Η παιδική ηλικία της πρώτης ματιάς και ανακάλυψης του κόσμου είναι άμεσα συνυφασμένη, αν όχι ταυτισμένη, με τα σχολικά θρανία και η λογοτεχνία δεν άφησε ανεκμετάλλευτο τον ανεκτίμητο θησαυρό από εκείνες τις μνήμες, κινούμενη μεταξύ αναπαράστασης και μυθοπλασίας αλλά και εξιδανίκευσης. Η 600σέλιδη ανθολογία αναστρέφει την διδυμία Σχολείου – Λογοτεχνίας, αναζητώντας πλέον τις αφηγήσεις, τους τρόπους, το ισοζύγιο μυθοπλασίας – αυτοβιογραφικής μαρτυρίας, την λογοτεχνική καταγραφή των σχολικών δρώμενων. Εστιάζει στη φυσιογνωμία του σχολείου στη νεοελληνική του διάσταση αλλά και στο βαθμό λογοτεχνικότητας των κειμένων και επιλέγει τη δομή μιας τυπικής σχολικής μέρας, δηλαδή ενός ωρολογίου επτάωρου προγράμματος μαθημάτων, ώστε να αποτυπωθούν οι επιμέρους ιδιαιτερότητες, όπως με ακρίβεια δικαιολογεί και ερμηνεύει η εισαγωγή του Ακρίβου.
Θα αντιπαρέλθω την ευφάνταστη δομή του ανθολόγου και θα αυθαιρετήσω μια δική μου, καθότι, δάσκαλος πλέον ο ίδιος, βρίσκομαι διχασμένος ανάμεσα στις νέες εμπειρίες της έδρας και τις αναπότρεπτες μνήμες της δικής μου μαθητείας και «μαθητείας». Και από πού ν’ αρχίσω; Ίσως από τις ισχυρότερες μνήμες που συνδέουν γενικότερα το σχολείο με την παιδική ηλικία. Στο διήγημα Το λεωφορείο της γραμμής του Νίκου Χουλιαρά ο μικρός χαρακτήρας ξεμυτίζει με αγωνία από τη μάντρα του παλιού σπιτιού κοιτάζοντας προς το δρόμο, να φανεί το λεωφορείο με τα σκισμένα καθίσματα, το όχημα της απόδρασή του για την πόλη. Έχει ήδη νοερά καταλάβει τη θέση του στο τελευταίο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο, για να συνεχίσει το σχολείο, σύμφωνα με την επιμονή του δασκάλου του και παρά την αντίρρηση του πατέρα του, μέχρι την καθόλου νοερή κορύφωση της ιστορίας.
Ο μικρός ήρωας του Λουκά Κούσουλα (Το Βαθύρεμα και τ’ άλλα) είναι πιο τυχερός. Ο δικός του πατέρας τον παίρνει μαζί του από τα χαράματα και τον ξεναγεί στα κοιμισμένα χωριά και κυρίως στο υποβλητικό κι αξέχαστο Βαθύρεμα,. Όταν εφτά χρόνια αργότερα, στον ίδιο δρόμο για τις εξετάσεις για το γυμνάσιο, ο ίδιος προσπερνάει το Βαθύρεμα χωρίς να το αναγνωρίσει, η απογοήτευση είναι αξέχαστη και παραμένει παρούσα όλες τις φορές που «το πρώτο εκείνο Βαθύρεμα που δεν ξαναβρήκε». Ανάλογο συναίσθημα απώλειας ξαναβιώνει αργότερα, «χάνοντας» αυτή τη φορά τα ρίγη του τρίτου μέρους μιας μουσικής συμφωνίας που άλλοτε τον δονούσαν.
Στις Περιπέτειες του Μπρέγκα του Χρήστου Χαρτοματσίδη ο μικρός Σιδέρης όταν δεν βάζει στο γράμμα όμικρον μύτη, φρύδια και οπωσδήποτε μουστάκια και δεν κάνει το άλφα φοινικικό, σαν το κεφάλι αγελάδας με τα κέρατα, εκπλήσσει ευχάριστα τη δασκάλα του περνώντας τον Γκόρκι για τον μεγάλο επιστήμονα Μιτσούριν «που καλλιέργησε λεμονιές και πορτοκαλιές στις άγριες συνθήκες της Σιβηρίας»!
