Αρχείο για Ιουνίου 2012

29
Ιον.
12

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 97. Μιχάλης Μακρόπουλος

Περί γραφής

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Τη στιγμή που γράφω αυτές τις αράδες, η θύρα του τελευταίου μου βιβλίου είναι η πόρτα του τυπογραφείου. Δυο νουβέλες με τίτλο Σπουργίτω, Γράχαμ (δύο νουβέλες). Ο εκδότης είναι μικρός αλλά ποιοτικός, ο Γιάννης Πικραμένος στην Πάτρα. Στη Σπουργίτω (που πολύ αόριστα φέρνει ίσως στο νου την ιστορία της Πρόκνης-Αηδόνας), μια ξένη με κομμένη γλώσσα μπαίνει σ’ ένα χωριό στο Πωγώνι της Ηπείρου και γίνεται το βουβό κέντρο του, που γύρω του η ασφυχτική κοινωνία του χωριού σκιρτά. Στη δεύτερη νουβέλα, με τίτλο Γράχαμ, υπάρχουν όπως και στη Σπουργίτω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με τη φύση του Καλού, σχετικά με την αναγκαιότητά του και με το κατορθωτό του. Εδώ ο ήρωας είναι ένας αλκοολικός ζωγράφος σ’ ένα νησί, ένας άνθρωπος που με την ωμή ειλικρίνειά του και τη βαθιά ανθρωπιά του θυμίζει διά Χριστόν σαλό. Θυμάμαι επίσης πως όταν έγραφα τη Σπουργίτω διάβαζα την Thése Desqueyroux, και τα τέσσερα βιβλία της σειράς. Ίσως κάτι από τη ματιά του Mauriac, από την ψυχολογική πυκνότητα της Τερέζας του, να ταξίδεψε ως το Πωγώνι κι ως τους χαρακτήρες στις σελίδες του βιβλίου μου. Να και το ηλεκτρονικό κατώφλι του βιβλίου μου.

Θα μπορούσαμε να έχουμε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά ή για όσα κρίνετε (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

Τα δύο πρώτα μου βιβλία, Η θλίψη στα μάτια του Ποντικού και Η Ιουλία είχε ένα πόδι, δεν μπορώ πλέον να τα διαβάσω. Οι Ιστορίες για μικροσκοπικά και γιγαντιαία πλάσματα είναι ένα δοκίμιο, υπό μορφή νουβέλας, για την πόλη και για την ταυτότητα του ανθρώπου (ή την απώλεια αυτής της ταυτότητας ή ακόμα και την ανυπαρξία της) μες στην πόλη. Θυμούμαι πως εκείνη την εποχή διάβαζα πολύ J. G. Ballard. Δε νομίζω να μ’ άφησε ανεπηρέαστο. Το Τέρας και ο έρωτας είναι ένα παραμύθι για ενήλικες. Ήθελα να καθίσω να γράψω ένα παραμύθι, έτσι κάθισα και το ’γραψα. Ένα κολοσσιαίο τέρας αφανίζει την Ευρώπη, με τον αφηγητή να παρακολουθεί τα συμβάντα από ψηλά, ζώντας στ’ αφτί του τέρατος σαν παράσιτο. Δεν είναι ούτε αλληγορία ούτε τίποτε άλλο. Είναι απλώς ένα ευφάνταστο παραμύθι, όπως τέτοιο είναι παραμύθι για ενήλικες η πρώτη, ομότιτλη νουβέλα στη Μαγική εκδρομή, όπου ζωντανεμένες κούκλες εκστρατεύουν κατά του Χρόνου. Τα αγαπώ τα παραμύθια  αυτά, οι αρχαίες τραγωδίες και πού και πού η ποίηση, είναι τα λογοτεχνικά είδη (αν και το παραμύθι, τουλάχιστον το παραδοσιακό, φυσικά δε θα το ’λεγες λογοτεχνικό είδος) που με ξεκουράζουν σαν ένα ποτήρι κρύο νερό μια μέρα με καύσωνα.

