Αρχείο για Ιουλίου 2013

29
Ιολ.
13

Ilse Aichinger – Επίκαιρη συμβουλή

ΗAichinger[1] ποιητική της δυσπιστίας

 Α. Η περί πάντων δυσπιστία

 Τον ίδιο μας τον εαυτό πρέπει να αντιμετωπίσουμε με δυσπιστία. την καθαρότητα των προθέσεών μας, το βάθος της σκέψης μας, την καλοσύνη των πράξεών μας! Δυσπιστία απέναντι στην ίδια την ειλικρίνεια! […] μόλις αρχίσαμε δισταχτικά να χρησιμοποιούμαι ξανά το «εγώ», προσπαθήσαμε αμέσως να το τονίσουμε. Μόλις τολμήσαμε να ξαναπούμε «εσύ», το κακοποιήσαμε! Και ησυχάσαμε. Αλλά δεν πρέπει να ησυχάζουμε! [σ. 231]

Η δυσπιστία αποτελεί κομβική έννοια στη γραφή και στην ευρύτερη στάση της Ίλζε Άιχινγκερ. Πρόκειται για μια βαθύτατη δυσπιστία απέναντι σε ό,τι παρουσιάζεται ως δεδομένο, απέναντι σε βεβαιότητες κάθε είδους, ακόμα και της πιο απλής αλήθειας. Η εν λόγω στάση όμως δεν έχει απορριπτική χροιά, αλλά αποτελεί την έναρξη μιας ευρύτερης αναζήτησης.

22Από το πρώτο της μυθιστόρημά της [Η μεγαλύτερη ελπίδα, 1948], που πήρε το πρώτο βραβείο της Ομάδας του 47 [Gruppe 47] το 1952 μέχρι την κατάκτηση των σημαντικότερων λογοτεχνικών βραβείων της χώρας της, η Άιχινγκερ παρέμεινε το μεγάλο «αουτσάιντερ» της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Τα έργα της  περιλαμβάνονται στον Κανόνα, σε αντίθεση με εκείνα της I. Bachman  και των άλλων της Ομάδας του 47 (G. Grass, H. Boell). Η ιδιότυπη και απαιτητική γραφή της, ο έντονος ποιητολογικός της χαρακτήρας αλλά και το γεγονός ότι η πολιτική της εγρήγορση απέχει από τις αρχές της στρατευμένης λογοτεχνίας δυσκόλεψαν τόσο την κριτική όσο και την αναγνωστική της πρόσληψη.

Η συγγραφέας γεννήθηκε στη Βιέννη το 1921. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από την χιτλερική Γερμανία η Εβραία μητέρα αναγκάστηκε να κλείσει το ιατρείο της και έχασε τη θέση της στο κρατικό νοσοκομείο καθώς και το διαμέρισμά της. Ενώ οι συγγενείς της κατέληξαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκτελέστηκαν εκείνη εξαιρέθηκε σύμφωνα με τους νόμους περί φυλετικής καθαρότητας, καθώς η κόρης της ήταν ημιεβραία.

3Η δυσπιστία της Άιχινγκερ αφορά και στη σιωπή απέναντι στον θάνατο. Η θεματική του θανάτου στα ποιήματά της στρέφεται εναντίον κάθε προσπάθειας αποσιώπησης. Συνεπώς αμφισβητείται η δεδομένη στις δεκαετίες του 1950 και 1960 ρητορική της «νέας αρχής» και της αντίστοιχης λήθης του «κακού» ναζιστικού παρελθόντος. Να βρεις,/να βρεις τώρα, /πού πήγαν εκείνοι,/που ήσαν εδώ/ριψοκίνδυνοι και σιωπηλοί, /σε ποιες μορφές, /χορωδίες, παροδικότητες/έγιναν άφαντοι. [«Έπειτα»]

