Αρχείο για Αύγουστος 2013

28
Αυγ.
13

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 132. Δημήτρης Χριστόπουλος

1Περί γραφής

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Οι ‘δημόσιες ιστορίες’ είναι μια σειρά 16 διηγημάτων που κυοφορήθηκαν σε άλλες εποχές αλλά τώρα είδαν το φως της δημοσιότητας. Γεννήθηκαν με φυσιολογικό τοκετό και όχι με καισαρική τομή. Ακόμα και τώρα διατηρούν τον ομφάλιο λώρο που τις δένει με την πραγματικότητα. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια, γιατί είναι όλες τους παιδιά μου.

Θα μοιραστείτε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

Οι ‘δημόσdch-ιες ιστορίες’ όπως και η καινούργια συλλογή που τώρα ετοιμάζω (τον τίτλο δεν θα τον αποκαλύψω) αποτελούν το αποτέλεσμα της αδήριτης ανάγκης να μιλήσω με τον δικό μου τρόπο για καταστάσεις οριακές και παράλογες που όλοι, λίγο πολύ, βιώνουμε. Η γύρω μας πραγματικότητα είναι τόσο οδυνηρή που δεν χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος να συλλάβεις τα θέματα. Το πιο επώδυνο είναι να μεταπλάσεις τα βιώματα με όρους μυθοπλασίας, ώστε να μην καταστήσεις τη γραφή σου δημοσιογραφική και επικαιρική.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Συγγραφέας είναι κάποιος 24 ώρες το 24ωρο. Όχι μόνο όταν γράφει. Οι πιο γόνιμες στιγμές είναι οι ώρες του ύπνου και οι ώρες της απλής και άσκοπης καθημερινότητας, όταν λειτουργείς ως παρατηρητής, εκών, άκων. Άλλωστε, και ο Βαν Γκογκ είχε πει: ‘Ονειρεύομαι ό,τι ζωγραφίζω και μετά ζωγραφίζω αυτό που ονειρεύομαι’.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Ο Μίμης Αργυρίου στο διήγημα «501» είναι ένας χαρακτήρας που υπήρχε χρόνια στο μυαλό μου και σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί. Πιστεύω πως όπου κι αν βρίσκεται αυτή τη στιγμή, μου κλείνει μ’ ένα μειδίαμα το μάτι.

camusΠοιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Μου ταιριάζει η μέθοδος του παγόβουνου. Την βρίσκω την πιο αποτελεσματική. Ο Χεμινγουέι την έχει περιγράψει περίπου ως εξής: Για κάθε κομμάτι που είναι εμφανές, τα υπόλοιπα επτά όγδοα είναι κάτω από το νερό. Ό,τι ξέρεις μπορείς να το παραλείψεις (αρκεί να το γνωρίζεις, διαφορετικά, η ιστορία μπάζει) και αυτό κάνει το παγόβουνο πιο στέρεο. Είναι το αφανές κομμάτι, με άλλα λόγια η γνώση, οι βιωμένες εμπειρίες που συγκροτούν το κομμάτι του παγόβουνου κάτω από την επιφάνεια του νερού.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Ναι, πολλές φορές γράφω με μουσική. Το τι θ’ ακούσω κάθε φορά μου το υπαγορεύει ο εσωτερικός ρυθμός του κειμένου, άλλοτε αργός κι άλλοτε ασθματικός. Μπορεί ν’ ακούσω από Metallica και Nick Cave μέχρι Βαμβακάρη και Αγγελάκα.

boris vianΠοιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

Ως φιλόλογος έχω αρκετά κουσούρια. Η διδακτική διάθεση είναι ένα από αυτά. Προσπαθώ να ‘σκοτώνω’ τον φιλόλογο όταν γράφω. Δεν ξέρω πάντα αν τα καταφέρνω. Θα δείξει η νεκροψία.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Σε στιγμές εφηβικού ενθουσιασμού και παιγνιώδους διάθεσης. Ωστόσο, αυτός ο έφηβος κάπου κάπου αφυπνίζεται και με τρομάζει.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

