Αφιέρωμα: 1914. Οι συγγραφείς και ο πόλεμος
Η αφορμή δίνεται με την συμπλήρωση ενός αιώνα από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου και μπροστά στον μεγάλο όγκο των λογοτεχνικών και άλλων κειμένων, το περιοδικό επέλεξε να συγκεντρώσει ορισμένα που αποτυπώνουν την ατμόσφαιρα του αδιανόητης εκείνης σύρραξης. Έτσι η μυθοπλασία, η ποίηση, το δοκίμιο, το χρονικό, η μαρτυρία, η ημερολογιακή καταγραφή και η ιστορική ανάλυση φωτίζουν αναρίθμητες πλευρές της σύγκρουσης που σφράγισε την παγκόσμια συνείδηση.
Ήταν απόλυτα φυσικό ένα τέτοιας πρωτοφανούς κλίμακας γεγονός να επηρεάσει και την λογοτεχνία, που επιχείρησε με νεωτερικά εκφραστικά εργαλεία να στοιχειοθετήσει την εμπειρία ώστε να την κάνει κατανοητή, κάποτε και καθαρτική μέσα από την τραγικότητά της. Η πολεμική λογοτεχνία είναι ένα πεζογραφικό σώμα που αντλεί πρωτογενές υλικό από τα πεδία των μαχών και δευτερευόντως από την εμπειρία της επιστροφής των πολεμιστών στο σπίτι τους ή ακόμα από τους απόηχους πίσω στις ειρηνικές ζωές, γράφει ο Μιχάλης Μοδινός στο κείμενό του για την σχέση του με το βιβλίο του ΄Εριχ Μαρία Ρεμάρκ Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο. Πρόκειται για το αρχετυπικό σχετικό έργο που παραμένει στην κοινή συνείδηση ίσως περισσότερο και από έργα συγγραφέων όπως ο Ντος Πάσος, ο Χέμινγουεϊ, ο Σλείν, ο Πάστερνακ, ο Κλοντ Σιμόν, ο Γιόζεφ Ροτ, ο Γιάροσλαβ Χάσεκ, ο Άπτον Σίνκλερ και πολλοί σύγχρονοί μας. Σε αυτό το αντιηρωικό και αντιπολεμικό μυθιστόρημα δεν είναι οι εχθροπραξίες, η περιπέτεια ή οι προσωπικές πράξεις ανδρείας που κυριαρχούν αλλά η ψυχολογία των πρωταγωνιστών, η αφόρητη πλήξη της ζωής στα χαρακώματα, η καθημερινή φρίκη, το ξερίζωμα του ανθρωπισμού, το τυχαίο της ύπαρξης.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες και γενικά λιγότερο διαβασμένες αφηγήσεις από τον πόλεμο αποτελούν εδώ οι ημερολογιακές και άλλες διηγήσεις συγγραφέων από τις πρώτες του ημέρες. Ο Στέφαν Τσβάιχ τις έζησε στις οικογενειακές διακοπές στο Λε Κοκ, μια μικρή λουτρόπολη κοντά στην Οστάνδη. Εκεί βασίλευε η ξεγνοιασιά και ήταν συγκεντρωμένες ειρηνικά ένα σωρό εθνικότητες. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή που νομίζω θα θυμάμαι για καιρό, ο συγγραφέας καθόταν σε κάποιο καφενείο με μερικούς φίλους όταν μια ομάδα στρατιωτικών πέρασε από μπροστά τους με το πολυβόλο της που το έσερνε ένας σκύλος. Κάποιος από την παρέα σηκώθηκε να το τον χαϊδέψει αλλά ο αξιωματικός δυσαρεστήθηκε, γιατί φοβήθηκε ότι τέτοιου είδους χάδια σ’ ένα όργανο του πολέμου θα έθιγαν ίσως την αξιοπρέπεια του στρατεύματος. [μτφ. Τάκης Μενδράκος]
Μια ανάλογη ατμόσφαιρα γαλήνης, που μοιάζει πιο εφιαλτική αν σκεφτεί κανείς ότι περιγράφεται μεσούντος του πολέμου καταγράφει η φλαμανδή πεζογράφος Βιργινία Λόβελινγκ στο ημερολόγιο που κρατούσε με κίνδυνο της ζωής της στην κατεχόμενη Γάνδη σε όλη τη διάρκεια του πολέμου: 1916, Κυριακή 2 Απριλίου: Ο πιο όμορφος καιρός του κόσμου. Όλοι βγήκαν έξω. Όλα είναι τόσο ήσυχα, τόσο γαλήνια. Αν κάποιον δεν ήξερε τι συμβαίνει, δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι βρισκόμαστε στην κατεχόμενη και εμπόλεμη ζώνη, ότι είμαστε αιχμάλωτοι στην ίδια μας την πόλη. [μτφ. Νάντια Πούλου]. Ένας συλλογισμός άξιο ανθολογίας διασώζεται στο μικρό κείμενο του Γιόζεφ Ροτ Παρασκευή απόγευμα στη Λέσχη Αξιωματικών. Ο συγγραφέας βρίσκεται εκείμαζί με τον αδελφό του κι έναν φίλο του που έχουν ήδη καταταγεί και είναι ο μόνος που αναγνωρίζει τα σημάδια του θανάτου στα ανέμελα, αν όχι χαρούμενα πρόσωπά τους.
