Παλιές ατζέντες και αιώνιες καταγραφές
Μόνο ό,τι παραμένει υπεσχημένο, επιθυμητό, αναζητούμενο αποτελεί άλας της ζωής και ισχυρό κίνητρο. Το κατακτημένο δεν ενθουσιάζει κανέναν. Χωρίς ταξίδι, θαλασσοπορία, αμάχη, πόλεμο, η ζωή δεν ανοίγει τους κρουνούς της…
…γράφει ο Κώστης Παπαγιώργης στις «Αφηγήσεις» [σ. 197], βέβαιος για το γεγονός ότι για να βρει τον ρυθμό της μια αφήγηση θα πρέπει να συναντηθεί με το Κακό, διαφορετικά η πρόοδος είναι ανέφικτη. Τι νόημα θα είχε μια ομαλή και κοινότοπη ιστορία αν δεν εμφανιστεί το απρόοπτο, ο οχληρός τρίτος, το αναπάντεχο συμβάν που θα φέρει τα πάνω – κάτω; Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η ευτυχία και η επάρκεια (το Καλό με ένα λόγο) δεν έχουν ενδιαφέρον, αλλά απλώς ότι δεν μπορεί να αποτελούν το κυρίως θέμα. Κανείς αφηγητής δεν ιστορεί την ευτυχία, παρά την αναζήτηση της ευτυχίας. Ο άνθρωπος παραμένει εν εκστάσει όσο το επιθυμητό απουσιάζει.
Την γραφή αφορούν και βασανίζουν και οι κοινοί τόποι, οι φράσεις κλισέ. Δεν είναι παράξενο που η δημοκρατία, καθεστώς που κόβει τα ψηλά στάχυα και ευνοεί τα φερσίματα του κοινού νου, αναδείχθηκε σε παραδειγματικό θερμοκήπιο της κοινοτοπίας. Ο δαίμονάς της έχει καλλιεργήσει την άποψη ότι ο άνθρωπος οφείλει να είναι πανέτοιμος στο κάθε τι – η δημοκρατική ευγλωττία αναιρεί την ευλογία του ανθρώπου που σκέπτεται προτού μιλήσει. Έτσι, λέγοντας πάντα αυτό που έχω ακούσει να λένε, τελικά γίνομαι μια συνοπτική παρωδία της περιρρέουσας εκφραστικής, επαίτης σχημάτων, λογοκλόπος των ξένων μεταφορών, σκέτο παρατράγουδο. Σημειώνοντας εκατοντάδες παρόμοιες κοινοτοπίες της εποχής του, σ’ εκείνο το περίφημο λεξικό κοινών τόπων, ο Φλωμπέρ ουσιαστικά έδειχνε έναν από τους τρόπους που δεν μπορεί να γραφτεί η λογοτεχνία. Όταν οι βιογράφοι του τον περιγράφουν κατάκοπο, στα πρόθυρα της λιποθυμίας από την συγγραφή μιας και μόνης σελίδας, τι άλλο υποδηλώνουν από το κόστος του αληθινού συγγραφέα στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την αρπαγή του κοινού τόπου; [«Κοινοί τόποι», σ. 95, 96]
Μιλώντας για τα ογκώδη μυθιστορήματα, ο Παπαγιώργης σκέφτεται: ο όγκος των κλασικών μυθιστορημάτων δεν μας ξαφνιάζει· είναι «τούβλα» γιατί μοιάζουν με αναδημιουργίες του κόσμου. Αν το διήγημα μοιάζει με μονοκατοικία ή μικρό χωριό, το μυθιστόρημα αγκαλιάζει το έθνος και παρακολουθεί τους ατελεύτητους ψιθύρους της μεγαλούπολης. Ενώ σήμερα, χωρίς ισχυρό μύθο και βαθύτερη σύλληψη, τα μυθιστορήματα περιορίστηκαν να τεντώνουν μέχρι διαρρήξεως κάποιες ισχνές ιστορίες. Αντί ο όγκος να έρθει σαν φυσική συνέπεια του μύθου, ο μύθος – ανύπαρκτος τελικά – αναγκάστηκε να πετάξει αναρίθμητα παραβλάσταρα για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του αρχικού προγράμματος. Και τελικά αυτά τα μυθιστορήματα πιάνουν μεγάλο χώρο στη βιβλιοθήκη, αλλά ελάχιστο στη συνείδηση του αναγνώστη. [«Τα τούβλα», σ. 117]
Στα Υπεραστικά συμπεριλαμβάνονται τα κείμενα που ο Παπαγιώργης δημοσίευσε στην ομώνυμη στήλη του, την περίοδο 1995-1997, στο εβδομαδιαίο περιοδικό Aν της Απογευματινής και στο πολιτιστικό ένθετο Αrtion της ίδιας εφημερίδας. Η συγκέντρωσή τους σ’ έναν τόμο αποτελεί ανέλπιστο δώρο, καθώς μπορούμε να απολαύσουμε τόσα κομψοτεχνήματα πυκνής σκέψης και καλοπλεγμένου λόγου, που εκδόθηκαν στις ούτως ή άλλως φθαρτές εφημερίδες – και πόσο μάλλον στα συγκεκριμένα έντυπα που ποτέ δεν προτιμήσαμε. Κι έτσι ο τόμος περιλαμβάνει δεκάδες σύντομα κομμάτια που μετέτρεψε σε αποστάγματα πνεύματος και έκφρασης ένας από τους ελάχιστους στιλίστες της γλώσσας μας.