Πώς να λείπουν από τις αρσενικές σχολικές μνήμες τα χαρτάκια με τους ποδοσφαιριστές; Ποιος δεν θυμάται την αγωνία να σου λείπει ένας μόνο ποδοσφαιριστής για να «συμπληρώσεις ενδεκάδα» και να κερδίσεις τη δερμάτινη μπάλα με τους ασπρόμαυρους ρόμβους; Στο διήγημα Ριβελίνο του Θοδωρή Γκόνη ο πιτσιρικάς από το Ναύπλιο ονειρεύεται να δει το μουστάκι του Ριβελίνο να ξεχωρίζει ανάμεσα στα δυο μπισκότα της συσκευασίας και τον αναζητά μέχρι τα περίπτερα του Άργους. Περνώντας από το παλιό γήπεδο ακούει την προτροπή προς το Νο 11 του Ολυμπιακού Άργους Έλα ρε Ριβελίνο, σούταρε! και καθώς το άστοχο σουτ στέλνει τη μπάλα στα χωράφια, πίσω απ’ τις γραμμές του τρένου, ξεχύνεται πάνω της: είναι μια μπάλα δερμάτινη, με ασπρόμαυρους ρόμβους!
Δάσκαλοι και δασκάλες έχουν το δικό τους αδιαμφισβήτητο μερίδιο στη μνημονική σχολική χώρα, όπως οι τρυφερές και μη δασκάλες του Θανάση Θ. Νιάρχου (από τον Βόλο των αρχών του ’50, βλ. εδώ) ή Ο κύριος Πανέτσος του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή που εισέρχεται ως ορειβάτης για να διδάξει Νέα Ελληνικά αλλά στην ουσία να ταξιδέψει τους μαθητές στο Κιλιμάντζαρο και να τους στείλει τα χαιρετίσματα του Χεμινγουαίη.
Αν ο σχεδόν πεζολογημένος στίχος του Ντίνου Χριστιανόπουλου Στο φίλο που πάει για δάσκαλος: Εξόν απ’ τη διδασκαλία στο σχολείο, /κοίτα να κάνεις και καμιά μικρή βιβλιοθήκη, /να ’ρχονται οι νέοι του χωριού και να διαβάζουν είναι μέχρι σήμερα επίκαιρος, οι λέξεις του Κώστα Κρυστάλλη (που ακόμα θυμάμαι την σκιτσαρισμένη βουκολική φυσιογνωμία του στους σχολικούς μου άτλαντες, κάπου εκεί στην Ήπειρο) έρχονται από ένα οριστικά μακρινό παρελθόν. Η δική του Δασκάλα, πρωτοπηγαίνει έφιππη στο χωριό όπου θα υπηρετήσει, συνοδευόμενη από τον κρυφά ερωτευμένο καβαλάρη που κατευνάζει τον φόβο της ποτίζοντάς τη νερό με τ’ αχώριστο πυξαρένιο καυκόπουλο και συλλογιζόμενος… εκεί που η ζέρβια παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή…τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα άνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα…
Ο δάσκαλος συχνά εκκινεί τις δυνάμεις της φαντασίας, όπως εκείνος που γυρνά δυνατά την υδρόγειο επάνω στον μαύρο άξονα κι ο μαθητής βλέπει τον κόσμο του να στροβιλίζεται: τον Κήπο που είναι ο παράδεισος της συμμορίας του, την ευθεία με τις Καμάρες του νερού στη μέση της πόλη, τους φίλους του που βιάζονται να μεγαλώσουν, να περάσουν επάνω από το ξεραμένο αυλάκι να παλέψουν με το δράκο (Διαμαντής Αξιώτης, Η γη είναι στρογγυλή σα σφαίρα, με αφιέρωση στους παιδικούς του φίλους). Ακόμα κι όταν βρεθεί στην γκρίζα πλευρά της ζωής, όπως ο κατά λάθος θεολόγος που αναζητά την παραμυθία στον τζόγο, θα ρισκάρει γενναία την υπόληψή του ενάντια στη μικρή κοινωνία υπέρ ενός άξιου μαθητή (Βασίλης Τσιαμπούσης, Ο δρόμος του Θεού).
