Εμβόλιμον, τεύχος 61 – 62 (Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 2011)

Αγαπητέ κύριε, αναρωτιέμαι αν σας απασχόλησε ποτέ το ερώτημα: ποιον λατρεύει κανείς σ’ ένα λογοτέχνημα; Είναι ένα κόλπο για να λατρεύει κάποιος τον εαυτό του; Είναι ένας τρόπος για να χτίζει γύρω του ένα φρούριο από ιδέες και εικόνες; Είναι ένας τρόπος για να κρυφτεί; Είναι μια παγίδα θηραμάτων ή μια παράξενη θεραπεία τους;

Το πιστεύετε εσείς πώς μπορεί κανείς πραγματικά να παγιδεύσει τον χρόνο; Μήπως το μόνο που πετυχαίνει είναι να παγιδευτεί αμετάκλητα απ’ αυτόν; Ο ίδιος φαίνεται έχετε τόση καλοσύνη ώστε στα έργα σας δεν ανακαλείτε το παρελθόν αλλά κατά κάποιο τρόπο ανασταίνετε χωρίς πικρία μια τάξη πραγμάτων που γνωρίσατε. Καταφέρατε να βγάλετε από μέσα της το κεντρί της πικρίας και της απουσίας δικαιοσύνης. Σε τούτο συνίσταται νομίζω η ανάσταση. (Νατάσα Κεσμέτη, Η τέχνη της πόζας, σ. 36 του τεύχους)

Ολοκληρώνεται σήμερα η παρουσίαση των έξι τελευταίων τευχών του Εμβόλιμου (πέντε διπλών και ενός «μονού» και με ελαφρώς ανορθόδοξη σειρά), μια παρουσίαση που μπορεί να μην εμφανιζόταν, ως όφειλε, κατά το χρόνο της έκδοσης του κάθε τεύχους, αλλά τουλάχιστον ακολούθησε την δική μας αναγνωστική άποψη πως τα εγχώρια λογοτεχνικά περιοδικά, και σίγουρα το Εμβόλιμον, δεν διαβάζονται μια κι έξω, μονορούφι, αλλά παίρνουν μια θέση στο ράφι εκείνο της βιβλιοθήκης που είναι «διαθέσιμο» για κάθε στιγμή, ευκαιρία και διάθεση. Στην ουσία έρχεσαι κι επανέρχεσαι σ’ αυτά ανάλογα με την αναγνωστική επιθυμία που ικανοποιούν τα αυτοτελή τους κείμενα: πεζό, ποίηση, κριτική, δοκίμιο, μελέτημα, άλλου είδους σημειώματα. Είναι άλλωστε γνωστό πως οι αναγνώστες μπορούν να βρουν παλαιότερα τεύχη (που είναι το ίδιο – δηλαδή πάντα – επίκαιρα με κάθε τρέχον τεύχος) επικοινωνώντας με το εκάστοτε περιοδικό.

Το πεζογραφικό κομμάτι του τεύχους συμπληρώνουν οι Μαρία Κουγιουμτζή, Ειρήνη Μαργαρίτη, Πάνος Σταθόγιαννης, Νανά Πλευρίτου, Μαίρη Γούβα (για έναν έρωτα μέσω αλληλογραφίας και των οσμών της, που επιχειρεί να ολοκληρωθεί ακριβώς μέσα στα όριά τους), Σταμάτης Γκαβέτας, Jean Cocteau («Διάλογοι»), Γρηγόρης Τεχλεμετζής κ.ά. Στο ποιητικό οι Εύα Μοδινού, Τάσος Πορφύρης, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Λένα Παππά, Αναστασία Γιάτση, Κώστας Ριζάκης, Χρίστος Παπαγεωργίου, Γιώργος Θεοχάρης, Πάνος Καπώνης, Λουκάς Παπαδάκης, Σταύρος Σταμπόγλης, Μαρία Σκιαδαρέση, Φαρούκ Τουντζάι, Ευσταθία Δήμου, Σοφία Κολοτούρου, Κώστας Γαρμπής, Στέλιος Λουκάς, Μαρία Τσιράκου, Στέλλα Γεωργιάδου, κ.ά. Στο δοκιμιακό, οι Φοίβος Πιομπίνος (Η Ελλάδα ως ομφαλός και ο Δικέφαλος Αετός), Σώτος Αλεξίου (Στην ταβέρνα «ΑΕΤΟΣ» κάθε βράδυ ο δαιμόνιος Τσιτσάνης), Αναστασία Γκίτση (Οι ποιητές / Γέφυρες χασμάτων), εκκινώντας από τη φράση της Sarah Kane δεν είναι ότι δεν ξέρουμε αλλά ότι δεν νιώθουμε) και ο Πάνος Καπώνης, για τον Βασίλη Στεριάδη. Στην εικονογράφηση του τεύχους ο Σπύρος Κουρσάρης.

