Κάρλος Φουέντες – Σε αυτά πιστεύω. Αυτοβιογραφικά σημειώματα

Το 1προσωπικό λεξικό ενός σπάνιου συγγραφέα

Μόνο το λεχθέν είναι ευτυχές και μόνο το ανείπωτο είναι δυστυχές. Η μυθιστορία κάνει ορατή την αόρατη πλευρά της πραγματικότητας […] αλλά και μια καινούργια πραγματικότητα που χωρίς αυτή δεν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την ίδια την πραγματικότητα. Έτσι το μυθιστόρημα πλάθει ένα καινούργιο χρόνο για τους αναγνώστες καθώς μετατρέπει το παρελθόν σε μνήμη και το μέλλον σε επιθυμία, όμως και τα δυο συμβαίνουν σήμερα, στο παρόν του αναγνώστη που, διαβάζοντας, αναπολεί και ποθεί… [σ. 216 – 217]

… γράφει ο Φουέντες στο περί μυθιστορήματος μικροκείμενό του, σ’ ένα ιδιαίτερο προσωπικό λεξικό όλων όσων αγάπησε, σ’ ένα επιλεκτικό λημματολόγιο των εκλεκτών λέξεων που συμβόλισαν τους κόσμους όπου περιηγήθηκε, δημιούργησε, εκστασιάστηκε και πολέμησε. Οι σκέψεις του για το μυθιστόρημα έχουν ήδη δικαιωθεί από τα περίφημα βιβλία του: Το μυθιστόρημα λέει ό,τι δεν είπε, ξέχασε ή δεν τόλμησε να φανταστεί η ιστορία· ίσως γράφει εκείνο που ακόμα δεν αποκαλύφθηκε, αναπολεί όσα ξεχάστηκαν, γίνεται η φωνή της σιωπής όσων υποβιβάστηκαν από την αδικία, την αδιαφορία, την προκατάληψη, την άγνοια, το μισός ή το φόβο, οι φωνές που ακόμα δεν είπαν την τελευταία τους λέξη.

c1Αυτή είναι όχι μόνο η δική μας συμμετοχή στη ιστορία αλλά η ίδια δημιουργία της ιστορίας. Οι απαντήσεις του μυθιστορήματος δεν είναι ποτέ δογματικές, ούτε οι πραγματικότητές του περατωμένες. Μόνο η πολιτική μπορεί να γίνει δογματική – η μυθοπλασία μπορεί να γίνει μόνο αινιγματική. Το μυθιστόρημα μας προτείνει την πιθανότητα μιας λεκτικής φαντασίας ως πραγματικότητας όχι λιγότερο πραγματικής από την ίδια την ιστορία. Η λογοτεχνία ενός πλήθους σπουδαίων συγγραφέων από την ινδο – αφρολατινική Αμερική επιφέρει μια νέα αξίωση: την μεταβίβαση από την ταυτότητα στη διαφορετικότητα. Η ποικιλία και όχι η μονοτονία, η διαφορετικότητα περισσότερο από την ενότητα, η σύγκρουση περισσότερο από την ηρεμία θα καθορίσουν τον πολιτισμό του αιώνα μας. Το μυθιστόρημα είναι μια συστατική επιστολή των πολιτισμών που απέναντι στα παλιρροϊκά κύματα της παγκοσμιοποίησης τόλμησαν να παραμείνουν αυτό που είναι.