Η συγγραφέας έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θέατρο, μικρά πεζά και αφορισμούς. Η Επίκαιρη συμβουλή με τον υπότιτλο μικρά πεζά και ποιήματα περιλαμβάνει επιλογή έργων από τις συλλογές διηγημάτων Ο δεσμώτης [Der Gefesselte, 1953], Ελίζα Ελίζα [Eliza Eliza, 1965], Κακές λέξεις [Schlechte Wörter, 1976] και από την ποιητική συλλογή Συμβουλές για χάρισμα [Verschenkter Rat, 1978]. Η εξαιρετική έκδοση περιλαμβάνει εισαγωγή με βιογραφικά της συγγραφέως και υποδειγματικό επίμετρο με τρία δοκιμιακά κείμενα (Η Άιχινγκερ και η κριτική, Κρίση και κριτική της γλώσσας, Ποιητική της δυσπιστίας) – στα οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό η παρούσα παρουσίαση–, «λίγα λόγια για τη μετάφραση», επιλογή βιβλιογραφίας και 34 σημειώσεις.

4Β. Η αντιστροφή των όρων

Η σιωπή του μεσημεριού απλωνόταν σαν βαριά παλάμη πάνω από το σταθμό και το φως έδειχνε καταβεβλημένο από την ίδια του την ένταση. Ο ουρανός πάνω από τα υπόστεγα ήταν βίαιος και γαλάζιος, έτοιμος εξίσου και να προστατέψει και να συντριβεί… [σ. 32]

«Η αφίσα» αποτελεί την ιστορία ενός άνδρα που κολλάει αφίσες στον σιδηροδρομικό σταθμό και μισεί τα λεία νεανικά τους πρόσωπα, του αγοριού στην αφίσα που γελάει με τρόμο μπροστά σε μια θάλασσα, σε μια διαφήμιση κατασκήνωσης, των γυναικών της αφίσας στην απέναντι αποβάθρα, τις καθηλωμένες με ακριβά ρούχα και με την βλάσφημη επιθυμία να κρατήσουν για πάντα όσα δε μπορούσαν να κρατηθούν, του παραληρήματος του αφισοκολλητή και του χάρτινου θανάτου του αγοριού. Όπως σε όλα τα πρώιμα κείμενα της Άιχινγκερ η δύσπιστη οπτική οδηγεί σε πλήρη αντιστροφή των όρων ισχύος και στην τροποποίηση της αντικειμενικής καταδίκης σε εσωτερική νίκη.

7Να βρει κανείς το θάρρος να μετατρέψει το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος του, του οποίου τους κανόνες δεν όρισε εκείνος, στο δικό του παιχνίδι. // Αν δούμε τα πράγματα σωστά, μπορούμε να στερέψουμε τα όσα φαίνονται εναντίον μας υπέρ ημών, μπορούμε να αρχίσουμε να αφηγούμαστε από το τέλος προς την αρχή και ο κόσμος ανοίγεται και πάλι μπροστά μας. Τότε μιλάμε, στεκόμενοι κάτω από την αγχόνη, για την ίδια τη ζωή. [σ. 237]

Στη δεύτερη συλλογή της κάθε βεβαιότητα αποδομείται οριστικά και τα πάντα επιδέχονται συνεχή αμφισβήτηση. Στο εξής, διατείνεται, η γνώση θα διαρκεί όσο μια παράγραφος και ο αναγνώστης θα αναγκάζεται να παραιτηθεί από μια ολοκληρωμένη ερμηνεία και να αρκεστεί σε αλληλοαναιρούμενες εικασίες. Στο κείμενο Οι εραστές των δυτικών κιόνων παρουσιάζονται δυο κατηγορίες ανθρώπων: οι «εραστές», που διαφυλάσσουν την ατομικότητά τους, και οι «ενταγμένοι». Οι δεύτεροι έχουν τη δύναμη χάρη στη συσπείρωση σε ομάδες και ωθούν τους εραστές σε εξαφάνιση.