Από τις παλαιές αλλά ακόμα αντηχούσες φωνές ο Jean Cocteau κονταροχτυπιέται με τον δικό του αντίπαλο: Του χρόνου γνωρίζω τις ψευτιές/Και τις αγνοώ συγχρόνως/Μονάχα μέσα στου ονείρου το νερό/Τους νόμους του απορρυθμίζει/[…]/Χρόνε θα θελα να σε τσακώσω να κάνεις λάθος/Τις πονηριές σου να νικήσω να επισκεφτώ/Το μέλλον σου το ψεύτικο δίπλα-δίπλα/Με την ψεύτική σου αρχαιότητα. [«Ο χρόνος ποτέ δεν αλλάζει», μτφ. Ελένη Κόλλια]. Και ο Gonzalo Rojas [1917 – 2011], ο Χιλιανός ποιητής, με την γεμάτη από τις αναμνήσεις των ορυχείων και του κάρβουνου παιδική ηλικία, ο πολιτιστικός σύμβουλος που διόρισε ο Allende στην Κίνα και την Κούβα, ο αποστερημένος από υπηκοότητα και άδεια διδασκαλίας από την δικτατορία του Pinochet, αναπολεί τα δικά του μπορντέλα της νεότητας και της αγαπημένης του ιέρειας. Και ο κύκλος του παλαιού και του παλαιού εντός μας που επιχειρεί να ζήσει μέσα από το νέο και το καινούργιο εκτός μας κλείνει πάλι με το κείμενο της Κεσμέτη:

Τα σχολεία άρχισαν να ρημάζουν μαζί με τα χωριά που με ταχύ ρυθμό ερήμωναν. Πέθαναν οι περισσότεροι από τους φίλους μου και από τους αντιπάλους συγγραφείς, όσους τέλος πάντων επιθυμούσα να εξουδετερώσω ή να μειώσω, ώστε να ξεχωρίζω ανεμπόδιστος. Η γραφή μου άρχισε να θεωρείται «περιφερειακή» και ο μύθος μου να παρακμάζει. Φούντωνε πάλι η νοσταλγία για το «κέντρο» μόνο που αυτή τη φορά ήταν παγκόσμιο ή πιο σωστά παγκοσμιοποιημένο κι έτσι κανείς δε γνώριζε πού ακριβώς ήταν. Οπωσδήποτε τα «παλιά κλάματα» όπως τα παλιά βουνά, δεν συγκινούσαν σχεδόν κανέναν. Αν τα τελευταία μπορούσαν να ξαναβαφτιστούν με κάποιο άλλο όνομα, έστω κι από την Παταγωνία, τη Νέα Γουινέα ή την Ισλανδία των ντοκυμαντέρ, θα ήταν περισσότερο υποφερτά. Τότε έχασα λίγο λίγο και την όρασή μου. Όπως άλλοτε φανταζόμουνα το μέλλον μου, έτσι τώρα παρατηρούσα σε μια φανταστική εσωτερική οθόνη το παρελθόν μου, όπου δεν μπορούσα να διακρίνω παρά μεγάλα ή μικρά κενά.

Στις εικόνες: Jean Cocteau, Gonzalo Rojas.

Εμβόλιμον, τεύχος 65-66 (καλοκαίρι– φθινόπωρο 2012)

Όποτε του δινόταν η ευκαιρία, ταξίδευε. Τα ταξίδια ήταν η ζωή του. Κάθε ταξίδι, μια ξεχωριστή ζωή. Ήταν σαν να έβγαζε, κάθε φορά πιστοποιητικό γεννήσεως με το τσέκ-ιν στο γκισέ της αεροπορικής εταιρείας, ενώ στην επιστροφή, η αποσκευή που παραλάμβανε από τον κυλιόμενο ιμάντα, λες και περιείχε τη σορό μιας ζωής που είχε μόλις τελειώσει. Δεν μελαγχολούσε, δεν τον κατέθλιβε το πεπερασμένο του ταξιδιωτικού χρόνου. Αντίθετα, του φαινόταν ότι ο χρόνος διαστέλλεται μέσα σε κάθε ταξίδι και παραμένει στο μυαλό το αναλλοίωτα επιμηκυσμένος, σε πείσμα του αντίπαλου χρόνου της καθημερινότητας…

