τα μυστικά μου όλα σας λέω,/ τώρα που πια δε με μεθάνε
Φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο: Χριστίνα Ντουνιά
Θα ενδιαφερόμασταν τόσο πολύ για την ποιήτρια, αν δεν μας συγκινούσε η ιστορία της; αναρωτιέται η Χριστίνα Ντουνιά και αμέσως σπεύδει να αντιστρέψει το ερώτημα: Θα μας απασχολούσε η ζωή της Πολυδούρη, αν δεν ήταν καλή ποιήτρια; Και προσθέτει: αν σήμερα είναι επιτέλους κοινή η πεποίθηση ότι ο Κώστας Καρυωτάκης διαβάστηκε και αγαπήθηκε όχι επειδή αυτοκτόνησε αλλά επειδή είναι καλός ποιητής, το ίδιο συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών και με την περίπτωση της Πολυδούρη. Απλώς, η ζωή των δύο νέων τρέφει με τόσο συγκλονιστική ειλικρίνεια την ποίησή τους, ώστε δεν είναι εύκολο να απομονώσουμε το έργο τους, όσο και αν μπορεί κάλλιστα να σταθεί αυτόνομο και ανεξάρτητο. Εξάλλου γνωρίζουμε βιογραφίες συγγραφέων που έχουν σε τέτοιο βαθμό ταυτιστεί με το δημιουργικό τους έργο, που μετατρέπουν τα συμβάντα του βίου τους σε λογοτεχνικό γεγονός. [σ. 324]
Η περίπτωση Πολυδούρη αποτελεί πράγματι εύστοχο παράδειγμα αυτού του φαινομένου: ο αναγνώστης προσλαμβάνει το έργο και τη ζωή της ως ενιαίο κείμενο, η δε σύγκριση με τον Καρυωτάκη αποβαίνει πολλές φορές εις βάρος της, καθώς το έργο της τοποθετείται στο δικό του πεδίο, αγνοώντας την δική της ξεχωριστή δημιουργία. Ιδού λοιπόν ένας πρώτος δείκτης προβληματισμού της ερευνήτριας: η αυτονόμηση της ποίησής της τόσο από ανάλογους παραλληλισμούς όσο και από την ίδια την ζωή της, όσο αυτό είναι δυνατόν, καθώς ο μύθος της μπορεί να μας φωτίσει με άλλους τρόπους στην νέα αυτή ανάγνωση των στίχων της. Αλλά η προβληματική της μελέτης πάνω στο έργο αυτής της τόσο ιδιαίτερης ποιήτριας δεν εξαντλείται εδώ: το ερώτημα που ακολουθεί είναι αν η ποίησή της μπορεί σήμερα να αποτελεί ζωντανό σώμα, κατά πόσο μας εγκαλεί απαιτώντας την ανταπόκρισή μας, αν η συνάντηση μαζί της μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής ποιητικής ερμηνείας.
Εδώ λοιπόν συγκεντρώνονται τα ποιήματα της Πολυδούρη που έχουν εντοπιστεί από την φιλολογική έρευνα, δημοσιευμένα ή χειρόγραφα, ενώ παράλληλα δηλώνεται η πηγή τους. Περιλαμβάνονται συνεπώς οι εκδοθείσες ποιητικές συλλογές της – Οι τρίλλιες που σβήνουν [1928], Ηχώ στο χάος [1929] -, ποιήματα ανέκδοτα, ημιτελή και ποιητικές μεταφράσεις της από το Αρχείο της, που απόκειται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), και από το Αρχείο των ανιψιών της Νόρας και Ευγένιου Πολυδούρη αλλά και αθησαύριστα ποιήματά της δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες. Η περιπέτεια του αρχείου της ποιήτριας είναι γνωστή: η ίδια, την παραμονή του θανάτου της κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας της και παρέδωσε το μεγαλύτερο μέρος του στην φίλη της ποιήτρια Μυρτιώτισσα. Αργότερα το αρχείο της πέρασε στα χέρια της Τατιάνας Σταύρου και πλέον στο Ε.Λ.Ι.Α.
Η εισαγωγή της επιμελήτριας καλύπτει όλες τις διακλαδώσεις της πορείας των γραπτών της ποιήτριας. H έλλειψη συστηματικών μελετών για το έργο της αλλά και την σημασία του για τον σύγχρονο αναγνώστη οδήγησε στον εμπλουτισμό του τόμου με δυο εργασίες, μια με εργοβιογραφικά στοιχεία και μια εκτενή μελέτη για την γραφή της και τις περιπέτειες της πρόσληψής της. Εδώ αξιοποιείται και υλικό από ανολοκλήρωτο αυτοβιογραφικό κείμενό της και δύο ανέκδοτες βιογραφίες της συνταγμένες από την αδελφή της Βιργινία.