Η δεύτερη νουβέλα, Μια συνηθισμένη μέρα στη ζωή του κυρίου Επαμεινώνδα Δράκου, είναι οι κωμικοτραγικές περιπέτειες ενός συνταξιούχου στη σύγχρονη Αθήνα. Θυμούμαι πως την εποχή που έγραψα αυτήν την ιστορία διάβαζα στ’ αγγλικά τον Οδυσσέα του Τζόυς. Σίγουρα θα μ’ επηρέασε. Το Τέλος του ταξιδιού αφηγείται την ιστορία ενός Γάλλου γλύπτη σ’ ένα ελληνικό νησί. Η έννοια της τυφλότητας ως αληθινής, εσωτερικής όρασης παίζει μεγάλο ρόλο σε τούτη την ιστορία. Είναι το πρώτο βιβλίο μου που όχι μόνον το έγραψα αλλ’ είναι και δικό μου· εννοώ, είναι βγαλμένο από κάπου βαθιά μέσα μου, και σ’ αυτό αποτυπώνεται η αγάπη μου για το τοπίο των Κυκλάδων  για την πέτρα και τη θάλασσα. Στην Άδεια καρέκλα επιστρέφω με πιο ανάλαφρη διάθεση στις Ιστορίες για μικροσκοπικά… Πάλι περιπλάνηση ενός προσώπου στην πόλη, πάλι λογής λογής συναντήσεις. Και τα είκοσι διηγήματα που μαζί με την ομότιτλη νουβέλα απαρτίζουν τη συλλογή βγήκαν όλα από κάτι που είδα ή άκουσα τριγυρνώντας στην πόλη, πηγαίνοντας σε μια συναυλία, σε μιαν έκθεση ζωγραφικής, σε μια παρουσίαση βιβλίου, ακόμα και για ψώνια στο σουπερμάρκετ, και προσέχοντας τους ανθρώπους γύρω μου.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Δεν έχω προσφιλέστερο τρόπο συγγραφής. Όταν έχουν περάσει ένας δυο μήνες που δεν έχω καθίσει να γράψω μιαν ιστορία, νιώθω ανεξαιρέτως την ανάγκη να το κάνω. Άλλοτε είναι παραμύθι για παιδιά, άλλοτε είναι ιστορία για ενήλικες. Ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό έχει εκδοθεί. Γράφω γιατί μ’ αρέσει να γράφω.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Αγαπώ τους Debussy, Messiaen, Takemitsu, τον John Coltrane, τον Ralph Towner. Για να πάρετε μιαν ιδέα για το πώς εργάζομαι, παρακολουθήστε αυτό.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Φυσικά. Παντού.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;

Τον John Berger.   

Περί ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Ήδη τους έχω αναφέρει εδώ κι εκεί στο ερωτηματολόγιο. Να πω μόνο μερικούς Έλληνες, όχι μόνο πεζογράφους αλλά και ποιητές. Φυσικά ο Παπαδιαμάντης. Ο Σκαρίμπας (έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου). Ο Παλαμάς της Φλογέρας και του Δωδεκάλογου. Ο Ελύτης του Άξιον εστί.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Η Άννα Καρένινα είναι νομίζω το τελειότερο μυθιστόρημα που έχω διαβάσει. Θυμήθηκα τώρα δα πώς είχα αισθανθεί κάθε λέξη να έχει τη δική της χωριστή πληρότητα και τελειότητα όταν διάβαζα το Worstward Ho του Beckett. Το Solaris του Stanislaw Lem. Ο Βαραββάς του Pär Lagerkvist. Υπάρχουν συγγραφείς που δεν ξεχωρίζω κάποιο βιβλίο τους, αλλά που το σύνολο του έργου τους κάποια στιγμή στάθηκε αποκάλυψη για μένα  διάβασα απανωτά τα βιβλία τους, το ένα μετά τ’ άλλο, κι ήταν ετούτη η ανάγνωση ένα αληθινό ταξίδι. Πρόχειρα τώρα σκέφτομαι τον Saint- Exupéry, τον Graham Greene, τον Heinrich Böll, φυσικά τον John Berger, τον William Golding, τον André Malraux.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Οι Απροσδόκητες ιστορίες του Roald Dahl. Το διήγημα στην πιο απέριττη, συναρπαστική του μορφή, από έναν παραμυθά εξίσου μεγάλο με τον Ray Bradbury (δείτε παρακάτω, στα περί μετάφρασης). Και, για ολωσδιόλου διαφορετικούς λόγους, τα διηγήματα του Raymond Carver. Και, για άλλους λόγους επίσης, τα διηγήματα του Τσέχοφ.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Θυμάμαι το θαυμασμό που ένιωσα διαβάζοντας τις Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων του Βασίλη Γκουρογιάννη και το Τους τα λέει ο Θεός του Σωτήρη Δημητρίου.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Λιέβιν στην Άννα Καρένινα.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Δεν έχω αγαπημένο περιοδικό, αλλά απλώς θέματα που με ενδιαφέρουν και θέματα που μου είναι αδιάφορα.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Όχι, αλλά θα σας γράψω για μια ανάγνωση που έκανα δίπλα σε ποτάμι και τη θυμάμαι ιδιαίτερα. Κάθε Αύγουστο εγώ, η σύζυγός μου και τα παιδιά μας πηγαίνουμε καθημερινά για μπάνιο σ’ ένα ποτάμι, τον Γορμό, σε μια τοποθεσία γεμάτη πλατάνια, τους Αγιούς, στο Πωγώνι στην Ήπειρο. Εκεί, δίπλα στο ποτάμι, διάβασα το and our faces, my heart, brief as photos του John Berger. Οι λέξεις του βιβλίου είχαν τον ίδιο ήχο με του νερού που κυλούσε. Διαβάζοντάς τες στη σκιά των πλατανόφυλλων και βλέποντας τα πιτσιρίκια να παίζουν μες στο παγωμένο νερό και στο λαμπύρισμα του ήλιου, θυμάμαι να νιώθω μια γαλήνη πολύ ξεχωριστή και πολύ βαθιά.

