Σχεδίαζαν να παρατείνουν τη φιλία τους και να τη διατηρήσουν αλώβητη με τα χρόνια, αλλά υπήρξαν και σύντροφοι, συμπολεμιστές στον αγώνα για να γίνει η χώρα ένας τόπος αν όχι καλύτερος, τουλάχιστον όχι τόσο απαυδισμένος, ώσπου ήρθε εκείνο το βροχερό πρωινό του Σεπτεμβρίου, κι απ’ το μεσημέρι τα ρολόγια άρχισαν να δείχνουν ώρες άγνωστες, ώρες δυσπιστίας, ώρες που οι φιλίες εξανεμίζονταν, αφήνοντας πίσω τους μονάχα τον έντρομο θρήνο των χηρών και των μανάδων. Η ζωή γέμισε με μαύρες τρύπες που βρίσκονταν παντού: κάποιος κατέβαινε στο σταθμό του μετρό και δεν ξανάβγαινε ποτέ, κάποιος έμπαινε σ’ ένα ταξί και δεν έφτανε ποτέ στο σπίτι του, κάποιος έλεγε πως λαχταρούσε μια άσπρη μέρα και τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι. [σ. 51]
Ακόμα και οι σκέψεις του Λόλο Γκαρμενδία είναι κοινές και συντροφικές μ’ εκείνες των άλλων δυο φίλων του, του Κάτσο Σαλίνας και του Λούτσο Αρανσίβια. Λίγο νωρίτερα ο Σαλίνας έχει βρει καταφύγιο σ’ ένα ελεεινό κοτοπουλάδικο μέχρι να κοπάσει η βροχή, συνομιλώντας με τον πωλητή. Το Σαντιάγο με βροχή δεν θα μπορούσε να είναι πιο θλιβερό, ειδικά αν σκέφτεται κανείς πως η φράση «βρέχει στο Σαντιάγο» ήταν το πραξικοπηματικό σύνθημα των φασιστών που σκοτείνιασαν τη χώρα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973. Σ’ αυτό το παράπηγμα οι δυο άντρες κοιτάζονται φευγαλέα στα μάτια κι ανακαλύπτουν «τα ίδια φαντάσματα, το ίδιο ιστορικό γλαύκωμα που τους επέτρεπε να βλέπουν παράλληλες πραγματικότητες ή να διαβάζουν τη ζωή σε δυο αφηγηματικές γραμμές, καταδικασμένες να μη συναντηθούν ποτέ: αυτήν της πραγματικότητας κι εκείνην των επιθυμιών. Οι ναυαγοί απ’ το ίδιο πλοίο διαθέτουν μια έκτη αίσθηση που τους επιτρέπει να αναγνωρίζονται – όπως οι νάνοι».
Ο τρίτος της παρέας, ο Λούτσο Αρανσίβια στο υπόστεγο με τους τεχνίτες ονειρεύεται σταυρόλεξα γεμάτα με λέξεις της δικής τους άγραφης Ιστορίας όταν του χτυπάει την πόρτα ο Σαλίνας. Οι δυο άντρες δεν είναι πια νεολαίοι· η νεολαία έχει διασκορπιστεί σε χιλιάδες σημεία, κουρελιασμένη απ’ τα ηλεκτροσόκ στις ανακρίσεις, θαμμένη σε μυστικούς τάφους που έβγαιναν στο φως σιγά σιγά, σε χρόνια φυλακής, σε ξένα σπίτια χωρών ακόμα πιο ξένων, σε ομηρικές επιστροφές από το πουθενά, κι απ’ αυτήν δεν είχαν μείνει παρά ύμνοι του αγώνα που κανείς δεν τραγουδούσε πια, γιατί οι κύριοι του παρόντος αποφάσισαν πως στη Χιλή δεν υπήρξα ποτέ νέοι σαν αυτούς, δεν τραγουδήθηκε ποτέ το Joven Guardia…. [σ. 29]
Κάπου στην ίδια πόλη ένα πικ απ Dual για 33ρια αλλά και τα θρυλικά 78άρια από ανθρακίτη εκτοξεύεται από ένα παράθυρο χτυπώντας έναν τυχαίο περαστικό, μαζί με τις Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής του Εδουάρδο Γκαλεάνο· άτυχος νεκρός ο Πέδρο Νολάσκο Γκονσάλες, ο υπεύθυνος για την επανασύνδεση των παλιών επαναστατών τριάντα πέντε χρόνια μετά. Ο Νολάσκο δεν σταμάτησε να ενεργεί ούτε ως εξαφανισμένος: επιτέθηκε σ’ ένα εκτροφείο βιζόν στην Παταγονία κι ελευθέρωσε δυο χιλιάδες ζώα, «αξίας» εκατοντάδων χιλιάδων πέσο, που ανακατεύτηκαν με την τοπική πανίδα κι έχασαν κάθε αξία· άλλη φορά ανατίναξε ένα φράγμα αφήνοντας να δραπετεύσουν χιλιάδες σολομοί.
