Αρχείο για Ιουλίου 2011

19
Ιολ.
11

Ζερόμ Γκαρσέν – Οι δυο αδελφές από την Πράγα

Η εκδοτική πορνεία

Σε σκληρή επιστολή που προτάσσεται των κεφαλαίων της νουβέλας η Κλάρα Γκότβαλντ κατηγορεί τον αφηγητή ως αρχέτυπο βλακείας και ως θύμα με την συγκατάθεσή του. Τον εγκαλεί για την παροιμιώδη ανικανότητά του να ξεφύγει για λίγο από τον εαυτό του και του γνωστοποιεί πως στο πρόσωπό του εκδικήθηκε για όλους αυτούς των οποίων την ανικανότητα και την ανάγκη για φιλοφρονήσεις υπέμεινε από συμφέρον τόσα χρόνια. Στο τέλος ομολογεί με τη σειρά της πως έπεσε θύμα του και παραδέχεται, με κάποια ανησυχία, πως τον έχει ικανό να την κάνει και βιβλίο…

Εκείνος αποτελεί έναν συγγραφέα με βιβλία («εκλεπτυσμένες αποτυχίες») που αντιμετωπίζονται πάντα με επιείκεια και εκδίδονται με μοιρολατρία από φίλο εκδότη. Ιδού μια συγγραφική αυτοπαρουσίαση: «Έγραφα με απόλυτη ψυχρότητα και ελάχιστη επιείκεια, χωρίς συναισθηματισμούς ή ποιητικότητες, επιλέγοντας να είμαι όσο το δυνατόν πιο δυσάρεστος, το περήφανο πορτρέτο ενός απωθητικού ανθρώπου, που μοναδικό του κίνητρο για να ενεργεί, να αποφέρει και να χαίρεται ήταν το παθολογικό ενδιαφέρον για τον εαυτό του. Όταν τελείωνα το βιβλίο μου θα έπρεπε, ιδανικά, να μοιάζει με το μαύρο κουτί που βρίσκει κανείς, μετά τη συντριβή κάποιου αεροπλάνου, ανάμεσα σε καμένους θάμνους και σάβανα από στραπατσαρισμένες λαμαρίνες. Λογοτεχνία για εμπειρογνώμονες, ασφαλιστές και χωροφύλακες» (σ. 119). Αυτή τη φορά έχει την ιδέα να ξαναγράψει την Αρμάνς του Σταντάλ με τον δικό του τρόπο, παρατείνοντας τη ζωή του αυτόχειρα Οκτάβ. Και απευθύνεται στην Κλάρα.

Εκείνη, μια «ατζέντισσα – ηγεμόνας», έχει μετατρέψει το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό της πρακτορείο σε φοβερή πολεμική μηχανή, προσφέροντας ευυπόληπτο καταφύγιο σε διαψευσμένες υπάρξεις συγγραφέων και ηθοποιών, στην κωμωδία της κοινωνικής καταξίωσης και στην τραγωδία μιας στραγγισμένης ζωής. Η μνήμη της σταμάτησε στην Ανοιξιάτικη Πράγα και το ημίφωτο παρελθόν της στην Τσεχοσλοβακία του 1972, οπότε και έφυγε για το Παρίσι («Η Γαλλία είναι η πατρίδα μου. Πριν δεν υπάρχει»), για να κατακτήσει ένα μονοπώλιο σε μια πόλη που παρασκηνιακά την κουτσομπολεύει και δημόσια δηλώνει αφοσίωση. Μια πλανεύτρα που αποκαλείται «το ροντβάιλερ της ελίτ», που παραπλανά την εκλεκτή της πελατεία, θωπεύοντάς την στα φανερά, χλευάζοντάς την μυστικά.

