Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Αγαπημένος πάει να πει σχέση πάθους, κάποιος που κάποτε και για κάποιους λόγους τον αγαπάς ενώ άλλοτε, ίσως και για τους ίδιους λόγους, τον μισείς. Δεν παραλείπω ν’ αναφέρω όταν με ρωτούν, τον Γιώργο Χειμωνά, τον Δημήτρη Δημητριάδη και πηγαίνοντας πιο πίσω, ίσως και πιο μπροστά, στο χρόνο, τον Franz Kafka. Πατερούλη αποκαλώ το Διονύσιο Σολωμό, όχι βέβαια γιατί είναι ο «εθνικός» μας ποιητής αλλά για τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος»
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Η Κάθοδος των Εννιά του Θανάση Βαλτινού, Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, Η κυρία Νταλογουέι της Virginia Woolf, Η Δίκη του Franz Kafka, Το Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου, η Έρημη Χώρα του T. S. Eliot και τα αναφέρω χωρίς σειρά, περισσότερο αυθόρμητα όπως το θέλει η ψυχανάλυση.
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Τα διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» και «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον», τα διηγήματα του Anton Chekhov, του Edgar Allan Poe και του Franz Kafka.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Ο Γιώργος Χειμωνάς κι αντί να πω κάτι γι’ αυτόν, πέρα από το ότι έφυγε νωρίς, παραθέτω ένα απόσπασμα από το «Γιατρό Ινεότη». «Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων, ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός θα πρέπει να εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μια ορισμένη μέρα. Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί να πεθάνει. Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο. Έχει σύντροφο έναν γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν , έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν, όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σαν να τους τιμωρούσαν…».
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Το ότι γράφοντας ένα μυθιστόρημα, οι ήρωές του αποκτούν στην πορεία σάρκα και οστά και σε ακολουθούν, συζούν μαζί σου, δεν με εντυπωσιάζει. Είναι θαυμαστό όμως το πώς αυτονομούνται κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Μπορούν να σε αναγκάζουν ακόμα και ν’ αλλάξεις την εξέλιξη της ιστορίας σου. Πολλές φορές νιώθεις πως είσαι ένας υπηρέτης τους. Αφού τελειώσει το μυθιστόρημα παγιώνονται. Σα να κλείνονται σ’ ένα κιβώτιο και η τελεία στο τέλος του μυθιστορήματος τους κρατά εκεί μέσα άφθαρτους και σαν τιμωρημένους, να επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες πράξεις. Βέβαια κάποιοι απ’ αυτούς θα επιστρέψουν στο επόμενο μυθιστόρημα να σε βρουν και πάλι, σα να δικαιούνται μια δεύτερη ζωή, μια δεύτερη ευκαιρία.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Η μαντάμ Μποβαρί, η κυρία Νταλογουέι και ο Γκρέγκορ Σάμσα που ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Παλιότερα είχα ένα πρόβλημα ακόμα και με τα σπίτια. Έχω αλλάξει όχι και λίγα. Αργότερα έγραψα και σε ξενοδοχεία κάνοντας διακοπές. Το πιο περίεργο ήταν όταν φοιτώντας στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής «αναγκάστηκα» να γράψω σε μια αίθουσα μαζί με άλλους και μάλιστα κατά παραγγελία.
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Έχω τη διαστροφή του συγγραφέα να παρακολουθώ εξονυχιστικά και σε βάθος τις ζωές των άλλων αλλά και τη δική μου. Συλλέγω συνεχώς. Μ’ ενδιαφέρουν και τα ελάχιστα καθημερινά που συγκινούν τους ανθρώπους. Αφήνω πολύ καιρό πράγματα, καταστάσεις και ήρωες να ωριμάσουν μέσα μου πριν καθίσω να γράψω ή για να είμαι ακριβέστερος, να πληκτρολογήσω. Απεχθάνομαι την αταξία του χειρόγραφου. Μικρότερος έγραφα σε γραφομηχανή. Τώρα πια είμαι ερωτευμένος με την οθόνη των υπολογιστών.
Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Κάθε ποίημα έχει τη μουσική του την οποία και «ξανακούω» κάθε φορά που το διαβάζω μετά. Η μουσική μου είναι άκρως απαραίτητη όταν γράφω. Κάτι σαν soundtrack του κειμένου που γράφω. Μπορώ να εξομολογηθώ για παράδειγμα πως για το μυθιστόρημα «Ερώτων και αοράτων» άκουγα σχεδόν αποκλειστικά Dead can dance και Liza Gerrard.
