Στο αίθριο του Πανδοχείου, 113. Αρχοντούλα Διαβάτη

S43_2177Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα των δυο βιβλίων σας;

Το πρώτο μου βιβλίο, ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, χρονικό, βγήκε το 2004 στο Ροδακιό μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια αναμονής. Είχε προηγηθεί άλλη τόση αναμονή στο Δελφίνι, έναν εκδοτικό οίκο που δεν υπάρχει πια τώρα. Το δεύτερο βιβλίο μου, ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, μυθιστορίες, βγήκε στις ΝΗΣΙΔΕΣ το 2012, έναν μικρό θεσσαλονικιό εκδοτικό οίκο, μετά από άκαρπη αναμονή στο Ροδακιό άλλων οκτώ χρόνων και πάλι, « το δις εξαμαρτείν…» και λοιπά. Δεν θέλω να μιλάω για την Οδύσσειά μου με τις εταιρίες σαν τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά η Οδύσσεια αυτή υπήρξε κι έτσι εκτίμησα από πρώτο χέρι τον Όμηρο, που τον διαβάζω αυτόκλητα επιτέλους κι όχι για το σχολείο, μια ραψωδία κάθε πρωί, ανελλιπώς.

Για ποιο λόγο μεσολάβησε τέτοιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο;

b86463Αναμένοντας την έκδοση ερχόταν η ζωή και πρόσθετε εμπειρίες –  το πρώτο καύσιμο για τη δική μου βιωματική λογοτεχνία – που μεταμορφώνονταν σε κείμενα στο πρώτο βιβλίο αλλά και στο δεύτερο.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωές σας; Μαθαίνετε τα νέα τους

Στο ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ οι μυθιστορίες είναι μυθοποιημένες βιωματικές ιστορίες, όπου η κατασκευή των ηρώων μου – μερικοί με τα αληθινά τους ονόματα – βασίζεται στην προσωπικότητα αληθινών προσώπων από εκείνα που στοιχειώνουν τη  ζωή μας. Με ακολουθούν, εννοείται, είναι πρόσωπα της ατομικής μου μυθολογίας. Με πονάει λιγότερο ο θάνατός κάποιων απ’ αυτούς, έτσι που τους βοήθησα να περάσουν σε μιαν άλλη διάσταση – χωρίς μεταφυσική το εννοώ- αυτήν της γραφής. Επέλεξα για τις μυθιστορίες, τα μικρά και μικρότερα κείμενα  να εναλλάσσονται στο βιβλίο, παρόν-παρελθόν χωρίς να υπακούουν σε καμιά άλλη οργάνωση, ανακαλύπτοντας κατόπιν εορτής – εκλογίκευση – τον μείζονα εκπρόσωπο της γαλλικής αυτοβιογραφικής γραφής με την ίδια μανία ταξινόμησης και συνεχούς αναδιάταξης σε μνήμες κι  εμπειρίες, τον Ζωρζ Περέκ.

b179681Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Γράφω σπίτι, στο κομπιούτερ ενώ μπορεί να κρατάω σημειώσεις οπουδήποτε, στην αίθουσα αναμονής στο γιατρό, στο θέατρο ή στο σινεμά στα σκοτεινά, γράφοντας πάνω στα γραμμένα!

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Είμαι ρακοσυλλέχτης Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι αλλά έχω ανάγκη από το παραμικρό: παροιμία, στίχο τραγουδιού, κουβέντα στο δρόμο ή σχόλιο στο λεωφορείο. Καιρό τώρα που γράφω έχω χάσει την … ανιδιοτελή χαρά του διαβάσματος. Διαβάζω εφημερίδα και υπογραμμίζω, βιβλία και υπογραμμίζω, κυκλώνω, σημειώνω, όλα αυτά που είναι για … κλέψιμο. Πού είναι η καθαρή  απόλαυση της γραφής; Άφαντη. Αφού σημειώνω τα πάντα τα ξεχνάω σε ημερολόγια και στις τελευταίες σελίδες των βιβλίων μου για να τα χαιρετήσω κάποτε σαν παλιούς γνωστούς όταν βρεθούν από τυχαίες ανασκαφές μπροστά μου και πάλι.

