώσει κανείς την απαιτούμενη προσοχή.

Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Για να μπω σ’ ένα κλίμα όταν επιχειρώ να στρωθώ στις εννιά το πρωί και έχοντας μόλις αφήσει τα παιδιά στο σχολείο -αυτές είναι οι συνθήκες, εννεά με τρεις ή τέσσερις, και όχι κάθε μέρα, ίσως και κάποια βράδια-, ακούω μοντέρνους κλασικούς του εικοστού αιώνα – Άλμπαν Μπεργκ, Σοστακόβιτς, Γκία Καντσέλι, Toru Takemitsu, τα δωδεκάφθογγα έργα του Σκαλκώτα. Δε δουλεύει πάντα το σύστημα, κάποιες φορές εκνευρίζομαι, αλλά συχνά με βοηθάει ν’ ακούω τέτοια κομμάτια με τα οποία έχω μια εξοικείωση. Δεν ακούω μουσική όταν διαβάζω. Όσο για τις γενικότερες μουσικές μου προτιμήσεις, δεν παρουσιάζουν μου φαίνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;

Το πρώτο μου βιβλίο, «Το Μαγείο», είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης όσον αφορά την αφηγήτρια – πρωταγωνίστρια, αλλά κι εμένα την ίδια. Άρχισα να το γράφω λίγο μετά το θάνατο της μητέρας μου κι ενώ είχα μόλις εκλεγεί λέκτορας γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Newcastle. Με συμβατικά κριτήρια, ήμουν επιτυχημένη, παρόλ’ αυτά ένιωθα βαθιά ανικανοποίητη, μισός άνθρωπος. Ήταν η πρώτη σοβαρή απόπειρα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορούσα να γράψω. Συμφωνώ με την άποψη ότι το δεύτερο βιβλίο είναι ένα δύσκολο βήμα – εκεί θα φανεί αν υπάρχουν αποθέματα για περαιτέρω. Εμένα το βήμα αυτό μου πήρε επτά ολόκληρα χρόνια! Βέβαια τελικά πήγε καλά, η «Θερμοκρασία Δωματίου» τιμήθηκε με δύο βραβεία. Είναι ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται το θέμα μου – ατομική/ομαδική ταυτότητα και ανεστιότητα. Έχω ζήσει πολύ «έξω» και «απ’ έξω», ανήκω και σε μια γενιά που δεν έχει μια συναρπαστική ιστορία να αφηγηθεί. Ποιοι είμαστε, πού ανήκουμε και γιατί δυσκολευόμαστε να ανήκουμε, σε αντίθεση με άλλους που επιδιώκουν ακριβώς αυτό, πλήρη ενσωμάτωση στην όποια ομάδα. «Η αρρώστια των βουνών», μια σύνθεση από τέσσερις ομόκεντρες νουβέλες, με ήρωες ανάμεσα στα τριάντα και στα σαράντα που βρίσκονται σε μεταβατική στιγμή, εξερευνά το θέμα του πόθου και εν τέλει της επιθυμίας να είναι κανείς διαφορετικός. Δεν ξεχωρίζω ανάμεσα στα βιβλία μου. Τα βλέπω ως στάδια μιας πορείας.

Πώς βιοπορίζεστε;

Μέχρι στιγμής από τη δουλειά μου στο πανεπιστήμιο. Έχω καταφέρει να πάρω κατά καιρούς μεγάλες άδειες που χρησιμοποίησα κυρίως για να γράψω. Τα τελευταία χρόνια το έχω γυρίσω σε παρτ τάιμ για να έχω χρόνο να γράφω.

Η επιστημονική σας ενασχόληση με την Γλωσσολογία σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο;

Ήταν πάντα ένα ζήτημα αυτό, τι από τα δύο θέλω να κάνω, κατά πόσο μπορώ να τα κάνω και τα δύο. Ας πούμε ότι αυτή η ενασχόληση μου έδωσε μια πειθαρχία κι έναν αναλυτικό τρόπο σκέψης. Κάποια στιγμή ξεκαθάρισα ότι αυτό που θέλω πιο πολύ είναι το γράψιμο, κι η γλωσσολογία (συγκεκριμένα, η ερευνητική ενασχόληση με τη γλωσσολογία, όχι τόσο η διδασκαλία) άρχισε να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Διάβασα πρόσφατα τη Φιλανδή Τόβε Γιάνσον από αγγλική μετάφραση. Μου φαίνεται ότι μόνο κάποια από τα παιδικά της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (με εξαιρετική εικονογράφηση της ίδιας – εκτός από συγγραφέας ήταν ζωγράφος και καθηγήτρια φιλοσοφίας), έχει όμως γράψει και κάμποσα βιβλία για μεγάλους. Δεν την ενδιαφέρει πολύ η πλοκή ούτε καν η δομή, και τα κεφάλαια των μυθιστορημάτων της συχνά δίνουν την εντύπωση αυτόνομων κειμένων. Όμως ξέρει να γράφει για την ουσία μ’ έναν πολύ ευθύ και διαυγή τρόπο – πουθενά δεν την πιάνεις να κολακεύει ή να υποτιμά τον αναγνώστη.

