Κώστας Καφαντάρης – Οι τριανταεννιά χορεύτριες

Πρόωρες αναφλέξεις αγέννητων ερώτων

Στον διηγηματικό μικρόκοσμο του Κώστα Καφαντάρη κάθε ερωτικό ένστικτο μοιάζει με ανενεργό ηφαίστειο: οι χαρακτήρες είναι παρ’ ολίγον εραστές, που αφιερώνουν τις δυνάμεις τους αποκλειστικά στην εγκεφαλική διάσταση του έρωτα και αρκούνται στην προμελέτη του. Δεν φτάνουν ως την βίωσή του, εφόσον κάθε σχετική πρωτοβουλία τους αναιρείται ήδη από τα σπάργανά της και διαγράφεται προτού περάσει από τις σκέψεις στην πράξη. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που θα τολμήσουν ένα βήμα παραπέρα, κάποιο τρίτο πρόσωπο θα έχει δυναμιτίσει την όποια ευνοϊκή εξέλιξη.

Αντιπροσωπευτικό φορέα μιας τέτοιας συμπεριφοράς αποτελεί η νεαρή γυναίκα που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο άντρες που την πολιορκούν, αναλώνεται σε αμφιβολίες και συγκρίσεις προτού καν τους γνωρίσει και παραμένει αναποφάσιστη και αδρανής ως το τέλος («Το δίλημμα»). Παρόμοιος διχασμός χαρακτηρίζει κι έναν καθημερινό και μάλλον πιο υπερφίαλο περιπατητή, που υφίσταται την γνωστή σύγχυση επιθυμιών μέσω στέρησης και άρνησης (Αποφάσισα να γνωρίσω πρώτα την μελαχρινή, απόφαση που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την επιθυμία μου να γνωρίσω την ξανθιά κι αυτή η επιθυμία μου μεγάλωσε με την σειρά της την επιθυμία μου να γνωρίσω την μελαχρινή γυναίκα) και έχοντας τηρήσει όλη την παραδεδομένη σειρά βλεμμάτων και προσχημάτων, κατορθώνει να γίνει εραστής και των δύο. Όμως αδυνατεί να επιλέξει εφόσον ο πόθος για την μία τρέφεται από την επαφή του με την άλλη και η τροπή σε φυγή είναι αναπόφευκτη («Γόρδιος δεσμός»). Εξίσου ευτράπελη είναι η ανάγλυφη απεικόνιση της εξόδου μιας παρέας νέων κοριτσιών («Βραδιές στου Ψυρρή»). Τυπικές εκπρόσωποι της σύγχρονης «αν-ερωτικής» νεότητας μοιάζουν να έχουν ήδη προοιωνίσει την αρνητική εξέλιξη των πραγμάτων: οι ερωτικές τους διαθέσεις εξαντλούνται σε εκατέρωθεν συζητήσεις, καθώς περιμένουν εις μάτην να γίνουν θηράματα άφαντων κυνηγών.

Ευτυχώς έστω και κατ’ εξαίρεση εμφανίζονται σποραδικά ορισμένοι πιο τολμηροί χαρακτήρες. Ενδιαφέρουσα είναι η αποσπασματική απόδοση των συνειρμών μιας ερωτικά ανικανοποίητης και συναισθηματικά δυσαρεστημένης συζύγου που ολισθαίνει συνειδητά στην πρώτη της απιστία. «Το τελευταίο σκαλί»  όπου παραπατά και χτυπά κατά την έξοδό της, σηματοδοτεί άραγε την είσοδο σε μια δεύτερη ζωή με συνειδητή αποδοχή του όποιου πόνου συνεπάγεται; Ο στρατευμένος μιας παραμεθόριας πόλης, κατά την καθημερινή συνήθεια των υπεραστικών τηλεφωνημάτων στην φίλη του, αποκτά έναν αυτόκλητο προστάτη του από τον κίνδυνο των γυναικών. Ο εν λόγω υπάλληλος γνωρίζει άδοξο τέλος όμως η σπορά των λόγων του δεν έχει μόνο αντίκτυπο στην ερωτική σχέση του νέου αλλά και στην μετέπειτα ζωή του («Κάθε βράδυ στις δέκα»).