papadiamantis2Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Καμιά τελετουργία. Καμιά τακτική διαδικασία. Λειτουργώ καλά μόνο ψυχαναγκαστικά, με προγράμματα και χρονοδιαγράμματα. Έτσι λοιπόν στον καλό καιρό χαζεύω από δω κι από ’κει στα κοινωνικά δίκτυα, στις καθημερινές οικιακές ασχολίες και εξόδους κάθε βράδι, να μη μείνω μόνη με τον εαυτό μου, να μην αντιμετωπίσω τη γραφή, να μη βάλω σε τάξη τις ιδέες μου τα γραφτά και τα βιβλία μου. Αδιέξοδο. Όταν έρθει – για κάποιον ανεξήγητο ή εξηγήσιμο λόγο – η ευλογημένη ώρα της δουλειάς, δεν μου χρειάζεται ούτε μουσική ούτε τίποτε. Ούτε ησυχία, ούτε φαγητό καν. Μόνο να μ’ αφήσουν στον κόσμο μου.

proustΓια την ανάγνωση βιβλίων – πράγμα που θεωρώ προσωπική μου κατάκτηση,  όταν γίνεται – θέλω βέβαια άκρα σιγή. Τα τελευταία χρόνια η λέσχη ανάγνωσης είναι ένα καλό κίνητρο για διάβασμα με πολλά μειονεκτήματα βέβαια. Παραβιάζεται ο προσωπικός μου χρόνος, το κυριότερο. Η δική μου όρεξη για διάβασμα. Θα μου άρεζε να τριγυρνάω τσιμπολογώντας οτιδήποτε κι όχι να μου επιλέγουν τους τίτλους. Αλλά γιατί όχι, σκέφτομαι. Ας διαβάσουμε διάφορα πράγματα. Μ’ ενδιαφέρουν πολλά πράγματα. Η φανταστική λογοτεχνία όχι.

Αγαπώ πολύ τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά και τα «χάλκινα», αλλά μπορώ να εκτιμήσω ροκ κομμάτια και  δημοτικά, λίγη κλασική μουσική και πολλά  σύγχρονα τραγούδια της Ελλάδας και του κόσμου .

Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ. στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

camusΈνα δικό μου δωμάτιο και κάποιες γκινέες εισόδημα δικό μου, είναι πράγματα που τα θεωρώ απαραίτητα και ευτυχώς – για την ώρα – τα έχω εξασφαλίσει, κατά τη σοφή συμβουλή της Βιρτζίνιας Γουλφ. Όπως γράφω στο βιογραφικό μου τέλειωσα σπουδές Νομικής και Φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη. Εργαζόμουν ως πρόσφατα ως καθηγήτρια νομικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σχεδόν ό,τι έζησα στο σχολείο ή στις δουλειές απ’ όπου πέρασα έχει μεταμορφωθεί σε κάποια ιστορία