jl_borges_portrait_by_deloeste33-d5fw6pfΠριν από χρόνια – δεν θυμούμαι ακριβώς πότε – έπεσε στα χέρια μου ένα αφιέρωμα στον λαϊκό ποιητή – στιχουργό Φώτη Αγγουλέ. Ο Σεφέρης που τον γνώριζε τον χαρακτήρισε ‘μιαρό γιακωβίνο’, ενώ στις Μέρες Δ’ αναφέρει χαρακτηριστικά για τον χιώτη ποιητή: «Νομίζει ότι δουλεύει για τον λαό ξεχαρβαλώνοντας τα άξια πράγματα, βρωμίζοντας τα καθαρά με πασαλείμματα, τσαπατσουλεύοντας, όπως του είπα. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι τέχνη για το λαό σημαίνει στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική». Το 1975 κυκλοφόρησε από τον ‘Κέδρο’ το βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου «Ο Φώτης Αγγουλές – Ποιήματα – Επιλογή», ενώ το 2004 ο Δ. Γκιώνης στην Ελευθεροτυπία έγραψε ένα άρθρο για τον ποιητή. Το 2008 από τις εκδ. Γαβριηλίδη ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας στη σειρά ‘Εκ νέου’ ανθολόγησε τον Αγγουλέ. Νομίζω ότι θα άξιζε μια μονογραφία-παρουσίαση γι’ αυτόν τον άγνωστο στους περισσότερους ποιητή, που με τρόπο παραδοσιακό μπόρεσε και έγραψε στίχους σαν κι αυτούς: «Κι ίσως μια μάννα, ένα παιδί! / κάπου να σε προσμένει, /μα εσύ, θα μένεις πάντοτε / ξένος σε χώρα ξένη / κι η μνήμη σου που της ζωής / το νόημα θα λερώνει, / θάναι ένα στίγμα, ένας λεκές, / μέσ` στο κατάσπρο χιόνι…» (από το ποίημα ‘Στίγμα’, για ένα νεαρό φασίστα που βρέθηκε σκοτωμένος, πάνω σε μια ρούσσικη χιονισμένη στέππα).

herman hesseΤι γράφετε τώρα; 

Πειραματίζομαι στο εργαστήρι του υπολογιστή μου πάνω στη μικρή φόρμα. Αλλεπάλληλες δοκιμές και delete. Νιώθω πως βρίσκομαι μέσα σε κινούμενη άμμο. Απίστευτη κοινωνική ρευστότητα και αδυναμία προβλεψιμότητας.

Περί ανάγνωσης

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Από Έλληνες συγγραφείς θα ξεχώριζα τους/τις: Παπαδιαμάντη, Βουτυρά, Καζαντζάκη, Καραγάτση, Χατζή, Ιωάννου, Χάκκα, Φραγκιά, Α. Κοτζιά, Αλεξάνδρου, Βαλτινό, Κουμανταρέα, Γκιμοσούλη, Χατζηγιαννίδη, Κοροβίνη, Μίσσιο, Νόλλα, Μ. Δούκα, Καρυστιάνη, Ζατέλη, Γαλανάκη, Φακίνου, Σ. Τριανταφύλλου …

Από ξένους: Έσσε, Κάφκα, Στάινμπεκ, Φώκνερ, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Μπόρχες, Μάρκες, Μπορίς Βιάν, Καμύ, Κούντερα, Βιρτζίνια Γουλφ, Γκουτιέρες, Ζίσκιντ …

suskindΑγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Τα ομηρικά έπη, το «Περί παίδων αγωγής» και «Βίοι παράλληλοι» του Πλουτάρχου, το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε, «Το κομουνιστικό μανιφέστο» των Μαρξ-Ένγκελς, «Η αποκάλυψη του Ιωάννη» σε μετάφραση Γ. Σεφέρη, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» του Κ. Καστοριάδη, το «1984» του Όργουελ, «Αν αυτός είναι ένας άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι, «Οι ανθρωποφύλακες» του Π. Κοροβέση, «Πεθαίνοντας σα χώρα» του Δ. Δημητριάδη.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στη βιβλιοθήκη μου θα μπορούσα να αναφέρω εντελώς ενδεικτικά: «Το χριστόψωμο» του Αλ. Παπαδιαμάντη, το πρώτο του διήγημα, «Μια μικρή παρηγοριά» του Ρ. Κάρβερ, «Παραρλάμα» του Δ. Βουτυρά.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

young_virginia_woolf_by_levonhackensaw-d6i6entΑπό το 2010 που κυκλοφόρησαν τα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου με τίτλο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδ. Πόλις), κατάλαβα πως όντως κάτι αλλάζει στην ελληνική επικράτεια του λόγου. Τον χαρακτήρισαν «Έλληνα Φώκνερ». Δεν βάζω ταμπέλες ούτε κάνω συγκρίσεις. Αλλά ο Οικονόμου είναι για μένα οδοδείκτης. Επίσης, οι κυρίες Μπογιάνου και Πέτσα έχουν εξαιρετική πένα και κοφτερή ματιά.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Εφηβική αλλά και διαχρονική εμμονή είχα με τον ‘Τζωρτζ’ στη νουβέλα του Στάινμπεκ «Άνθρωποι και ποντίκια» (1937). Ο άνθρωπος που στο τέλος αναγκάζεται να σκοτώσει τον καλύτερό του φίλο, τον Λένι έναν καθυστερημένο νοητικά αγαθό γίγαντα, προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο για το καινούργιο. Το βιβλίο είναι τόσο επίκαιρο από ποτέ, αναδεικνύει ζητήματα που αφορούν στα ανθρώπινα όνειρα, στη θλίψη και στη μοναξιά, μέσα από τα πορτρέτα δύο εργατών που μεταναστεύουν και παλεύουν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο.