Η συνεργασία τους ενισχύεται με την άφιξη της αδελφής της Χίλντα (που αναπόφευκτα «μεταφέρει» την χώρα της), «μιας Κλάρα με αμβλυμένες τις αντιστάσεις, ενός μαχητή χωρίς όπλα». Το δικέφαλο πλέον πρακτορείο προκαλεί διπλάσια ζήλια και έχθρα σ’ ένα Παρίσι όπου η φαλλοκρατία τρεφόταν από την ξενοφοβία και ο φόβος των γυναικών από το φθόνο της επιτυχίας. Η συμμαχία τους βασίζεται στη λήθη ενός παρελθόντος που δεν αναφέρεται ποτέ. Γοητευμένος από τις αδελφές που του θυμίζουν τις Δεσποινίδες του Ροσφόρ, περιορισμένος σε ρόλο συνοδού πολυτελείας, «ένας άνθρωπος σε τράνζιτ, ένας μυθιστοριογράφος σε αναμονή, σα χαμένος στην ουδέτερη ζώνη ενός αεροδρομίου», ο συγγραφέας επιχειρεί να συμμαχήσει με την Χίλντα, που νωρίτερα του έδειξε την δική της πλευρά: «Ειλικρινά νομίζεις ότι η αγωνία σου να γράψεις κάτι ενδιαφέρει κανέναν; Ούτε ξέρεις, ούτε έχεις ζήσει τίποτα. Εσύ ποτέ δεν είδες ξένα στρατεύματα να εισβάλλουν νύχτα στην πατρίδα σου, συνθλίβοντας στο πέρασμά του τα όνειρά σου. Δεν σου απαγόρευσαν ποτέ να γράφεις, να μιλάς, να ζεις. Η εισβολή και η εξορία είναι λέξεις που αγνοείς». (σ. 92).

Όταν αμφότεροι ανακαλύψουν στο εξοχικό Ξέφωτο της Κλάρα την πελατεία τους να επιδίδεται σε σκηνές παρμένες από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου, η Κλάρα υπεραμύνεται της έπαυλής της: δεν πρόκειται για πορνοικία αλλά για την φυσική προέκταση του πρακτορείου, μια κλινική αναζωογόνησης και χαλάρωσης ανασφαλών μελών, «ηθοποιών με υπερμέγεθες εγώ και άχρηστων συγγραφείς που επιθυμούν ν’ ακούνε τι φοβερό ταλέντο έχουν». Και η τριάδα οφείλει να συνεργαστεί και σ’ αυτό, συνένοχοι στην Βίλα των Μεδίκων, δεμένοι με κρυφή συμφωνία: με την Κλάρα «πάμπλουτη επίκληρη χήρα περικυκλωμένη από απεγνωσμένους επαίτες σε μια αυλή των θεαμάτων», τη Χίλντα υποχρεωμένη ν’ ανταλλάξει ιδιότητες με την αδελφή της και τον ίδιο να παρακολουθεί την θεατρική παράσταση και μάλιστα από το προεδρικό θεωρείο, έχοντας μετατραπεί από απλός θεατής σε σιωπηρός συνεργός. Υπήκοος στο πριγκιπάτο της Γκοτβαλντίας.

Φυσικά είναι θέμα χρόνου «μια Ανατολικοευρωπαία στο Παρίσι» να εντείνει περισσότερο τη γενική καχυποψία και, καθώς οι επιθανάτιες προσευχές και οι ικεσίες των μελλοθάνατων δημιουργών φτάνουν μέχρι έξω, το πρακτορείο να μετατραπεί «από κυψέλη σε πυρηνικό εργοστάσιο». Οι τραγικές συνέπειες βρίσκουν τους χαρακτήρες σε απόσυρση. Η Κλάρα, πάντα ξένη για τους Γάλλους, τους «αδιόρθωτους ξενόφοβους», ξεσπάει σε γράμματα βαθιά προσβλητικά, έχοντας μάθει καλά στη Γαλλία την εθνική τέχνη της παρωδίας και την ιδιαίτερη τεχνική της λιβελογραφίας. Η αυτοάμυνά της: στον εκδοτικό χώρο που κατεξοχήν διέπεται από τους νόμους της υποκρισίας μίλησε ανοιχτά για ζητήματα για τα οποία όλοι σιωπούσαν, προτείνοντας το μοντέλο του Αμερικανού ατζέντη, που εκτελεί συγχρόνως χρέη νομικού, λογοτεχνικού συμβούλου, τραπεζίτη, επιμελητή κειμένων, ψυχολόγου και νοσοκόμου. Η επιθυμία της: να πληρώσει ο καθένας για κάθε επαγγελματική υποκρισία και ψεύτικη φιλοφρόνηση. Να συντρίψει μεθοδικά τους ματαιόδοξους ανθρώπους που η ίδια δημιούργησε. Ενδεικτικά: Έχω την τιμή να σας ανακοινώσω πως τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα από τις πατάτες που γράψατε έγιναν πολτός τον περασμένο Ιούνιο, για να ανακυκλωθούν και να γίνουν ένα ωραιότατο χαρτί περιτυλίγματος. Απόδειξη πως ακόμα και ένα βιβλίο μηδενικής αξίας μπορεί σε κάτι να φανεί χρήσιμο (σ. 156).