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Μέλπτω Αξιώτη από τον Νίκο ΑλεξίουΑνένηψα νωρίς από τα εφηβικά διαβάσματα Καζαντζάκη και Λιλής Ζωγράφου και άρχισα να διαβάζω και άλλους συγγραφείς. Διάβασα όλο σχεδόν τον Παπαδιαμάντη, τον μεγαλύτερο έλληνα ποιητή και τον ξαναδιαβάζω κάποτε, Γιώργο Ιωάννου, Ταχτσή και Κουμανταρέα, Μαργαρίτα Καραπάνου, Σωτήρη Δημητρίου, Βασίλη  Αλεξάκη, Σουρούνη και Παπαγιώργη και Ατζακά. Επίσης Δημήτρη Χατζή και Μέλπω Αξιώτη μέχρι τελικής πτώσεως. Γαλλική λογοτεχνία – ΠΡΟΥΣΤ – βουτηγμένη ευφρόσυνα στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου τον καιρό των φοιτητικών χρόνων, όταν πίεζε ο χρόνος για νομικά διαβάσματα. Αλλά και ΚΑΜΥ και Φλομπέρ και αμερικάνικη λογοτεχνία, μέχρι το βρώμικο ρεαλισμό του Ρέιμοντ Κάρβερ, και τον Φίλιπ Ροθ, αυτοβιογραφικό Μπουκόφσκι και Μ.Λόουρυ. Λίγους κεντροευρωπαίους – Ελφρίντε Γιέλινεκ, κυρίως ως στάση ζωής στο ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ της και πολύ λιγότερο ως λογοτεχνία. Τη σκακιστική ιστορία του Τσβάιχ και τον καλό στρατιώτη Σβέικ του  Γιαροσλάβ Χάσεκ αλλά και Τσέχοφ, Ναμπόκοφ, Αρουντάντι Ρόι, Μονρό και Τσίρκα, εντελώς πρόσφατα, – περιέργως δεν τον άντεχα τα προηγούμενα χρόνια.

Aγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Με σArundhatiRRoyA008_MO84υγκινούν σταθερά Ο παίκτης του Ντοστογιέφσκι, Το μάτι της γάτας της Άτγουντ, Η αρχαία σκουριά, αρκετά ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ο Καρυωτάκης, Η μαντάμ Μποβαρύ, Οι λέξεις του Σαρτρ, ο Βουτυράς και οι καταραμένοι γάλλοι ποιητές. Τα αποσπάσματα ερωτικού λόγου του Μπαρτ, Το πουκάμισο με τους λεκέδες του Ταμπούκι, Η κατάσταση πολιορκίας της Ρένας Χατζηδάκη, ο Λούσιας του Χουλιαρά, και βέβαια Ο φύλακας στη σίκαλη κι ένα σωρό άλλα.

Μ’ ενδιαφέρουν η Κρίστεβα, ο Στάινερ, ο Ζίζεκ και λατρεύω τα βιβλιοφιλικά βιβλία, βιβλία με θέμα τα βιβλία που όλο και πολλαπλασιάζονται ως τίτλοι. Έπίσης το εργαστήριο του συγγραφέα, βιβλία για τη συγγραφή και το συγγραφικό credo είναι η αγαπημένη μου εκδοτική σειρά. Βρήκα έναν πολύ καλό Μάρκαρη εκεί αλλά και Δούκα και Πανσέληνο, πολύ πιο ενδιαφέροντα από τις Σκοτεινές του επιγραφές.

Αγαπημέbukowski-by-origa1-να σας διηγήματα.

Τα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή, του Ηλία Παπαμόσχου και του Δ. Μίγγα – των κεκοιμημένων – η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, καθώς και τα τελευταία διηγήματα της Μονρό.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Τα τελευταία διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου, με τη μινιμαλιστική γραφή και την υπόγεια συγκίνηση με ενδιαφέρουν πολύ, όπως και τα βιβλία του Μακριδάκη, τα βρίσκω ενδιαφέροντα φύσει και θέσει.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας

Ο Πρίγκηπας Μίσκιν στο βιβλίο Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι είναι σταθερά μια μαγνητική λογοτεχνική προσωπικότητα.

