Λέγαμε για τη στενοχώρια που μπορεί να νιώθει ένας εκδότης (άλλη κακόηχη λέξη, αλλά και οι λέξεις πλαστουργός ή δημιουργός θα ακούγονταν υπερφίαλες) περιοδικού. Την ώρα που τον επαινούν για ένα τεύχος που κρατάνε φρέσκο στα χέρια τους οι άλλοι ο ίδιος να μελαγχολεί κρυφά μέσα του γιατί ξέρει αυτό που δεν θα μάθει ποτέ κανείς: Πόσα κείμενα που τον ενθουσιάζουν όσο τα δημοσιευμένα δε κατόρθωσε να τα περιλάβει τελικά στις σελίδες του τεύχους που επαινείται. Τελικά, η έκδοση ενός περιοδικού, όπως όλα τα σημαντικά πράγματα σε αυτή τη ζωή, ενώ φαίνεται προϋπόθεση μιας κοινότητας ανθρώπων, καταλήγει σε μια προσωπική εχέμυθη, σχεδόν μυστική περιπέτεια…
…γράφει στην επιστολή του ο Θανάσης Θ. Νιάρχος [σ. 83] και ακόμα κι αν δεν γνωρίζει κανείς ποιον αφορά το κείμενο, μπορώ να φανταστώ αμέτρητους αναγνώστες να σκέφτονται τον Γιώργο Κορδομενίδη, το Εντευκτήριο του οποίου διανύει ήδη τον 26ο χρόνο ανελλιπούς παρουσίας και συμπλήρωσε τις 100 εκδόσεις. Ο εορτασμός δεν μπορεί παρά μια επετειακή έκδοση: μια συλλογή λογοτεχνικών και άλλων κειμένων που περιέχουν τη λέξη ή τον αριθμό εκατό, γραμμένων επί τούτου από τους διαχρονικούς, τακτικούς συνεργάτες του και άλλους νεότερους.
Έτσι το τεύχος είναι πλήρες ιστοριών όπου το Εκατό είναι αριθμός σε διεύθυνση (Νίκος Βατόπουλος, Γιώργος Μητάς), απόπειρες συγγραφής ενός κειμένου (Άρις Γεωργίου), σχεδιαζόμενα βιβλία για ανάγνωση (Θεόδωρος Γρηγοριάδης), οι φορές που διπλώνεται ένα μικρό ύφασμα από νεαρό κορίτσι (Σταύρος Ζαφειρίου), κομμάτια της ψυχής (Θωμάς Κοροβίνης για την Φλέρυ Νταντωνάκη), σωζώμενα κατάστιχα (Παναγιώτης Κουσαθανάς), στοιχεία ταυτότητος (Αχιλλέας Κυριακίδης), απόσταση σε μέτρα (Γιώργος Σκαμπαρδώνης) και βέβαια ηλικία, όπως τα χρόνια του Πάτρικ Λη Φέρμορ που αποχαιρετά στην Καρδαμύλη η Εβίτα Αράπογλου.
Πεζά καταθέτουν και οι Βασίλης Αμανατίδης, Κατερίνα Δασκαλάκη, Άκης Δήμου, Γιάννης Επαμεινώνδας, Γιάννης Ευσταθιάδης, Σπύρος Καρυδάκης, Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου, Μαρία Κουγιουμτζή, Κωνσταντίνος Ματσούκας, Σοφία Νικολαΐδου, Δημήτρης Νόλλας, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Μανόλης Ξεξάκης, Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Θοδωρής Ρακόπουλος, Γιαν Χένρικ Σβαν, Σάκης Σερέφας, Μαρία Στασινοπούλου, Έρση Σωτηροπούλου, Γιώργος Τούλας κ.ά., ενώ ποίηματα οι Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Κική Δημουλά (το εκατό ως εχθρός του απροσμέτρητου), Νίκος Ειρηνάκης, Γιάννης Καράτζογλου, Χριστόφορος Λιοντάκης, Κώστας Μαυρουδής, Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Σαριφούρ Ραμάν, Μαρίνα Τσβετάγιεβα (μτφ. από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης) κ.ά.
