Αρχείο για Αύγουστος 2011

31
Αυγ.
11

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 58. Κώστας Αρκουδέας

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Αγαπημένοι συγγραφείς βρίσκονται σε πολλά και διαφορετικά λογοτεχνικά ρεύματα (όπου κολυμπούν σαν πέστροφες). Από τους Λατίνους μ’ αρέσει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα και παλαιότερα ο Μάρκες. Από τους Αμερικανούς του μεσοπολέμου προτιμώ τον Σκοτ Φιτζέραλντ. Από τη αστυνομική λογοτεχνία, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, για το υπόγειο και διαβρωτικό χιούμορ του. Από το χώρο της επιστημονικής φαντασίας ξεχωρίζω τον Φιλιπ Ντικ, ενώ από το global novel, τον Φρανκ Σέτσινγκ. Θα μπορούσα να συνεχίσω απ’ άπειρον – τρόπος του λέγειν…

Από τους Έλληνες πεζογράφους ξεχωρίζω τον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Μ. Καραγάτση και την Ιωάννα Καρυστιάνη, ενώ από τους ποιητές τον Καβάφη και τον Καββαδία. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλά αξιόλογα παιδιά της νέας γενιάς…

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Έκανα πρόσφατα τη short list με τα βιβλία που έχω σταθερά στην κορυφή των προτιμήσεών μου… 1. Μαργκρίτ Γιουρσενάρ: Αδριανού απομνημονεύματα 2. Τζακ Κέρουακ: Στο δρόμο 3. Τζον Μπάνβιλ: Η θάλασσα 4. Τζόναθαν Λίτελ: Ευμενίδες 5. Νίκος Παναγιωτόπουλος: Το γονίδιο της αμφιβολίας

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Του Τσέχωφ, πρωτίστως, ως του μέγα τεχνίτη της μικρής φόρμας. «Των κεκοιμημένων» του Δημήτρη Μίγγα. «Η φλέβα του λαιμού» του Σωτήρη Δημητρίου. «Περσινή αρραβωνιαστικιά» της Ζυράνα Ζατέλη. Τα περισσότερα του Σκαμπαρδώνη. Βρήκα ενδιαφέροντα στοιχεία στη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου «Κάτι θα γίνει, θα δεις».

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Θεωρώ αξιοπρόσεκτη περίπτωση τον Γιάννη Μακριδάκη. Το γεγονός ότι μεταπήδησε από τα μαθηματικά στη λογοτεχνία, το γεγονός ότι ζει μακριά από τη μητρόπολη και ασχολείται με ό,τι τον ενδιαφέρει… Αν έχω σιχαθεί ένα είδος τα τελευταία χρόνια, είναι οι συγγραφείς – δημοσιοσχεσίτες.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Στο βιβλίο μου «Τα κατά Αιγαίον πάθη» περιγράφω τους καημούς και τα πάθη μιας μικρής κοινότητας ανθρώπων που έλαμψε κάποτε στην Οία. Τους περισσότερους συνεχίζω να τους βλέπω και να μαθαίνω νέα τους.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο αλλόκοτος ήρωας του Ντοστογιέφσκι, ο πρίγκιπας Μίσκιν, από την κλασική λογοτεχνία. Από τη σύγχρονη, σχετικά πρόσφατα, η Λίζμπετ Σαλάντερ, η αυτιστική και ιδιοφυής ηρωίδα του Στιγκ Λάρσον.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Όταν είμαι έξω, γράφω παντού, ή, για να είμαι πιο ακριβής, κρατάω σημειώσεις παντού… σε χαρτοπετσέτες, σε περιοδικά, σε πακέτα τσιγάρων, ακόμα και στην πλάτη μιας γυναίκας, κάποια στιγμή, καθώς δεν έβρισκα πουθενά αλλού να γράψω. Δεν την ήξερα και με πέρασε για τρελό…

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Συνήθως γίνομαι αιχμάλωτος μιας ιδέας που με συγκλονίζει, με τριβελίζει και δεν με αφήνει να ησυχάσω. Την έχω στον κήπο μου και τη φροντίζω, την κανακεύω και την καλλιεργώ επισταμένα.