Το ίδιο μοτίβο της ματαίωσης μιας εν δυνάμει σχέσης από κάποιον τρίτο αυτουργό εμφανίζεται και στο διήγημα «Γαμπρός – γιατρός». Τα γνωστά νεοελληνικά άγχη της μητέρας για την «τύχη» της κόρης, δεν δηλητηριάζουν απλώς την μεταξύ τους σχέση αλλά εν τέλει διαβρώνουν με υπόγειο τρόπο τις μελλοντικές επιλογές της τελευταίας. Η μητρική μορφή τελικά εκτροχιάζει ακόμα και εν τη απουσία της κάθε ομαλή πορεία των πραγμάτων. Η καθαρή επαγγελματική συνείδηση ενός άλλου ήρωα που αρνείται κάθε υποψία απάτης και παρανομίας στον εργασιακό χώρο, τού υποδεικνύει βεβιασμένα και έτερες «παρατυπίες» στον προσωπικό, με αποτέλεσμα να θεωρήσει ως μέγιστη ατιμία την αλλαγή της κόμης της γυναίκας του πόθου του στην πρώτη τους συνάντηση. Η μοναδική κάθαρση από την εμμονή του είναι και εδώ η άρνηση κάθε περαιτέρω επικοινωνίας («Καινούργιο χτένισμα»)!

Στα όρια μεταξύ ευτράπελου και μακάβριου κινείται και «το Ακριβό σακάκι». Μια χήρα που ταλανίζεται μεταξύ ηθικών και σαρκικών επιταγών οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο την διαδικασία κατάκτησης του νέου που επιθυμεί. Εκείνος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει την χωροθεσία που του επιφυλάσσεται στη ζωή της, μέχρι τη στιγμή που αντιλαμβάνεται τον προηγούμενο κάτοχο του δωρισμένου σακακιού που φορά στην κηδεία του συζύγου. Κατόπιν τούτων το διήγημα που τιτλοφορεί την συλλογή (το μόνο που εκτυλίσσεται σε διαφορετικό χώρο και χρόνο, καθώς αναφέρεται στην αρχαιότητα, αλλά και το μόνο ήδη δημοσιευμένο σε μια πρώτη μορφή στο περιοδικό Νέα Εστία) μπορεί φαινομενικά να αποτελεί μια παράταιρη παρουσία εδώ, αλλά στην ουσία μπορεί να αναγνωστεί ως μια παραπληρωματική θέαση των ερωτικών ηθών μιας άλλης εποχής, όπου οι τακτικές της παρενδυσίας και της ανταλλαγής ρόλων και φύλωνεμφανίζονταν και ως μορφή εξουσίας στο πολιτικό ή διπλωματικό πεδίο.

Η πρώιμη ανατίναξη κάθε ερωτογενούς δυναμικής μπορεί να επεκτείνεται και στις πνευματικές τους δημιουργικές δυνάμεις, όπως φαίνεται στο εξαιρετικό διήγημα «Όταν ήμουν ποιητής». Εδώ ο αφηγητής, σπουδαστής σε μια επαρχιακή πόλη και μέλος της χορείας των επίδοξων ποιητών, βιώνει με τον δικό του τρόπο την ανάγνωση και την δημιουργία ποίησης, ενώ αντιμετωπίζει σκωπτικά τις εξαγγελίας περί του θανάτου της και τις αποδίδει στην ανικανότητα ποιητικής γραφής. Παρά τις όποιες αγνές προθέσεις και την σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την ποιητική δημιουργία (ενδιαφέρουσα η περιγραφή της εγκυμοσύνης του πρωτότοκου ποιήματος και των σωματικών αισθήσεων εν γένει) ο εκκολαπτόμενος ποιητής αδυνατεί να ξεφύγει από την αίσθηση ανωτερότητας και ανταγωνισμού αλλά και την επιθυμία της αθανασίας.