pedro-juan-gutierrez-2Επίσης, πρέπει να ’μουν γύρω στα δεκαέξι, όταν πρωτοδιάβασα τον «Κόκκινο τράγο» του Κώστα Παρορίτη, ο ήρωάς του ο Στέφανος, ο απολυμένος καθηγητής, που έχοντας επίγνωση του προσωπικού του ρόλου στην ισχύουσα τάξη πραγμάτων μονολογεί: «Κοιτάξτε και γύρω σας. Όλος ο κόσμος δεν είναι ο εαυτούλης σας. Η ζωή είναι πολύ πλατιά. Απλώστε τη ματιά σας, βυθίστε τη σκέψη σας, μεστώστε το αίτημα σας, δέστε το σφιχτά με το νου σα διαμάντι, πυρώστε το νου σας με τη φλόγα της καρδιάς…».

Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;

2742-vobr-kunderaΞεκίνησα με τον «Ηριδανό», το «Διαβάζω», τη «Λέξη», τη «Νέα Εστία», την «Οδός Πανός». Κείμενα φωτισμένα από ανθρώπους με μεράκι και αγάπη για τη λογοτεχνία. Ενημερώνομαι ακόμα από το «Εντευκτήριο» και το «Δέντρο». Θεωρώ εξαιρετική για τα ελληνικά δεδομένα την «Ποιητική» του Βλαβιανού, γιατί αποτελεί γέφυρα γνωριμίας με σημαντικούς ξένους ποιητές. Επίσης και το Books’ journal αποτελεί πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Κυρίως θεωρητικά κείμενα. Ενδιαφέρον είναι το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Δημηρούλη «Καβουρηδόν και Παραδρόμως» (εκδ. Τόπος) που ασχολείται με το άθλημα της γραφής και ως υποκείμενο και ως αντικείμενο της διαδικασίας. Εξίσου συναρπαστικές βρίσκω τις συνεντεύξεις 17 μεγάλων συγγραφέων στο Paris Review, όπως αυτές περιλαμβάνονται στους δύο τόμους με τίτλο «Η Τέχνη της γραφής» που επιμελήθηκε ο Φιλίπ Γκούρεβιτς.

fauklΞαναδιαβάζω τα έργα του Ρέιμοντ Κάρβερ και καθηλώνομαι για άλλη μια φορά. Ζηλεύω απίστευτα τον τρόπο γραφής του. Αναρωτιέμαι τι επεμβάσεις θα μπορούσε να κάνει σε αυτά τα κείμενα ο Γκόρντον Λις.

Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;

Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στο μέσο. Θέλω να είναι ενυπόγραφες και εμπεριστατωμένες. Σιχαίνομαι την εμπάθεια και την προχειρότητα. Έχω την αίσθηση πως πολλοί κριτικοί σπεύδουν να εκφέρουν γνώμη προτού καλά καλά διαβάσουν με προσοχή το βιβλίο. Και δυστυχώς εκτίθενται. Θεωρώ πως οι κριτικές είναι πρωτογενή και όχι δευτερογενή κείμενα και γι’ αυτό είμαι ιδιαίτερα απαιτητικός. Στο Διαδίκτυο υπάρχουν εξαιρετικά blog που παρακολουθώ για τις καίριες επισημάνσεις τους, όπως είναι το «Πανδοχείο», το «Βιβλιοκαφέ», το «Librofilo» και άλλα.