c5Τι γράφει άραγε για το Σεξ στη ζωή του ο συγγραφέας που δεν παρέλειψε να το λογοτεχνήσει με σκληρό τρόπο ιδίως στα ύστερα, συναρπαστικά του βιβλία; Από την σεξουαλική στέπα που αποτελούσε το Μεξικό της δεκαετίας του ’40 με τις φτωχές θεραπαινίδες του έρωτα που κάλυπταν ευλαβικά την εικόνα της Παναγίας της Γουαδελούπης μέχρι τον μακρύ κατάλογο των ενήλικων ερώτων του, ο Φουέντες προτιμά να κρατήσει τα ονόματα για τον εαυτό του παρά να συντάξει το ευρετήριο ενός Δον Ζουάν – αισθάνεται άλλωστε ότι ποτέ δεν καταχράστηκε, πάντα συντρόφευε, πάντα πειραματίστηκε με το ταίρι του, με αμοιβαιότητα και ίση βεβαιότητα πως αμφότεροι συμμετείχαν «στην αναζήτηση συναισθημάτων διαρκείας παρ’ όλη την παροδικότητα των συνευρέσεων». Και ύστερα, ο έρωτας μετατρέπεται σε λογοτεχνία. Ένα σώμα λέξεων γυρεύει την προσέγγιση ενός άλλου σώματος λέξεων. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ευγνώμονες σε όλους τους εραστές, ακόμα κι αν οι απογοητεύσεις και οι αποτυχίες. μας αναγκάζουν καμιά φορά να καταριόμαστε την γενετήσια ορμή. Καθεμιά από τις γυναίκες του αντιπροσωπεύει όχι μονάχα μια ώρα περαστικής και θνητής πληρότητας αλλά κάτι που έγινε λογοτεχνία. Και ποιος μπορεί να αποτάξει παρ’ όλη τη συντομία και το κόστος αυτό το ακτινοβόλο κέντρο του κόσμου που είναι η ερωτική κλίνη;

c7Το κείμενό του για τις Γυναίκες αφιερώνεται στην Γερμανοεβραία φιλόσοφο Έντιθ Στάιν [Αγ. Τερέζα], την Άννα Αχμάτοβα και την Σιμον Βέιλ· στην τελευταία πιστεύει γιατί είναι μια χριστιανή εκτός εκκλησίας που θεωρεί την εκκλησία ως δογματική και γραφειοκρατική δομή και θέλει να είναι με το Θεό και να δρα ελεύθερα. Το «φιλοσοφικό» του λήμμα αφιερώνεται στον Βίτγκενσταϊν γιατί θέτει υπό κρίση όλες τις πεποιθήσεις μας και όλες τις επίκτητες αλήθειες, γιατί μας υποχρεώνει να αναλογιστούμε τα πάντα, ακόμα και όσα δεν θέλουμε να επανεξετάσουμε διότι αποτελούν μέρος της διανοητικής αρχιτεκτονικής και της ηθικής μας θωράκισης. Για τον Φουέντες αυτός είναι ο φιλόσοφος του 20ού αιώνα, αυτός που πάει κατευθείαν στην καρδιά της γλώσσας και κατά συνέπεια της λογοτεχνίας γιατί είναι ικανός να αποδεχτεί το ανείπωτο.

c2Σ’ ένα από τα κάπως πιο εκτεταμένα κείμενα, που αφιερώνεται στις Πόλεις Μαστούς, ο συγγραφέας εκφράζει την πίστη του για τις πόλεις σε αντίθεση με τη φύση που τον αναστατώνει υπερβολικά. Ζηλεμένος ταξιδιώτης, με σύντομες φράσεις υμνεί τις πόλεις των συγγραφέων, διατρέχει ευρωπαϊκούς και βορειοαμερικάνικους τόπους και πάλι καταλήγει στους δικούς του τόπους και ου-τόπους, το Μοντεβιδέο του Χουάν Κάρλος Ονέτι, του Φελισβέρτο Ερνάντες και του φαντάσματος του Λοτρεαμόν, το Ρίο ντε Τζανέιρο του Αλφόνσο Ρέγιες, το Μπουένος Άιρες του Μπόρχες και του Κορτάσαρ, εκεί όπου κατάλαβε γιατί το τάνγκο είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται και γιατί ένας άντρας μπορούσε να ερωτευτεί έως απώλειας της τιμής μέσω της Μέτσα Ορτίς ή της Τίτα Μερέγιο, άλλωστε…

