Αφιέρωμα Θεσσαλονίκη
Οι βιτρίνες στις κεντρικές λεωφόρους, πολύχρωμες και φωτισμένες, εκβιάζουν κάποια συναισθηματική απήχηση, σαν τα θαυμαστικά που συνοδεύουν τα διαδικτυακά μηνύματα. Όμως οι εκπλήξεις καιροφυλακτούν αλλού, συνήθως στους στενούς δρόμους σαν την Αρμενοπούλου, όπου η εγγύτητα με το αντικρινό μπαλκόνι δημιουργεί αυθόρμητη οικειότητα με τους παππούδες και τις γιαγιάδες που γδύνονται χωρίς προφυλάξεις…
…γράφουν οι Αλεξάνδρα Κατσιάνη και Θανάσης Χονδρός, πάντα με τέσσερα χέρια, όπως τους μάθαμε χρόνια μέσα από συναυλίες και παραστάσεις, δίσκους και κασέτες, κείμενα και εκδόσεις και κυρίως απρόβλεπτες παρεμβάσεις και χάπενινγκ που μας έκαναν να δούμε αλλιώς την πόλη. Μια τέτοια εμπειρία από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 περιγράφουν μεταξύ άλλων στο απόλυτα Θεσσαλονίκειο τεύχος του περιοδικού: Πολλές πιλοτές χάσκουν σαν ξεδοντιασμένα στόματα αχρησιμοποίητες. Σε μια τέτοια πιλοτή το 1985 παρουσιάσαμε τις «Συνήθειες» μια δράση που αποτελούνταν από μικρά επεισόδια, άλλα πιο αφαιρετικά κι άλλα πιο αφηγηματικά, χωρίς προφανή σύνδεση μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ο Θανάσης κουμπώνει το πουκάμισό του και διαπιστώνει ότι έχει κοπεί ένα κουμπί. Η Αλεξάνδρα κόβει μια τούφα απ’ τα μαλλιά του και, χρησιμοποιώντας τα ως κλωστή, του ράβει το κουμπί. Ήταν μια πολύωρη δράση που έδωσε την ευκαιρία σε περαστικούς και περιοίκους να συγκεντρωθούν σταδιακά στο χώρο…
Στις πόλεις που γεννιέται η ιστορία, εκεί και ξεχνιέται…γράφει ο Γιώργος Χουλιάρας στην δική του «Θεσσαλωνίκη». Καθώς λοιπόν τα (δέ)κατα προτιμούν άλλου είδους κείμενα και αιρέσεις, Έλεος με τις τύψεις λοιπόν… / Δεν μας αντιστοιχούν όλα τα πτώματα· / κάποτε, ακόμη και οι τάφοι σταματούν τον ψίθυρό τους… / Όχι πια άλλη Ιστορία πάνω στις ζωές μας… στιχουργεί ο Θανάσης Τριαρίδης σε «Πάρτι σε πλακόστρωτη αυλή της Άνω Πόλης». Κι ακόμα, επειδή εδώ περίσσεψαν τα χαμόγελα, Για όσους πιστεύουν ότι υπάρχουν τόσες εκδοχές της ιστορίας της πόλης όσες και οι κάτοικοι της, είναι προφανές ότι ζουν αλλού και δεν έχουν περπατήσει σε ταφόπλακες από την άλλη τους πλευρά. Η μητέρα μου δεν μπορεί πια να θυμηθεί το όνομα της φίλης της με την οποία κάθονταν στο ίδιο θρανίο. Μια μέρα εμφανίστηκε με ένα αστέρι στο πέτο. Μιαν άλλη μέρα δεν εμφανίστηκε καθόλου. [ξαναγράφει ο Χουλιάρας]
Εδώ συνυπάρχουν όλα τα είδη του σύντομου αλλά περιεκτικού λόγου: διήγημα [Δημήτρης Μίγγας, Ελένη Μερκενίδου, Μαρία Καρδάτου, Κούλα Αδαλόγλου, Βίκυ Κλεφτογιάννη, Γεωργία Τρούλη, Αρετή Γκανίδου, Θωμάς Κοροβίνης, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη], αφήγημα [Βασίλης Παπαγεωργίου, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Χλόη Κουτσουμπέλη,], κείμενο πάνω σε μια φωτογραφία [Άρις Γεωργίου], εκμυστηρεύσεις [Ρίτα Λάββα], αναμνήσεις [Κλαίτη Σωτηριάδου], ξενάγηση πατριδογνωσίας [Τάσος Τζήκας], έρευνα [Μάκης Καραγιάννης], φωτογραφίες [Στέργιος Τσιούμας], ιστορία (Στέλιος Λουκάς], πολλά ποιήματα για την Θεσσαλονίκη όχι μόνο από Θεσσαλονικείς ποιητές και δεκάδες βιβλία γραμμένα για την πόλη ή από τους θρεμμένους της.