Έχουν γραφτεί πολλά για τους παιδικούς έρωτες, για το βάθος τους, για την έντασή τους, για το χωρίς ιδιοτέλεια πάθος τους. Ε, λοιπόν, όλ’ αυτά είν’ αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή, κρατώντας στα χέρια μου τις λιγοστές, κακογραμμένες και ανορθόγραφες αράδες της Αγλαΐας, ένιωθα μια πληρότητα που ποτέ στη ζωή μου δε ξανάνιωσα, ούτε καν με τις ωραιότερες ερωτικές επιστολές, ούτε καν με την επιτυχέστερη σεξουαλική επαφή γράφει ο Αργύρης Χιόνης (Μοσχοσάπουνο και σοκολάτα) και μεταφερόμαστε σε άλλη ισχυρότατη μνήμη, στην τρυφερή ερωτική έλξη προς τις συμμαθήτριες. Εδώ στα Σεπόλια του 1953, «κάτι σαν χωριό μέσα στην Αθήνα», μια ιδιαίτερη συμμαθήτρια δεν είχε σχέση με τις τόσο αντιπαθητικές στριγκλιές των άλλων κοριτσιών, δεν έκανε καμώματα και νάζια, δεν έβαζε με το παραμικρό τα κλάματα παρά μύριζε μοσχοσάπουνο και σοκολάτα, μυρωδιές που έχουν οριστικά χαθεί στην ενήλικη, δυστυχή εκδοχή της στο Στάδιο του 1979.
Στις Σχολικές γιορτές του Κώστα Λογαρά η υποδυόμενη την Κύπρο, μικροκαμωμένη και τσαχπίνα, που τότε χωνόταν στον καμπινέ των αγοριών και τα κοίταζε κλεφτά που κατουρούσαν, σήμερα τραγουδάει με σεβντά τα ερωτικά σουξέ στα λαϊκά κέντρα της επαρχίας. Λιγότερο ταλαιπωρημένη αλλά και πάλι με απωλεσθείσα την αίγλη του παρελθόντος Η Κλάρα του Δημήτρη Πετσετίδη, άλλοτε ερωτεύσιμη κι ερωτώμενη από τους συμμαθητές της, επανέρχεται χρόνια μετά ως υποψήφια σ’ έναν εκλογικό τραγέλαφο και μια σπαρταριστή τρυφερή εξέλιξη.
Η ενήλικη επιστροφή στους σχολικούς τόπους μπορεί να είναι εξίσου φορτισμένη, ιδίως όταν συνοδεύεται με επιστροφή σ’ ένα χωριό όπου δεν αναγνωρίζεται τίποτα – «το χωριό τότε είχε παιδιά, κίνηση, γέλια», «ο ατίθασος χείμαρρος είναι πλέον ξεροπόταμος» (Θοδωρής Καλλιφατίδης. Μια νέα πατρίδα έξω απ’ το παράθυρό μου). Κι όμως ακόμα και σε μια ηλικία «όπου το καλύτερο που μπορεί να συμβεί είναι η αυριανή μέρα να μοιάζει με τη χτεσινή» μπορεί κάποιος να βρεθεί και να του απευθύνει την ερώτηση η απάντηση στην οποία κάποτε μπορούσε να είναι η διαφορά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο: Εσύ δεν είσαι γιος του δασκάλου;
Άλλοτε πάλι αρκεί μια ονειρική μετάπλαση, όπως εκείνη του καθηγητή που με κάθε έναρξη νέας σχολικής χρονιάς έχει την αίσθηση πως τα περισσότερα παιδιά του είναι ήδη γνωστά, ότι υπήρξαν και πάλι, πριν χρόνια, μαθητές του αλλά και παλιοί συμμαθητές του, όπως η Μαυρέττα, «που αγαπούσε από τις μικρές ακόμα τάξεις αλλά έχασε απροσδόκητα μετά» (Δημήτρης Μίγγας, Σπάνια χιονίζει στα νησιά). Αλλά και ως μαθητές ονειρευόμασταν διαφορετικό το σχολείο, όπως το κοράσιο της Μέλπως Αξιώτη (Δύσκολες νύχτες): Το σχολείο δε θα είναι πια η κάμαρα η μισοσκότεινη με τη δασκάλα με τον κιτρινιασμένο λαιμό και τη βέργα (…) θα είναι σ’ ένα μεγάλο περιβόλι με δέντρα πολύ ψηλά, και θα κρεμότανε βιβλία απ’ τα κλαδιά, τους, πολλά βιβλία και δε θα τέλειωναν ποτέ.