Περί αδιακρισίας

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

john-steinbeckΓια να μιλήσουμε για σύγχρονο εγχώριο κινηματογράφο, μία ιδιαίτερη περίπτωση είναι αυτή του Κύπριου σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη («Σπιρτόκουτο», «Ψυχή στο στόμα», «Μαχαιροβγάλτης»). Είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπαριστά την πραγματικότητα. Όπως ο θεατής μιας ταινίας έχει σημασία να νομίζει πως αυτό που βλέπει δεν είναι στημένο αλλά κομμάτι της πραγματικότητας, έτσι και ο αναγνώστης πρέπει να βλέπει μεγεθυμένες στην κάθε τους λεπτομέρεια όψεις της φλεγόμενης πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Πώς αλλιώς μπορεί να αποκτήσει επίγνωση του εαυτού του και της θέσης του μέσα στον κόσμο;

Αλλά είναι κάτι άλλο που με εξιτάρει με τον Οικονομίδη· ο τρόπος που χειρίζεται τους ηθοποιούς του. Μ’ αρέσει πολύ η ένταση (εσωτερική και εξωτερική) με την οποία οι ηθοποιοί του μοιάζουν να ζουν και αναπνέουν εκτός των διαστάσεων της κινηματογραφικής οθόνης. Νομίζω ότι ένας συγγραφέας έχει να διδαχτεί πολλά από αυτό. Πώς πλάθει και πώς αντιμετωπίζει τους ήρωές του. Αφεkνός, μπορεί να διαβάσεις ένα αφήγημα που είναι μια κακή κατασκευή με κακούς ηθοποιούς (χαρακτήρες) και κακούς διάλογους. Με χαρακτήρες ρηχούς, καρικατούρες, επίπεδους, μονόχορδους, που αναπνέουν μόνο χάρη στην ευσπλαχνική γραφίδα του συγγραφέα. Αφετέρου, υπάρχουν ιστορίες στις οποίες τα πρόσωπα έχουν μιαν αυθυπαρξία που τα κάνει να αναπνέουν και να κινούνται και εκτός των γραμμών του βιβλίου. Είναι αυτοί που λέμε ‘εμβληματικοί χαρακτήρες’. Λίγα, βέβαια, είναι αυτά τα έργα, αλλά υπάρχουν.

Διατηρείτε το ιστολόγιο e- Τράπεζα Φιλολογικών Θεμάτων. Περί τίνος πρόκειται;

Ένα ιστολόγιο με θεματολόγιο που αφορά κυρίως τη διδασκαλία της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας στο Λύκειο. Απευθύνεται στους μαθητές, στους φιλολόγους αλλά και σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Περιλαμβάνει παρουσιάσεις βιβλίων και κριτικές. Στην αντίστοιχη σελίδα του ιστολογίου στο facebook γίνονται αναρτήσεις που αφορούν τον πολιτισμό και τις τέχνες.

D_by_GriliopoulosΟι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Μια μοναδική εμπειρία γνωριμίας με αξιόλογους ανθρώπους που δεν φανταζόμουν πως θα τους συναντούσα ποτέ. Ο κυβερνοχώρος μπορεί να λειτουργεί ως πεδίο συνεργατικής κοινότητας μάθησης, κι αυτό είναι κάτι που όλοι οι σκεπτόμενοι χρήστες του πρέπει να το διαφυλάξουν ως κόρην οφθαλμού, μακριά από τα κακόβουλα μάτια επιχειρηματικών συμφερόντων.

Ποιες οι εμπειρίες σας από την σχολική τάξη του 2013; Ποια η σχέση των μαθητών σας με τον λόγο και την λογοτεχνία, ποια τα προσωπικά σας στοιχήματα;

Έχω την αίσθηση πως δεν πρέπει να υποτιμάμε τα παιδιά. Έχοντας εργαστεί με παιδιά και των γυμνασιακών και των λυκειακών τάξεων, αυτό που κάθε χρόνο αντιλαμβάνομαι είναι πως προσεγγίζοντας με ‘παιγνιώδη’ τρόπο τη λογοτεχνία, μάς αποκαλύπτεται ένα δυναμικό πεδίο, που δεν το φανταζόμαστε. Μαθητές που γράφουν ‘μέτριες’ προκάτ εκθέσεις, μαθητές που ‘αδιαφορούν’ για το σχολείο, αποδίδουν εκπληκτικά, όταν ο δάσκαλος τούς αναθέσει να γράψουν ένα δικό τους κείμενο, αλλάζοντας – για παράδειγμα – τον αφηγητή ή την οπτική γωνία ή το τέλος του διηγήματος. Ειδικά φέτος, είχα μαθητή που έγραψε καβαφογενή ποιήματα, μαθητές που δραματοποίησαν τρία διηγήματα, που γύρισαν ταινία μικρού μήκους, εμπνευσμένη από λογοτεχνικά κείμενα.

5Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

Πιστεύω στη νιότη του πνεύματος. Επομένως, θαλερό πνεύμα εγγυάται μόνο το πάθος της ανάγνωσης και της γραφής.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

– Αν γινόταν σεισμός και το σπίτι σας από στιγμή σε στιγμή κατέρρεε, ποιο βιβλίο θα παίρνατε οπωσδήποτε μαζί σας;

Τον «Λοιμό» του Α. Φραγκιά. Ένα έργο που συνομιλεί επάξια με τον Κάφκα, με τον Καμύ αλλά και με όλον τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.