Αποκορύφωμα της μεγαλομανούς ματαιοδοξίας, η συγγραφή, ως άλλος Ρίλκε, του Γράμματα σ’ ένα νέο που ήθελε να γίνει ποιητής, φυσικά όχι για προσωπική χρήση αλλά ως εγχειρίδιο για τρίτους. Η παραλαβή των αιματοβαμμένων από τις διορθώσεις ποιημάτων που ταχυδρόμησε σε γνωστό λογοτέχνη όπως είναι ευνόητο οδηγούν στην ψυχολογική του συντριβή και την πρόωρη συνταξιοδότηση από το γράψιμο. Πέρα από τον σαρκασμό του εσωστρεφούς ποιητικού μικρόκοσμου, η σκιαγράφηση της ακυρούμενης εν τη γενέσει της δημιουργικής πορείας, που έχω την αίσθηση πως θα θυμίσει σε πολλούς αναγνώστες οικεία πρόσωπα, είναι ιδιαίτερα επιτυχής.

Πρόκειται για την τρίτη συλλογή διηγημάτων του Καφαντάρη (γενν. 1959, έχουν προηγηθεί τα Μέγας Δημιουργός και Η όμορφη περιπτερού από τις ίδιες εκδόσεις) ο οποίος έχει εκδώσει και μια δίτομη Ανθολογία ελληνικού λαϊκού παραμυθιού (εκδ. Οδυσσέας) και Τα γυρισμένα λόγια, ένα μικρό βιβλίο με θέμα τις κατάρες (εκδ. Το Ροδακιό). Το ρεαλιστικό περίβλημα των 14 συνολικά διηγημάτων του τόμου συχνά διαποτίζεται από υπόγειο χιούμορ, προτού διαβρωθεί από τα στοιχεία της υπερβολής και του κωμικοτραγικού. Οι χαρακτήρες ταλανίζονται από τα διαχρονικά ψυχολογικά διλήμματα και τις αντιφάσεις του έρωτα, όμως το προαναφερθέν στοιχείο της πρόωρης ανάφλεξης των σχέσεων και η βεβιασμένη ώθησή τους προς ένα τέλος προτού καν αρχίσουν, καθιστά το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων απόλυτα – και τραγικά –  σύγχρονο.

Εκδ. Ίνδικτος, 2009, σ. 147.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 30 (καλοκαίρι 2012)

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 98. Σέργιος Γκάκας

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Μανόλης Αναγνωστάκης, Χούλιο Κορτάσαρ, Ντον ΝτεΛίλλο, Τζον Μ. Κουτσί, Χρήστος Βακαλόπουλος, Ιωάννα Καρυστιάνη.

(Θα ήθελα να σημειώσω ότι οι απαντήσεις μου, που έχουν να κάνουν με πρόσωπα και έργα, δίνονται τον Ιούνιο του 2012. Αν με ρωτούσατε πριν ή μετά από ένα μήνα ίσως ήταν διαφορετικές.)

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Οι Ακυβέρνητες πολιτείες του Σ. Τσίρκα, οι ποιητικές συλλογές του Γιάννη Βαρβέρη και του Γιώργου Μαρκόπουλου, Η μαγεμένη ψυχή του Ρ. Ρολλάν, Το κουτσό του Χ. Κορτάσαρ, Κάτω από το ηφαίστειο του Μ. Λόουρι, Η σούμα του Δ. Σαββοπουλου, Το τελευταίο φιλί του Τζέημς Κράμλεϋ.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Τζακ και Κινέτα της Ιωάννας Καρυστιάνη, Εκεί, πού όμως, πώς; και Χειρόγραφο που βρέθηκε σε μια τσέπη του Χούλιο Κορτάσαρ,  Νυχτερινό σχολείο του Ρέιμοντ Κάρβερ, όλες οι Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο και οι Τεχνητές αναπνοές του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης και τα νεότερα σε ηλικία μέλη της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας, δηλαδή ο Νεοκλής Γαλανόπουλος, ο Βασίλης Δανέλλης, ο Ανδρέας Μιχαηλίδης και ο Κώστας Μουζουράκης.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Όχι ευτυχώς. Έχω φίλες και φίλους που οι ζωές τους είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Ο Φίλιπ Μάρλοου.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Σε σπίτια φίλων που με φιλοξενούσαν και σε δωμάτια ξενοδοχείων.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Όταν νομίζω ότι έχω παγιδεύσει μια ιδέα που γεννήθηκε από ένα πρόσωπο, μια φράση ή ένα περιστατικό, κάθομαι στο γραφείο μου, ανάβω τη λάμπα, βεβαιώνομαι ότι η πένα μου έχει μελάνι, το πακέτο τσιγάρα, η κούπα μου καφέ, τσάι ή ό,τι απαιτεί η στιγμή και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι εξακολουθώ να είμαι συγγραφέας.