Και ποτέ δεν είναι αργά για νέες εμπειρίες στην αίθουσα, ακόμα κι όταν απομακρυνθεί κανείς από την αθώα παιδικότητα: όπως στην τάξη των «μεγάλων» γυναικών (στην εποχή των νέων– τότε – υποχρεωτικών νυχτερινών σχολείων για κείνους που δεν μπόρεσαν να μάθουν γράμματα) όπου όλες οι άλλες τώρα λίγο – πολύ μάθαιναν για πρώτη φορά ότι υπάρχει κάτι που λέγεται αλφαβήτα κι έχει είκοσι τέσσερα γράμματα, όπως το μερόνυχτο με τις είκοσι τέσσερις ώρες, και πως ό,τι μιλάμε ή σκεφτόμαστε μπορεί και να γραφεί κιόλας κι όπου η Ηλιοστάλαχτη Τούνδρα βλέποντας γραμμένο το όνομά της αναφωνεί με έκπληξη: Αυτό…είμαι εγώ; (Ζυράννα Ζατέλη, Και με το φως του λύκου επανέρχονται)
Η ανθολογία περιλαμβάνει λοιπόν ένα τεράστιο εύρος λογοτεχνών: Ποίηση από Κωστή Παλαμά, Γιώργο Σεφέρη, Τάσο Γαλάτη, Κώστα Στεργιόπουλο, Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, Νίκο Φωκά, Γιάννη Ρίτσο, Τασούλα Καραγεωργίου, Γεώργιο Σουρή, Νικηφόρο Βρεττάκο, Νίκο Γρηγοριάδη, Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, Σταύρο Βαβούρη, Αντώνη Φωστιέρη, Γιάννη Πατίλη, Στάθη Κουτσούνη, Στρατή Πασχάλη, Αγγελική Σιδηρά, Γιάννη Κουβαρά, Κώστα Βάρναλη, Μάρκο Μέσκο, Χάρη Βλαβιανό, Γιώργη Μανουσάκη, Γιάννη Κοντό, Τέλλο Άγρα, Κική Δημουλά, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Χρονά…
…διηγήματα από τους Χριστόφορο Μηλιώνη, Δημήτρη Χατζή, Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ, Κώστα Ταχτσή, Γεώργιο Βιζυηνό, Τόλη Καζαντζή, Αγγέλα Καστρινάκη, Παύλο Νιρβάνα, Αντώνη Τραυλαντώνη, Δημοσθένη Βουτυρά, Δημήτρη Πετσετίδη, Χρίστο Δάλκο, Κώστα Λογαρά, Νίκο Δαβέττα, Τάσο Καλούτσα, Σοφία Νικολαΐδου, Κωστή Παλαμά, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Λουκά Κούσουλα, Στρατή Τσίρκα. Πεζογραφήματα από τον Γιώργο Ιωάννου, αφηγήματα από τους Άγγελο Ελεφάντη, Αλέξη Δημαρά, Χρόνη Μίσσιο, Ρούλα Κακλαμανάκη, Κλαίτη Σωτηριάδου, Κώστα Ακρίβο, δοκίμιο από τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, δοκιμιακό σχεδίασμα από τον Μανώλη Αναγνωστάκη, μυθιστορία από την Μαριάννα Κορομηλά.