Τι γράφετε τώρα;

Ελπίζω ένα μυθιστόρημα. Ξέρω λίγο τους ήρωες και τα τοπία, αν και δεν έχω βρει τις φωνές τους ακόμα. Εκτυλίσσεται στο Νιούκασλ. Τώρα που φύγαμε από την Αγγλία, σχεδόν τη νοσταλγώ.

Στην πρόσφατη συλλογή «Ελληνικά Ονόματα» (εκδ. Κέδρος, 2010) επιλέξατε ως πρόσωπο τον Νίκο Σκαλκώτα. Ανάμεσα σε ποιες άλλες επιλογές επικράτησε και ποιος ήταν ο κυριότερος λόγος;

Καταρχήν η ιστορία του Σκαλκώτα είναι πολύ «ελληνική»: ήταν μεγάλο ταλέντο κι έκανε λαμπρές σπουδές στο Βερολίνο, όμως παρά την αναγνώρισή του στη Δύση παραγκωνίστηκε από το μουσικό κατεστημένο επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Ακόμη και ο χρόνος ήταν εναντίον του: πέθανε αιφνιδίως στα σαράντα πέντε του, αφήνοντας σημαντικό αλλά δυσπρόσιτο έργο. Τον είδα περισσότερο σαν αφορμή να γράψω για τη δημιουργικότητα και τη δημιουργία – η μεν ως διάθεση ή βαθύτερη ανησυχία, και η δε ως ροή και απτό αποτέλεσμα με διάρκεια στιγμής ή αιώνων. «Έχει νόημα αυτό που κάνω;» Αυτό το ερώτημα βασανίζει στο διήγημα έναν καλλιτέχνη πολύ μικρότερου διαμετρήματος από του Σκαλκώτα. Πρόκειται για τον αφηγητή – έναν συγγραφέα που στην εφηβεία του ερωτεύτηκε την εγγονή του Σκαλκώτα (φανταστικό πρόσωπο), από την κόρη που ο Σκαλκώτας είχε αποκτήσει με μια Γερμανίδα βιολονίστρια (ιστορικά πρόσωπα και οι δυο). Δε θυμάμαι καθόλου πια αν είχα εξετάσει άλλους «υποψηφίους», μόνο ότι είχα αποκλείσει τους συγγραφείς…

Η επιλογή σας για μια άλλη συλλογή διηγημάτων («Έκδυσις», εκδ. Πατάκη, υπό έκδ.) είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Εδώ τι «συνέβη»;

Εδώ η ιστορία έπρεπε να περιλαμβάνει έναν λογοτεχνικό ήρωα που προσκαλεί τον αφηγητή ή προσκαλείται από κείνον σε δείπνο. Διάλεξα τον Γκρέγκορ Σάμσα από τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, ως αλησμόνητο χαρακτήρα του διεθνούς ρεπερτορίου, κι επίσης για τη «δυσκολία» του πράγματος – τι μπορεί να τρώει ένας τύπος σαν τον Σάμσα και ποιος μπορεί να είναι ο ομοτράπεζός του; Ήταν μια άσκηση που την ευχαριστήθηκα πολύ, όχι μόνο γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να πειραματιστώ με άλλους τρόπους γραφής, αλλά και γιατί έτσι ξαναδιάβασα Κάφκα, που τον είχα αμελήσει τα τελευταία χρόνια.

 Φωτ. Jonathan Ginzburg και Γιώργος Οικονομόπουλος αντίστοιχα.