… δεν υπάρχει πόλη περισσότερο εξαϋλωμένη στις νεφέλες της γλώσσας, της λογοτεχνίας της, της διαβατάρικης μουσικής της, περισσότερο πληγωμένη από τα θραύσματα των προσδοκιών της, τις απίστευτες κακοποιήσεις, τους εξαφανισμένους της, τα βασανιστήριά της, τα δεινά της που δεν καταφέρνουν να αντισταθμίσουν την εκθαμβωτικά καρναβαλική χροιά των δικτατόρων της, τις βαλσαμωμένες αγίες της, τις προεδρικές της μπαλαρίνες, τους αγύρτες αυλικούς της….[σ. 295]

c3Από τα λήμματα δε θα μπορούσε να λείπει μια μέγιστη ασθένεια της εποχής μας: η ξενοφοβία. Με μέγιστη απλότητα ο Μεξικανός αγωνιστής γράφει τα ξεχασμένα αυτονόητα: Ζούμε στη διαρκή συνάντηση με αυτό που δεν είμαστε, δηλαδή με το διαφορετικό. Μόνο μια νεκρή ταυτότητα είναι μια σταθερή αυτότητα. Ένας απομονωμένος πολιτισμός σύντομα αποθνήσκει ή μετατρέπεται σε φολκλόρ, μανία ή φαντασμαγορικό θέατρο. Δεν υπάρχει παγκοσμιότητα που να αξίζει χωρίς τοπικότητα που να χρησιμεύει. Πώς γίνεται εν ονόματι μιας παγκοσμιοποίησης τα πράγματα να είναι ελεύθερα να κυκλοφορήσουν ενώ οι εργαζόμενοι άνθρωποι όχι;  Πώς γίνεται να απορρίπτουμε τους πολιτισμούς που οι ίδιοι ως Δύση εκμεταλλευτήκαμε ή γαλουχήσαμε με αρχές οικουμενικές που τώρα απορρίπτουμε, όπως ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα ή η ελεύθερη διακίνηση;

c4Οι λεξικογραφημένοι μικρόκοσμοι που απαρτίζουν [απάρτιζαν] την ζωή του Φουέντες δεν καταγράφονται με στεγνό, ακαδημαϊκό τρόπο, ούτε φιλοδοξούν να αποτελέσουν  δοκίμια πυκνά και απόλυτα. Το αντίθετο: ο συγγραφέας γράφει ως ο λογοτέχνης που υπήρξε, ιδίως στα τελευταία του αριστουργήματα, δηλαδή με γραφή ενθουσιασμένη και τρικυμιώδη, με συναισθηματική φόρτιση αλλά και ψύχραιμη σοφία, σε κείμενα πλημμυρισμένα με παραληρούσες λέξεις, αυτοσχέδιες αλήθειες και πυκνότατες φιλοσοφίες.

Το λημματολόγιο περιλαμβάνει ακόμα συναισθήματα [Αγάπη, Ευτυχία, Ζήλεια], συγγραφείς [Κάφκα, Μπαλζάκ, Σαίξπηρ, Φόκνερ], λογοτεχνικό ήρωα [Δον Κιχώτης], σκηνοθέτη [Μπουνιουέλ], ζωγράφο [Βελάσκεθ]· έννοιες βαθιές και πολυδιάστατες, όπως το Εγώ, η Ελευθερία, η Εμπειρία, η Ιστορία, το Κάλλος, ο Χρόνος, ο Θεός. Δεν θα μπορούσε να αγνοήσει την Πολιτική, την Επανάσταση, την Αριστερά, την Κοινωνία των Πολιτών, την Παγκοσμιοποίηση, τους τόπους που τον σημάδεψαν [Ιβηρική Αμερική, Μεξικό, Ζυρίχη], εκείνα που του ομόρφυναν τη ζωή [Ανάγνωση, Κινηματογράφος, Φιλία]. Εξομολογείται για την Οικογένεια, υμνεί την Σίλβια (την γυναίκα του), μοιράζεται τα προσωπικά του δράματα [Τέκνα], φιλοσοφεί τον Θάνατο, ξαναθυμάται την Οδύσσεια, τον Ιησού…