Στις εικόνες: Αlbert Camus, Boris Vian, Jorge Luis Borges, Herman Hesse, Patrick Suskind, Virginia Woolf, Pedro Juan Gutierrez, Milan Kundera, William Faulkner, John Steinbeck, Franz Kafka, Fyodor Dostoyevsky.

25
Αυγ.
13

Hans Fallada – O πότης

ΗLayout 1 μέθη του εθισμένου, η μεταμόρφωση του ανεπιθύμητου

Αυτός που βλέπετε εδώ μπροστά σας είναι ο γνωστός συγγραφέας Χανς Φάλλαντα, ή μάλλον ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν, ύστερα από χρόνια εξάρτηση από το αλκοόλ και τη μορφίνη…έλεγε το 1946 στους φοιτητές του ένας καθηγητής της πανεπιστημιακής κλινικής του Βερολίνου παρουσιάζοντας τον συγγραφέα σε αναπηρικό καροτσάκι. Εκείνο το υπόλειμμα ανθρώπινης μορφής είχε μπροστά του μόνο ένα χρόνο ζωής, αλλά είχε προλάβει, έγκλειστος σε ναζιστικό ίδρυμα, να γράψει τον Πότη, το προτελευταίο συγκλονιστικό του μυθιστόρημα, τον Πότη που ήταν ο ίδιος.

Ο Χανς Φάλλαντα [ψευδώνυμο του Ρούντολφ Ντίτσεν (1893-1947)] δεν ήταν απλώς ένας γνωστός λογοτέχνης στη Γερμανία όταν ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία αλλά βρισκόταν ήδη και στην λίστα των «ανεπιθύμητων» συγγραφέων. Εν τούτοις αρνήθηκε να εγκαταλείψει την χώρα του και τη γλώσσα του, με αποτέλεσμα να χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο η θέση του στη νέα κοινωνία αλλά και να υφίσταται τις πιεστικές λογοτεχνικές «παραγγελίες» του Γκέμπελς Η αιώνια αδυναμία των φασισμών: η απεγνωσμένη ανάγκη για την συμμαχία των συγγραφέων και η ανταλλακτική της χρήση. Εδώ το αντίτιμο ήταν ταπεινότερο από μια απελευθέρωση: προμήθεια με το τότε σπάνιο χαρτί. Φυσικά το επιθυμητό από το καθεστώς βιβλίο δεν γράφτηκε ποτέ·  ήταν ο Πότης που γράφτηκε εξολοκλήρου στο άσυλο, κρυπτογραφημένα, με διαδοχικό γράψιμο ανάμεσα στις γραμμές, γυρίζοντας κάθε φορά και τη σελίδα ανάποδα. Μπορεί κανείς να φανταστεί την υπερπροσπάθεια των μεταγραφέων του χειρογράφου, για την μεταθανάτια έκδοση.

Ο μ2υθιστορηματικός Πότης είναι ο μεσοαστός έμπορος Έρβιν Ζόμερ. Πώς γλιστράει στο πρώτο σκαλοπάτι μιας ατέλειωτης κατηφορικής κλίμακας ο μέχρι τότε ευτυχής σύζυγος και επιχειρηματίας; Όπως συνήθως, δεν αρκεί παρά μία αφορμή ή έστω μια αιτία που μεγαλώνει ως αγκάθι στα σωθικά μιας ανοχύρωτης ύπαρξης: μια σύζυγος που επιδεικνύει την ανωτερότητά της υποβιβάζοντας τον ίδιο κι ένα οικονομικό πρόβλημα- κι η πόρτα της καθόδου έχει ήδη ανοίξει. Στο ποτό πνίγεται κάθε αίσθημα μειονεξίας· το αλκοόλ «σαν φτερό από μετάξι σβήνει κάθε έγνοια, λύπη και θυμό».

Σήκωσα το ποτήρι, δίστασα λίγο, το κατέβασα μονορούφι. Το κάψιμο έκοβε την ανάσα, στραβοκατάπια, όμως υποχρέωσα το υγρό να κατέβει στο λαρύγγι μου. Το ένιωσα να κυλάει καυτό, καυστικό, οξύ, και το στομάχι μου κατακλύστηκε από ένα ξαφνικό αίσθημα θέρμης, μιας απολαυστικής θέρμης. [σ. 27]

Σε 33μια τέτοια στιγμή αισθάνεται την επιθυμία της φυγής, να μη γυρίσει σπίτι του, να πάει στον αγύριστο, να χαθεί μέσα στο σκοτάδι, να μην ξέρει τίποτα και κανείς, ούτε καν τι να γράψουν στον επικήδειο. Η άδεια και σκοτεινή ταβέρνα ενός πανδοχείου, με τα θλιβερά πλαστικά τραπεζομάντιλα, τα θεόκλειστα παράθυρα και την αποπνικτική ατμόσφαιρα αποδεικνύεται ο ιδανικός τόπος και η νεαρή, ξεχτένιστη γυναίκα με τη βρώμικη ποδιά η καταλληλότερη συντροφιά.