Γ. Η δυσπιστία για την γλώσσα

5-Κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει τον άλλο. Αδέλφια, γονείς και παιδιά δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Βασικό μέσο της μη κατανόησης είναι η γλώσσα. Και για τους πιο απλούς όρους δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η ίδια λέξη αντιστοιχεί στις ίδιες παραστάσεις για όλους. […] Εξαιτίας της γλώσσας τους οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν ποτέ να γνωριστούν μεταξύ τους. [σ. 222]

Τα λόγια του Fritz Mauthner εκφράζουν ιδανικά την εμμονή της συγγραφέως κατά την μετά το 1970 γραφή της, στην οποία κομβική θέση κατέχει ο γλωσσικός προβληματισμός, που φτάνει μέχρι και τον ακραίο γλωσσικό αναστοχασμό, μέσα και στο πλαίσιο της γλωσσικής απορίας μετά το 1945, περίοδο που σηματοδότησε την εμφάνιση της λογοτεχνίας [«μέσα από τα συντρίμμια», «της ώρας μηδέν», «tabula rasa»]. Το θέμα είναι πάντα συναρπαστικό και μπαίνω στον πειρασμό να σταχυολογήσω από την πολύτιμη συνοπτική παρουσίαση της παράδοσης της κρίσης της γλώσσας στον 20ό αιώνα που μας παραδίδει στο επίμετρο η μεταφράστρια.

6Στην νιτσεϊκής καταγωγής δυσπιστία απέναντι στη γλώσσα ως τρόπου προσέγγισης της πραγματικότητας προστίθεται η χρήση της γλώσσας ως τρόπου χειραγώγησης και φορέα ιδεολογημάτων, που υπήρξε ένα από τα βασικά όπλα του εθνικοσοσιαλισμού. Οι γερμανόφωνοι συγγραφείς αντέδρασαν είτε με την συνειδητή χρήση μιας γλώσσας «κυριολεκτικής» και, απογυμνωμένης από κάθε λογοτεχνικότητα  ή με την στροφή προς μια ερμητική γραφή που έφτανε μέχρι και τη σιωπή, ακόμα και με την πρόταση μιας απόλυτα ποιητικής γλώσσας.

Ο φιλόσοφος Fritz Mauthner θεωρεί τη γλώσσα «έκπτωτη» και ως εκ τούτου ανεπαρκή προκειμένου να φτάσει ο άνθρωπος στην αλήθεια. Η φυλακή της γλώσσας καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε απόδραση, καθώς τόσο η σκέψη όσο και η ενθύμηση είναι οργανωμένες λεκτικά. Μόνη λύση η συνειδητή χρήση της γλώσσας και η ελάττωση της μαζικής κατανάλωσης και εκφοράς λέξεων. Στην περίφημη επιστολή του λόρδου Τσάντος του Hugo von Hofmannstahl η γλωσσική κρίση αποκαλύπτεται και ως κρίση ταυτότητας, ενώ ο συγγραφέας Karl Kraus βάλλει ενάντια στην ακατάσχετη πλημμύρα κενών εκφράσεων και αναδεικνύει τη πολιτική και ιδεολογική διάσταση της γλώσσας.

Ilse AichingerΗ Άιχινγκερ αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της γλώσσας ως μέσου διαπροσωπικής επικοινωνίας αλλά και πρόσληψης και περιγραφής της πραγματικότητας, ακριβώς όπως οι προαναφερθέντες. Δεν μένει παρά η αναζήτηση μιας άλλης, πραγματικής γλώσσας που αντί να δηλώνει περιορίζεται στο να υπονοεί, ανοίγοντας την προοπτική μιας άλλης οπτικής γωνίας, ενώ παράλληλα θα αποκαλύπτει την ανακρίβεια και την ιδεολογική φόρτιση κάθε γλωσσικής έκφρασης, συνεπώς και το συσχετισμό γλώσσας και εξουσίας. Το όνειρο μιας ιδιαίτερης γλώσσας απορρίπτεται οριστικά: η γλώσσα παρουσιάζεται όχι πια ως ο ιδιότροπος δικτάτορας που απαιτεί υποταγή, αλλά ως εργαλείο.