Έλενα Χουζούρη – Πατρίδα από βαμβάκι

Ιστορίας Ιστόρημα

«Η Ιστορία δεν ενδιαφέρει τον μυθιστοριογράφο καθαυτήν, σαν αντικείμενο που μπορεί να το απεικονίσει, να το καταγγείλει, να το ερμηνεύσει· ο μυθιστοριογράφος δεν είναι υπηρέτης των ιστορικών· η Ιστορία τον μαγεύει επειδή είναι σαν προβολέας που περιστρέφεται γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη και τη φωτίζει, φωτίζει τις απρόσμενες δυνατότητές της, που σε ήρεμους καιρούς, όταν η Ιστορία είναι ακίνητη, δεν αξιοποιούνται, παραμένουν αθέατες και άγνωστες». (Μίλαν Κούντερα, Ο πέπλος, μτφ. Γιάννης Χάρης, εκδ. Εστία, σ. 85-86)

Κάπως έτσι φωταγωγείται εδώ ένα υποφωτισμένο, από μυθιστορηματική άποψη, ιστορικό πεδίο, εφόσον η ζωή των μετεμφυλιακών πολιτικών μεταναστών, πλούσια «ιστορημένη» και εκ των έσω «αφηγημένη», παραμένει σε μεγάλο βαθμό αθησαύριστη όσον αφορά μια περισσότερο ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη μυθοπλαστική ανασκαφή. Μόνο πρόσφατα η έκδοση των μυθιστορημάτων του Γιώργου Πρασσά «…και έτσι έκλεισε ο κύκλος» και του Αλέξη Πάρνη «Η Οδύσσεια των διδύμων» (εκδ. Νεφέλη και Καστανιώτη αντίστοιχα) αλλά και η έντονη παρουσία του πολιτικού πρόσφυγα στην «Μνήμη της πολαρόιντ» της Μαρλένας Πολιτοπούλου (εκδ. Μεταίχμιο) πιθανώς σηματοδοτούν την ωρίμανση του σχετικού ενδιαφέροντος.

Η συγγραφέας εδώ δοκιμάζει κάθε μέσο προς τον προαναφερθέντα στο παράθεμα χειρισμό: διαβάζει το δίγλωσσο σημειωματάριο του κεντρικού χαρακτήρα Στέργιου Χ., επιστρατεύει διηγήσεις τρίτων και φωνές «που έχουν εισβάλλει μέσα της», απευθύνεται στον αναγνώστη ή στους ήρωές της, μαντεύει τι θα διαβάζαμε αν κατέγραφαν τις σκέψεις τους, τους τοποθετεί σε κάδρακαι καρέ, τοπογραφεί το περιβάλλον με τις λεωφορειακές τους διαδρομές, εισχωρεί στα ενύπνιά τους, περιγράφει φωτογραφίες που διαθέτει ή φαντάζεται άλλες, ανατρέχει στον Τύπο της εποχής και πάντοτε υποθέτει χωρίς ποτέ να είναι σίγουρη. Οι χρόνοι του ξεφυλλίσματος των σημειώσεων, της συγγραφής του μυθιστορήματος (που με κάθε ευκαιρία τονίζει πως γράφει) και του ταξιδιού του Στέργιου ταυτίζονται σε παράλληλη σιδηροδρομική και μυθοπλαστική τροχιά.

Ο Στέργιος ταξιδεύει με την σύζυγο και τις κόρες του «πολιτικός πρόσφυγας από θέληση και πεποίθηση, δεύτερη φορά σε δεκαοχτώ χρόνια», αντιστρέφοντας την διαδρομή που έκανε το 1949, με αφετηρία τώρα την Τασκένδη και προορισμό τα Σκόπια, τον πλησιέστερο στην δικτατορική Ελλάδα τόπο. Η εποχούμενη α-τοπία του τρένου αποτελεί πρόσφορη σχεδία αναδρομής και ανατομής της ζωής του σε μια από τις δεκατέσσερις «Ελληνικές Πολιτείες» του Ουζμπεκιστάν, από την αμήχανη άφιξη στην Εδέμ των δικών τους Γραφών και τους πρώτους ενθουσιασμούς στις συνεχείς υπενθυμίσεις του χρέους και της άμιλλας και στην προοπτική διάρκειας που συγκρουόταν με τον πόθο της επιστροφής.

