Σε σκληρή επιστολή που προτάσσεται των κεφαλαίων της νουβέλας η Κλάρα Γκότβαλντ κατηγορεί τον αφηγητή ως αρχέτυπο βλακείας και ως θύμα με την συγκατάθεσή του. Τον εγκαλεί για την παροιμιώδη ανικανότητά του να ξεφύγει για λίγο από τον εαυτό του και του γνωστοποιεί πως στο πρόσωπό του εκδικήθηκε για όλους αυτούς των οποίων την ανικανότητα και την ανάγκη για φιλοφρονήσεις υπέμεινε από συμφέρον τόσα χρόνια. Στο τέλος ομολογεί με τη σειρά της πως έπεσε θύμα του και παραδέχεται, με κάποια ανησυχία, πως τον έχει ικανό να την κάνει και βιβλίο…
Εκείνος αποτελεί έναν συγγραφέα με βιβλία («εκλεπτυσμένες αποτυχίες») που αντιμετωπίζονται πάντα με επιείκεια και εκδίδονται με μοιρολατρία από φίλο εκδότη. Ιδού μια συγγραφική αυτοπαρουσίαση: «Έγραφα με απόλυτη ψυχρότητα και ελάχιστη επιείκεια, χωρίς συναισθηματισμούς ή ποιητικότητες, επιλέγοντας να είμαι όσο το δυνατόν πιο δυσάρεστος, το περήφανο πορτρέτο ενός απωθητικού ανθρώπου, που μοναδικό του κίνητρο για να ενεργεί, να αποφέρει και να χαίρεται ήταν το παθολογικό ενδιαφέρον για τον εαυτό του. Όταν τελείωνα το βιβλίο μου θα έπρεπε, ιδανικά, να μοιάζει με το μαύρο κουτί που βρίσκει κανείς, μετά τη συντριβή κάποιου αεροπλάνου, ανάμεσα σε καμένους θάμνους και σάβανα από στραπατσαρισμένες λαμαρίνες. Λογοτεχνία για εμπειρογνώμονες, ασφαλιστές και χωροφύλακες» (σ. 119). Αυτή τη φορά έχει την ιδέα να ξαναγράψει την Αρμάνς του Σταντάλ με τον δικό του τρόπο, παρατείνοντας τη ζωή του αυτόχειρα Οκτάβ. Και απευθύνεται στην Κλάρα.
Εκείνη, μια «ατζέντισσα – ηγεμόνας», έχει μετατρέψει το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό της πρακτορείο σε φοβερή πολεμική μηχανή, προσφέροντας ευυπόληπτο καταφύγιο σε διαψευσμένες υπάρξεις συγγραφέων και ηθοποιών, στην κωμωδία της κοινωνικής καταξίωσης και στην τραγωδία μιας στραγγισμένης ζωής. Η μνήμη της σταμάτησε στην Ανοιξιάτικη Πράγα και το ημίφωτο παρελθόν της στην Τσεχοσλοβακία του 1972, οπότε και έφυγε για το Παρίσι («Η Γαλλία είναι η πατρίδα μου. Πριν δεν υπάρχει»), για να κατακτήσει ένα μονοπώλιο σε μια πόλη που παρασκηνιακά την κουτσομπολεύει και δημόσια δηλώνει αφοσίωση. Μια πλανεύτρα που αποκαλείται «το ροντβάιλερ της ελίτ», που παραπλανά την εκλεκτή της πελατεία, θωπεύοντάς την στα φανερά, χλευάζοντάς την μυστικά.
Η συνεργασία τους ενισχύεται με την άφιξη της αδελφής της Χίλντα (που αναπόφευκτα «μεταφέρει» την χώρα της), «μιας Κλάρα με αμβλυμένες τις αντιστάσεις, ενός μαχητή χωρίς όπλα». Το δικέφαλο πλέον πρακτορείο προκαλεί διπλάσια ζήλια και έχθρα σ’ ένα Παρίσι όπου η φαλλοκρατία τρεφόταν από την ξενοφοβία και ο φόβος των γυναικών από το φθόνο της επιτυχίας. Η συμμαχία τους βασίζεται στη λήθη ενός παρελθόντος που δεν αναφέρεται ποτέ. Γοητευμένος από τις αδελφές που του θυμίζουν τις Δεσποινίδες του Ροσφόρ, περιορισμένος σε ρόλο συνοδού πολυτελείας, «ένας άνθρωπος σε τράνζιτ, ένας μυθιστοριογράφος σε αναμονή, σα χαμένος στην ουδέτερη ζώνη ενός αεροδρομίου», ο συγγραφέας επιχειρεί να συμμαχήσει με την Χίλντα, που νωρίτερα του έδειξε την δική της πλευρά: «Ειλικρινά νομίζεις ότι η αγωνία σου να γράψεις κάτι ενδιαφέρει κανέναν; Ούτε ξέρεις, ούτε έχεις ζήσει τίποτα. Εσύ ποτέ δεν είδες ξένα στρατεύματα να εισβάλλουν νύχτα στην πατρίδα σου, συνθλίβοντας στο πέρασμά του τα όνειρά σου. Δεν σου απαγόρευσαν ποτέ να γράφεις, να μιλάς, να ζεις. Η εισβολή και η εξορία είναι λέξεις που αγνοείς». (σ. 92).