Εκείνος διχασμένος ανάμεσα στην σκέψη πως εκείνη ήταν πιο ενδιαφέρουσα απ’ οποιαδήποτε μυθιστορηματική του ηρωίδα και στην ιδέα της συγγραφής ενός απωθητικού, μισάνθρωπου μυθιστορήματος, εγκαταλείπει την Αρμάνς στον σκληρό του δίσκο (δηλαδή σε τάφο ηλεκτρονικό), διαπιστώνοντας άλλωστε  πως ο Οκτάβ του 2005 καταλήγει όπως κι εκείνος του 1827 – καίγεται, μα δε βγάζει φλόγα, με το μέλλον το ίδιο ανέλπιδο – , ο ίδιος ταυτιζόμενος πλέον με τον πλανευτή του Σταντάλ που εγκαταλείπεται από το δυνατό του σώμα, «εκείνο που του πρόσφερε τόσες εφήμερες ηδονές μα δεν κατόρθωσε ποτέ να πλησιάσει στην ουσία της ευτυχίας».

Η εξαιρετικά πυκνή κι ενδιαφέρουσα νουβέλα του Γκαρσέν (διακεκριμένου κριτικού και γνώστη της γαλλικής – και όχι μόνο – λογοτεχνίας) βρίθει από κινηματογραφικές αναφορές (Μπρεσόν, Ταβερνιέ, Σωτέ, Βαρντά κ.ά.), λεπτές ειρωνικές ματιές αλλά και φιλικά νεύματα σε συγγραφείς (Μ. Ουελμπέκ, Φ. Σολλέρ, Ζ. Γκρακ, ενώ η ψυχογράφηση ορισμένων σχέσεων θυμίζει τον Πασκάλ Μπρυκνέρ), στηλιτεύει ασθένειες δημόσιες (η γαλλική ξενοφοβία) και ιδιωτικές (η υπέρμετρη φιλοδοξία – η Κλάρα αυτοκαταστρέφεται μ’ ένα αντίτυπο της Θεωρίας της Φιλοδοξίας του Ερώ ντε Σεσέλ στην τσάντα της) και ακτινογραφεί ακαριαία έναν κόσμο που δεν έχει μεγάλες διαφορές από εκείνον της πορνείας.

Εκδ. Πόλις, 2011, μτφ. Ρένη Παπαδάκη, σ. 170 (Jérôme Garcin, Les Soeurs de Prague, 2010)

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 26 (καλοκαίρι 2011). Στην τελευταία φωτογραφία το εξώφυλλο του Nevedenie (Η Άγνοια) του Μίλαν Κούντερα, που «αναφέρεται» σε καίριο σημείο της πλοκής.

18
Ιολ.
11

Νέα Εστία, τεύχος 1843 (Απρίλιος 2011)

Αφιέρωμα στον Μισέλ Φουκώ

Πάντα υπάρχουν λόγοι για ένα Αφιέρωμα στον Μισέλ Φουκώ αλλά αυτή τη φορά είναι κατά πολύ ενισχυμένοι: αφενός η κυκλοφορία του βιβλίου του Οι μη κανονικοί (εκδ. Εστία, 2010), αφετέρου το συνέδριο που συνδιοργανώθηκε από την Εστία και το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, με αφορμή αυτής της έκδοσης, με τίτλο Τι μας κληροδότησε η σκέψη του Φουκώ; Το τεύχος περιλαμβάνει λοιπόν τις ανακοινώσεις της διήμερης συζήτησης κι επιπλέον δύο κείμενα, συν την υπόλοιπη καθιερωμένη ύλη. Επικεντρώνουμε σε δυο αρκούντως ερεθιστικά.