Περί μετάφρασης

Ασχοληθήκατε πρόσφατα με την μετάφραση των Hitch 22 του Κρίστοφερ Χίτσενς. Πώς ήταν η εμπειρία; Για ποιο λόγο θα προτείνατε την ανάγνωσή τους στον σύγχρονο αναγνώστη;

Κουραστική όπως κάθε μετάφραση. Έπρεπε πολλά να αναζητηθούν, πολλά να αποδοθούν μ’ έναν τρόπο στα ελληνικά. Θα πρότεινα την ανάγνωση του Hitch 22 ως μάθημα για το πώς η πολλή επαφή με ισχυρούς, με ανθρώπους που ορίζουν την τύχη του κόσμου, τελικά θολώνει τον νου.

Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει; 

Φυσικά έχω ένα σύστημα στη δουλειά μου, ειδάλλως δε θα ήταν αποδοτική. Αν ο συγγραφέας είναι αγαπητός στον μεταφραστή, τους συνδέει αυτή η αγάπη. Αλλιώς είναι μια δουλειά που πρέπει να γίνει καλά.

Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;

Με δυσκόλεψε πιο πολύ η μετάφραση ενός βιβλίου που δεν έχει εκδοθεί, του A tale of a tub του Jonathan Swift. Την έκανα σιγά σιγά για το κέφι μου, κι ο λόγος που καταπιάστηκα μ’ αυτήν ήταν ακριβώς επειδή θα με δυσκόλευε τόσο. Όσο για την ηδονή, δείτε παρακάτω.

Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;

Μεταφράζοντας πέντε απανωτά βιβλία του Hemingway, απέκτησα τικ στη γραφή, που είδα κι έπαθα να τα ξεφορτωθώ. Να τι σου κάνει ένας καλός συγγραφέας. Χάρηκα πολύ το Κρασί από πικραλίδα του Ray Bradbury (έτσι κι αλλιώς τον Ray Bradbury τον αγαπώ όσο λίγους συγγραφείς, ήταν μεγάλος παραμυθάς κι ένιωσα κατά κάποιον τρόπο σαν να έχασα έναν δικό μου άνθρωπο όταν διάβασα για το θάνατό του). Με πολλή αγάπη μετέφρασα επίσης το Γράμμα σ’ έναν όμηρο του Saint-Exupéry, για τον οποίον νιώθω ό,τι και για τον John Berger, δηλαδή εκτίμηση όχι μόνο για τον συγγραφέα αλλά και για τον άνθρωπο.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;

Όλοι οι συγγραφείς που αγαπώ, κι όχι για να αναμετρηθώ μαζί τους, αλλ’ ακριβώς επειδή τους αγαπώ.

Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;

Δε μεταφράζεις ένα βιβλίο για να σου πουν μπράβο. Από την άλλη, όχι το αν θα αναφέρεται η κριτική στο έργο του μεταφραστή, αλλά το αν θα μπορεί να αναφερθεί, έχει άμεση σχέση με το αν το βιβλίο διαβάστηκε αληθινά, από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία, ή διαγώνια για τις ανάγκες μιας εβδομαδιαίας στήλης σε έντυπο.

Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;

Δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως πρόβλημα. Ο μεταφραστής κάνει τη δουλειά του, ο επιμελητής κι ο διορθωτής κάνουν τη δική τους, κι όλων η δουλειά είναι εξίσου σημαντική.

Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;

Περί αδιακρισίας

Πώς βιοπορίζεστε;

Μεταφράζοντας (όχι μόνο λογοτεχνία, αλλά και τεχνικά κείμενα ενίοτε). Επίσης, με δυσκολία.

Τι διαβάζετε, τι γράφετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;

Διαβάζω Patrick Leigh Fermor, γράφω ένα οδοιπορικό στο Πωγώνι (έναν τόπο όπου περνώ γύρω στους τέσσερεις μήνες κάθε χρόνο) και μεταφράζω ένα αμερικανικό μυθιστόρημα με τίτλο Goodbye for now, της Laurie Frankel.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Πολύ κινηματογράφο, σχεδόν καθόλου θέατρο. Φυσικά έχω αγαπήσει εκατοντάδες ταινίες, αν όμως θα ’πρεπε οπωσδήποτε να επιλέξω ένα σκηνοθέτη, νομίζω πως θα επέλεγα τον Τσάπλιν.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Διαδικτυώνομαι λάου λάου. Συχνά, επίσης, το διαδίκτυο μου γεννά την αίσθηση πως όπου λαλούν πολλοί κοκόροι δεν ξημερώνει ποτέ.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Καταρχάς θα τη χάριζε στα παιδιά μου, στην Αναστασία; Η απώλεια της μεταφραστικής μου ικανότητας δε με πολυσκοτίζει, κι αν τυφλωνόμουν, ας πούμε, θ’ άκουγα μ’ άλλον τρόπο μουσική (αλλά ναι, θα με λυπούσε βαθιά που δε θα μπορούσα να διαβάσω). Όσο για την αιώνια νιότη, να μου λείπει ακόμα και χωρίς αντίτιμο.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Να κάνω εγώ μιαν ερώτηση στον εαυτό μου, που τελευταία την κάνω πολύ συχνά. Πώς νιώθω ζώντας στη σημερινή Ελλάδα; Από το Δελβινάκι, το χωριό όπου συχνά μένουμε στο Πωγώνι, παίρνω το ανηφορικό μονοπάτι για ένα ξωκλήσι τον Αϊ-Δημήτρη και στέκομαι σ’ ένα σημείο απ’ όπου βλέπω βουνά και παραπίσω άλλα βουνά, όλο και πιο αχνά, κι όμοια με κύματα μιας πέτρινης θάλασσας. Ό,τι με περιβάλλει, τότε, με γεμίζει βαθιά κι απόλυτα. Αυτή είναι η απάντηση που ’χω εγώ να δώσω στον εαυτό μου.

28
Ιον.
12

Νικόλ Κράους – Όταν όλα καταρρέουν

Ένα γραφείο, ο μεταφορικός οίκος της μνήμης

Υπάρχουν στιγμές που σε καταλαμβάνει ένα είδος διαύγειας και ξαφνικά τα εμπόδια παραμερίζουν κι αντικρίζεις μια άλλη διάσταση την οποία είχες ξεχάσει ή είχες επιλέξει να αγνοήσεις, ώστε να συνεχίσεις να ζεις με τις διάφορες ψευδαισθήσεις που κάνουν τη ζωή – ειδικά τη ζωή με άλλους ανθρώπους – δυνατή. [σ. 28]

Βρίσκουμε παρηγοριά στις συμμετρίες της ζωής επειδή υπαινίσσονται ένα σχέδιο εκεί όπου δεν υπάρχει κανέναν. [σ. 115]