portadaH φαντασία και ο λόγος, η μνήμη και η λαχτάρα συνιστούν όχι μόνον το ζωτικό υλικό της μυθοπλασίας, αλλά και τον τόπο συνάντησης της ημιτελούς ανθρωπιάς μας. Η λογοτεχνία μας διδάσκει πως οι ύψιστες αξίες είναι οι συμμετοχικές αξίες. Οι Λατινοαμερικανοί συγγραφείς συμμεριζόμαστε τη γνώμη του Ίταλο Καλβίνο όταν ισχυρίζεται πως η λογοτεχνία είναι ένα πρότυπο αξιών, ικανό να προτείνει γλωσσικά, οπτικά, φανταστικά σκηνικά και ένα συσχετισμό συμβάντων. Επιβεβαιωνόμαστε στον Ουίλιαμ Γκας όταν μας κάνει να αντιληφθούμε πως σώμα και ψυχή ενός μυθιστορήματος είναι ο λόγος και η φαντασία, και όχι οι καλές προθέσεις; η συνείδηση που το μυθιστόρημα αναταράζει, όχι η συνείδηση που βολεύεται. Αδελφωνόμαστε με τον μεγάλο φίλο μας τον Μιλαν Κούντερα όταν μας θυμίζει πως το μυθιστόρημα είναι ένας συνεχής επαναπροσδιορισμός του ανθρώπου ως πρόβλημα. [σ. 223]

Εκδ. Καστανιώτη, 2012 [Α΄ έκδ. 2004], μτφ. από τα Ισπανικά: Αμαλία Βασιλακάκη, σελ. 376 [Carlos Fuentes, En esto creo, 2002]

Πρώτη δημοσίευση [εκτός από το τελευταίο παράθεμα]: mic.gr.

Γκούναρ Στόλεσεν – Τα μαύρα πρόβατα

ex_TA MAURA PROVATA_8_EkdoseisPolisΣυλλογικά εγκλήματα για μια «επιτυχημένη» χώρα

Τα οδοφράγματα τα σκέπασαν τα βρύα, Χάουγκεν. Εμπιστεύσου με, κάτι ξέρω κι εγώ. Βοήθησα στο στήσιμό τους. Εξαφανίστηκαν πίσω από ένα σύννεφο καπνού από χασίσι και πίσω από μια στοίβα μετοχές χρηματιστηρίου, κάπου μεταξύ 1970 και 1980. [σ. 75]

…εξομολογείται ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Βαργκ Βέουμ στον άσπονδο συνομιλητή του Χανς Χάουγκεν, έναν μυστακιοφόρο μακρυμάλλη που του θυμίζει τον …Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν. Αυτό το απολιθωμένο παιδί των μαραμένων λουλουδιών συντροφεύει τον Αλεξάντερ Λατούρ, νοτιοαφρικανό φοιτητή τεχνολογίας πετρελαίου που ζητάει από τον Βέουμ να αναλάβει την ανανέωση της άδειας παραμονής του, μεσολαβώντας στην «αξιοσέβαστη νορβηγική γραφειοκρατία», καθώς έχει μόλις ένα εικοσιτετράωρο προτού απελαθεί.