Το ποτό αποκοιμίζει τις σκέψεις, μαλακώνει τους πόνους, μ’ αυτό κεντρίζω τον εαυτό μου να προχωρεί κάθε τόσο ένα μισάωρο πιο κάτω…Όμως η στάθμη του ποτού στο μπουκάλι κατεβαίνει, πρέπει να φυλάω τον θησαυρό μου και για μετά. Πίνω την τελευταία γουλιά (την πιο μεγάλη!) στο κατώφλι του σπιτιού μου, πριν αντικρίσω τη Μάγδα. [σ. 48 – 49]

Οι πρώτες σελίδες κυλούν με σπαρταριστές σκέψεις, σαν ευφυές κωμικογράφημα σαν κείμενο – γελοιογραφία, σαν μια «Ψυχολογία Γερμανού Συζύγου»· οι προσπάθειες να πιεί έστω και μια γουλιά οπουδήποτε σταθεί και βρεθεί οδηγούν σε σειρά ευτράπελων καταστάσεων, που διηγείται ο ίδιος απολαυστικά, με τρόπο που αδυνατείς να ξεχωρίσεις την ειλικρινή, εκ βαθέων εξομολόγηση από5 την αυτοσαρκαστική γελοιοποίηση. Την άγρια ευθυμία, ακολουθεί μια αβυσσαλέα απόγνωση κι εκείνη με τη σειρά της εναλλάσσεται με μια παραλυτική απάθεια.

Όμως σταδιακά ο εθισμένος μεθυσμένος βρίσκεται αντιμέτωπος με όλες τις εκφάνσεις μιας νομοταγούς και ευπρεπισμένης κοινωνικής μηχανής. Πρώτα αντιπαρατίθεται με την γυναίκα του, φτάνοντας στο σημείο να παλέψει μαζί της, αισθανόμενος «ένα γλυκό μίσος για το κάποτε λατρεμένο σώμα», σκεφτόμενος τη μία, πως θα την αγαπάει για πάντα και την άλλη ψιθυρίζοντάς της στο αυτί πως αύριο το βράδυ θα έρθει να την πνίξει. Ήθελα, ειδικά μπροστά στην πάντα νηφάλια, συνετή, ικανή, εργατική (όλα στον υπερθετικό!) γυναίκα μου, να μεθύσω τρελά, ήθελα ν’ απλώσω τα πόδια μου πάνω στο τραπέζι, να πω τραγούδια πρόστυχα, αγοραία, να ξεστομίσω κουβέντες αισχρές – τι ηδονή να την τραβήξω κι αυτήν μαζί μου στον βούρκο, να της δείξω ποιον αγάπησε στ’ αλήθεια και πώς τον κατάντησε ο έρωτάς της αυτός… [σ. 69]

3Ύστερα καταδιώκεται από τον οικογενειακό γιατρό, ενώ παράλληλα απογυμνώνεται οικονομικά από τον ιδιοκτήτη του μπαρ. Κάποτε η επιθετική στάση προς την γυναίκα του μεταφράζεται σε απόπειρα δολοφονίας. Νόμιμα, πλέον, ο Πότης μετατρέπεται σε Παραβάτη, συνεπώς επίσημα υποβιβάζεται στη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων και στην υποεπικράτεια των ασύλων. Είναι, άλλωστε, απολύτως άχρηστος για την πολιτική κοινωνία που επιθυμεί ο καθένας να βρίσκεται στη θέση του, φρόνιμος, απαθής και αποδοτικός. Παρά την αυτονόητη σιωπή όσον αφορά το πολιτικό πλαίσιο του μύθου, δεν μπορεί να αγνοηθεί η συγκεκριμένη ακριβώς μεταχείριση των «ιδιαίτερων» κατηγοριών από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα: ο τρόφιμος οφείλει να ζήσει έγκλειστος και να αναμορφωθεί, ακριβώς σ’ ένα περιβάλλον όχι μόνο δεν τον αναμορφώνει αλλά κυρίως τον μεταμορφώνει και τον παραμορφώνει.