0. Ο βασικός, αν και όχι μοναδικός πυρήνας του τετραπλόκαμου μυθιστορήματος της Κράους είναι ένα αντικείμενο: ένα γραφείο τεράστιο, σκοτεινό, υποβλητικό, με τα πολλά του συρτάρια σαν ζωντανά, οργανικά μέλη. Η Μυθοπλαστική της Διαδρομής του, εδώ ανάμεσα σε κατόχους, χρήστες και κλέφτες, φυσικά δεν είναι πρωτότυπη όμως η συγγραφέας (Νέα Υόρκη 1974, σύζυγος του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, χαρακτηρισμένη από New Yorker ως μία εκ των 20 καλύτερων συγγραφέων κάτω των 40 ετών) τη χρησιμοποιεί για να φλογίσει με εξαιρετικό τρόπο τις τέσσερεις σπονδυλωτές ιστορίες της.

1. Για την αφηγήτρια της πρώτης ιστορίας το γραφείο υπήρξε το εργαστήριο συγγραφής των μυθιστορημάτων της, η μοναδική έκφραση της τάξης στη ζωή της, το κληρονόμημα και ενθύμιο του εξαφανισμένου από την αστυνομία του Πινοσέτ ποιητή φίλου της. Η Νάντια δεν νοιώθει μόνο υπεύθυνη για την φύλαξή του γραφείου αλλά και αιχμάλωτή του. Τα συρτάρια του αντιπροσώπευαν «τη σχηματική αποτύπωση μιας συνείδησης που δεν μπορούσε να εκφραστεί παρά μόνο με τον ακριβή αριθμό και τη διάταξή τους». Ο εαυτός της εναρμονίστηκε οριστικά μαζί του· ίσως πάλι η μελαγχολία του Βάρσκι τώρα ανήκε σ’ εκείνη. Έτσι όταν η κόρη του καταφτάνει απρόσμενα για να το ζητήσει, η συγγραφέας αισθάνεται πλήρη απογύμνωση: το γραφείο αποτελούσε το όχημα κάθε δημιουργίας της αλλά και την δικαιολογία να μην πάρει τους δρόμους και εξαφανιστεί σε άλλους τόπους. Και η γραφή της αποτελούσε την μόνη της ζωή, οι ήρωές της την μόνη της παρέα – προτιμούσε την εσκεμμένη πολυσημία της μυθοπλασίας από την ακαταλόγιστη πραγματικότητα. Κάτω από χιλιάδες λέξεις κρυβόταν μια πλήρης ανεπάρκεια:

Άρχισα να υποπτεύομαι ότι αντί να αποκαλύπτω το κρυμμένο βάθος των πραγμάτων, όπως εξαρχής πίστευα ότι έκανα, ίσως ίσχυε το αντίθετο, ίσως κρυβόμουν πίσω από αυτά που έγραφα, χρησιμοποιώντας τα για να συγκαλύπτω μια μυστική έλλειψη, μια ανεπάρκεια που όλη μου τη ζωή έκρυβα από τους άλλους και την οποία με τη συγγραφή είχα κρατήσει κρυφή ακόμα κι από τον εαυτό μου […] ανεπάρκεια νοήματος, γεννημένη από ψυχική ανεπάρκεια. […] Και παρόλο που κατάφερνα να την κρύβω χρόνια, αντισταθμίζοντας την εικόνα μιας ελαφρώς αναιμικής ζωής με τη δικαιολογία ενός άλλου, βαθύτερου επιπέδου ύπαρξης στη δουλειά μου, ξαφνικά διαπίστωνα ότι ήμουν πλέον ανίκανη να το κάνω. [σ. 57- 58]

2. Ο κεντρικός χαρακτήρας της δεύτερης ιστορίας, ένας αποσυρθείς εισαγγελέας,  επιδίδεται σ’ ένα καταιγιστικό δευτεροπρόσωπο μονόλογο εναντίον του απόντος γιου του, όπου δεν δικαιολογεί μόνο την αδιάκοπη επιθετικότητα και την σαδιστική συναισθηματική διαπαιδαγώγησή του, αλλά και εκφράζεται με ανελέητη ειρωνεία περί πάντων, ακόμα και για την τρυφερή συμπαράσταση της γυναίκας του προς τον βλαστό τους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο εδώ αποτελεί η σύγκρουση δυο εβραϊκών γενεών: ο πατέρας συγκρίνει τις μηδαμινές ταλαιπωρίες του νέου με τις δικές του οδύσσειες και αδυνατεί να κατανοήσει την άρνηση της στρατιωτικής καριέρας ή την αγορά ενός BMW, δηλαδή «ενός αυτοκινήτου φτιαγμένου από τους γιους των ναζί».