Τις ιδέες δεν τις παγιδεύω, όχι τουλάχιστον με τη θέλησή μου. Απλώς έχω ανοιχτή την πόρτα της έμπνευσης, έρχονται και τρυπώνουν μόνες τους σε ανύποπτη στιγμή.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Την εποχή που γράφω γίνομαι παράξενος, λίγο αντικοινωνικός. Χρειάζομαι τέσσερις τοίχους, υπολογιστή και απόλυτη ησυχία. Κιχ δε θέλω να ακούγεται… Από ό,τι μου λένε, τη συγκεκριμένη εποχή κυκλοφορώ παραμιλώντας στο δρόμο, είμαι μόνιμα αφηρημένος και όταν με ρωτάνε κάτι, ξεχνάω να απαντήσω – ή, μάλλον, ξεχνάω πως με έχουν ρωτήσει κάτι. Ο κόσμος στο κεφάλι μου είναι πολύβουος, απαιτητικός και μου απορροφά πολλή ενέργεια.

H μουσική που ακούω είναι η μουσική της γενιάς μου, η ροκ. Μου αρέσουν,  ωστόσο, τραγούδια που ανήκουν στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Αντίθετα, δεν μπορώ να ακούσω λαϊκά τραγούδια, ούτε φυσικά σκυλάδικα, έστω για πλάκα.

Μια μικρή παρουσίαση / εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων; 

Υποθέτω ότι αποτελώ τον πονοκέφαλο κάθε κριτικού ή φιλολόγου που επιχειρεί να κατατάξει έναν συγγραφέα σε λογοτεχνικό είδος. Και αυτό γιατί σε κάθε βιβλίο ασχολούμαι και με διαφορετικό είδος, το οποίο συνήθως απέχει παρασάγγες από το προηγούμενο. Δείτε τα δυο τελευταία μου μυθιστορήματα. Το προηγούμενο ήταν ιστορικό μυθιστόρημα, το επόμενο θεολογικό–επιστημονικό θρίλερ με μελλοντικές προεκτάσεις. Από τον 3ο π.Χ. αιώνα στον 21ο. Η απόσταση και μόνο ζαλίζει… μ’ αρέσει, όμως. Αν αντιπαθώ κάποιους συγγραφείς, είναι οι μανιεριστές, εκείνοι που αν έχεις διαβάσει ένα βιβλίο τους, τα έχεις διαβάσει όλα. Δεν τους κουράζει κάτι τέτοιο; δεν τους φθείρει;

Κοιτώντας πίσω, στο συγγραφικό παρελθόν μου, βλέπω: Το «Πρόσεχε να μην πετρώσεις» είναι μια μαρτυρία για το σύγχρονο διχασμό κάποιας που είναι από τη μια πλευρά θεοσεβούμενη και από την άλλη κομμουνίστρια. Το «Παλιό δέρμα του φιδιού» και η μετεξέλιξή του στο «Ποτέ τον ίδιο δρόμο» είναι ταξιδιωτικό αφήγημα και συγχρόνως κατάδυση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. «Τα κατά Αιγαίον πάθη» είναι ένα σχόλιο πάνω στις ακραίες μορφές του έρωτα και ταυτόχρονα η πορεία μιας κοινότητας ανθρώπων, των «σαμάνων του Αιγαίου»,  που έζησαν κάποτε και έδρασαν στην Οία της Σαντορίνης. «Ο πειρατής» είναι η μυθιστορηματική διασκευή ενός σεναρίου, το ανάποδο δηλαδή από αυτό που συνηθίζεται, με θέμα το εθιμικό δίκαιο και τον εξοβελισμό του από το σύγχρονο κόσμο. «Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του» είναι ένα κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα, με τους κανόνες και τις συμβάσεις του είδους, ενώ «Ο αριθμός του Θεού» ένα θεολογικό – επιστημονικό θρίλερ.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Το τελευταίο μου βιβλίο κυκλοφόρησε το χειμώνα του 2010 από τις εκδόσεις Απόπειρα. Είναι μια ανθολογία με τίτλο «Τα σιγκλάκια». Καθώς πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται κυρίως στη μουσική από τα ροκ συγκροτήματα, υποδηλώνει μια διάθεση περιπετειώδη και ανατρεπτική.  «Τα σιγκλάκια» δεν είναι ακριβώς διηγήματα. Είναι μικρά σε έκταση αυτοτελή κείμενα που δίνουν το στίγμα μιας περιπλάνησης που ξεκίνησε από το 1986 και συνεχίζεται έως σήμερα. Η επιλογή τους έγινε με σκοπό να διακρίνει ο αναγνώστης τα χνάρια της διαδρομής μου. Στην πραγματικότητα, είναι ένας χάρτης πορείας.