Φτάνουν κilse-aichinger-10αι οι εμπνεύσεις μου, που δεν είναι καν οι δικές μου, γιατί αν ήταν θα λέγονταν αλλιώς. Θα μπορούσε κανείς να τις πει εκπνεύσεις μου αλλά όχι εμπνεύσεις μου. [σ. 245]

Εκδ. Ροές, 2009, [Γερμανόφωνοι συγγραφείς], μετάφραση – επίμετρο: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, 269 σελ.

21
Ιολ.
13

Χίλντα Παπαδημητρίου – Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς

Μ1ια ολόκληρη δισκογραφία ενόχων

Εμένα παππούδες μου είναι ο Βαμβακάρης και ο Τζων Λη Χούκερ. Θείοι μου ο Αδάμης Μελισσηνός και ο Έρικ Μπάρτον. Η μάνα μου με νανούριζε με σμυρναίικα και Χατζιδάκι και ο πατέρας μου άναβε κάθε βράδυ το ραδιόφωνο με τις λυχνίες για να ακούσει τα μπλουζ του Μισσισιπή…

… έλεγε ο Απόστολος Μελισσηνός, προικισμένος τραγουδιστής και αξίως κι επαρκώς αγαπημένος του κοινού του, αλλά τι κληρονομιά αφήνουν τα λόγια όταν η φωνή σιωπά και το σώμα εξαφανίζεται; Και τι μένει από το ίδιο του έργο, και τι απομένει στις μνήμες των άλλων όταν ο δημιουργός μεταβαίνει σε κόσμους άλλους; Η απάντηση δε μπορεί παρά να διαμερίζεται στα πρόσωπα που σχετίστηκαν μαζί του ή αγάπησαν τα τραγούδια του. Και στο μυθιστόρημα υπάρχουν αρκετοί κι από τις δυο μεριές. Αλλά υπάρχει και μια μαύρη τρύπα που οφείλει να κλείσει για να συνεχίζει η μουσική του το ταξίδι της: η αναγκαιότητα της δικαιοσύνης, η απονομή του φυσικού δικαίου της ίδιας της δημιουργίας της. Και πάλι εδώ πολλοί θα εμπλακούν, αλλά μόνο ο εντεταλμένος των θεσμών, αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος, θα λάβει κλήση ανίχνευσης του πλέον απρόσμενου εγκλήματος. Κι ας βρίσκεται ο δύσμοιρος στην αρχή των πολυπόθητων διακοπών του και στο μέσ2ο ενός θέρους φλογοβόλου και δραματικά φλογοφόρου.

Προτού ο Μελισσηνός εξαφανιστεί στην ούτως ή άλλως τα πάντα απορροφούσα Κρήτη, έχει από καιρό διατρανώσει την οικογενειακή του καταγωγή από τον μυθικό λυράρη Αδάμη Μελισσηνό κι έχει μείνει αδιάψευστος με τα χρόνια· η εξαργύρωση της τιμητικής ρίζας έγινε πάνω στη σκηνή: ήταν ο πρώτος που αντικατέστησε την κιθάρα με κρητική λύρα ή με λαγούτο, δημιουργώντας το ρεύμα του μεσογειακού ροκ! Και καθώς το ρεύμα τώρα φύσηξε μακριά, μένει μια χαμένη λύρα, ένα τσαλακωμένο αυτοκίνητο στο φαράγγι του Ίμπρου, ένα καλοδιπλωμένο γυναικείο μαντίλι, το αποτύπωμα τροχού μηχανής στο πορτμπαγκάζ κι ένα κρητικό μαχαίρι στο στέρνο. Και τεθλιμμένοι φίλοι, πολλοί τεθλιμμένοι φίλοι.