Συνήθως δεν ακούω μουσική όταν γράφω.

Οι μουσικές μου προτιμήσεις αλλάζουν ανάλογα με τη στιγμή και τους ανθρώπους που είναι κοντά μου. Οι αγάπες μου αυτόν τον Ιούνιο είναι η Φλέρυ Νταντωνάκη, ο Ζακ Μπρελ και η Νουόβα Κομπανία ντι Κάντο Ποπολάρε. Και τα βράδια στην αυλή του φίλου Νικήτα, ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα των δυο βιβλίων σας, είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν;

Κάσκο: Η Κατερίνα στη Θεσσαλονίκη, η ίδια η Θεσσαλονίκη, το αλκοόλ, η ομίχλη, το τσίρκο, η αγάπη μου για τον Τσάντλερ.

Στάχτες: Είναι καλοκαίρι και συμμετέχω σ’ ένα θίασο που περιοδεύει στην Ελλάδα. Μια ηθοποιός μου εξομολογείται σ’ ένα μπαρ μιας πόλης της Μακεδονίας ότι θα ήθελε κάποτε να έχει σωματοφύλακα στις περιοδείες της. Έτσι ξεκίνησα να γράφω το μυθιστόρημα σε μικρά δωμάτια ξενοδοχείων.

Συμμετέχετε με κείμενά σας σε πολλές ανθολογίες και συλλογές ιστοριών αστυνομικής λογοτεχνίας. Από πότε εμπλέκεστε με το είδος, τι χαρές σας προσφέρει, πού υπερισχύει από άλλες επιλογές;

Οι πρώτες μου συμμετοχές σε συλλογές διηγημάτων (Η τέχνη του γράφειν, εκδ. Καστανιώτη και Πέντε ζωγράφοι ζητούν συγγραφέα, εκδ. Πατάκη) ήταν μια προσπάθεια μίμησης του τρόπου του Κορτάσαρ. Αυτές είναι οι μικρές ιστορίες μου που αγαπώ πιο πολύ. Μετά έγραψα διηγήματα με ‘αστυνομική’ φόρμα. Μερικά καλά και μερικά μέτρια. Πάντως, θα ήθελα να βρω τον χρόνο και το μέσα μου κίνητρο να γράψω κι άλλες μικρές ιστορίες. Είναι χρήσιμες ανάσες, σαν επιστολές σε αγαπημένα πρόσωπα.

Πώς βιοπορίζεστε;

Από τη σκηνοθεσία θεατρικών παραστάσεων και τα δικαιώματα των βιβλίων μου.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

Οι γονείς μου, μεροκαματιάρηδες άνθρωποι στα χρόνια του εξήντα και του εβδομήντα, ξόδευαν απ’ το υστέρημά τους για να αγοράζουν βιβλία. Είχαν όλα τα τεύχη της Επιθεώρησης Τέχνης, η οποία έγινε η πρώτη μου αγάπη. Από τότε διαβάζω σχεδόν όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά. Δεν γίνεται όμως να μην νοσταλγώ τον Χάρτη.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

Τον μακαρίτη φίλο μου Μάκη Στάθη, ιατρό και ποιητή. Ή την Ιωάννα Καρυστιάνη. Ή τον παλαιό ποδοσφαιριστή Βασίλη Μποτίνο.