Και παρ’ όλο που βρίσκονταν ακόμη στα τραπέζια τους ζωντανοί και υγιείς, πίνοντας σναπς και μπύρα, παρ’ όλο ακόμη που υποκρινόμουν ότι συμμετείχα στους ανόητους αστεϊσμούς τους, ένιωθα σαν γιατρός ή νοσοκόμος που βλέπει τον ασθενή του να πεθαίνει, και χαίρεται γιατί ο ετοιμοθάνατος δεν έχει συνείδηση αυτού που επέρχεται. / Κι όμως, καθώς η ώρα περνούσε….άρχιζα να νιώθω δυσάρεστα, όπως ίσως αισθάνονται τόσοι γιατροί και νοσοκόμοι, όταν, αντιμετωπίζοντας το θάνατο και την ευφορία του ετοιμοθάνατου, διερωτώνται αν θα ήταν καλύτερο να αποκαλύψουν στον απερχόμενο του τέλος του, ή να θεωρήσουν ως εύνοια το γεγονός ότι θα φύγει χωρίς να υποψιαστεί τίποτα […]
Ο Ελίας Κανέτι περιγράφει την τραυματική εμπειρία της επίθεσης εναντίον της μητέρας τους, του ίδιου και του αδελφού του από μια εχθρική μάζα, ο Έρνστ Τόλερ γράφει για την φρούδα ελπίδα των πρώτων ωρών ότι ο πόλεμος θα μείνει υπόθεση μεταξύ Αυστρίας και Σερβίας, ο Ρομέν Ρολάν γράφει ανοιχτή επιστολή προς τον γερμανό νομπελίστα Γκέρχαρτ Χάουπτμαν στην οποία καλεί τη γερμανική διανόηση να εναντιωθεί στον πόλεμο. Έρνστ Γιούνγκερ, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Αντρζέι Στάσιουκ, Ζίγκμουντ Φρόιντ Τόμας Μαν, Κάθριν Μάνσφιλντ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Ζίγκμουντ Φρόιντ, Νικολάι Στεπάνοβιτς Γκουμιλιόφ, Μίροσλαβ Κρλέζια, Γιάννης Ευσταθιάδης και οι ποιητές Ζίγκρφιντ Σασούν, Γουίλφρεντ Όουεν καταθέτουν τις δικές τους λέξεις για τον αποτρόπαιο πόλεμο.
Ο Ανδρέας Αποστολίδης γράφει για τον Άρθουρ Κόναν Ντόυλ και την σχέση του με τον πόλεμο (που υποστήριξε αλλά και στον οποίο έχασε τον γιο του), η Πόλυ Χατζημανωλάκη εξετάζει «το τραύμα του πολέμου και τους δρόμους της λογοτεχνίας στην Κυρία Νταλογουέι της Βιρτζίνια Γουλφ», η Άννα Κουστινούδη ερευνά την αγγλική ποιητική παραγωγή για τον Μεγάλο Πόλεμο, ο Μάνος Στεφανίδης παρατηρεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μνημείο της Κέτε Κόλβιτς για τον αδικοχαμένο γιο της, ο Γιάννης Δούκας πλοηγείται στα σχετικά ψηφιακά ύδατα. Σ’ ένα δεύτερο σώμα κειμένων, ιστορικοί, ερευνητές και διπλωμάτες [Κρίστοφερ Κλαρκ, Σέρτζιο Ρομάνο, Θάνος Βερέμης, Μάρκος Καρασαρίνης, Έλλη Λεμονίδου, Γιώργος Κόκκινος κ.ά.] καταθέτουν τα δικά τους επιστημονικά κείμενα.
Ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα ανήκει στον Μπλεζ Σαντράρ και προέρχεται από το βιβλίο του Το κομμένο χέρι, που αναφέρεται στην προσωπική εμπειρία του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κατατάχτηκε ως ξένος (ελβετός) εθελοντής στον γαλλικό στρατό και έχασε το δεξί του χέρι στη μάχη. Αναρχικός και ελευθερόφρων, καταγγέλλει την ανικανότητα και τη δειλία του επιτελείου, των αξιωματικών και των γραφιάδων της στρατιωτικής διοίκησης που κρύβονται στα μετόπισθεν και γεμίζει το κείμενό του με αστεία και τρυφερά ανέκδοτα αλλά και συγκινητική πρόζα για τους ξεχασμένους νεκρούς ή ζωντανούς των χαρακωμάτων:
Σπεύδω να πω ότι αυτός ο πόλεμος δεν είναι όμορφος και πως, κυρίως ό.τι βλέπουμε όταν εμπλεκόμαστε σε αυτόν, ένας άνδρας χαμένος στη σειρά, ένας αριθμός μητρώου ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους, είναι κάτι πολύ ανόητο και δεν φαίνεται να υπακούει σε κανέναν συνολικό σχέδιο αλλά στην τύχη. […] Δεν έχουμε απόσταση για να κρίνουμε και χρόνο να αποκτήσουμε γνώμη. […] Πού είναι η στρατιωτική τέχνη εδώ; [μτφ. Veronique Maire] [σελ. 192].
Στις εικόνες: Stefan Zweig [1916], Ernst Toller, Blaise Cendrars.
1 Σχόλιο to “Το Δέντρο, τεύχος 199 – 200 (Ιούλιος 2014)”