Ήταν κάποιος που είχε μόλις επιστρέψει από την εξορία, ένας άνδρας που είχε ζήσει δεκαπέντε χρόνια στην Πράγα, και στην υπεράσπισή του ισχυρίστηκε πως το περιστατικό είχε συμβεί στη γειτονιά του, πως μια ζωή αυτός ο δρόμος πήγαινε από βορρά προς νότο, πως δεν ήξερα πότε του είχαν αλλάξει κατεύθυνση. Όσοι επέστρεφαν από την εξορία είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, η πόλη δεν ήταν πια η ίδια, έψαχναν τα μπαρ τους κι έβρισκαν κινέζικα μαγαζιά, στη θέση του φαρμακείου της παιδικής τους ηλικίας τώρα έστεκε ένα στριπτιζάδικο, το παλιό σχολείο είχε γίνει ναός των πεντηκοστιανών. Έτσι, απροειδοποίητα, τους είχαν αλλάξει τη χώρα. [σ. 74]
Η επιστροφή των τριών από την εξορία είναι γεγονός, αλλά υπάρχει ποτέ τέτοια επιστροφή; Γιατί τελικά απ’ την εξορία δεν γυρίζεις, κάθε απόπειρα επιστροφής μια εξωφρενική απόπειρα να κατοικήσεις σε μια χώρα που φυλάς στη μνήμη σου. Όλα είναι ωραία στη χώρα της μνήμης….είναι μια χώρα αμετακίνητη, «σαν τη θηλή της Αγίας Θηρεσίας ή σαν μια ταινία του Ροζέ Βαντίμ». Αν η πρώτη ληστεία τράπεζας στην ιστορία του Σαντιάγο έγινε με προορισμό των χρημάτων για τους κολασμένους της γης και ο υπάλληλος τότε δε φοβήθηκε ούτε στιγμή, γιατί εκείνοι οι τύποι, όπως είπε, του είχαν εμπνεύσει περισσότερη εμπιστοσύνη απ’ ότι οι τακτικοί πελάτες της τράπεζας, τώρα ας γίνει η τελευταία ηρωική καταλήστευση των ληστών της Χιλής.
Πολλοί άνδρες και πολλές γυναίκες που γνωρίζονταν, απαρνήθηκαν ο ένας τον άλλον σε μια επιδημία αναγκαίας και σωτήριας αμνησίας. Όχι· δεν τους ξέρω αυτούς τους τύπους που πήγαιναν φορτωμένοι σ’ ένα καμιόνι. Όχι· δεν την έχω ξαναδεί ποτέ αυτή τη γυναίκα που περιμένει στη γωνία. / Η λήθη ήταν επείγουσα ανάγκη, έπρεπε ν’ αλλάζεις πεζοδρόμιο και ν’ αποφεύγεις συναντήσεις, έπρεπε να κάνεις γρήγορη μεταβολή και να σβήνεις τα χνάρια σου. Κι όλα αυτά που ήταν φορτωμένα μέλλον, αμέσως δηλητηριάστηκαν με παρελθόν. [σ. 52]
Η τραγωδία των Χιλιάνων έπαψε να συγκινεί όταν έπεσε η δικτατορία ενώ η χιλιανή μεταπολίτευση πραγματοποιήθηκε με βάση το «γατοπαρδιανό» αξίωμα ότι όλα αλλάζουν για να μείνουν όλα ίδια. Ακόμα κι ένας σκεπτικιστής αστυνόμος συζητώντας με την υπαστυνόμο, αναρωτώμενος ποιοι δίνουν τις φονικές διαταγές από ψηλά, σκέφτεται πως όλα θα τα πει μια μέρα η Ιστορία, την μέρα ειδικά εκείνη όπου οι Χιλιανοί θα πάψουμε να ’μαστε χεσμένοι από το φόβο μας για το ίδιο μας το παρελθόν. Όμως το «Γραφείο» υπάρχει ακόμα: ένας παράλληλος οργανισμός ασφάλειαςμε σκοπό την εξόντωση των τελευταίων αριστεριστών που πίστευαν πως μπορούν να ρίξουν την κυβέρνηση με ένοπλο αγώνα, τώρα συνεργάζεται με βασανιστές που ιδρύουν εταιρείες σεκιούριτι. Και πλήθος φασιστικών καταλοίπων ζουν και βασιλεύουν, ενίοτε στις κοιλάδες του καθαρού αέρα, μακριά απ’ το «νέφος» του Σαντιάγκο.