Το πρωτότυπο αφιέρωμα συμπληρώνουν, μεταξύ άλλων, ένα ιδιόχειρο σημείωμα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μια αφιέρωση κι ένα υστερόγραφο του Δ.Ν. Μαρωνίτη, ένα μικρό κομμάτι του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (μτφ. Μαργαρίτα Μέλμπεργκ), κείμενα της Βάνας Χαραλαμπίδου και «λίγα λόγια» από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλου, όπου, μεταξύ άλλων τονίζεται αυτό που όλοι έχουμε παρατηρήσει, ότι ακόμα και στα πολυσέλιδα αφιερώματα του περιοδικού δεν εξοβελίστηκαν οι τακτικές στήλες και η συνήθης ύλη.
Ένας πλήρης πίνακας συγγραφέων και συνεργατών των εκατό τευχών συμπληρώνει την σύναξη των κειμένων, στα οποία, όπως σημειώνει στο περιθώριο της δικής του ιστορίας του ο Γιώργος Αδαμίδης, κάθε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα και περιστατικά οφείλεται στην ανεξέλεγκτη τάση της ζωής να αντιγράφει την τέχνη. Στoν Σκοτεινό Θάλαμο, τα Ιστορικά Κολάζ της Ρένας Ηλιάδου θυμούνται το γνωστό διαχρονικό ερώτημα του Βίσμαρκ «Πώς να πιστέψει κανείς στην ιστορία, όταν για γεγονότα που έγιναν μόλις χθες, λέγονται τόσα ψεύδη;» και εκφράζουν ακριβώς αυτή την παραποίηση της ιστορικής πραγματικότητας.
Στα ευπρόσδεκτα, όπως προαναφέρθηκε, εκτός αφιερώματος κείμενα, η Μαρία Τσαντσάνογλου γράφει για τον συλλέκτη Γιώργο Κωστάκη και τη Συλλογή Ρωσικής Πρωτοπορίας στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ο Άκης Παπαντώνης για την «Ομιλούσα σιωπή στο έργο των Κέιτζ και Κάφκα» θυμίζοντας τον καφκικό αφορισμό πως η γλώσσα δεν είναι παρά μια κακή μετάφραση αλλά και μια παλαιότερη, μετεφηβική ημερολογιακή καταγραφή του συγγραφέα πως «οι λέξεις είναι κακοί αναρριχητές και κακοί ανθρακωρύχοι. Δεν μπορούν να κατεβάσουν το θησαυρό από τις κορυφές των βουνών ή να τον ανασύρουν από τα βάθη τους».
Οι πιο καλοί, βαθείς, απολαυστικοί οργασμοί είναι αυτοί που τους προκαλείς μόνη σου, μηχανικοί οργανισμοί, δε λέω, χωρίς τα φούμαρα, τα άνθη, τις μεταξωτές κορδέλες, του τάχαμ τάχαμ ταυτόχρονου οργασμού που, εντάξει, καλός κι αυτός, αν προκύψει, ως κατάληξη τρυφερότητας, συντροφικότητας, παιχνιδιού, άντε και πάθους, άμα λάχει, αλλά στον οργασμό πρέπει να συγκεντρώνεσαι, να εμβαθύνεις ολότελα στο σώμα σου, να μη σε απασχολεί τίποτε άλλο, και να κοντρολάρεις απόλυτα τους μυς σου, σα να σωφάρεις αυτοκίνητο, να το οδηγείς εσύ εκεί που σε πάει η σήραγγα. […]. ο οργασμός τι είναι; ένας σπασμός είναι, ένα βότσαλο στη λίμνη, αν η ριξιά είναι καλή, και καταφέρεις να σφίξεις τους μυς στο σωστό κλάσμα του δευτερολέπτου, οι κύκλοι στο νερό θα ανοίξουν, θα πλαταίνουν στο άπειρο, αν όχι ζούφιο αμύγδαλο, υποψία ηδονής, ρηχή, θαμπή κι ανούσια…
… διαβάζουμε στο ερωτικότερο «εκατοστιαίο» κείμενο (Εκατό οργασμοί και βάλε) δια χειρός Νόρας Πυλόρωφ – Προκοπίου, που «μεταγράφει» τη συζήτηση τριών συμμαθητριών, ετών πενήντα. Πέρα από την βαθιά αλήθεια του κειμένου, δε μπορώ να μη διακρίνω τις υπόγειες ομοιότητες των εκατό οργασμών με τους άλλους, τους πνευματικούς, που μας προκάλεσε το Εντευκτήριο όλα μας αυτά τα χρόνια. [σ. 216]