…και μυθιστορικά αποσπάσματα από Άρη Φακίνο, Γιάννη Πάνου, Παντελή Πρεβελάκη, Νίκο Καζαντζάκη, Γιάννη Παπαδόπουλο, Βασιλική Παπαγιάννη, Ζαχαρία Παπαντωνίου (Τα Ψηλά Βουνά!), Μαρία Σκιαδαρέση, Κατερίνα Ζαρόκωστα, Βασίλη Βασιλικό, Σώτη Τριανταφύλλου, Λένα Διβάνη, Μάρω Δούκα, Γιώργο Καρτέρη, Ισμήνη Καπάνταη, Παύλο Καλλιγά, Ιωάννη Κονδυλάκη, Κυριάκο Ντελόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ασημάκη Πανσέληνο, Στρατή Μυριβήλη, Ρέα Γαλανάκη, Γιώργο Σκαμπαρδώνη, Έλσα Λιαροπούλου, Κωστής Γκιμοσούλης, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Αλέξη Πανσέληνο, Ιωάννα Καρυστιάνη, Άρη Σφακιανάκη, Λίλυ Εξαρχοπούλου, Φαίδωνα Ταμβακάκη, Μαργαρίτα Καραπάνου, Έλλη Αλεξίου, Κατίνα Γ. Παπά, Σπύρο Γκρίντζο, Μένη Κουμανταρέα, Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Βαγγέλη Ραπτόπουλο, Πέτρο Τατσόπουλο, Ανδρέα Μήτσου, Γιάννη Κιουρτσάκη, Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη, Μενέλαο Λουντέμη, Λιλίκα Νάκου, Θόδωρο Γρηγοριάδη, Γεράσιμο Δενδρινό, Μάνο Κοντολέων, Χ.Α. Χωμενίδη, Νίκο Βασιλειάδη, Γιώργο Θεοτοκά, Μαρία Ιορδανίδου, Νίκο Θέμελη, Κοσμά Πολίτη, Άλκη Ζέη, Μιχάλη Γκανά, Χρήστο Χαρτοματσίδη, Τηλέμαχο Κώτσια.
Και μια πρόταση για την επόμενη συλλογή, μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια: φοβάμαι πως ο ανθολόγος θα πρέπει μετά την 8η ώρα να προσθέσει και μια 9η, αν και ορθότερα της ταιριάζει το «ώρα μηδέν». Θα αφορά τις μαθητικές κινητοποιήσεις, τις πορείες, τις καταλήψεις στα σχολεία και τα κενά των καθηγητών, αναπόσπαστα πλέον στοιχεία της σχολικής ζωής. Και μια ακόμα ώρα, που θα αφορά τις μνήμες από τη σχολική βιβλιοθήκη· και μιλάμε για μνήμες γιατί στο νεοελληνικό κρατίδιο τέτοιες πολυτέλειες αποτελούν πλέον παρελθόν. Αρκεί βέβαια για όλα αυτά να γράψουν οι νεοέλληνες λογοτέχνες.
Ήδη κάποιο ασαφές, μελλοντικό, τραγικό σχολείο αχνοφαίνεται στο απόσπασμα του Δημήτρη Καλοκύρη (Οι κατακτητές): Σταδιακά μαθαίνουμε να ξεχνάμε την αρχική μας γλώσσα. Μαθαίνουμε επίσης τη μοναξιά. Αποστηθίζουμε τους μηχανισμούς διείσδυσης μέσα στα άπειρα συστήματα και καταλαμβάνουμε σιγά σιγά, ο καθένας από μας, κάποια πρόσκαιρη θέση…όλες οι θέσεις είναι καίριες, όσο ασήμαντες ή ταπεινές κι αν φαίνονται.
Εκδ. Μεταίχμιο, 2004, σελ. 598, με 24σέλιδο με εργοβιογραφικά σημειώματα των λογοτεχνών.
Οι φωτογραφίες των σχολικών βιβλίων από το εξαιρετικό ιστολόγιο Ad astra per aspera.