Υπάρχουν καλύτεροι στόχοι για τρεις αιώνια εξεγερμένους παλιόφιλους που δεν το βάζουν ποτέ κάτω; Υπάρχεις ιδανικότερη ηρωική έξοδος, για τρεις αγωνιστές που τώρα κοιτάζουν ξανά μπροστά, γνωρίζοντας πως δεν μπορούν να διορθώσουν πράγματα που έγιναν, αλλά πως μπορούν να προλάβουν πράγματα που θα γίνουν; Αν κάποτε για τους νικημένους, η ζωή είχε μετατραπεί σ’ ένα στρώμα ομίχλης, στην καταχνιά των καταδικασμένων να συντηρούν με νύχια και με δόντια τις καλύτερες από τις αναμνήσεις τους, αυτά τα λίγα χρόνια ανάμεσα στο εξήντα οκτώ και το εβδομήντα τρία, σημαδεμένα μέρα με τη μέρα με το χαμόγελο της πιο στρατευμένης αισιοδοξίας [σ. 101], τώρα σημασία θα έχουν όχι οι μεγάλες ήττες αλλά οι μικρές νίκες. Ή όπως μουρμουρίζει ένας εξ αυτών, «είμαστε η σκιά του εαυτού μας και θα υπάρχουμε όσο θα υπάρχει φως»
Εκδ. Opera, 2009, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 147, με δωδεκασέλιδο λεξικό ελληνικών και εξελληνισμένων ονομάτων, τοπωνυμίων και τίτλων έργων και τρισέλιδο λεξικό ξένων και μη εξελληνισμένων ονομάτων και τίτλων έργων. [Luis Sepúlveda, La sombra de lo que fuimos].
Οι δυο πρώτες φωτογραφίες: Συλλήψεις στο Σαντιάγκο και συλληφθέντες στο Εθνικό Στάδιο της πόλης μετά το πραξικόπημα. Στην τελευταία, ο Victor Jara τελευταίος δεξιά, στην πορεία του UP στο Σαντιάγκο στις 4 Σεπτεμβρίου 1973, μια βδομάδα πριν από το πραξικόπημα [φωτ. Marcelo Montecino].
Σημ.: Μιλώντας περί φασιστικών καταλοίπων: Στο βίντεο εισβολή στο γραφείο του Edwin Dimter Bianchi που αναγνωρίστηκε από επιζώντες συγκρατούμενους του Victor Jara ως ο «El Príncipe», ο κύριος βασανιστής και δολοφόνος του. Για όσους δεν γνωρίζουν, είναι αυτός που έκοψε με τσεκούρι τα δάχτυλα του Βίκτορ Χάρα στο χιλιανό στάδιο, και του ζήτησε μετά να παίξει κιθάρα «για την π…την μάνα του». Είναι χαρακτηριστικό το κλαψούρισμά του ιδίως όταν κάθεται με τον πωπό πάνω στο γραφείο του με χέρια και πόδια ψηλά, ακριβώς όπως οι κατσαρίδες. Πάνω στον τρόμο του προστατεύεται με μια αφίσα του Victor Jara: ο ορισμός της απόλυτης ειρωνείας. Οι εισβολείς επιδεικνύουν ανωτερότητα, τον φτύνουν με τις λέξεις και αποχωρούν· άλλοι θα τον έβγαζαν στους δρόμους του Σαντιάγο, ώστε να μάθουν όλοι την ιδιότητα που έκρυβε τόσο γενναία όλα αυτά τα χρόνια. Κι άλλοι θα του έκαναν ακόμα χειρότερα. Υποθέτω θα το κατανοούσε, άλλωστε αυτός ήταν ο κόσμος του. Αυτό που θα του άξιζε όμως θα ήταν να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί με αυτούς, και ακριβώς όπως όλοι οι φτωχοί και κυνηγημένοι της χώρας.
Πρώτη δημοσίευση: mic.gr.