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

c34Το περιοδικό Συνέχεια, τα Δεκαοχτώ κείμενα ή το Τέταρτο, ήταν τροφή για σκέψη, για όνειρο και επανάσταση, για το πυρετικό χτίσιμο του εαυτού. Θυμάμαι ακόμα με τι συγκίνηση αγόραζα ένα ένα τα τεύχη της Συνέχειας –  σαν το ουράνιο τόξο έβγαιναν μετά από τα κουτσά  όλο φαρμάκι – χρόνια της εφταετίας που θαρρείς είχαν κρατήσει αιώνες. Αυτό  όμως είναι και το αντικείμενο πολλών από τις μυθιστορίες μου στο ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;   

Θα άξιζε να γράψει κανείς  για τη γοητεία των μεταφράσεων του Άρη Αλεξάνδρου αλλά και το ύφος και το ήθος στο ποιητικό του σύμπαν. Υπάρχει βέβαια σχετική έκδοση στις εκδόσεις Σοκόλη.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Zweig 1Αγαπώ πολύ το σινεμά – συναντάς καθημερινά σχεδόν το θαύμα – πολύ λιγότερο το θέατρο αν και εκτιμώ ιδιαίτερα κάτι μικρά θεατρικά σχήματα στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι με τι συγκίνηση είχαμε ανακαλύψει τη Τζέιν Κάμπιον και το σινεμά της ή τον Ταρκόφσκι, τον Βέντερς και τον Κισλόφσκι που ο δεκάλογός του πυροδοτούσε συζητήσεις ατελείωτες στην παρέα της γυναικείας φιλίας παλιότερα, σε συνεχή αναζήτηση ταυτότητας. Αλλά αυτή η απαρίθμηση τίτλων και νοοτροπιών είναι ακριβώς και το αντικείμενο των βιβλίων μου. Κεν Λόουτς και σταθερά Γούντυ Άλλεν, σήμερα και ταινίες που το μυθικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης βοήθησε να ανακαλύψουμε: την κινηματογραφική γλώσσα στον ΠΙΝΤΙΛΙΕ και τον ΜΟΥΝΓΚΙΟΥ, τον ΝΤΡΕΖΕΝ, την Μπίερ και την Ντορότα Κιετζιεζάφσκα

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Τελευταία ξυπνάω το βράδι και τρέχω στο κομπιούτερ να κρατήσω μια σημείωση Είναι κάποιες σκέψεις που προσπαθούν να βρουν ένα  σχήμα. Το πρωί με άλλα μάτια μπορεί να είναι άνθρακες ο θησαυρός. Κάποτε όμως είναι κάτι σαν ποίημα που ένας θεός ξέρει από πού ερχόμενο καταφθάνει να διεκδικήσει μια θέση στον κόσμο. Η πύκνωση και η ελλειπτικότητα της ποιητικής γραφής νομίζω ότι μου ταιριάζει γάντι.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

raymond-carver-iowa-cityΔιαβάζω το Μεγάλο Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ και το τελευταίο βιβλίο του  Συμπάρδη συγχρόνως για τη λέσχη ανάγνωσης και  τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες – σαν ένα εργόχειρό μου που  έβαλα μπρος τη χρονιά που άρχισε.

Τι γράφετε τώρα;

Μια συναγωγή από κείμενα – ένα σχόλιο για την τυραννία του χρόνου – όπως δημοσιεύονταν σε διαδικτυακό περιοδικό.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Κοινοτοπίες βέβαια αλλά το διαδίκτυο δεν είναι η κόλαση ούτε και  ο παράδεισος. Είναι ένα φοβερό εργαλείο και μια απέραντη βιβλιοθήκη. Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν πολύ ενδιαφέρον, αν μπορέσεις να επιβάλεις κάποιο μέτρο. Η τυραννία του χρόνου μοιάζει να γίνεται απαλότερη ανάμεσα σε προσομοίωση φίλων που συνάπτουν  προσομοίωση σχέσεων και  αναμασούν την καθημερινότητά τους έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα. Ο χρόνος όμως κυλάει σαν νερό – δεν μπορείς να τα αποθηκεύεις για να τα μελετήσεις όλα, ούτε μπορείς να στοιβάζεις επίκαιρα κείμενα για να τα διαβάσεις στο μέλλον. Ο λαβύρινθος δεν αστειεύεται. Ωστόσο διαβάζω οπωσδήποτε διαδικτυακά εφημερίδες και περιοδικά και περιπλανιέμαι σε ενδιαφέροντα ιστολόγια.

Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;

IMG_3296Διαβάζω κάποιες κριτικές στις εφημερίδες και στα λογοτεχνικά περιοδικά για πρόσωπα και από πρόσωπα που με μαγνητίζουν τον Ν. Ξυδάκη ή την Λ. Τσιριμώκου για παράδειγμα.

Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]

Πέρυσι γυρνώντας από την Αθήνα διάβασα στο τρένο Γιατί πράμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο, του Χ. Μουρακάμι, μια παραβολή για τη γραφή που με ενδυνάμωσε αρκετά – ήταν το αγαπημένο μου αυτοβιογραφικό είδος που μου αρέσει να διαβάζω και να γράφω.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Δεν είμαι σίγουρη ότι θα ήθελα την αιώνια νιότη. Εξάλλου γράφοντας την έχω!

Εικονιζόμενοι: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Marcel Proust, Albert Camus, Μέλπω Αξιώτη, Arundhati Roy, Charles Bukowski, Stefan Zweig, Raymond Carver.

Τάκης Θεοδωρόπουλος – Το τελευταίο Τέταρτο. Ένα ελληνικό χρονικό

theodoropoulos_ex_ekdoseisPolisΜια εποχή σε περιοδικό, δυο άκρα σε συνεργασία

Δυο «εμβληματικά» πρόσωπα και δυο εντελώς διαφορετικές ανθρώπινες ποιότητες, ο Μάνος  Χατζηδάκις και ο Γιώργος Κοσκωτάς, συνυπήρξαν κάτω από το ίδιο φιλόδοξο σχέδιο: συνεργάστηκαν  στο «πολιτιστικό» περιοδικό Τέταρτο, ως ιδιοκτήτης ο πρώτος, ως εκδότης – διευθυντής ο δεύτερος. Ενδιάμεσος συγγραφέας, τότε και τώρα, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος παρουσιάζει το χρονικό της περιπέτειας του Τετάρτου που για τον ίδιο κράτησε από τις αρχές του καλοκαιριού του 1984 ως τα τέλη του καλοκαιριού του 1985. Ο συγγραφέας καταγράφει μόνο ό,τι διασώθηκε στις τριακονταετείς του αναμνήσεις χωρίς να χρησιμοποιήσει το αρχείο ή τις σημειώσεις του.

Η συνύπαρξη προφανώς φαίνεται παράδοξη, αν και κατά την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ο Κ. δεν είχε γίνει ακόμη Κ. Σύντομα βέβαια θα γινόταν ο κατεξοχήν νομιμοποιητής της σχέσης του μεγάλου χρήματος με την πολιτική και ο λαϊκός μύθος της συλλογικής φαντασίας που περίμενε επιτέλους έναν επιχειρηματία να μυήσει τη χώρα στα μυστικά του σύγχρονου κόσμου. Ο Κοσκωτάς έπεσε με το αλεξίπτωτο σαν υπόσχεση στην κεντρική πλατεία μιας ανοχύρωτης κοινωνίας. Εμφανίστηκε στην αθηναϊκή πιάτσα όπως στη δεκαετία του ΄50 εμφανιζόταν στην κεντρική πλατεία του χωριού ο ομογενής με τη σεβρολέτα και τα λαμπερά της νίκελ και γύρω μαζευόταν μη μαρίδα, κουρεμένη γουλί απ’ τον φόβο τα ψείρας, για να τον προϋπαντήσει. [σ. 23]