Πώς βιοπορίζεστε;

Εργάζομαι στο υπουργείο Πολιτισμού. Μέχρι πρότινος ήμουν στο ΕΚΕΒΙ και τη Στοά Βιβλίου, ενώ τώρα βρίσκομαι στη Διεύθυνση Γραμμάτων. Είναι νομίζω απαραίτητο για τον λογοτέχνη να βιοπορίζεται, ούτως ώστε να ελευθερώνει την τέχνη του από επιρροές και εξαρτήσεις.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Όσοι γράφουμε στην Ελλάδα έχουμε, νομίζω, ιδιαίτερη σχέση με το περιοδικό Διαβάζω. Είναι η ζωντανή ιστορία της γραφής και της ανάγνωσης στον τόπο μας. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι, και ξεκίναγα την περιπέτεια της γραφής, εκεί ανέτρεχα για να πληροφορούμαι τα καθέκαστα. Επίσης, ιδιαίτερη θέση κατείχε μέχρι πρόσφατα, που απεβίωσε η ψυχή του, ο Κώστας Βουκελάτος, το περιοδικό Ιχνευτής. Επίσης, ξεχωρίζω Το Δέντρο, τη Λέξη, το εκ Θεσσαλονίκης Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη και τα (δε) κατα του Ντίνου Σιώτη που έφεραν φρέσκο αέρα στο τοπίο.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

Οι συγγραφείς διακατέχονται από εμμονές, είναι γνωστό αυτό. Παλαιότερη εμμονή μου ήταν ο Ινδός Κάλανος που συνάντησε τον Μέγα Αλέξανδρο στα Τάξιλα και τον ακολούθησε ως το τέλος της εκστρατείας. Η τωρινή εμμονή μου είναι ο Νίκος Καζαντζάκης και το χαμένο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1957. Στήθηκε αδιανόητη ίντριγκα από την εγχώρια συντήρηση για να μην το πάρει. Όσο περισσότερα μαθαίνω γι’ αυτή την υπόθεση, τόσο μεγαλώνει το ενδιαφέρον μου.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Ο σκηνοθέτης που θαύμαζα ήταν ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ ενώ από τους σύγχρονους ξεχωρίζω τον Αλεχάντρο Γκονζάλεθ Ιναρίτου. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλές ταινίες που αγαπώ, μα στην κορυφή της λίστας θα τοποθετούσα αβίαστα την ταινία Don’t look now του Νίκολας Ρεγκ, με το ανεπανάληπτο δίδυμο Ντόναλντ Σάντερλαντ – Τζούλι Κρίστι.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Επιχείρησα κάποτε, μα το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Ποίηση γράφει η αδελφή μου Κατερίνα Ραζέλου, που κατέχει την τέχνη της κωδικοποίησης του απείρου.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό; 

Κοντεύω να ολοκληρώσω τη βιβλιογραφία του Ίαν ΜακΓιούαν. Ξεκίνησα από τα βραβευμένα έργα του και τώρα έχω περάσει στα λιγότερο γνωστά. Με γοητεύει αφάνταστα η κομψότητα και η διαύγεια του ύφους του.