Για τον Χάρη Νικολόπουλο και τις χαώδεις του διαφορές από τον μέσο όρο τόσο των αρχετυπικών λυτών μυστηρίου έχουμε ήδη γράψει κατά την πρώτη του γραπτή περιπέτεια, όταν αναζητούσε εκείνον που σκότωσε Για μια χούφτα βινύλια. Εδώ μπορούμε να απολαύσουμε την αυτόφωτη συστηματική του ακόμα περισσότερο. Αυτός ο μοναχικός εργάτης ενός δικαίου που εκλείπει από παντού, μοιάζει να ισορροπεί μόνο στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Όσο κι αν η ζωή του καταβρέχ5εται από τις φουρτούνες, στη δουλειά του αποδεικνύεται η απόλυτα ήρεμη δύναμη που αρχινά ανθρώπινα, προχωρά λογικά, επεκτείνεται διαισθητικά, βηματίζει μεθοδικά – κι ας σιγοβράζει εντός. Ανάμεσα στους ταραγμένους δορυφόρους χαρακτήρες που τρέχουν γύρω γύρω του για να τον ζαλίσουν, εκείνος παραμένει στην πορεία του, ακόμα κι όταν τα φώτα γύρω του σβήνουν κι ο δρόμος του χάνεται. Διόλου τυχαία – κι αυτό κι αν σπανίζει στα μαύρα αναγνώσματα – όταν στις σελίδες έρχεται η σειρά του, ο αναγνώστης ηρεμεί. Ενίοτε και τον χαζεύει, κάποτε δε συμπάσχει.

Υπάρχει μια σκηνή όπου ο Χάρης ερευνά στο γραφείο του Απόστολου και βρίσκεται μπροστά σ’ ένα εντυπωσιακό τζουκμπόξ Wurlitzer, σαν εκείνο που χάζευε μικρός στην επαρχιακή ταβέρνα ή έμαθε από τις παλιές ταινίες. Σταματάει κάθε άλλη έρευνα και αναζητάει ένα 45άρι με μαύρη ετικέτα. Η σκηνή δεν εξελίσσεται όπως θα περίμενε κανείς – αλλά μέσα στο απειροελάχιστο διάστημα ανάμεσα στο μηχανισμό του βραχίονα και τους πρώτους στίχους ο Χάρης είναι ένας άλλος Χάρης, ή, μάλλseeburgc_jukebox_11ον, ο πραγματικός Χάρης. Ο ίδιος Χάρης που αργότερα θα πληγωθεί όταν κάποια τυχάρπαστη δημοσιογραφίσκη θα γράψει πως ο αστυνόμος που αναζητά τους φόνους των μουσικών, δεν ακούει καν μουσική.

Αλλά τουλάχιστο θα έχει την τύχη να έχει δίπλα του ερίτιμη συνεργάτιδα, μοιραζόμενος μαζί της την βεβαιότητα ότι άλλο πράγμα ο κινηματογράφος και τα βιβλία, κι άλλο η ζωή, αλλά και τον δοτό Παρασκευά, ενίοτε καρτούν αλλά γερό γνώστη μερικών απαραίτητων ήχων, κι ίσως το κοινό τους ανηφόρισμα στο Εκράν για το Γεράκι της Μάλτας ακριβώς να μαρτυρά έναν παλιό κώδικα και μια νέα σεμνότητα. Ο νεαρός άλλωστε θα ανακαλύψει κι έναν δεύτερο νεκρό σε μια κινηματογραφικότατη σκηνή βαλκανικής κωμωδίας, διαμέσου γειτονικού ακάλυπτου, αλουμινένιας σκάλας και πλημμυρισμένου μπάνιου. Πιθανώς μια παλαιο-νεοελληνική εκδοχή του αξιώματος «ο καθένας έχει τον θάνατο που του αξίζει»;