Άλλο εξαιρετικό εύρημα αποτελούν οι αποστολές των δεμάτων με χειρόγραφα από ένα βιβλίο που στέλνει ο γιος από το μέτωπο για να τα διασφαλίσει– ο πατέρας του τα ανοίγει για να τα διαβάσει κρυφά, αναρωτώμενος όμως αν ο γιος του αυτό τελικά επιδιώκει. Άραγε η συνάντησή τους με αφορμή τον θάνατο της συζύγου – μητέρας τους θα αποτελέσει ευκαιρία για μορατόριουμ στην πίκρα και την χολή ή για συνέχιση της εξοντωτικής πολεμικής με νέα μέσα; Τα δεδομένα δείχνουν προς το δεύτερο, καθώς ανοίγονται – πάντα σε εσωτερικό μονόλογο – νέα κρίσιμα θέματα, όπως η βεβιασμένη συμμετοχή του γιου στον πόλεμο και η τραγική επίσκεψή του στην οικογένεια ενός νεκρού συστρατιώτη.

3. Στην τρίτη ιστορία, ένα μορφωμένο ζεύγος συμβιώνει αρμονικά εδώ και δεκαετίες, έχοντας αφήσει ολόκληρες ζώνες του προτέρου τους βίου στα σκότη. Η συμπεφωνημένη σιωπή αφορά κυρίως το εφιαλτικό παρελθόν της γυναίκας που επιβίωσε από την καταδίωξη των Ναζί. Η Λότε προσπαθεί να κρύβει την θλίψη της, να τη διαιρεί σε όλο και μικρότερα κομμάτια και να τα σκορπίζει σε μέρη όπου πίστευε ότι κανείς δεν θα τα έβρισκε. Ο αφηγητής σύζυγος υπαινίσσεται πως το μόνο που του έμενε να κάνει είναι να την μετατρέψει σε αντικείμενο μελέτης. Γι’ αυτόν το γραφείο – κτήμα της γυναίκας του είναι ένα αντιπαθές, ογκώδες και αταίριαστο αντικείμενο, με καταθλιπτικές, ανησυχητικές αλλά και μυστηριώδεις προεκτάσεις. Ενώ εκείνη δείχνει να μην το αποχωρίζεται ποτέ, κάποτε το χαρίζει σ’ έναν άγνωστό του νέο, τον  Ντάνιελ Βάρσκι, που την επισκέπτεται συχνά (κι ενίοτε μυστικά) το 1970. Μέχρι να χάσει σταδιακά τη μνήμη της και να μαθευτεί το μυστικό από το οποίο εκείνος αποκλειόταν τόσα χρόνια, ο αφηγητής βασανίζεται από την υποψία της μεταξύ τους ερωτικής σχέσης (σε μερικές ακόμα εξαιρετικές σελίδες).

Την ίδια στιγμή, επιτόπου, αποφάσισα ότι θα συγχωρούσα στη Λότε τα πάντα. Φτάνει η ζωή να μπορούσε να συνεχιστεί όπως πριν. Φτάνει η καρέκλα που ήταν εκεί όταν πηγαίναμε για ύπνο να είναι και πάλι στη θέση της το πρωί. Δεν με ένοιαζε τι της συνέβαινε όσο κοιμόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο, δεν με ένοιαζε αν ήταν η ίδια καρέκλα ή χίλιες διαφορετικές ή αν όσο κρατούσε η μεγάλη νύχτα έπαυε εντελώς να υπάρχει – φτάνει όταν καθόμουν πάνω της για να φορέσω τα παπούτσια μου, όπως έκανα κάθε πρωί, να σήκωνε το βάρος μου. Δεν χρειαζόταν να ξέρω το καθετί. Το μόνο που είχα ανάγκη ήταν να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί όπως πάντα. [σ. 135]