Τι γράφετε τώρα; 

Μια αμιγώς ερωτική ιστορία. Η πλοκή είναι υποτυπώδης. Με ενδιαφέρουν οι ψυχικές μεταπτώσεις, οι εναλλαγές συναισθημάτων, οι προθέσεις που κρύβονται πίσω από τις πράξεις, τα βαθύτερα κίνητρα, η αποδοχή ή όχι των σφαλμάτων…

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Είναι ικανή η ελληνική λογοτεχνία να σταθεί επάξια στον ευρωπαϊκό χώρο; Νομίζω πως είναι. Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν βγει πολλά και καλά βιβλία που θα μπορούσαν να διαβαστούν στο εξωτερικό, αν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστεί ο σκόπελος της γλώσσας. 

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Πολυποίκιλες, όπως φαντάζομαι των περισσοτέρων. Οι ώρες που περνάω μπρος στον υπολογιστή είναι τόσες, που δεν τις μετράω για να μην τρομάξω.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν αυτή τη συναλλαγή;

Μα… η αιώνια νιότη είναι η ίδια η συγγραφή!

Σημ. του Πανδοχείου: Η «επιθυμητή» ερώτηση εντάσσεται σε όλα τα επόμενα Αίθρια. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα και γι’ αυτήν. Τα πνευματικά δικαιώματα θα του καταβάλλονται στο τέλος κάθε χρόνου.

28
Αυγ.
11

Λίνα Πανταλέων – Αναγνωστικά Δικαιώματα. Κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία

Κυκλώνοντας την νεοελληνική λογοτεχνία

Η σύγχρονη συγκυρία δεν ευνοεί την λογοτεχνική κριτική, που ασφυκτιά στα στενά χωρικά όρια του τύπου, ακολουθεί λαχανιαστά την επικαιρότητα με την πλέον αυστηρή έννοια (ένα βιβλίο μηνών μπορεί να θεωρείται παλαιό) και συνθλίβεται μπροστά στην πρόκριση της παρουσίασης αμέτρητων εκδόσεων. Καλύτερα μια παράγραφος για καθένα από χίλια βιβλία, παρά χίλιες λέξεις για ένα βιβλίο: ιδού η βασική κατευθυντήρια αρχή. Έτσι ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης της λογοτεχνίας υποχρεούται να αρκεστεί σε σύντομα γενικόλογα και επιδερμικά σημειώματα που τελικά απλώς ενημερώνουν για την κυκλοφορία ενός βιβλίου και τίποτα παραπάνω. Τα λογοτεχνικά περιοδικά συχνά υπόκεινται σε παρεμφερείς περιορισμούς, για άλλους λόγους αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα.

Στην περίπτωση της Νέας Εστίας το κριτικό κείμενο δικαιούται να εμβαθύνει στο υπό κρίση έργο και να λειτουργήσει ως ευπρόσδεκτος αναγνωστικός οδηγός πλοήγησης. Πολύ περισσότερο δε η εν λόγω κριτικός επιχειρεί μια γενικότερη επέκταση στο συνολικό έργο του συγγραφέα. Δεν πρόκειται όμως για μια γενικότερη θεωρητική ή δοκιμιακή προσέγγιση που ο πιθανώς «ανειδίκευτος» αναγνώστης θα δυσκολευτεί να παρακολουθήσει αλλά για μια εξαιρετικά ελκυστική – και από γλωσσική άποψη – εστίαση στο κείμενο (με συχνή παράθεση αποσπασμάτων που υποστηρίζουν τις σχετικές επισημάνσεις) κατά την οποία διατυπώνονται και ενδιαφέρουσες συνδέσεις με τα προηγούμενα έργα, εντοπίζονται γενικά χαρακτηριστικά και υποδεικνύονται ομοιότητες και διαφορές. Με τον τρόπο αυτό προτείνεται μια πανοραμική εικόνα της συνομιλίας των κειμένων του συγγραφέα αλλά και μια κριτική αποτίμηση ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο μάλιστα σε μεγάλο βαθμό δεν έχει τύχει ειδικότερης μελέτης. Ας δούμε ενδεικτικά ορισμένα σημεία μερικών από τις τριάντα βιβλιοκρισίες του τόμου, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό από τον Μάρτιο του2006 έως τον Σεπτέμβριο του 2009, χρησιμοποιώντας την πλούσια γλώσσα της κριτικού.