3 - ΠουλικάκοςΌταν κάποιος είναι αθώος και τον καλούν για ανάκριση, αισθάνεται ενοχές ακόμα κι αν δεν έχει διαπράξει κανένα αδίκημα. Όταν είναι ένοχος, προβάρει ιστορίες και δικαιολογίες και συνήθως μιλάει περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Αυτό το είχε διαβάσει κάποτε σ’ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, την εποχή που πήγαινε στη σχολή. Και στην πράξη είχε διαπιστώσει ότι έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι…

… σκέφτεται ο Χάρης, αλλά πώς να βγάλεις άκρη με τόσους εμπλεκόμενους, ποιον να πάρεις και ποιον ν’ αφήσεις; Τον λάτρη του Πουλικάκου και πιστό του καθαρόαιμου ροκ ήχου, σαν του Εξαδάκτυλου, Φάνη, που δεσμεύεται με την αδελφή του Απόστολου Εριέττα; Τον μπασίστα Θοδωρή που επιμένει να ανεβάσει τον Νικολόπουλο μέρα μεσημέρι στα παντέρμα ορεινά χανιώτικα χωριά και να του μάθει τον Ρόμπερτ Τζόνσον και τον Τουμάνι Ντιαμπατέ; Τον  ανεκδιήγητο «Ακατοίκητο» Πέτρο Πάκμαν που υποφέρει στις δικές του ανταγωνιστικότητες; Τον ιδιοκτήτη της ανεξάρτητης δισκογραφικής Βohemia Records που επιζητά με νύχια και με δόντια να κρατήσει τον Απόστολο μακριά από τις πολυεθνικές; Την άλλοτε ερώμενη και νυν μάνατζερ Νίνα; Τους έτερους αυλικούς και γελωτοποιούς του βασιλιά; Όλους όσους ήθελαν δουλειά στη μπάντα και στις ηχογραφήσεις του Απόστολου;

4 - Δάμων και Φιντίας [Παύλος Σιδηρόπουλος - Παντελής Δεληγιαννίδης]Ίσως κάποιες απαντήσεις πάνε πολύ πίσω: Στις παρέες και στα δοξασμένα τους συγκροτήματα· στις πρόβες στο πλυσταριό, στα βιβλία με τα ακόρντα των Simon & Gartfunkel, στους ψαγμένους στίχων του Νικ Ντρέικ και του Πήτερ Χάμιλ, στις συναυλίες σε καταλήψεις των ΚΑΤΕΕ, σε παλιές επαγγελματικές κάρτες στούντιο, στον φίλο στο αμαξίδιο που είχε μια οντισιόν στους Magic de Spell λίγο πριν το ατύχημα, στις πικρές κουβέντες την παραμονή της τελευταίας συναυλίας και ξανά στις παλιές παρέες που «κρύβουν μυστικά, έχθρες, μνησικακίες και ανταγωνισμούς». Αλλά πάνω απ’ όλα στην ίδια την εποχή:

Όταν απολύθηκε, τέλη του 1981, νοίκιασε ένα δώμα στην ταράτσα μιας μονοκατοικίας στο Κουκάκι. Βρήκε λίγα μαθήματα σ’ ένα ωδείο και δυο τρία ιδιαίτερα, σύντομα όμως κατάλαβε ότι δεν θα την έβγαζε καθαρή μ’ αυτά. Ο Απόστολος τα ζύγισε, τα συζήτησε με τον Αναστάση που δούλευε σε σκυλάδικο για να βγάλει το ψωμί του, και με βαριά καρδιά έπιασε δουλειά σ’ ένα μαγαζί στην Ιερά Οδό. Πίστευε ότι στη διάρκεια της μέρας θα έβρισκε χρόνο να δουλεύει τα τραγούδια του, αλλά η ρουτίνα του σκυλάδικου τον αποχαύνωσε και τον έριξε στο βαθύ πηγάδι της απελπισίας. Τρεις σεζόν άντεξε… 