6Ήμουνα παγιδευμένος σε μια τεράστια μηχανή και δεν είχε πια σημασία τι έκανα ή τι ένοιωθα· η μηχανή είχε πάρει για τα καλά μπροστά, και δούλευε ασταμάτητα – ερήμην μου. Είναι τα τελευταία λόγια του Ζόμμερ, στο τέλος του 36ου κεφαλαίου· από το επόμενο και μέχρι το τέλος, για άλλα τριάντα περίπου κεφάλαια, ο ήρωας βρίσκεται στον Άλλο Κόσμο του Ασύλου, του «θεραπευτηρίου» όπως κάποτε το αποκαλεί. Έτσι το βιβλίο χωρίζεται κυριολεκτικά σε δύο κόσμους, σαν δυο χωριστά μυθιστορήματα με τον ίδιο ήρωα, την ίδια γραφή και το ίδιο βάθος. Στις σπουδαίες λογοτεχνικές σελίδες που έχουν καταφέρει να περιγράψουν τον κόσμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των γκουλάγκ, των φυλακών και των φρενοκομείων, τώρα θέση παίρνει και ολόκληρο το δεύτερο μέρος του Πότη.

8Η ζωή του περιγράφεται με τον ίδιο τρόπο: απλά, σαν παραπονεμένη εξομολόγηση ενός απλού ανθρώπου, σαν απορημένο σχόλιο ενός έκπληκτου αθώου. Η προσωπογραφία των κρατουμένων, η εξουσία των ισχυρότερων, η ποταπότητα του ανθρώπινου ζώου συνθέτουν μια κοινωνία κωμικοτραγικής αγριότητας. Οι σύντροφοι σπάνιοι, οι χαρές ελάχιστης διάρκειας· δεν του μένει παρά να στραφεί στην χειρωνακτική εργασία του και να αισθανθεί σχεδόν ευτυχής στο μικροσκοπικό του δωματιάκι. Ο κύριος σκοπός της τρέχουσας ιδεολογίας επιτεύχθηκε. Με αφορμή την μοναδική «ελεύθερη» απογευματινή ώρα κάποτε μονολογεί:

Όμως για σένα, κρατούμενε, δεν είναι ίδιο το γαλάζιο του ουρανού, κι ο ήλιος που ζεσταίνει το δέρμα σου δεν λάμπει για σένα. Κι η απεραντοσύνη του τοπίου δεν είναι για σένα. Απλός επισκέπτης είσαι, του ουρανού, του καθαρού αέρα, του ήλιου – τα λεπτά σου είναι μετρημένα, κρατούμενε. Ο κόσμος σου εσένα είναι το μουντό, το ζοφερό σπίτι των νεκρών, εκεί όπου γέλιο απελευθερωτικό της ψυχής δεν αντηχεί ποτέ. Για τον ήλιο είσαι ένας ξένος, κρατούμενε. [σ. 246]

BΑν ο Πότης αποτελεί την απόλυτη μυθοπλασία της αλκοολικής εξάρτησης, την ίδια στιγμή το μπουκάλι μοιάζει να αδειάζει και να ξαναγεμίζει με κάτι εντελώς διαφορετικό, χωρίς ίχνος αλκοόλ: τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος απελπίζεται από την αίσθηση μειονεξίας, διολισθαίνει από την κανονικότητα, αναζητάει ψεύτικο καταφύγιο, αποδέχεται τον ετεροκαθορισμό, απαρνιέται τη ζωή, βυθίζεται ολοένα στην αρνητικότητα, κατεβαίνει, κατεβαίνει κάτω, πολύ κάτω, και μαθαίνει να ζει εκεί ακριβώς, ως το απόλυτο τίποτα. Αν ο κόσμος είναι ακατανόητος και μηδενισμένος, ας είναι και ο εαυτός αδιάφορος και χαμερπής. Τίποτα δεν έχει σημασία, οι ηθικές διακρίσεις είναι λόγια του αέρα και ο μόνος άξιος λόγος αυτής της αντιζωής είναι η ατομική ευχαρίστηση, που οδηγεί στην αναπόδραστη εξάρτηση, που με τη σειρά της προκαλεί ευχαρίστηση κ.ο.κ.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στο περιβάλλον του Ζόμμερ η δύναμη και η ανωτερότητα αποτελούν ακριβώς μέγιστο κριτήριο κοινωνικής αποδοχής, έτσι όταν αισθάνεται να τα χάνει (από την γυναίκα του, από την προσωπική του επαγγελματική αδυναμία ή αδιαφορία) όχι μόνο το οικοδόμημα της καθημερινότητάς του αλλά και ολόκληρο το έδαφος της ζωής του βουλιάζει – σ’ 4ένα παράλληλο σύμπαν η εξύμνηση της υπεροχής αποτελούσε και το βασικό κατασκεύασμα της χιτλερικής κοινωνίας, συνεπώς εκείνος που δεν πληρούσε τα δεδομένα αποτελούσε αποβλητέο σώμα. Ιδού ο τρομερός παραλληλισμός που δεν μπορεί να αγνοηθεί: όταν η κοινωνία ως σώμα επιλέγει τον ψευδαισθησιακό κόσμο, τότε η λογική αποβάλλεται σαν ξένο σώμα.