Η τηλεόραση αποτελεί ένα από τα κομβικά θέματα του προβληματισμού του. Ο νεοελληνικός βίος «άλλαξε» σε πολλά χάρη ή εξαιτίας της τηλοψίας και εκτός των άλλων υποβίβασε κατάφωρα τον Τύπο – ο τηλεθεατής μετακομίζει από κανάλι σε κανάλι, ενώ ποτέ πριν δεν μετακόμιζε από εφημερίδα σε εφημερίδα. Κι εκεί που θα περίμενε κανείς να πέσουν οι παρωπίδες και να σχετικοποιηθούν οι φανατισμοί, με την απώθηση του «αναγνώστη» και την προαγωγή του «τηλεθεατή» επήλθε μια τερατώδης σύγχυση. Οι αλλοτινοί διαχωρισμοί τώρα συγχωνεύονται στην κατηγορία του οπτικομανούς καταναλωτή. Η έννοια του διάσημου άλλαξε κοπή σε λίγα χρόνια. Δεν χρειάστηκα πια να διαπρέψει κανείς στον τομέα του – αρκεί μια σειρά εμφανίσεων στο γυαλί [«Τριάντα χρόνια»]
Μέσα στο καθεστώς οπτικοποίησης των πάντων, ό,τι κι αν λέγεται από την οθόνη, οφείλει να διαθέτει ένα φιλμαρισμένο αντίστοιχο. Κάθε νόημα που ξεστομίζει ο εκφωνητής πρέπει να επενδύεται με μια οπτική αφήγηση. Αθλητής; φάσεις από κάποιον αγώνα. Σεισμοί; αντίστοιχα φιλμάκια. Έγκλημα; βήματα στο σκοτάδι. Ασύνειδα ο θεατής ταυτίζει την οθόνη με ένα τερατώδες αρχείο. Κι αυτή, δίκην αφηγηματικού βηματοδότη, βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα, που όταν ολιγωρήσει, ο υπεύθυνος εκφράζει την λύπη του. Εξόριστο στον οίκο του, το μεμονωμένο άτομο πρέπει να αισθάνεται τηλεοπτικά προστατευμένο. Προτού ζητήσει κάτι, του το προσφέρουν για να μην του λείψει. Έτσι, η τηλοψία παίρνει τις διαστάσεις ενός δανεικού εγκεφάλου, που σκέπτεται για μας, αφήνοντάς μας την ελευθερία να παρακολουθούμε τη μνήμη μας και την κρίση μας σε εικόνες. σ. 153 [«Τα φιλμάκια»]
Τα γραπτά του περί ποδοσφαίρου αποτελούν από μόνα τους ένα πολύτιμο κεφάλαιο. Ο φίλαθλος είναι κατασκευασμένη και ανύπαρκτη υπόθεση· το μόνο που απομένει είναι ο οπαδός, ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει τόσο τις καθυστερημένες όσο και τις υπεραναπτυγμένες πόλεις. Αφού δεν μπορεί ν’ αρπάξει από τον λαιμό τους αληθινούς του εχθρούς, πάει στη χοάνη του γηπέδου για ν’ απολαύσει φτηνούς θριάμβους και πλασματικά αντισταθμίσματα. Ο συγγραφέας απορεί για τους καλλιεργημένους ανθρώπους που θρονιάζονται στα στασίδια του γηπέδου και αμέσως σκέφτεται πως σπάνια λογαριάζουμε ότι ο οπαδός στρατολογείται από πολύ τρυφερή ηλικία, όταν ο ψυχισμός απαιτεί απλά και κραυγαλέα σχήματα. Η λαχτάρα για νίκη και ικανοποίηση είναι ένα σχοινί που τη μια άκρη του κρατάει και με τα δυο χέρια ένα παιδί.