Από τις πρώτες σελίδες η μαύρη μυθοπλασία του Στόλεσεν εκθέτει τις δυο απαραίτητες αρετές του είδους: την δημιουργία μιας ολικής ατμόσφαιρας και την ευρηματικότητα του λόγου – ή έστω του διαλόγου. Για το τρίτο, απαραίτητο πλέον στοιχείο των σύγχρονων ανάλογων ιστοριών, η βορειοευρωπαϊκή / σκανδιναβική σχολή και το νορβηγικό της μπλοκ έχουν ήδη καταθέσει πολυσέλιδα διαπιστευτήρια:Staalesen οι εγκληματικές τους ιστορίες αποτελούν πλήρεις κοινωνικές τοιχογραφίες της σύγχρονης ζωής στις βόρειες ζώνες της ευδαιμονίας – μιας ευδαιμονίας που όταν δεν ήταν απατηλή αφορούσε ελάχιστους και στηριζόταν σε βρώμικα εδάφη.

Ο Βέουμ αποτελεί αρχέτυπο μονήρη και μίζερου πλην συμπαθούς και παλαιάς κοπής ντετέκτιβ: χρησιμοποιεί περσινό ημερολόγιο (με το άγχος να θυμάται πως όλα πάνε μια μέρα παρακάτω), αφήνει τους πιστωτές να μιλάνε στον αυτόματο τηλεφωνητή, έχει στο πάντα στο μυαλό του σε εκατό άλλα μέρη όπου θα προτιμούσε να βρίσκεται και φλερτάρει παταγωδώς αποτυχημένα την γραφειοκράτισσα του ληξιαρχείου, όπως αποτυχημένα άλλωστε κάποτε την φίλησε. Αυτή τη φορά όμως δεν επιτρέπεται καμία σκέψη αποτυχίας: η Κάριν ψάχνει την ναρκομανή αδελφή της Σιρέν που εκδιώχθηκε από το σπίτι της καθώς σταμάτησε να πληρώνει το ενοίκιο. Ένας λόγος παραπάνω για τον Βέουμ να θεωρήσει την αναζήτησή της οικογενειακή υπόθεση.

Δυο απ2953918479_e519c601ecοστολές λοιπόν χωρίς το παραμικρό στοιχείο· και η αφετηρία τους δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο δυσοίωνη: αρχικά η επίσκεψη σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι αστέγων όπου πιθανώς ζει η Σιρέν γίνεται κυριολεκτικά παρανάλωμα, ύστερα το πρώτο – σε σειρά πολλών – κακό συναπάντημα με τον αντιπαθή αστυνομικό Ντάνκερτ Μύυς (σε σύγκριση με τον οποίο ο Βέουμ μας φαίνεται αξιολάτρευτος) αναγκάζει τον τελευταίο να φυλάγεται και από τους σωτήρες του νόμου και τέλος ένας πιθανώς πολύτιμος συνομιλητής, γόνος ισχυρού οίκου της πόλης «πνίγεται» σ’ ένα ενυδρείο προτού τολμήσει να διαφοροποιηθεί από τον δοτό του ρόλο.

Φυσικά το περιβάλλον είναι απόλυτα μελαγχολικό – «εκείνο το φθινόπωρο, ούτε οι τοξικομανείς δε έβγαιναν απ’ τα σπίτια τους». Φυσικά η αισθηματική ζωή του Βέουμ είναι χρεοκοπημένη – το πολύ να καταφέρει κλεφτό έρωτα το βράδυ της Κυριακής με την πρώην γυναίκα του, με τον νυν σύζυγο κάπου απόντα και τον γιό τους στον κόσμο του – ή στο διπλανό δωμάτιο. Παντού όμως το μάτι του μοιάζει με θεριστική μηχανή και τα σιωπηρά του σχόλια είναι κοφτερά: παρατηρώντας το ΙΚΕΑ σπίτι του νέο ζεύγους αμέσως εντοπίζει «μια συλλογή δίσκων από την εποχή της νιότης τους μια επιλογή βιβλίων για τα γεράματά τους».