Ο Ντιντιέ Εριμπόν, συγγραφέας και του βιβλίου Μισέλ Φουκώ. Φιλόσοφος, δανδής και ταραξίας (Lector, 2009) στο άρθρο του με τίτλο Το τοπικό και το παγκόσμιο: μορφές εξουσίας και τρόποι αντίστασης (μτφ. Κώστας Σπαθαράκης) εστιάζει στις παραδόσεις του Φουκώ έτσι όπως αποτυπώνονται στους Μη Κανονικούς και ειδικότερα σ’ εκείνες που παρουσιάζουν τα δυο μοντέλα λειτουργίας της εξουσίας. Το πρώτο, που αφορά στον έλεγχο της λέπρας κατά τον Μεσαίωνα, προχωρεί στον αποκλεισμό ενός μέρους της κοινωνίας (αποβάλλουμε τους λεπρούς, δεν θέλουμε να τους βλέπουμε πια) και στην πλήρη κοινωνική αποξένωσή τους. Το δεύτερο (τέλη 17ου– αρχές 18ου αι.) αφορά τον έλεγχο της πανούκλας: τώρα οι ασθενείς δεν αποβάλλονται αλλά χτενίζεται ολόκληρη η πόλη, επιτηρούνται όλοι οι χώροι κι εγκλείονται οι μολυσμένοι.

Το πρώτο μοντέλο καθοδήγησε και τον διωγμό των αλητών, των αργόσχολων, των ελευθεριαζόντων, των παραφρόνων, των ομοφυλοφίλων και τον εγκλεισμό στο ονομαζόμενο «γενικό νοσοκομείο», που άλλωστε ήταν το πρώην λεπροκομείο. Καθώς το δεύτερο μοντέλο εγκλείει τους ανεπιθύμητους στο βλέμμα της επιτήρησης, ο Φουκώ παρατηρεί το πέρασμα από μια εξουσία αρνητική, που αποκλείει, εξορίζει και περιθωριοποιεί, σε μια εξουσία θετική, που κατασκευάζει, γνωρίζει, παρατηρεί, αντιστοιχεί δε σε μια «πειθαρχική οργάνωση» με στόχο την εκγύμναση σωμάτων και ψυχών και την «κανονικοποίηση».

Κάπως έτσι οι τεχνολογίες της εξουσίας – και ιδίως της ψυχιατρικής – αντί να καταδικάζουν την σεξουαλικότητα στη σιωπή (μη ξεχνάμε πως οι παραδόσεις για τους Μη κανονικούς  εξαγγέλλονται ως παραδόσεις για την «κανονικοποίηση της σεξουαλικότητας»), την προκαλούν να μιλήσει και καθώς η κοινωνία μας προτρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτήν, ακριβώς πολλαπλασιάζει και επεκτείνει την κυριαρχία της. Αυτή η «disposition της σεξουαλικότητας», βασισμένη σε μια ιδέα η ιδέα που προέρχεται κατευθείαν από τη χριστιανική εξομολόγηση, αποτελεί μια τεχνολογία της εξουσίας. Από την άλλη, στο έργο του Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής ο Φουκώ παρατηρεί την συνένωση των δυο μοντέλων σ’ έναν πανοπτικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό: πρώτα την διαχωρισμό των κρατουμένων από την κοινωνία και κατόπιν την διαρκή τους επιτήρηση και αναμονή μετάνοιας, έτσι ώστε η φυλακή να αναπαράγει ακριβώς το παραβατικό άτομο.