4. Το κεντρικό, αν και αφανές πρόσωπο της τέταρτης ιστορίας, ο  Τζορτζ Βάιζ,  αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση χαμένων αντικείμενων από αρπαγές και λεηλασίες των Ναζί. Αντίθετα με τους ανθρώπους, πίστευε, τα άψυχα δεν εξαφανίζονται έτσι απλά. Στα χρόνια μετά τον πόλεμο επισκεπτόταν ο ίδιος τους γείτονες που τα οικειοποιήθηκαν και τα έπαιρνε αθόρυβα, ενώ αργότερα επέκτεινε τις δραστηριότητές του σε όλον τον κόσμο. Αμέτρητοι άνθρωποι τον πλησίαζαν για να ξαναβρούν τα πράγματα που λαχταρούσαν, να ξανακαθίσουν στο παλιό τους γραφείο, να ξαναγγίξουν ένα κομμάτι της αγνότερης ζωής τους. Το μόνο που δεν καταφέρνει είναι η ανασύνθεση του δικού του χαμένου δωματίου, ακριβώς όπως ήταν μια μοιραία μέρα του 1944…

1+2+3+4. Η αφηγήτρια Ίζαμπελ εμπλέκεται σε σχέση με τον γιο του Βάιζ και συμβιώνει μαζί του και με την αδελφή του. Το ιδιόμορφο, ασφυκτικό αδελφικό ζεύγος ζει εκπαιδευμένο από τον πατέρα του να αλλάζει διαρκώς σπίτια και έπιπλα – το εκάστοτε ανταλλακτικό του «εμπόρευμα». Η Νάντια αποφασίζει να αναζητήσει το γραφείο στην Ιερουσαλήμ από την νεαρή γυναίκα που το ζήτησε κι ο σύζυγος της Λότε ανακαλύπτει το σπαρακτικό της μυστικό αναθεωρώντας ολόκληρη τη ζωή του.

Αυτό για το οποίο μιλώ ή προσπαθώ να μιλήσω, είναι η αίσθηση πως η αυτάρκειά της – η απόδειξη που κουβαλούσε μέσα της ότι μπορούσε μόνη ν’ αντέξει αδιανόητες τραγωδίες, ότι στην πραγματικότητα η ακραία μοναξιά την οποία είχε χτίσει γύρω της, μικραίνοντας τον εαυτό της, αναδιπλώνοντάς τον, μετατρέποντάς τη σιωπηλή κραυγή σε αντίβαρο της προσωπικής εργασίας, ήταν αυτό ακριβώς που την έκανε ικανή να αντέχει – την εμπόδιζε να με έχει ανάγκη με τον τρόπο που την είχα εγώ. Όσο ζοφερές ή τραγικές κι αν ήταν οι ιστορίες της, η δημιουργίας τους, δεν μπορούσε παρά να είναι μια μορφή ελπίδας, μια άρνηση του θανάτου ή μια διατράνωση της ζωής ενώπιόν του. Και σε αυτό εγώ δεν είχα θέση…και αυτό που της επέτρεπε να επιβιώνει ήταν η δουλειά της, όχι η φροντίδα ή συντροφιά μου. Όλη μας τη ζωή επέμενα ότι εκείνη είχε την ανάγκη μου, όχι το αντίστροφο. Εκείνη χρειαζόταν προστασία, εκείνη ήταν λεπτεπίλεπτη και είχε ανάγκη από συνεχή φροντίδα. Στην πραγματικότητα όμως εγώ χρειαζόμουν να νιώθω ότι με χρειάζονται. [σ. 350 – 351]

Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς για την σαφέστατη επιρροή του Πολ Όστερ για να διακρίνει τις σκιές του νεοϋορκέζου συγγραφέα στην γραφή της Κράους, ιδίως στις σελίδες όπου οι χαρακτήρες κολυμπούν χαμένοι στις ιδεοληψίες τους ή αναζητούν ένα πρόσωπο ή ένα αντικείμενο που νομίζουν πως θα τους λυτρώσει. Η ιστορία του Βάιζ, πάντως, θα μπορούσε να βγαίνει από κάποιο βιβλίο του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ. Σε κάθε περίπτωση η Κράους συμπλέκει τις τέσσερις ιστορίες με πολλούς τρόπους σε παράλληλες συγκλονιστικές ιστορίες, ανοίγοντας το μυθιστόρημά της με διαδοχικές ενδοσκοπήσεις και εγκιβωτισμένες ιστορίες και εμποτίζοντάς σε συνεχή εσωτερική δράση και καταιγιστικούς στοχασμούς.