Θα μας ξεναγήσετε στους βασικούς σταθμούς της ενασχόλησής σας με τη σκηνοθεσία;

Το 1973, στο σχολείο, μπλέχτηκα με τη σκηνοθεσία της Αποικίας των τιμωρημένων του Καμπανέλλη. Ήμουν 16 χρονών. Από το 1978 ως το 1983 ήμουν μέλος του θιάσου Άστεγοι στο Χαλάνδρι. Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της ζωής μου. Από τότε μέχρι σήμερα, υπήρχαν καλές και κακές στιγμές. Πέρσι ένοιωσα πάλι νέος δουλεύοντας με τον θίασο των Ex animo.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Γοητεύομαι κυρίως από ηθοποιούς αλλά ο κατάλογος είναι τεράστιος και ανανεώνεται συνέχεια. Τελευταία, χάρηκα που γνώρισα τον Ρ. Καστελούτσι και το έργο του. Απόλαυσα την ταινία του Καουρισμάκι Το λιμάνι της Χάβρης και την τηλεοπτική σειρά The wire.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Μαθητής έγραφα στίχους που τώρα βρίσκονται (αν δεν τους έχουν πετάξει) στα συρτάρια ώριμων πια κοριτσιών. Έχω σκαρώσει και στιχάκια για τις ανάγκες των θεατρικών έργων για παιδιά που έχω γράψει.

Αγαπώ και θαυμάζω τους ποιητές αλλά δυστυχώς δεν ανήκω στη μαγική τους παρέα. Μάλλον είναι θέμα ταλέντου και αυταπάρνησης.   

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Τη συλλογή της Ε.Λ.Σ.Α.Λ. Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα, τη Γραμματική της Μαρίας Τσολακούδηκαι τη βιογραφία του Μπέκετ που έγραψε το 1978 η Deirdre Bair. Αυτά υπό το φως της ημέρας. Αυτές τις ζεστές νύχτες με παρηγορεί το μυθιστόρημα Γυναίκες ή σκοτεινή ύλη της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, τα Πορφυρά γέλια του Μισέλ Φάις και το δοκίμιο για το φλίππερ Τιλτ ! του Κώστα Καλφόπουλου.

Τι γράφετε τώρα;

Ένα μυθιστόρημα με ήρωα τον Συμεών Πιερτζοβάνη που προσπαθεί να προστατεύσει ένα κυνηγημένο παιδί από το Μπανγκλαντές.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Είμαι πολύ ικανοποιημένος που τα καταφέρνω με τα βασικά και που βρίσκω τις πληροφορίες που χρειάζομαι. Και που βλέπω ποδοσφαιρικούς αγώνες από πειρατικά σάιτ.

Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές;

Τις διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Διάβασα το βιβλίο του Τσέζαρε Παβέζε Ο θάνατος θα έρθει και θα ‘χει τα μάτια σου στο τραίνο Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Μου το είχε χαρίσει μια φίλη που δεν ζει πια.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Χωρίς δεύτερη σκέψη.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Θα ήθελα να με ρωτούσατε ποια ομάδα υποστηρίζω και γιατί. Κι αυτό διότι στα βιβλία μου, εμμέσως πλην σαφώς, δηλώνω την προτίμησή μου στον Πανιώνιο. Η αιτία είναι πως από μικρός διέκρινα την ανάγκη να συμπαρίσταμαι σε μια ομάδα που, όπως γράφει σ’ ένα του ποίημα ο Κώστας Καναβούρης, με «διδάσκει την υψηλή τέχνη της ήττας».

Στις εικόνες: Julio Cortazar, Βασίλης Μποτίνος,  Malcolm Lowry, Αθλητική Ηχώ της επομένης του Τελικού Κυπέλλου Ελλάδος του 1979.