Ερώτων και αοράτων. Πότε γράφτηκε, υπό ποιες συνθήκες και πόθους; συγγράφηκε. Τώρα με μια χρονική απόσταση πώς σκέφτεστε την «αναπάντεχη», όπως χαρακτηρίστηκε, βράβευσή του;
Το «Ερώτων και αοράτων» ξεκίνησα να το γράφω το 2003 και τελείωσε μαζί με το 2006. Προέρχομαι από την ποίηση. Θεωρώ ότι στην εποχή μας είναι απολύτως ξεχασμένη. Τα νέα παιδιά δεν τη θέλουν και δεν τη γνωρίζουν. Έβαλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου να την παντρέψω με τη μορφή του μυθιστορήματος. Χρησιμοποίησα το μυθιστόρημα ως πολιορκητικό κριό. Υπήρξαν και κάποιες αντιδράσεις. Κάποιοι «θύμωσαν» όταν την διέκριναν σ’ ένα κείμενο που πρότεινα ως μυθιστόρημα. Στην ουσία η σκέψη μου είναι πάντα στη γλώσσα και στις δυνατότητές της. Η λογοτεχνικότητα είναι απλώς ένα αποτέλεσμα και μάλιστα ιδιαίτερα υποκειμενικό. Είχα στο νου μου την λογοτεχνική μας παράδοση, το Διονύσιο Σολωμό, τις παραλογές, το δημοτικό τραγούδι, την Αγία Γραφή. Οι περισσότεροι που γράψανε για το «Ερώτων και αοράτων» τα διέκριναν αυτά και ένιωσα δικαιωμένος. Το βραβείο μυθιστορήματος ήταν αναπάντεχο περισσότερο γιατί δεν υπήρξε ίχνος διαφήμισης για το βιβλίο μου σε αντίθεση με άλλα βιβλία της τότε short list του «Διαβάζω». Εκ των υστέρων θεωρώ σχεδόν επαναστατική την «απόφαση» της τότε κριτικής επιτροπής να το βραβεύσει.
Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Το «Ερώτων και αοράτων» έμοιαζε γλωσσικά και θεματικά λίγο παλαιικό. Αυτό που γράφω τώρα έρχεται από την αντίθετη πλευρά του χρόνου. Δεν θα μπορούσα ν’ αποκαλύψω το θέμα μου, περισσότερο γιατί προτιμώ να είναι ακόμα ρευστό. Ο ήρωάς μου είναι ένα δωδεκάχρονο παιδί. Εδώ και πολύ καιρό ζει μαζί μου.
Πώς βιοπορίζεστε;
Διδάσκω. Διδάσκω στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση κι επειδή θα ήταν αστείο να ισχυριστεί κανείς πως μπορεί έτσι να βιοποριστεί, θα πρέπει να ομολογήσω ότι επίσης διδάσκω ελληνικά σε ξένους ως δεύτερη γλώσσα και δημιουργική γραφή. Με μια λέξη, διδάσκω.
Η ενασχόλησή σας με την διδασκαλία σε δημοτικό σχολείο εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο στην συγγραφική διαδικασία ή πρόκειται για δυο χωριστούς κόσμους;
Θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως η εργασία δεν επηρεάζει τη συγγραφή. Τα παιδιά είναι σπουδαίο υλικό και ισχυρή θετική κινητήρια δύναμη. Θυμάμαι το πόσο υπερήφανοι νιώθανε οι μαθητές μου τη χρονιά της βράβευσης του βιβλίου μου χωρίς να καταλαβαίνουν καλά καλά περί τίνος επρόκειτο. Να σημειώσω όμως πως η «αχαριστία» του ελληνικού κράτους, η «επιβράβευση» που επιφύλασσε σε όλους εμάς της εκπαίδευσης και όχι μόνο, με χρόνια προσφοράς, με ωραιότατες περικοπές και δεν αναφέρομαι μόνο στους μισθούς, είναι ένα γεγονός που με απογοητεύει βαθιά. Είμαστε οι τελευταίοι που ευθυνόμαστε για μια κρίση και οι πρώτοι που την πληρώσαμε. Πρόκειται για μια κρίση αξιών στην ουσία και δευτερευόντως οικονομική. Στην εκπαίδευση μικρός μπήκα από ιδεολογία. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα πλουτίσω αλλά ούτε ότι θα φτωχύνω.
Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
Θα φανεί περίεργο αλλά αυτόν τον καιρό τη λογοτεχνία την παρακολουθώ κυρίως από τα λογοτεχνικά περιοδικά. Διαβάζω περισσότερο πράγματα που θα με βοηθήσουν στη συγγραφή του νέου μου βιβλίου. Η μελέτη και η έρευνα, όταν καταπιάνεσαι με ένα θέμα, θεωρώ πως είναι άκρως απαραίτητη. Διαβάζω λοιπόν βιβλία για την τεχνολογία.
Οι εμπειρίες σας από το ιστολογείν.