Ο Ζόμμερ βρίσκεται συνάμα στο δικαστήριο του Κάφκα και το μεθοκοπείο του Ντοστογιέφσκι, στις γκροτέσκες και κωμικές μαζί προσωπογραφίες των εξπρεσσιονιστών. Όμως πάρα την  έντονη εξπρεσσιονιστική αίσθηση του κειμένου η λιτή και ακριβέστατη γραφή του εντάσσει το έργο στην «Νέα αντικειμενικότητα» που δίνει έμφαση στη ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, όπως μας κατατοπίζει στο πλούσιο επίμετρο η μεταφράστρια. Η «πιστή» αυτή πραγματιστική περιγραφή καταβρέχεται από οξύ χιούμορ και φαρμακερό σαρκασμό και αυτοσαρκασμό.

Hans FalladaΠρώτα γνώρισα τη ζωή από τα βιβλία και μετά από την ίδια τη ζωή, έγραψε κάποτε ο συγγραφέας για την δραματική του εφηβεία, γεμάτη με ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του, ασθένειες και καταθλιπτικά επεισόδια, μέχρι την ψυχική κατάρρευση ύστερα από ένα σοβαρό ποδηλατικό ατύχημα και μια διπλή απόπειρα αυτοκτονίας. Έκτοτε η ίδια η ζωή φρόντισε ώστε να την γνωρίσει ως τα άκρα της, εξαρτώμενος από το αλκοόλ και τη μορφίνη, ζώντας μια ολόκληρη επταετία σε ψυχιατρικά άσυλα. Είναι ενδεικτικό πως όταν το 1927 διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης, παρουσιάζεται αυτοβούλως στον εισαγγελέα και εμφανίζει διογκωμένο το ποσόν που υπεξαίρεσε, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την ποινή της φυλάκισης, με σκοπό την πλήρη αποτοξίνωση από το οινόπνευμα.

Βγαίνοντας από το άσυλο έζησε με την δεύτερη σύζυγό του, με την οποία μοιράστηκε μέσα στα συντρίμμια του βομβαρδισμένου Βερολίνου τις αποδράσεις της μορφίνης και κατέληξε για άλλη μια φορά  σε κλινική αποτοξίνωσης – αλλά αυτή ήταν η τελευταία. Πέθανε σε νοσοκομείο το 1947. Είναι η δεύτερη έκδοση του συγγραφέα στη χώρα μας, μετά το Μόνος στο Βερολίνο [εκδ. Πόλις, 2012, Α΄ έκδ. 2008] με θέμα την πραγματική ιστορία ενός ζεύγους εργατών που καταδικάστηκαν για αντιστασιακή δράση κατά των ναζί.

Hans Fallada - Der TrinkerΆραγε ο ήρωάς του έχει καλύτερο τέλος; Η Μάγδα Ζόμερ, υπόδειγμα των ηθικών και προτεσταντικών αξιών που εκθρέφουν τους πολίτες τέτοιων κρατών, περιμένει να τον δεχτεί στην αγκαλιά της· εκείνος θα σπεύσει ή θα επιστρέψει σ’ εκείνο εξαρχής ονειρευόταν, ακόμα περισσότερο συνειδητοποιημένος ή καταστραγγισμένος από κάθε επιθυμία ζωής, να επιλέξει δηλαδή ο ίδιος τον θάνατό του και να μην μπορεί κανείς να τον σώσει;. Και, πρώτα, ως τελευταία προθανάτια απόλαυση πριν το χαμό, να χαρεί ένα γεμάτο ποτήρι;

Εκδ. Κίχλη, Δεκ. 2012, μτφ. Έμη Βαϊκούση, 400 σελ., με 19σέλιδο επίμετρο της μεταφράστριας και 16σέλιδο παράρτημα σε γυαλιστερό φύλλο με αποσπάσματα από το αρχείο του, μυθιστορήματά, επιστολές κ.ά. καθώς και πλήθος φωτογραφιών [Hans Fallada – Der Trinker, 1950].




Αύγουστος 2013
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031  

Blog Stats

  • 1.132.184 hits

Αρχείο