Σκεπτόμενοι όμως περί της σύγχρονης κληρονομιάς του Φουκώ ειδικά σήμερα με τις νέες αραβικές εξεγέρσεις είναι αδύνατο να μη θυμηθούμε ένα γνώριμο ακάνθινο φουκωικό ζήτημα: τη στάση του απέναντι στην ιρανική επανάσταση (1979) και τα σχετικά, φλογισμένα του κείμενα μαζί με την ανάλογη συζήτηση. Αποτελούσε λοιπόν ο συγγραφέας μια ακόμα περίπτωση διανοούμενου που σαγηνεύτηκε από τον εξεγερμένο λαό και τυφλώθηκε από την λάμψη της επανάστασης αδιαφορώντας για τις επακόλουθες απειλές για την ελευθερία και την δημοκρατία, υποκύπτοντας, συνεπώς, στον πειρασμό της ανελευθερίας και του ολοκληρωτισμού; Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο κείμενό του Ο Φουκώ και η ιρανική εξέγερση, ξανά πρωτίστως θέτει ένα γενικότερο κρίσιμο ερώτημα – οδηγό: ποια στάση πρέπει να τηρήσει ο δημοκρατικός πολίτης όσο αυτά είναι σε εξέλιξη, όσο όλα είναι αβέβαια και ρευστά κι η (όποια νέα) εξουσία δεν έχει δείξει ακόμα το αληθινό της πρόσωπο; Γιατί εκ των υστέρων όλοι γινόμαστε σοφοί αλλά το ζήτημα είναι τι λες και κάνεις τη δύσκολη ώρα του αναβρασμού. Τι μέρες των αραβικών εξεγέρσεων λοιπόν πολλοί θυμήθηκαν ιδίως στη Γαλλία το «πάθημα» του Φουκώ.

Η αρχική ιδέα ανήκε στον ίδιο: πρότεινε στον εκδότη της Corriere della sera την συγκρότηση μιας ομάδας διανοούμενων που θα πήγαιναν ως ρεπόρτερ εκεί όπου συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα. Τα «ρεπορτάζ ιδεών», στα οποία θα συμμετείχαν συγγραφείς όπως η Σούζαν Σόνταγκ κι ο Χόρχε Σέμπρουν, τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα. Εν τούτοις ιδιαίτερη σημασία έχει το σκεπτικό του Φουκώ: Υπάρχουν περισσότερες ιδέες στη γη από ό,τι φαντάζονται συχνά οι διανοούμενοι. Και τούτες οι ιδέες είναι πιο δραστικές, πιο δυνατές πιο ανθεκτικές και πιο παθιασμένες από ό,τι μπορούν να σκεφτούν για αυτές οι πολιτικοί. Πρέπει να παρευρεθούμε στη γέννηση των ιδεών και στην έκρηξη της δύναμής τους· όχι στα βιβλία που τις διατυπώνουν, αλλά στα γεγονότα μέσα στα οποία φανερώνουν τη δύναμή τους… Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο διασταύρωσης ιδεών και γεγονότων επιθυμούσε να εργαστεί ο Φουκώ.

Στο σύνολο των δεκατεσσάρων κειμένων ο Φουκώ συνέλαβε με μεγάλη οξυδέρκεια τι ήταν αυτό που γινόταν τη στιγμή ακριβώς που γινόταν: ένα τεράστιας σημασίας γεγονός που θα καθόριζε τη μοίρα του κόσμου τα επόμενα χρόνια, μια εξέγερση με καθοριστικά θρησκευτικό χαρακτήρα – κοινοί τόποι σήμερα αλλά το γεγονός ότι λέγονταν ακριβώς την ώρα που συνέβαιναν ήταν κάτι σαφώς εντελώς διαφορετικό.