Το ιστολόγιο είναι μια σπουδαία δυνατότητα. Με ενθουσιάζει η αμεσότητα και η δυναμική της επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Κάποιες φορές πανικοβάλλομαι στην ιδέα πως το βιβλίο πεθαίνει. Από την άλλη σκέφτομαι πως η λογοτεχνία θα είναι πάντα παρούσα με κάποιον τρόπο. Στον ιστό έχει τη δυνατότητα να το επιχειρήσει ο καθένας. Να «δημοσιεύσει» χωρίς να ψάξει εκδότη. Ίσως έτσι γεμίσουμε κάποια στιγμή με σκουπίδια. Από την άλλη είναι δικαίωμα του καθενός να γράφει και είναι επίσης απολύτως σεβαστός ο κόπος του. Το γράψιμο εξάλλου είναι εκτός των άλλων θεραπευτικό.
Έχετε γράψει πεζογραφία και ποίηση. Θα συνεχίσετε να ισορροπείτε ανάμεσα στα δύο; Βλέπετε κάποιο να επικρατεί του άλλου;
Δεν μπορώ να βάλω στεγανά στον τρόπο της έκφρασής μου. Πολλοί συνθέτες γράφουν και τους στίχους ή ακόμα και τραγουδούν οι ίδιοι. Πολλοί ηθοποιοί γράφουν ή σκηνοθετούν. Η ποίηση και η πεζογραφία δεν έχουν πιστεύω τελικά τόσο μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Η ισορροπία μεταξύ των δύο είναι ενδιαφέρουσα και δημιουργική.
Η συμμετοχή στην συντακτική ομάδα ενός λογοτεχνικού περιοδικού (στην δική σας περίπτωση ο Μανδραγόρας) τι είδους πνευματικές τέρψεις προσφέρει;
Μετά από δέκα χρόνια συμμετοχής μου στη συντακτική ομάδα του «Μανδραγόρα» διαπίστωσα έντρομος ότι με αναγνώριζαν ως κριτικό ποίησης. Αυτό δεν ήταν ποτέ μια από τις προσδοκίες μου. Έκρινα κάποτε αυστηρά, ψυχαναλυτικά, φιλολογικά, γλωσσικά τα κείμενα και δεν λογάριαζα τον παράγοντα άνθρωπο. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως ο κόπος και ο πόνος του καθενός θα πρέπει να είναι σεβαστός. Κριτικός μπορεί να είναι μόνο ο χρόνος. Νιώθω όμως ικανοποιημένος γιατί με κάποιον τρόπο ανακάλυψα και μίλησα για νέους ποιητές που τώρα πια κάνουν σημαντικά πράγματα, όπως ο Γιάννης Αντιόχου, ο Βασίλης Αμανατίδης, ο Γιώργος Λίλης, και νιώθω δικαιωμένος μ’ αυτό.
Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού (δε)κατα (τ. 21, άνοιξη 2010, αφιέρωμα στην Ζωή του Συγγραφέα) δημοσιεύεται ένα μεγάλο κείμενο του Louis Menand σχετικά με το αν πρέπει ή όχι να διδάσκεται η δημιουργική γραφή. Ποια είναι η δική σας γνώμη και τι σχετικές εμπειρίες έχετε;
Η δημιουργική γραφή ασφαλώς και διδάσκεται. Η έμπνευση όχι. Ο πρώτος μου στόχος πάντως, όταν διδάσκω δημιουργική γραφή, είναι ο καλός αναγνώστης. Πάντως γίνεται λόγος για κάτι που στην Αμερική και την Ευρώπη είναι διαδεδομένο εδώ και δεκαετίες. Στην ουσία πρόκειται για συστηματική εξάσκηση και ανατροφοδότηση. Κάτι δηλαδή άκρως απαραίτητο για τους συγγραφείς. Σπούδασα δημιουργική γραφή μετά τη βράβευση του «Ερώτων και αοράτων». Με κάθε τρόπο νιώθω πολύ πιο στέρεο πια το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ή πολύ πιο γεμάτες τις αποσκευές μου.
Φέτος ανέβηκε και το θεατρικό σας έργο «Η Γριά Μώρα». Ένα άλλο είδος γραφής διεκδικεί θέση ανάμεσα στα προηγούμενα δυο;
«Η γριά Μώρα» με «ω» από το μωρός ή με «ο» από τις σλάβικες καταβολές της, είναι ένα εκτενές ποίημα, δημοσιευμένο μάλιστα στην τελευταία «Ποιητική», που εξαιτίας ενός φίλου μπήκα στον πειρασμό να το μεταγράψω ως θεατρικό. Το αποτέλεσμα δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε. Όμως, το έχω ξαναπεί, δεν πιστεύω πως υπάρχουν στεγανά μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών. Ίσως ένας ορίζοντας που συνεχώς μετατίθεται, αλλά όχι στεγανά.
0 Σχόλια to “Στο αίθριο του Πανδοχείου, 30. Γιώργος Παναγιωτίδης”