3893629859_ebb3e073ed_zΊσως λοιπόν αυτή να ήταν η πρώτη μεγάλη αιμορραγία του ελληνικού ροκ, όταν διέφυγε από τις συμπληγάδες των συντηρητικών ή φασιστικών καθεστώτων και της φοβικής κοινωνίας των εικοσιπέντε μεταπολεμικών χρόνων: η επιβίωση στην άλλη άκρη των βαρέων λαϊκών. Οι αλλοτινοί ρόκερς επάνδρωναν τις ηχογραφήσεις των σκυλάδικων για να βγάζουν το ψωμί τους κι έφτιαχναν τον … ήχο των δισκογραφικών της Ομόνοιας. Οι τυχερότεροι κατέληξαν να δουλεύουν στις ταβέρνες του Καρέα, σε κομματικές συνεστιάσεις και στις γιορτές των πολιτιστικών συλλόγων της περιοχής. Κι αν κατορθώσεις και διασωθείς, η δισκογραφία πνέει τα λοίσθια και μόνο στις συναυλίες στηρίζεται πια, ο τελευταίος δίσκος βγαίνει πειρατικός και πάμφθηνος, οι πολυεθνικές σε αγοράζουν κοψοχρονιάς και «τα καλύτερα» θα βγουν προσφορά στις φυλλάδες. Τουλάχιστο μετά θάνατον σε περιμένει αυξημένη λατρεία, καμιά φιλανθρωπική συναυλία, προσφορές στις εφημερίδες, δίσκος με ανέκδοτα, κάποιος μουσικός που θα ισχυριστεί πως έχει τις τελευταίες σου ηχογραφήσεις.

DSC_4464Βλέπετε, ακριβώς σε αυτούς τους κόσμους, τους παράλληλους της μουσικής και τους επάλληλους της δημιουργίας, τα εγκλήματα δεν περιμένουν αιμοσταγείς φυσικούς αυτουργούς. Έχουν ήδη συμβεί από πολύ καιρό, δεν έπαψαν ποτέ να διαπράττονται, δεν αφαιρούν μόνο ζωές αλλά και συνειδήσεις. Αφήνουν σπουδαία ταλέντα σε χωματερές μουσικών, αφήνουν ανθρώπινα ράκη με διαψευσμένα όνειρα. Ένας ολόκληρος κόσμος πια μπορεί όχι μόνο να φτάσει στα άκρα για τα αγαθά που χάνει ή που νομίζει πως είχε. Εδώ τα άλλοθι δεν έχουν καμία σημασία και όλοι έχουν τους λόγους τους να σκοτώσουν. Και καθώς οι ράγες των ενόχων καταλήγουν στο τέρμα, μένει η αίσθηση πως δεν είχε σημασία ο οδηγός αλλά το όχημά του. Τουλάχιστο κάποιοι ψάχνουν το συναίσθημα της γαλήνης μετά την τρικυμία ή, έστω, ακόμα και μια προσωπική τραγωδία, ώστε να ζήσουν τη γαλήνη μετά.

Εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σελ. 347.

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr. Ακουστική λίστα εδώ. Η συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου, εδώ. Στις μαυρόασπρες φωτογραφίες: Δημήτρης Πουλικάκος, Δάμων και Φιντίας [Παύλος Σιδηρόπουλος – Παντελής Δεληγιαννίδης]. Ο πρώτος τραγούδησε το ιδανικότερο στιχούργημα για το βιβλίο: Μην τους πιστεύεις ό,τι κι αν πουν, έχουνε όλοι κακούς σκοπούς. Οι δεύτεροι συνυπάρχουν μαζί Μπουρμπούλια, Πελόμα Μποκιού, Διόσκουρους κ.ά. σε μια 60άρα TDK σε κρίσιμο της πλοκής σημείο.




Ιουλίου 2013
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Blog Stats

  • 1.132.433 hits

Αρχείο