Άρα η παιδική είναι η πιο ευφάνταστη και πιο πειναλέα ηλικία, τι πιο γοητευτικό από το να παραδίδεται κανείς στην παιδικότητά του; Όποιο κι αν είναι το παραπλανητικό πλαίσιο – επιχειρήσεις, στοιχήματα, βία – τα παιχνίδια παραμένουν θεσμοποίηση της παιδικής λαχτάρας για επικράτηση. [«Οι οπαδοί», σ. 182]
Πιθανότατα αρέσει στον άνθρωπο να αισθάνεται ετεροκαθορισμένος, εξάρτημα ξένης προσπάθειας, ράκος δεμένο στην ουρά μιας τίγρης. Κι ενώ γενικά θεωρείται παθητικότητα να αγωνίζεσαι με ξένα χέρια και πόδια, τελικά αποδεικνύεται ψυχολογικό φάρμακο μεγάλης ολκής. Ακόμα κι αν κάθε ήττα έχει ένα σπέρμα εκμηδένισης, ο οπαδός τοκίζει τα πάντα στην ελπίδα μιας προσεχούς επιτυχίας. Για το ίδιο θέμα γράφει σε άλλο κείμενο, πάντα με την επίγνωση ότι το βίωμα είναι παιδαγωγός και στην κυριολεξία προαγωγός, πως κάθε άθλημα συνεπάγεται μια παροδική επιστροφή στην παιδικότητα, η οποία είναι πιο ισχυρή και από την ίδια την νίκη. [«Μεταναστεύσεις φιλάθλων»]
Ας κινηθούμε προς τα γειτονικά χωράφια της θρησκείας: Για την αυτοσχέδια θεολογία του καθημερινού ανθρώπου που τα μαθαίνει όλα στα καφενεία ή στα καμαρίνια της δουλειάς του, ο Θεός είναι κάτι ξεκάθαρο: έχει να κάνει με τα μύχια της προσωπικότητας και όχι με την Εκκλησία που είναι πια αναχρονιστική και εκτός κλίματος. Όμως ο χριστιανισμός άλλα ορίζει: το γενικό δέος μπροστά στο άγνωστο δεν έχει σχέση με την πίστη· ούτε η αόριστη υποψία για κάποια «ανώτερη δύναμη». Ο πολίτης της εξορθολογισμένης κοινωνίας που μετέτρεψε το θρησκευτικό συναίσθημα σε εγωιστική θωράκιση, όχι μόνο δεν έχει σχέση με την πίστη αλλά είναι ο κύριος αρνητής του θρησκεύεσθαι. [«Πιστεύετε;»]
Στα «Εξοχικά» ζει και αναπνέει ένα εξίσου μεγάλο μέρος του νεοελληνικού βίου. Εκεί φαίνεται πως η επαρχία αναγκαστικά καλείται να παίξει τον ρόλο του εξωτικού προαστίου. Όπου κι αν μεταβεί ο άνθρωπος της πόλης, αποκλείεται να μη μεταφέρει την πόλη μαζί του, όπως φαίνεται από το εσωτερικό του σπιτιού, τα κομψά έπιπλα, την απαραίτητη τηλοψία, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες. Η απομάκρυνση από το κέντρο, μαζί με μια επανεκτίμηση των πλεονεκτημάτων του, γεννάει και μια περίεργη νοσταλγία. Η έξοδος των πρωτευουσιάνων είναι μια αυτεπίστροφη μετανάστευση. Και φυσικά ο «μετανάστης» παίρνει μαζί του το «εργόχειρο» – την δουλειά του, το σενάριό του, τα σχέδιά του, τα χαρτιά του γενικών, σε αντίθεση με τον χωριάτη που ερχόμενος στην πόλη αποκλείεται να πάρει μαζί του την στρούγκα ή την βάρκα του. Στο τέλος και η κατοχή ενός εξοχικού στα χαρτιά μόνο υπάρχει. [«Εξοχικά»]