Πόσα δεν πέρασε η αναγνωστική διαδρομή αλλά και η φιλολογική πρόσληψη των ποιημάτων της! Μια σειρά από (θα τολμούσα να τα χαρακτηρίσω) πέπλα, λες και κάλυπταν κάθε καθαρή ματιά στον στιχουργημένο της κόσμο: πρώτα τα στερεότυπα περί εύθραυστης θηλυκότητας και γυναικείας γραφής εν γένει, περί απλοϊκών τετράστιχων και έντονου μελοδραματισμού, περί της εύκολης τέχνης του εξομολογητικού και του ευανάγνωστου στίχου· ύστερα η δημοσιογραφική – βιογραφική προσέγγιση μιας μυθιστορηματικής ζωής με αποκορυφώματα τον ματαιωμένο έρωτα, την σύντομη νεότητα και τον πρόωρο θάνατο, και τέλος η ίδια η σπάνια προσωπικότητά της, που θάμπωνε κι αυτή με τον τρόπο της την εκ μέρους μας απρόσκοπτη βίωση της γραφής της: όμορφη και ευαίσθητη, δημιουργική και δημοφιλής, ασυμβίβαστη, κοινωνικά ανήσυχη, φεμινίστρια. Ένα ένα αυτά τα πέπλα παραμερίζονται ή χρησιμοποιούνται μόνο όσο, όπως και όταν χρειάζεται – ώστε να φτάσουμε στον πυρήνα της ποίησής της.
Σε μια τέτοια διαφορετική οπτική, ένα από τα εννιά κεφάλαια της μελέτης αφιερώνεται στην ζωή της ποιήτριας στην τρίτη θέση του σανατόριου «Σωτηρία», όπου η Πολυδούρη αφέθηκε στην δραματική πορεία της ασθένειάς της ύστερα από έναν αυτοκαταστροφικό παρισινό χειμώνα. Το μικρό της δωματιάκι από θάλαμος μελλοθανάτων μεταβλήθηκε σε εργαστήριο συγγραφής όλων της σχεδόν των ποιημάτων, σπουδαστήριο, σαλόνι υποδοχής φίλων και συγγραφέων. Εκείνη αντιμετώπιζε με αμφιθυμία όλο αυτό το προσκύνημα ετερόκλητων προσωπικοτήτων, ενώ απευχόταν και την δημοσιοποίηση της τραγικής της κατάστασης, που τελικά δεν απέφυγε. Ενέπνευσε τον άσημο τότε Γιάννη Ρίτσο σε ποιητικές και ημερολογιακές καταγραφές, την Γαλάτεια Καζαντζάκη στο μυθιστόρημα Γυναίκες αλλά και τον Κοσμά Πολίτη στην Εκάτη. Η ποιήτρια προβλήθηκε και αγαπήθηκε μέσω του μύθου της Σωτηρίας αλλά και εδώ η αξιολόγηση του έργου της έμεινε για πολύ καιρό σε ένα ιδιότυπο περιθώριο.
Αυτή ακριβώς η αποτίμηση γίνεται εδώ και εκτιμά ότι η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε όχι μόνο η πιο συναρπαστική ποιήτρια του μεσοπολέμου αλλά και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από μια σπάνια συναισθηματικότητα που αγνοεί τους μελοδραματισμούς, έντονο στοχαστικό και αναστοχαστικό στοιχείο, συνύπαρξη του πνευματικού με το συγκινησιακό, ιδιαίτερη μουσικότητα, αντικομφορμιστική αδιαφορία για μέτρα και μορφές, ποικίλες επιρροές – από τον Σολωμό και τον Καρυωτάκη μέχρι τους Γάλλους καταραμένους, αλλά και μια ξεχωριστή εκλεκτική συγγένεια με την Marceline Desbordes-Valmore. Κατέθεσε το δικό της, απόλυτα προσωπικό όραμα για τον κόσμο και έγραψε με τολμηρή ερωτική εκφραστικότητα. Είδε το ερωτικό πάθος ως μέσο και σκοπό και τον έρωτα ως τρόπο απελευθέρωσης στην τέχνη και την ζωή, σχετιζόμενο με το στανταλικό amour – passion.
Η μελέτη της Χ. Ντουνιά καλύπτει όλες τις παραμέτρους του θέματος: την κριτική από τους κριτικούς και τους ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά και τους σύγχρονούς της λογοτέχνες (από την υποτίμηση εκ μέρους των Δημαρά, Βίττι, Πολίτη μέχρι τη θετική άποψη των Κ. Παράσχου, Τ. Άγρα, Κ. Ουράνη, Α. Καραντώνη, Β. Λεοντάρη κ.ά.). Η μεταπολεμική κριτική υπήρξε δύσπιστη στο βιωματικό και βιογραφικό στοιχείο και εστίαζε αποκλειστικά στο έργο και στα «εσωτερικά στοιχεία». Ένα ακόμα στοιχείο της μεταπολεμικής συγκυρίας, η έντονη ανάγκη για συλλογικότητες, δεν συμβιβαζόταν με τον έντονα προσωπικό της λόγο.
Η ερευνήτρια θα συνεχίσει να εργάζεται πάνω στη γραφή της Πολυδούρη, συνεχίζοντας με την έκδοση των πεζών της, μεταξύ των οποίων και μια «αφηγηματικά πρωτοποριακή» νουβέλα. Ίσως, με την φροντίδα της να επαληθεύεται εκείνος ο στίχος από τα χάη της ποιήτριας: τώρα που είναι αμέθυστη από τα μυστικά της, όλα να μας αποκαλύπτονται ένα ένα… Και να μας οδηγούν σε μια νέα ανάγνωση εκείνης της «διανοούμενης που την κυβερνά το ένστικτο» αλλά και την χαρακτηρίζει η κριτική στάση απέναντι στην υποκριτική ηθική και τις κοινωνικές ανισότητες, εκείνης της εξεγερμένης συνείδησης που ύμνησε τον έρωτα και έγραφε σε επιστολή σε φίλο της το 1927: Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική.
Εκδ. Εστία, 2014, σελ. 398.