«Όχι χωρίς λόγο» η Μαρία Δριμή καταθέτει το πεζογράφημά της στο τεύχος που εκκινεί ως ανωτέρω και ολοκληρώνεται με μια ενδιαφέρουσα περίπτωση ιδεοψυχαναγκαστικής εμμονής και όχι μόνο. Εξίσου συγκινησιακό είναι το μονοσέλιδο αφήγημα του Γρηγόρη Τεχλεμετζή (Το ταξίδι με τη σχεδία). που αφορά την πώληση ενός παλιού αυτοκινήτου μέσα στο οποίο εμφώλευαν ανεξίτηλες στιγμές υπόγλυκων ερεθισμών, περιπετειών σε κορφοβούνια, ταξίδια μέλιτος και επαγγελματικές φορτοεκφορτώσεις μέχρι τη στιγμή του οριστικού του ξεφορτώματος, «όπως κάθε πράγμα που δε μας χρειάζεται φανερά». Στα υπόλοιπα πεζά οι Αρχοντούλα Διαβάτη, Γιάννης Καβάσιλας, Στέλλα Καμπατζά, Μαρία Κουγιουμτζή, Λίλα Χαμπίπη.

Στη γραμματειακή και γραμματολογική υποστήριξη, ο Περικλής Σφυρίδης γράφει για τον Ν. Χριστιανόπουλο, η Ε.-Α. Λουκίδου για την Κική Δημουλά, ο Πάνος Καπώνης για τον Ν. Μοσχοβάκο, ο Τ. Οικονόμου για τον Αργύρη Χιόνη και η Μ. Δριμή για την Σώτια Τσώτου. Στη ζωγραφική η Φανή Μιχαηλίδη. Στην ποίηση οι Σ. Αλεξοπούλου, Μ. Αλιγιζάκης, Τ.Γ. Βασιλαράκος, Γ. Βέης, Τ. Γαλάτης, Κ. Γαρμπής, Λ. Γκλιάτη, Ι. Κοράβος, Μ. Κουλούρη, Χ. Κουτσουμπέλη, Ε. Κοφτερού, Σ. Κωνσταντινίδου, Μ. Μαρκαντωνάτου, Θ. Μαρκόπουλος, Σ. Μεχτίδης, Ε. Μοδινού, Μ. Μοσχόβη, Α. Μπακονίκα, Κ. Ριζάκης, Π. Βερλαίν, Φ. Τουντζάι και πολλοί άλλοι. Στο δοκίμιο ο Φ. Πιομπίνος (Σκέψεις πάνω στις διαφορές μεταξύ της ιερής εικόνας και του θρησκευτικού πίνακα), στο ιστορικό αφήγημα η Λ. Δημουλά – Φίλια (Συμβολή στην τοπική ιστορία: μια ακόμα σελίδα από την Εθνική Αντίσταση στη Ρούμελη).

Κυκλώνω μερικά λόγια του Τ. Οικονόμου: Για τον Άνθρωπο Αργύρη [Χιόνη] θέλω να πω μια κουβέντα. Επέλεξε το Θροφαρί, ένα ξεχασμένο χωριό της ορεινής Κορινθίας για να εγκατασταθεί, αυτός, ένας πολίτης του κόσμου. Ένας άνθρωπος που έχει ζήσει στην Ευρώπη και την Αμερική, που έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο σχεδόν, που μπορούσε και χειριζόταν – όχι μόνο μιλούσε – οχτώ γλώσσες, που είχε φίλους και επικοινωνούσε από όλο τον κόσμο, με τη συνειδητή απομόνωσή του, επεδίωκε την απόλυτη αφοσίωσή του σε αυτό που θεώρησε πρωτεύον στη ζωή του, την ποίηση

…και αποχωρώ με στίχους της Νέλλυ Ζακς από την «Χορωδία διασωθέντων»: Εμείς που σωθήκαμε, /Από τα κοίλα οστά μας σμίλευε ο θάνατος αυλούς/Στους τένοντές μας έπαιζε ο θάνατος δοξάρι-/Ακόμα αντηχούν τα σώμάτα μας/Την σακατεμένη μουσική τους/Εμείς που σωθήκαμε/Ακόμα κρέμονται για το λαιμό μας/Δεμένες οι θηλιές/Μπροστά μας στον γαλάζιο αιθέρα/[…]/Εμείς που σωθήκαμε/Σας σφίγγουμε το χέρι/Αναγνωρίζουμε τα μάτια σας-/Αλλά αυτό που μας δένει ακόμα μαζί σας/είναι ο αποχαιρετισμός/[…]

Στις εικόνες: Νέλλυ Ζακς και έργο της Φανής Μιχαηλίδη.