Χατζιδάκις 13Η ανάθεση της διεύθυνσης στον Χατζηδάκι υπήρξε πρόταση του Θεοδωρόπουλου προς τον Κοσκωτά, που το συζήτησε με τους σοφούς παρατρεχάμενους και τελικώς το αποδέχτηκε. Η συμφωνία Χατζηδάκι – Κοσκωτά επισφραγίστηκε την κλασική διαδικασία του ελληνοπρεπώς επιχειρείν: την χειραψία, που δέσμευε μεν, όχι όμως και εντελώς. Αποφευγόταν έτσι κάθε ανάληψη προσωπικής ευθύνης και αρκούσε που ο ένας έβαζε τα χρήματα και ο άλλος την προσωπικότητα. Την ίδια οδό ακολούθησαν και κάθε συνομιλία με τον τεράστιο επιχειρηματία: πάντα επί της διαδικασίας και ποτέ επί της ουσίας. Η ουσία ήταν η διαδικασία, με βασικότερο μέρος της το ποιος θα έχει το πάνω χέρι.

Κι εδώ αρχίζει το πανηγύρι. Ο Χατζηδάκις με το έργο του είχε κατακτήσει το δικαίωμα να παίζει με όσους τον καταλάβαιναν και να καταρρακώνει με τα καυστικά του σχόλια τους υπόλοιπους. Τα μπλεξίματα και οι δημόσιες συγκρούσεις αποτελούσαν υπαρξιακή του ανάγκη, πλήρως απογυμνωμένη όμως από πολιτικά ή συμφεροντικά συμφραζόμενα. Ο συνθέτης δεν μιλούσε ποτέ ως εκπρόσωπος κόμματος, συνδικάτου, οργάνωσης, ορχήστρας. Παρέμενε μεν εμβληματική μορφή της Δεξιάς αλλά με απόλυτα ανεξάρτητη σκέψη και πράξη. Δεν δίστασε να αποχωρήσει από φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ επειδή δεν ήθελε να παίξει μπροστά σε ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν μουσική, ενώ έδωσε συναυλία στο φεστιβάλ το Ρήγα Φεραίου.

EPSON scanner imageΤο όνομα του περιοδικού (ύστερα από ένα σπαρταριστό στάδιο κύησης επιλογών) αναφερόταν στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα αλλά και ως συνέχεια του Τρίτου [Προγράμματος]. Εξίσου πνευματώδεις υπήρξαν οι συνομιλίες με τον συνθέτη, συχνά με παρόντα τον Νίκο Γκάτσο, που αρκούνταν σε νεύματα και εύστοχη κριτική προσγείωση του συνθέτη, πάντα με το αναμμένο του τσιγάρο και την El Pais στο πλευρό του – «το δωρικό αντίβαρο στην ιωνική ελαφρότητα του Χατζηδάκι». Ο Χατζηδάκις είχε επεξεργαστεί σε τέτοιο σημείο το ύφος του, την εκφορά της ευαισθησίας του, ώστε να απλώνει γύρω του μιαν αύρα αφέλειας και άνεσης την οποία οι αποδέκτες της την εισέπρατταν ως εκκεντρικότητα. Ποιος άλλος θα σκεφτόταν ή θα τολμούσε να απαγορεύσει στο κρατικό ραδιόφωνο να μεταδίδει τα τραγούδια του, διότι, όπως είχε δηλώσει, «τα μεταδίδει αποκλειστικά και μόνον για να τα κακοποιεί»; [σ. 53]