Και πού βρίσκεται ο περιλάλητος έρωτας που υποτίθεται ότι κατακλύζει τα πάντα; Αλλιώς τα καταγράφει η Δήμητρα Μήττα: Ο έρωτας χάθηκε στους δρόμους της πόλης. Τριγυρνάει βρώμικος με λερωμένα νύχια και μπερδεμένα μαλλιά. Οι άνθρωποι κάνουν λάθος. Τον ψάχνουν με τη μορφή ενός μικρού αγοριού, ενός παιδιού με φτεράκια. Προκατειλημμένοι από τις εικόνες αιώνων, δεν τον αναγνωρίζουν στο πρόσωπο της άστεγης γριάς. Το πρόσωπό της είναι ζαρωμένο, χωρίς χυμούς, δεν είναι όμορφη, δεν μυρίζει ευχάριστα. Οι άνθρωποι δεν της δίνουν σημασία, την αποκλείουν ευθύς εξαρχής από το οπτικό τους πεδίο, την αποφεύγουν, γι’ αυτό και έπαψαν να την ερωτεύονται. Όμως δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα την δουν. Θα την πλύνουν, θα την χτενίσουν, θα τη φροντίσουν τρυφερά, θα μαζέψουν από γύρω της τα φτεράκια και τα πουπουλάκια που αιωρούνται και θα τα κολλήσουν ξανά στους ώμους της…. [σ. 143]
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης [κατά]στρώνει βελέντζες κάτω απ’ τη ροδιά, η Μαρία Κουγιουμτζή βρίσκεται στα μέρη της, κοινώς σε Υπόγειο, ο Γιώργος Ζεβελάκης καταλογογραφεί τα μεταπολεμικά περιοδικά της πόλης [Ausblicke, Αξιός, Διαγώνιος, Διάλογος, Ένεκεν, Εντευκτήριο, Εξάντας, Κοχλίας, Κριτική, Μακεδονικά Γράμματα, Μορφές, Νέα Πορεία, Ξεκίνημα, Ο παρατηρητής, Ροτόντα, Τραμ, Σκέψη], ο Σάββας Πατσαλίδης γράφει ένα εκτενές κείμενο για το γκρίζο τοπίο της θεατρικής Θεσσαλονίκης και γενικώς το τεύχος εμπεριέχει εμπειρία περιπλάνησης, εικονικής, λεκτικής και πραγματικής.
Οι γάτες της Πλατείας Ναυαρίνου τη μέριμνα των ειδικών συχνά αψηφούν, τρυπώνουν άδολα στου παλατιού κάποιες γωνίες. Καμιά φορά κάποιος σε μια άκρη ξεχασμένος υπηρέτης του Γαλέριου απ’ τον αρχαίο εφιάλτη του αφυπνίζεται και τότε ξαφνικά όλες μαζί πετάγονται και τρέχουν σαστισμένες, που ο χρόνος τέτοιο κακό παιγνίδι έπαιξε στην πλάτη τους, πρόσκαιρα απομακρύνονται, ώσπου να διαπιστώσουν νιαουρίζοντας πως σαν σκιά βυθίστηκε ξανά στο δίκαιο ύπνο του και κουλουριάζονται στην άμμο ησυχασμένες. […]
…γράφει η Μαρία Αρχιμανδρίτου στην δική της συνεισφορά που βρίσκεται αλλού κρυμμένη, στις τελευταίες σελίδες, να περιμένει όπως και οι γάτες της την κατάλληλη αναγνωστική στιγμή. Συγκινούμαι για δυο πρόσθετους λόγους μάλιστα, πρώτα επειδή γνωρίζω καλά τις συγκεκριμένες γάτες, καθότι για χρόνια έμενα στην οδό Ιπποδρομίου και δεκάδες άυπνες νύχτες πήγαινα ακριβώς εκεί, κι ακόμα γιατί κάποτε με την μπάρα του Ερωδού ανάμεσά μας μου χάρισε ένα δικό της Τραμάκι. Έκτοτε παρακολουθώ διακριτικά τις τίμιες ποιητικές και ποινικολογικές της δοκιμές – όπου κι αν είναι, τα σέβη μου.
Στις εικόνες: η πρώτη κασέτα που κυκλοφόρησαν οι Θ. Χονδρός και Α. Κατσιάνη ως Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ το 1987 υπό την ετικέτα Άλλη Πόλη, δυο φωτογραφίες από το εξαιρετικό ιστολόγιο Φωτομερές και ανάμεσά τους ο Σταθμός άλλων εποχών, Μπλέ και Ελπιδοφόρος.
[σ. 192]