Όταν αμφότεροι ανακαλύψουν στο εξοχικό Ξέφωτο της Κλάρα την πελατεία τους να επιδίδεται σε σκηνές παρμένες από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου, η Κλάρα υπεραμύνεται της έπαυλής της: δεν πρόκειται για πορνοικία αλλά για την φυσική προέκταση του πρακτορείου, μια κλινική αναζωογόνησης και χαλάρωσης ανασφαλών μελών, «ηθοποιών με υπερμέγεθες εγώ και άχρηστων συγγραφείς που επιθυμούν ν’ ακούνε τι φοβερό ταλέντο έχουν». Και η τριάδα οφείλει να συνεργαστεί και σ’ αυτό, συνένοχοι στην Βίλα των Μεδίκων, δεμένοι με κρυφή συμφωνία: με την Κλάρα «πάμπλουτη επίκληρη χήρα περικυκλωμένη από απεγνωσμένους επαίτες σε μια αυλή των θεαμάτων», τη Χίλντα υποχρεωμένη ν’ ανταλλάξει ιδιότητες με την αδελφή της και τον ίδιο να παρακολουθεί την θεατρική παράσταση και μάλιστα από το προεδρικό θεωρείο, έχοντας μετατραπεί από απλός θεατής σε σιωπηρός συνεργός. Υπήκοος στο πριγκιπάτο της Γκοτβαλντίας.
Φυσικά είναι θέμα χρόνου «μια Ανατολικοευρωπαία στο Παρίσι» να εντείνει περισσότερο τη γενική καχυποψία και, καθώς οι επιθανάτιες προσευχές και οι ικεσίες των μελλοθάνατων δημιουργών φτάνουν μέχρι έξω, το πρακτορείο να μετατραπεί «από κυψέλη σε πυρηνικό εργοστάσιο». Οι τραγικές συνέπειες βρίσκουν τους χαρακτήρες σε απόσυρση. Η Κλάρα, πάντα ξένη για τους Γάλλους, τους «αδιόρθωτους ξενόφοβους», ξεσπάει σε γράμματα βαθιά προσβλητικά, έχοντας μάθει καλά στη Γαλλία την εθνική τέχνη της παρωδίας και την ιδιαίτερη τεχνική της λιβελογραφίας. Η αυτοάμυνά της: στον εκδοτικό χώρο που κατεξοχήν διέπεται από τους νόμους της υποκρισίας μίλησε ανοιχτά για ζητήματα για τα οποία όλοι σιωπούσαν, προτείνοντας το μοντέλο του Αμερικανού ατζέντη, που εκτελεί συγχρόνως χρέη νομικού, λογοτεχνικού συμβούλου, τραπεζίτη, επιμελητή κειμένων, ψυχολόγου και νοσοκόμου. Η επιθυμία της: να πληρώσει ο καθένας για κάθε επαγγελματική υποκρισία και ψεύτικη φιλοφρόνηση. Να συντρίψει μεθοδικά τους ματαιόδοξους ανθρώπους που η ίδια δημιούργησε. Ενδεικτικά: Έχω την τιμή να σας ανακοινώσω πως τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα από τις πατάτες που γράψατε έγιναν πολτός τον περασμένο Ιούνιο, για να ανακυκλωθούν και να γίνουν ένα ωραιότατο χαρτί περιτυλίγματος. Απόδειξη πως ακόμα και ένα βιβλίο μηδενικής αξίας μπορεί σε κάτι να φανεί χρήσιμο (σ. 156).
Εκείνος διχασμένος ανάμεσα στην σκέψη πως εκείνη ήταν πιο ενδιαφέρουσα απ’ οποιαδήποτε μυθιστορηματική του ηρωίδα και στην ιδέα της συγγραφής ενός απωθητικού, μισάνθρωπου μυθιστορήματος, εγκαταλείπει την Αρμάνς στον σκληρό του δίσκο (δηλαδή σε τάφο ηλεκτρονικό), διαπιστώνοντας άλλωστε πως ο Οκτάβ του 2005 καταλήγει όπως κι εκείνος του 1827 – καίγεται, μα δε βγάζει φλόγα, με το μέλλον το ίδιο ανέλπιδο – , ο ίδιος ταυτιζόμενος πλέον με τον πλανευτή του Σταντάλ που εγκαταλείπεται από το δυνατό του σώμα, «εκείνο που του πρόσφερε τόσες εφήμερες ηδονές μα δεν κατόρθωσε ποτέ να πλησιάσει στην ουσία της ευτυχίας».
Η εξαιρετικά πυκνή κι ενδιαφέρουσα νουβέλα του Γκαρσέν (διακεκριμένου κριτικού και γνώστη της γαλλικής – και όχι μόνο – λογοτεχνίας) βρίθει από κινηματογραφικές αναφορές (Μπρεσόν, Ταβερνιέ, Σωτέ, Βαρντά κ.ά.), λεπτές ειρωνικές ματιές αλλά και φιλικά νεύματα σε συγγραφείς (Μ. Ουελμπέκ, Φ. Σολλέρ, Ζ. Γκρακ, ενώ η ψυχογράφηση ορισμένων σχέσεων θυμίζει τον Πασκάλ Μπρυκνέρ), στηλιτεύει ασθένειες δημόσιες (η γαλλική ξενοφοβία) και ιδιωτικές (η υπέρμετρη φιλοδοξία – η Κλάρα αυτοκαταστρέφεται μ’ ένα αντίτυπο της Θεωρίας της Φιλοδοξίας του Ερώ ντε Σεσέλ στην τσάντα της) και ακτινογραφεί ακαριαία έναν κόσμο που δεν έχει μεγάλες διαφορές από εκείνον της πορνείας.
Εκδ. Πόλις, 2011, μτφ. Ρένη Παπαδάκη, σ. 170 (Jérôme Garcin, Les Soeurs de Prague, 2010)
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 26 (καλοκαίρι 2011). Στην τελευταία φωτογραφία το εξώφυλλο του Nevedenie (Η Άγνοια) του Μίλαν Κούντερα, που «αναφέρεται» σε καίριο σημείο της πλοκής.