Καθώς τα τελευταία χρόνια κινούμαστε και κάτω από το σκοτεινό αστέρι του Ρομπέρτο Μπολάνιο, είναι αδύνατο να μην τον θυμηθούμε ιδίως στις αφηγήσεις για τον Ντανιέλ Βάρσκι. Η συμμαχία της πρώτης αφηγήτριας με τον αβανγκάρντ ποιητή, η ανταλλαγή λιστών με ποιητές γραμμένων στο πίσω μέρος μιας χαρτοσακούλας και καρτών που μετά το πραξικόπημα γίνονταν όλο και πιο μελαγχολικές, ο ταξιδευτής που τελικά αντί να γυρίσει τον κόσμο επιστρέφει στην πατρίδα για να πάρει τη θέση στο πλευρό των παιδικών του φίλων που πολεμούσαν για την επανάσταση ή την απελευθέρωση στη Χιλή, αποτελούν όλα άτυπους μπολανιακούς διαλόγους, τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου αμφότεροι περιορίζονται στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας, χωρίς περαιτέρω πολιτικές εμβαθύνσεις. Όπως και σε αποσπάσματα σαν κι αυτό: Το φιλί μας ήταν κάπως απογοητευτικό. Όχι ότι ήταν άσχημο, ήταν όμως απλώς ένα σημείο στίξης στη μεγάλη συνομιλία μας, μια παρενθετική σημείωση προορισμένη να επιβεβαιώσει στον καθένα μας την βαθιά αίσθηση συμφωνίας, την αμοιβαία προσφορά συντροφικότητας, που είναι πολύ πιο σπάνια από το ερωτικό πάθος ή ακόμα και από την αγάπη. [σ. 25]

Και τελικά, τι νόημα έχουν οι παθιασμένες αναζητήσεις του Βάιζ; Όπως λέει ο ίδιος, τώρα μόνο εκείνοι που ήταν κάποτε παιδιά έρχονται σ’ αυτόν κι αναζητούν την παιδική τους ηλικία. Μπορεί να μην γίνεται να επαναφέρουν τους νεκρούς στη ζωή, αλλά ζητούν την καρέκλα που κάθονταν κάποτε, το κρεβάτι όπου κοιμούνταν, την κασέλα όπου φυλούσαν τα παιχνίδια τους. Κι εκείνος τους παρουσιάζει το αντικείμενο που ονειρεύονταν για την μισή τους ζωή. Δεν έχει σημασία αν κάποιες φορές τους εξαπατά: η μνήμη είναι πιο πραγματική από την αλήθεια. Ένα γραφείο, μπορεί να αποτελέσει την ανάμνηση του Οίκου, μια τέλεια συνάθροιση των άπειρων μερών της εβραϊκής μνήμης αλλά και τον ίδιο τον μεταφορικό οίκο του νου. Στον επόμενο κόσμο θα κατοικούμε όλοι μαζί στη μνήμη των αναμνήσεών μας.

Μέρα τη μέρα, χρόνο με το χρόνο πρέπει να σκάψεις μέσα σου, να ξεθάβεις ό,τι κρύβεται στο μυαλό σου και στην ψυχή σου για να τα κοσκινίσει ο άλλος ώστε να σε γνωρίσει, και εσύ επίσης πρέπει να διαθέσεις ημέρες και χρόνια βαδίζοντας με δυσκολία ανάμεσα σε όλα αυτά που φέρνει εκείνος στην επιφάνεια γα σένα μόνο, στον αρχαιολογικό τόπο της ύπαρξής του, πόσο εξουθενωτικά έγιναν, αυτή η ανασκαφή…[σ. 286]

Εκδ. Μεταίχμιο, 2011, μτφ. Ιωάννα Ηλιάδη, σελ. 392 (Nicole Krauss, The Great House, 2010).




Ιουνίου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  

Blog Stats

  • 1.132.432 hits

Αρχείο