Oslo  20100623.Forfatter Gunnar StaalesenFoto: Berit Roald / SCANPIXΗ διπλή σκοτεινή ιστορία απαιτεί διείσδυση στα κατάβαθα της κοινωνίας, μουντής και ζοφερής όπως το καταθλιπτικό της φθινόπωρο· στα πολιτιστικά κέντρα που μέσα σε μια μέρα αντικαθιστούν τις βιομηχανίες κονσερβοποίησης θαλασσινών, στα νοσοκομεία όπου οι υγιείς ξεφορτώνονται τους ανεπιθύμητους, στις γραφειοκρατούμενες υπηρεσίες των αλλοδαπών, στα σπίτια της Γενιάς των Κακομαθημένων, στις συνοικίες των ασιατών που φοβούνται και τη σκιά τους και συνακόλουθα φοβίζουν και τις άλλες σκιές, στα πορνοξενοδοχεία και στις επιχειρήσεις των πετρελαίων, στην δικτατορία του αόρατου χρήματος.

Internet-Portfolio, Rubrik PEOPLEO Στόλεσεν έχει ιδιαίτερη ευκολία στην γρήγορη, ευφάνταστη γραφή (διόλου τυχαία έχει ήδη δεκαέξι βιβλία με ισάριθμες περιπέτειες του μυθοπλασμένου χαρακτήρα του), πλημμυρίζει το κείμενό του με δεκάδες παρομοιώσεις οι περισσότερες από τις οποίες είναι απρόβλεπτες, σκαρώνει απολαυστικούς διαλόγους ειρωνείας και κυνισμού και δημιουργεί έντονες κινηματογραφικές εικόνες (και πάλι διόλου τυχαία ο εγχώριος κινηματογράφος φροντίζει να διασκευάζει τα έργα του). Η άσπονδη παρέα του με τον αυτονομημένο πλέον Βέουμ ξεκινάει από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ενώ αμφότεροι ζουν στο λιμανίσιο Μπέργκεν της δυτικής νορβηγικής ακτής.

europe-norway-bergenΤο Μπέργκεν του Μπέουμ εμφανίζεται όπως κάθε καπιταλιστική πόλη που σέβεται τον εαυτό της: έχει υπηρεσίες ναρκωτικών, πορνείας, χρηματιστηρίου, διεφθαρμένης πολιτικής και κάποιων νόμιμων επιχειρήσεων που κραυγάζουν το παραμύθι της επιτυχίας. Σε αυτές τις συνθήκες βέβαια οι «τριτοκοσμικοί» ανεπιθύμητοι αποτελούν τα πλέον επιθυμητά θύματα, για έναν λόγο παραπάνω: η λάμψη του αρκτικού κύκλου κάπως μαυρίζει με όλες αυτές τις άλευκες μούρες των μεταναστών. Όταν η δύναμη και η σήψη έχουν εισχωρήσει σε κάθε θεσμό και αποτελούν την ίδια την προϋπόθεση της επιτυχημένης κοινωνίας, τότε δυο, τρεις, πέντε νεκροί παραπάνω είναι αμελητέα ποσότητα. Τέρμα λοιπόν τα εγκλήματα από άσχημους, βρώμικους και ρακένδυτους ανθρώπους. Τώρα αυτοί θα είναι τα θύματα, μαζί με τους απλούς και τους ανώνυμους, και οι άλλοι οι θύτες. Όχι μόνο των πολιτικών και οικονομικών εγκλημάτων αλλά και των «ταπεινότερων» ποινικών.

Εκδ. Πόλις, 2012, μτφ. Γιάννης Στρίγκος, 334 σελ., με τετρασέλιδες σημειώσεις του Γάλλου και του Έλληνα μεταφραστή [Gunnar Staalesen, Svarte far, 1988]

Στην δεύτερη εικόνα το ….άγαλμα του Βέουμ, στην τελευταία η κοινή γενέτειρα.

Πρώτη δημοσίευση:  περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 35, φθινόπωρο 2013.