Στην περίπτωση του Κώστα Βούλγαρη (Η περούκα της Σοφίας Νέρη) διαπιστώνεται η έμφαση στην «ανάγνωση» και ανάπλαση της εθνικής ιστορίας (με την τετραλογία του συγγραφέα να λειτουργεί ως υποσημείωσή της) και η διαρκής διατύπωση της απορίας για το πώς μπορεί το ιστορικό γεγονός να εξιστορηθεί, να προσπελαστεί από άλλες οδούς και να επαναπροσδιοριστεί ώστε να νοηματοδοτήσει τον παρόντα χρόνο. Συχνά δοκιμάζονται οι πιθανότητες επιβίωσης στο παρόν γεγονότων τετελεσμένων όχι όμως «ανενεργών» και αυτό που προσλαμβάνεται ως οριστικά ηττημένο μπορεί να διεκδικήσει μια δεύτερη ζωή. Η γλώσσα και η δομή αναδεικνύονται σε μείζονες μέριμνες τόσο κατά την αναζήτηση νέων εργαλείων κριτικής και έκφρασης όσο και ως σχόλια πάνω στην μεθοδολογία και τις ποικιλόχρωμες παρεμβάσεις βάσει των οποίων μορφώνονται οι αφηγήσεις του παρελθόντος προτού παραδοθούν ως εθνική ιστορία.

Οι θλιμμένες μορφές του Νίκου Χουλιαρά (Νερό στο πρόσωπο) συντρίβονται από επιλογές μη αναστρέψιμες, από την αξεπέραστη δυσκολία συναναστροφής  και την πικρή επίγνωση ακρωτηριασμένων δυνατοτήτων. Καθώς βυθίζονται σε μια αρρωστημένη αδράνεια, στην ακινησία και τη στεγνότητα ασυντρόφευτων ημερών, η καθημερινότητα βιώνεται ως ψυχοφθόρα επανάληψη σκηνών αδιάφορων και ήδη παιγμένων και η ζωή τους μοιάζει με ισόβια κάθειρξη. Όμως ακόμα και μέσα στην παραλυτική τους απραξία επιβιώνουν ζώνες σκοτεινής συγκίνησης, στις οποίες τους οδηγεί η τριφυής δημιουργική υπόσταση του συγγραφέα (ζωγράφου, πεζογράφου, ποιητή). Στην λογοτεχνία της Κλαίρης Μιτσοτάκη (Σωρείτες) ο αναγνώστης αποκτά τη θέση ενός δυσεξιχνίαστου «εγώ» ενώ ο αφηγητής (ένας συνήθως εγγράμματος περιπατητής με «κεντροευρωπαϊκές» παραστάσεις) αποσύρεται στην κόγχη της μυθοπλασίας ελπίζοντας από εκεί να επηρεάσει τις θυμικές μετατοπίσεις των χαρακτήρων. Όμως είναι ο λόγος τελικά που στέφεται (ως) μόνος ήρωας των πεζογραφημάτων καθώς η συγγραφέας επιλέγει την έμμονη εμπιστοσύνη στην δυναμική των λέξεων και την εξαντλητικά κομψοεπή γραφή.

Σύνηθες μοτίβο στην πεζογραφία του Φαίδωνα Ταμβακάκη (Άδεια ξενοδοχεία), το ταξίδι επιβαρύνεται με την ανάγκη επούλωσης ψυχικών ελλειμμάτων και ημέρευσης υπαρξιακών αχθών. Μετατρέπεται σε μυσταγωγική διαδικασία ανακάλυψης αχαρτογράφητων εσωτερικών τοπίων, ανίχνευσης προσωπικών ορίων και αναζήτησης ενός ελκυστικότερου εαυτού. Από την άλλη, η παρουσία του αφηγητή – συγγραφέα περιγελά την αληθοφάνεια των συλλήψεων και απομυθοποιεί κάθε συγγραφική επινόηση. Παρατήρηση και καταγραφή προτάσσονται έναντι του αφηγούμενου και το θεατρικό στήσιμο υπαινίσσεται την εποπτεία του συγγραφέα. Ακόμα κι έτσι όμως προβάλλει η ιαματική επίδραση εξιστορήσεων (έστω και με τη μορφή εκμυστήρευσης πλαστών βιωμάτων και ή της υπόδυσης μιας πλασματικής ζωής) και η αδήριτη ανάγκη των μυθοποιήσεων ως αντίβαρων στις ποικιλόχρωμες ματαιώσεις που μας παραμονεύουν.