Τρία στοιχεία της ιρανικής εξέγερσης τον γοήτευσαν: η καθολικότητα (μια βούληση απολύτως συλλογική), η αφοβία έναντι του θανάτου, η πνευματικότητα. Ως προς το δεύτερο, εκεί ο Φ. έζησε αυτό που γνώριζε μόνο από τα βιβλία: ότι μια εξέγερση είναι δυνατή μόνο όταν έρθει η μυστική εκείνη στιγμή που ο άνθρωπος ξεπερνάει το φόβο, και ιδίως τον φόβο των φόβων, δηλαδή του θανάτου. Η δε πολιτική πνευματικότητα αφορούσε την άρνηση της πολιτικής ως τεχνικής της εξουσίας και την αναζήτηση μιας πολιτικής που θα άλλαζε πρωτίστως τους ίδιους τους ανθρώπους. Οι προσδοκίες του βέβαια διαψεύστηκαν οριστικά: το νέο καταπιεσμένο καθεστώς όχι μόνο δεν ευνόησε καμιά πνευματικότητα, αλλά οδήγησε, μεταξύ άλλων, και στην πιο αντιπνευματική στάση: τη συλλογική υποκρισία.

Όμως το ενδιαφέρον πρέπει να επικεντρωθεί στο περίφημο πια κείμενό του Inutile de se soulever? (Είναι άχρηστο να ξεσηκωνόμαστε;), με το οποίο απάντησε στους επικριτές του κι έκλεισε οριστικά τον κύκλο των ιρανικών του κειμένων. Σε αυτό το κείμενο εγκωμιάζεται η εξέγερση (και όχι η Επανάσταση, που μπορεί να αποτελέσει και σφετερισμό της), ως κορυφαία επιβεβαίωση της ανθρώπινης ελευθερίας, αφού αποκαλύπτει ότι καμία τάξη, ακόμη και η ισχυρότερη και μακροβιότερη, δεν είναι τελικά απόλυτη. Κάθε εξέγερση διακόπτει τον ρου της ιστορίας για λίγο, τον θέτει εκτός κανονικής λειτουργίας· είναι η στιγμή που ένας άνθρωπος προτιμάει το ρίσκο του θανάτου από την ασφάλεια μιας υποταγμένης ζωής. Γι’ αυτό και ο Φουκώ αδιαφόρησε για τις εκ των υστέρων σοφές αναλύσεις περί αιτίων και συσχετισμών της ιρανικής εξέγερσης κι ενδιαφέρθηκε για το αίνιγμά της, για το τι συνέβαινε στην ψυχή και το μυαλό των εξεγερμένων. Συνεπώς, καταλήγει ο Ζ., σήμερα που ο αραβικός κόσμος συγκλονίζεται από τεράστιες λαϊκές εξεγέρσεις με χιλιάδες νεκρούς κι όλα είναι άδηλα, ό,τι κι αν συμβεί στη συνέχεια, σήμερα πάντως τις χαιρετίζουμε τις εξεγέρσεις αυτές, όπως έκανε και τότε ο Φουκώ. Αύριο βλέπουμε.

Οι υπόλοιποι τίτλοι: Μισέλ Φουκώ (Ο αρχικός Πρόλογος στην Ιστορία της τρέλας (1961), μετάφραση – επίμετρο Μάκης Κακολύρης), Μυριάμ Ρεβώ Ντ’ Αλλόν (Μισέλ Φουκώ: μια φιλοσοφία της επικαιρότητας), Κύρκος Δοξιάδης (Η μέθοδος του Φουκώ), Μιχαήλ Παρούσης (Μισέλ Φουκώ: αλήθεια και νομικές πρακτικές), Γεράσιμος Βώκος (Μαρία Αντουανέττα: η μήτρα της ανωμαλίας), Θανάσης Τζαβάρας (Σχέση της ψυχανάλυσης με τις νόρμες και τις κανονικότητες), Άρης Στυλιανού (Κανόνες και κανονιστικότητα: Φουκώ και Κανγκυλέμ), Σωτήρης Σιαμανδούρας (Dispositif: γενεαλογία και μετάφραση), Θεοδόσης Νικολαΐδης (Σκέψεις για την έννοια της ταυτότητας), Κώστας Τσιαμπούρας (Το πολιτικό και η αλήθεια. Για την πολιτική φιλοσοφία του Φουκώ).

Σε επόμενη ανάρτηση, παρουσίαση του τρέχοντος τεύχους.




Ιουλίου 2011
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

Blog Stats

  • 1.138.669 hits

Αρχείο