Οι αντιστάσεις των διανοούμενων και οι αρτισύστατοι πεζογράφοι, οι παλιές δόξες και οι δεύτεροι ρόλοι, ο μέσος άνθρωπος και τα διάσημα θύματα, οι αλλόθροοι Έλληνες και οι επίλεκτοι ανθέλληνες, οι τηλεοπτικές δίκες και τα τηλεφωνήματα των θεατών, οι πλάγιες κριτικές και η αποσιώπηση ως ισχυρή πολεμική αλλά και κάθε άλλο θέμα στα χέρια του Παπαγιώργη γίνεται γοητευτικό τρισέλιδο. Ακόμα κι όταν είναι απρόσμενο, όταν για παράδειγμα αναφέρεται στον Εμίλ Σιοράν, που όπως συμβαίνει στους φιλοσόφους, εξαντλήθηκε σε μερικές σκοτεινές σελίδες. Φυσικά η ζωή, πολύ πιο απελπισμένη και πολύ πιο αδιάφορη από κάθε επαγγελματία του είδους, όχι μόνο δε φοβάται τους ορκισμένους αντιπάλους της, αλλά – από σαρκασμό πιθανώς – δεν παραλείπει να τους ευεργετήσει. Κι όταν η συζήτηση πηγαίνει στην Ιστορία, εκεί ο δοκιμιογράφος είναι ανίκητος γνώστης: Η συνύπαρξη των φυλών τελικά επικράτησε, γιατί ο ρατσισμός, όσα επιχειρήματα κι αν σοφίστηκε, δεν κατάφερε να τα βάλει με την ίδια την Ιστορία. Η μετακίνηση πληθυσμών είναι νόμος, οπότε νόμος θα έπρεπε να γίνει και η αμοιβαία ανοχή. [σ. 311]
Κι αν θα έπρεπε ένα και μόνο κείμενο να κρατήσω για να το συνδέω με την προσωπικότερη ζωή μου ή να το διδάξω, αυτό θα ήταν η «Παλιά ατζέντα». Όταν το πέταγμα των άχρηστων και η απόρριψη των απορριμάτων συνιστά πάγια κατάσταση, τότε και μια παλιά ατζέντα παίρνει την άγουσα για τον σκουπιδότοπο, αφού άλλωστε ό,τι προσφέρει η αγορά λήγει κάποτε και είναι ταμένο για την χωματερή, όπως και οι παλιές ημέρες, οι μπαγιάτικες ιδέες και οι παρωχημένες γνωριμίες. Κάποτε αυτό το παλιό τεφτέρι επιμένει να αντιστέκεται σθεναρά· έχει φθαρεί μέσα στα ίδια μας τα χέρια, έχει διαλυθεί σε φύλλο και φτερό.
Αυτό το φθηνό εγκόλπιο μοιάζει με παλίμψηστο που δίνει νόημα μόνο στον κάτοχό του. Τα γυναικεία ονόματα δεν έχουν σοβαρές διαγραφές, συνορεύουν όμως με κάτι μπαρόκ σκαριφήματα κατά την διάρκεια οδυνηρών τηλεφωνημάτων. Και τελικά η ατζέντα εκτός από σημειωματάριο τηλεφώνων είναι κι ένα περιφρονημένο ημερολόγιο. Άρα η αλλαγή της ατζέντας δεν συνεπάγεται ένα ζήτημα αντιγραφής των τηλεφώνων αλλά υποδηλώνει ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με το παρελθόν, κάποια σκληρότητα απέναντι σε παλιές τρυφερότητες, μια απόφαση δήμιου…
Όμως… τηλέφωνα φίλων που πέθαναν, γνωριμιών που αφανίστηκαν, γυναικών που χάθηκαν, γιατί να πάνε στα σκουπίδια; Κι αυτή η ξεχειλωμένη βίβλος που σε ακολούθησε πιστά σε συναντήσεις, κέντρα διασκέδασης, μεθύσια και ολονυχτίες πώς να πάει τώρα πολτοποιημένη στη χωματερή; Οι «καλοί» δεν πετάνε ποτέ την παλιά ατζέντα. [σ. 47]
Εκδ. Καστανιώτη, 2014, σελ. 418. Πρόλογος Ζυράννα Ζατέλη.
Πρώτη δημοσίευση: Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 184.
Λεζάντες για τις άλλες εικόνες: Τότε που έμοιαζε αθώα / Φιλαλήθης ζωγραφιά / Η πολυχρωμία των οπαδών / Ο καλύτερος όλων / Πιστευτοί και απίστευτοι.