Πιστός στην ιδεολογία του μέχρι το τέλος, παρόλο που το Κόμμα καθόρισε δις την συναισθηματική – προσωπική του ζωή (στον γάμο του με την Σταυρούλα, συναγωνίστρια στα βουνά, και στον χωρισμό με την ρωσίδα Όλγα) αλλά και την ιατρική του ειδίκευση, θα κλυδωνιστεί από αμφιβολίες για τους εφαρμοστές της. Η αποσταλινοποίηση του εικοστού συνεδρίου, η άγνοια και η συνενοχή, η ντιρεκτίβα της απαγόρευσης των «βλαβερών» βιβλίων, οι κομματικές επαναξιολογήσεις της «Ανακαταγραφής», η καχυποψία στους κόλπους της κοινότητας, το ενδεχόμενο της διαγραφής και του κενού της μετέπειτα ζωής που συντρίβει τους συντρόφους που ζητούν την στήριξή του, όλα σηματοδοτούν την οριστική απώλεια της παλιάς χαρούμενης ατμόσφαιρας και των κοινών αυλών. Ενδεικτικές είναι οι αδύναμες στιγμές του κάτω από τα κολοσσιαία αγάλματα των Λένιν – Στάλιν που με την πέτρινη αδιαφορία τους τον αφήνουν αδιαφώτιστο. Θερινός εθελοντής στις απέραντες ουζμπέκικες βαμβακοφυτείες αναρωτιέται «αν όλοι έγιναν καινούργιοι άνθρωποι, αν ο ίδιος είναι πια ένας καινούργιος άνθρωπος», πάντα βασανιζόμενος από την ανεκπλήρωτη επιθυμία να γράψει σε απαγορευμένα αγαπημένα πρόσωπα και γενικότερα την συναισθηματική ενοχή για την οικογένεια πίσω στην πατρίδα (η ζωή της οποίας παρουσιάζεται συγχρονικά κι ενίοτε αντιστικτικά όπως π.χ. ο εξαιτίας του τερματισμός της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του αδελφού του).

Η Σταυρούλα αντιπροσωπεύει μια διαφορετική, εξαρχής δύσπιστη στάση καθώς, ακόμα κι όταν το άλγος του νόστου καταλαγιάσει, αρνείται να διαβεί την κύρια θύρα προς τη νέα χώρα: την εκμάθηση της γλώσσας. Η εκφραστική της αισθητοποιείται μόνο όταν τραγουδάει «με αγνώριστη, βαθιά από τα έγκατα φωνή». Ο μύθος κυκλώνεται και ανακυκλώνεται από επαναλήψεις και υπενθυμίσεις, ενώ στο περιθώριό του αναπνέει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα με τις ζωογόνες ανατάσεις της καθημερινότητας (όπως οι θεατρικές παραστάσεις της πολιτείας ή ο πρώτος περίπατος στην πόλη), το ζοφερό κλίμα της ημέρας του θανάτου του Στάλιν ή των «γεγονότων» της Τασκένδης αλλά και οι φευγαλέες εικόνες των ερήμων του Καζακστάν και των χρωμάτων της φθινοπωρινής Ανατολής ή οι αντηχήσεις της αρχαιότερης ιστορίας της περιοχής ως και των ποιημάτων της Αχμάτοβα.

Τελικά το βαμβάκι της Νέας Χώρας δεν αντικατέστησε την πέτρα της Παλαιάς κι εκείνοι που ταξίδεψαν ως εκεί καταγεγραμμένοι ως «κάρβουνο» στα αμπάρια του πλοίου, δεν συμμετείχαν μόνο «στην συμπαντική κίνηση προς τα εμπρός για ένα υπέροχο μεγαλόπρεπο αύριο» αλλά και, κατά μεγάλη ειρωνεία, αποτέλεσαν το ιδανικότερο πολιτικό καύσιμο. Ο Στέργιος παραμένει σταθερός στην εξαρχής επιλογή «της αβύσσου αντί της σωφροσύνης» και δεν μετανιώνει για τίποτα· συνειδητοποιεί όμως ότι αδυνατεί να εναντιωθεί στην Ιστορία. Τι μένει στις κατά Κούντερα «ήρεμες» εποχές; Ένα ερώτημα αν όλα έγιναν νομοτελειακά και αν κάθε άπιαστο όραμα «σκοντάφτει στην ίδια την άχαρη ανθρώπινη φύση». Τουλάχιστο τότε είναι, όπως καταλήγει η συγγραφέας, καιρός για μυθιστορήματα.

Εκδ. Κέδρος, 2009, σελ. 372.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 22 (καλοκαίρι 2010). Στις φωτογραφίες, κτίσματα από τις αλλοτινές γειτονιές των Ελλήνων της Τασκένδης.