Ν.Γ. - Μ.Χ.Απολαυστικές γραμμές αφιερώνονται στη σχέση του Χατζηδάκι με τον Καραμανλή, η φιλία με τον οποίο του παρείχε ασυλία σε όλα όσα έκανε, όπως, για παράδειγμα, να παίξει τον απαγορευμένο Θεοδωράκη στο κρατικό ραδιόφωνο. Ο Θεοδωρόπουλος ευστοχεί: εκτός από γαλλικά με σερραϊκή προφορά ο Καραμανλής έμαθε στο Παρίσι πως η πολιτική εξουσία οφείλει να περιβάλλεται από ανθρώπους που την βοηθούν να ανεβάσει το πνευματικό της επίπεδο και να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα της. Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία αφορά την επιλογή ως εξωφύλλου ενός πορτραίτου του Καραμανλή, φιλοτεχνημένου από τον …Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το αδιανόητο καλλιτέχνημα ξετρυπώθηκε από μια αποθήκη, ανάμεσα σε άλλα κειμήλια θαυμασμού απέναντι στον μεγάλο Εθνάρχη – εικόνες με φωτοστέφανα, δρακοντοκτόνους έφιππους, βάζα με χαλκομανία του προσώπου του και ξυλόγλυπτες προτομές και απεικόνιζε τον Καραμανλή με ρεντικότα με ουρά, που ανέμιζε μπροστά στο Λευκό Πύργο! Φυσικά απορρίφθηκε η ιδέα, αλλά για να μην παραδεχτεί την ήττα του ο Χατζηδάκις τη δημοσίευσε σε μέγεθος γραμματοσήμου κάπου στις μέσα σελίδες.

22-43b-thumb-largeΜέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο συγγραφέας, που περιγράφει την προηγούμενη πορεία του με σύντομες αναδρομές (Liberation, Μεσημβρινή, Παρίσι, Αμερική, Επιστροφή) και προκρίνει την αποτίμηση των αισθημάτων απέναντι σε κάθε νοσταλγία, προσπαθεί να συμβιβάσει την μοναχική του ιδιοσυγκρασία με τις φρενήρεις απαιτήσεις του εγχειρήματος. Κυρίως όμως ακολουθεί το κείμενο του Μισέλ Λεϊρός Η λογοτεχνία σαν ταυρομαχία, σύμφωνα με το οποίο όταν γράφεις διακινδυνεύεις πολλές και ουσιαστικές φιλίες και δίπλα στον Μ.Χ. απελευθερώνεται από πολλά στερεότυπα και από τις κοινωνιολογικές υποχρεώσεις που όριζαν την καλή λογοτεχνική συμπεριφορά (άρα και γραφή) τον καιρό εκείνο: …στα μέρη μας η μεγάλη τραγική παράδοση η οποία βαφτίστηκε στα νάματα του χριστιανισμού ορίζει πως τίποτε δεν αξίζει τον κόπο αν δεν σε κάνει να υποφέρεις. Δεν είναι σοβαρός αν δεν πονάς και υποφέρεις για τα δεινά του κόσμου. Κι απ’ τον πολύ πόνο δεν προλαβαίνεις να ξυριστείς. [σ. 50]

5bb111fc1aa058e1283875b86b1a571c_0_taytothta%20hadjidakis_jpgΗ αισθητική αποτίμηση της ζωής είναι πρώτα από όλα ηθικό ζήτημα. Κι η μουσική του Χατζιδάκι, όπως η ζωγραφική του Τσαρούχη ή η ποίηση του Εγγονόπουλου, και τόσα άλλα παιδιά της Ψωροκώσταινας είναι τα υλικά που ακόμα και σήμερα με συμφιλιώνουν με την ύπαρξη στον τόπο μου, ο οποίος κατά τα άλλα με κάνει να αισθάνομαι μέτοικος στην καλύτερη περίπτωση, εξόριστος στη χειρότερη. [σ. 156]

Πώς τελειώνει το Τέταρτο; Ο Θεοδωρόπουλος καλείται να συνδράμει στην χειραγώγηση του χατζιδακικού παρορμητισμού, πράγμα που αρνείται, με τα απλά επιχειρήματα: ο Χατζηδάκις αποτελεί σύμπλεγμα του ψυχισμού του, του έχει περισσότερη εμπιστοσύνη από τον προχθεσινό Κοσκωτά και βέβαια όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουν τις τους περιμένει όταν αποφάσισαν τη συνεργασία με τον συνθέτη. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά όταν ο Κοσκωτάς γίνεται πλέον παράγων της Δημοκρατίας και ενοχλείται που δεν πουλάει αμέτρητα αντίτυπα, αγνοώντας το γεγονός ότι ένα μηνιαίο πολιτιστικό περιοδικό με άρθρα για τη σειριακή μουσική και συζητήσεις του Χατζηδάκι με τον Μπεζάρ έφτανε τα δώδεκα χιλιάδες αντίτυπα σε μια επικράτεια σαν την ελληνική· άλλωστε η επίκληση της αγοράς «μοιάζει ασπόνδυλο μαλάκιο, που μεγαλώνει ή μικραίνει ανάλογα με το επιχείρημα». Αναμφίβολα η ενόχληση των σοφών εκδοτών για την απρόβλεπτη και απείθαρχη παρουσία του Χατζηδάκι έγινε ανυπόφορη.