Τα πρόσωπα Μιχάλη Φακίνου (Αναμνήσεις ενός λωτοφάγου) σπανίως εγκατοικούν σε ένα μόνο μυθιστόρημα, καθώς ο συγγραφέας συχνά επαναχρησιμοποιεί παλιές συλλήψεις και ασκεί μια μορφή μυθοπλαστικής κλωνοποίησης. Η κριτικός εστιάζει στον εντοπισμό δανείων από προγενέστερες μυθιστορηματικές καταθέσεις και ξεχωρίζει τις περιπτώσεις που εκείνα αποβαίνουν λειτουργικά, όταν δηλαδή ξεφεύγουν από την ξερή επανάληψη και μετατοπίζονται από την αρχική τους θέση για να αποκτήσουν ένα άλλο νόημα μέσα σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Από την άλλη, η στατικότητα της ανεξέλικτης μυθοπλασίας αντισταθμίζεται με την καταφυγή στο γκροτέσκο, τα εξωλογικά στοιχεία και τις κραυγαλέες ή συναρπαστικές εικόνες. Η ψυχαναγκαστική θρησκευτικότητα συχνά διακωμωδείται με γελοιογραφικές σκηνές θεολογικού περιεχομένου, ενώ το κεντρικό μοτίβο του θανάτου αποτελεί μια κατάδυση στο βυθό της ύπαρξης και μια τυχοδιωκτική περιπέτεια για την απολύτρωση ψυχικών τόπων.

Στο επίκεντρο της απόλυτα προσωπικής λογοτεχνικής γλώσσας του Σάκη Σερέφα (Το σπίτι υποδέχεται) τίθεται η περιφρόνηση κάθε μυθοπλαστικής συνέπειας και αληθοφάνειας, η σάτιρα των συγγραφικών τεχνικών και το ξεσκέπασμα του τεχνητού χαρακτήρα επινοήσεων. Η παρωδία της γραφής, των υλικών και των μέσων της έχει ως βασικό όχημα την βάναυση μεταχείριση της γλώσσας, την παραγνώριση της παραδεδεγμένης χρήσης της και τα ακραία γλωσσοπλαστικά τεχνάσματα, αλλά και πλείστα άλλα αποδεικτικά της ποιητικής καταγωγής του συγγραφέα. Ακόμα κι αν οι ηχοποίητες λέξεις και ο ειρωνικός γλωσσικός χειρισμός καταλήγουν σε ανεφάρμοστες λεκτικές ευρεσιτεχνίες και το αμάρτημα της λεξιλαγνείας συχνά τιμωρεί τον συγγραφέα, η γραφή παραμένει το πρωτεύον θέλγητρο των έργων του.

Η πλουσιόγλωσση και πολύτροπη ανάγνωση συνεχίζεται και στα βιβλία των Σωτήρη Δημητρίου, Δημήτρη Νόλλα, Μαρίας Μήτσορα, Γιώργου Μπράμου, Μένη Κουμανταρέα, Ιωάννας Καρυστιάνη, Σώτης Τριανταφύλλου, Άντζελας Δημητρακάκη, Αύγουστου Κορτώ, Δημήτρη Γκιώνη, Β.Χ. Κωνσταντίνου, Τάκη Σπετσιώτη, Δημήτρη Τζιόβα, Παύλου Μάτεσι, Κωστή Γκιμοσούλη, Μιχάλη Μακρόπουλου, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, Ηλία Μαγκλίνη, Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Μαρίας Ευσταθιάδη, Νίκης Τρουλλινού και Μάρως Δούκα.

Εκδ. Πόλις, 2010, σ. 608.

Πρώτη δημοσίευση: Νέα Εστία, τεύχος 1846 (Ιούλιος – Αύγουστος 2011)




Αύγουστος 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Blog Stats

  • 1.138.702 hits

Αρχείο