xatzidakis_afiervmaΟ συγγραφέας συγκαταλέγει τον συνθέτη ανάμεσα στους ηττημένους του 2012, καθώς αυτή τη στιγμή στην σύγχρονη Ελλάδα κυβερνούν όλα όσα εκείνος πολέμησε: το θράσος της αγραμματοσύνης, το παραλήρημα του φασισμού, οι εκδικητικές κραυγές των αδικημένων. Ο Χατζιδάκις διεκδικούσε το ύφος της ζωής του και δεν ανεχόταν να τον υποτιμούν, αντίθετα με ό,τι κάνει η χώρα σήμερα με τον εαυτό της. Χωριατιά κι επαρχιωτισμός χορεύουν τσάμικο στην πλάτη μας. Αρκεί να σκεφτείς πως τον Βάρναλη και τον Γληνό τους καθοδηγούσε ο Σιάντος του δημοτικού ή να θυμηθείς πώς φέρθηκε η Αριστερά στον Αλεξάνδρου και τον Τσίρκα που τόλμησαν να ατακτήσουν. Αυτή τη χωριατιά κι αυτόν τον επαρχιωτισμό πολεμούσε ο Χατζιδάκις με τα όπλα του, κι όπως έλεγε: «Στο κάτω κάτω θα μπορούσα κι εγώ να βγω και να πω ότι είμαι αριστερός…». [σ. 149]

Xatzidakis 298Έτσι το Τελευταίο Τέταρτο είναι δυο παράλληλα βιβλία, γραμμένα με την ίδια εξομολογητική ειλικρίνεια και την ίδια γαντοφορεμένη λεπτοειρωνεία. Από τη μία αποτελεί ένα κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας της δεκαετίας του ’80 καθώς, εν παραλλήλω, διασχίζονται βασικοί σταθμοί και μορφές της περίφημης «δεκαετίες της ιδιαιτερότητας»: η περίφημη συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά με το ακριβό εισιτήριο και τους Αυριανιστές, τους θλιβερούς εκείνους εκπροσώπους της φυλλάδας που αποτελούσε κοινωνικά πρωτόγονη και πολιτικά ανθρωποφαγική ενσάρκωση της σκοτεινής βαλκανικής μας επαρχίας, ο μνημειώδους βλακείας Μαρούδας και οι λοιπές αριστερές δυνάμεις, τα επίπονα γεννητούρια της ελεύθερης ραδιοφωνίας, η ανεξέλεγκτη χρήση των όρων πολιτιστικός και κουλτούρα και η υποχρεωτική τους ταύτιση με την ποιότητα, ανεξαρτήτως δεξιότητας, ταλέντου ή ευφυΐας. Από την άλλη εκφράζει ένα κεφάλαιο της προσωπικής ιστορίας του συγγραφέα, που έχει πειστεί πως …ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου ξεφεύγει από οποιαδήποτε απόπειρα ορθολογικής ερμηνείας, πως αυτό ενδέχεται να είναι το σημαντικότερο και πως η τέχνη της γραφής είναι ο τρόπος να μεταφράσεις σε αρθρωμένο λόγο το μερίδιο της ζωής  που δεν μπορείς να ερμηνεύσεις με άλλο τρόπο. [σ. 68 – 69].

Εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 176.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr.