Μπάμπης Αργυρίου – Προτιμώ τα παλιά τους

protimo_ta_palia_toys

Το πρώτο εύρημα μάς βρίσκει στην πρώτη σελίδα: Το Στέκι Φίλων των Όψιμα Ανθισμένων Δημιουργών διοργανώνει μια έκθεση για τους δημιουργούς που καθυστέρησαν να κυκλοφορήσουν την πρώτη τους δουλειά. Τα εξώφυλλα των βιβλίων της έκθεσης των late bloomers είναι εύγλωττα: Marquis de Sade, Joseph Conrad, Henry Miller, Raymond Chandler, ενώ ο παρών σκηνοθέτης Jim Sheridan δίνει την δική του εκδοχή. Εδώ είναι που ο Σίμος Μπάνσης, γνώριμός μας από ένα βιβλίο όπου δήλωνε απερίφραστα πως Έχει Όλους τους Δίσκους κάποιων, συλλαμβάνει την ιδέα για ένα ντοκιμαντέρ για τον αδελφό του Στέφανο, αιφνιδίως αποθανόντα στα μεσο – πενήντα του. Ο τίτλος Ο ανεκτίμητος ακροατής αφορά τόσο την ιδιότητα του πολύτιμου ακροατή όσο και εκείνη που δεν εκτιμήθηκε όσο της άξιζε. Και ποιον αφορά ένα τέτοιο φιλμ; Οποιονδήποτε ανακαλύπτει ότι η μουσική είναι ο κοντινότερος δρόμος προς την έκσταση και γίνεται άμισθος ιεροκήρυκάς της.

jeffrey lee pierce

Ο αφηγητής μας παραμένει ένας πιστός της μουσικής που λάτρεψε, δεν είναι όμως ο ίδιος από την εποχή που άρχισε να ζει αυτή την ατέλειωτη μύηση. Αυτή τη φορά επιθυμεί να ξορκίσει τον θάνατο με τον  αξιότερο (προαναφερθέντα) φόρο τιμής, να ξεπεράσει τον έρωτα που ταυτίστηκε με την Μαρίνα αλλά και να είναι ένας καλύτερος άνθρωπος. Και πως μπορείς να το προσπαθείς όταν στις φλέβες σου κυλάει ας πούμε ο ήχος των Gun Club; Η υπέρβαση των ορίων και τα παιχνίδια με τον θάνατο, εκλαμβάνονταν από πολλούς ως επιταγή του ροκ εντ ρολ. Βέβαια στα τραγούδια είναι εύκολο να μιλάς, στην πραγματική ζωή τι γίνεται; Ο Μπάνσης αδιαφορεί για τους εθισμούς τους οποίους επέλεξε να φορτωθεί ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός εκείνου του συγκροτήματος, ο Jeffrey Lee Pierce· δεν του πέφτει λόγος, άλλωστε ούτε ο ίδιος λογοδοτεί σε κανέναν για τους δικούς του. Αλλά χαλιέται όταν γνωρίζει ότι υπήρξε αυταρχικός και άδικος με τους μουσικούς του, ένας εγωπαθής δικτατορίσκος που ακύρωνε όσα τραγουδούσε. Οι αυταρχικοί του ροκ δεν έχουν θέση στον κόσμο του.

Σε έναν κόσμο όπου οι μισοί προσπαθούν να του πουλήσουν κάτι και οι άλλοι μισοί δεν έχουν κανένα σημείο επαφής μαζί του, αναζητάει τους ομοίους του κι εκεί θέλει να είναι καλός και να δέχεται την καλοσύνη. Ο καλλιτέχνης δεν απαλλάσσεται· η σχέση με το κοινό πρέπει να είναι καθαρή και τίμια· αν ο μουσικός κοροϊδεύει το κοινό με νοοτροπία σας – έχω – όλους – γραμμένους ή γίνεται μουσικό τζουκμπόξ και παίζει τις παραγγελίες του, τότε δεν τον αφορά. Ο Σίμος θέλει τον καλλιτέχνη γενναιόδωρο με το πιστό κοινό του, να προσπαθεί να επικοινωνήσει, χωρίς να φοβάται και την υπερκόπωση αν παίξει μερικά τραγούδια παραπάνω. «Δεν υπάρχει ιδανική κοινωνία αλλά οι στιγμές επικοινωνίας μεταξύ μουσικόφιλων είναι το κοντινότερο στην ιδανική συμβίωση αγνώστων». Μπορείς να ευχαριστηθείς ερμηνεία ηθοποιού μετά από ρατσιστική δήλωση; Μπορείς να εισπράττεις κρατικές επιδοτήσεις και να γράφεις αντισυστημικά τραγούδια; Εις το εξής η αντιστοιχία λόγων και έργων. Τέρμα το άκου τι τραγουδάω και μην κοιτάς τι κάνω. 

Joe Strummer, died 50

Ποιος είναι ο εξωτερικός κόσμος του Μπάνση και ποιες γυναίκες προσκαλεί, όταν η ερωτική ζωή τόσων και τόσων εφόσον μοιάζει με την καλλιτεχνική πορεία του Iggy το ’75, δηλαδή σολίστες, με κάποιες εφήμερες συνεργασίες και κανένα reunion κάπου κάπου; Υπάρχουν πάντα οι «τηλεγραμμικές» του, οι πελάτισσες στην Γκρίζα γραμμή τηλεφωνικών συνομιλιών για μοναχικούς· άλλες θα συναντήσει τυχαία, άλλες θα τον διαολίσουν ατυχώς. Αλλά είναι η χήρα του Στέφανου, Στέλλα, που αποτελεί την πλέον πολύτιμη διαλογική του σύντροφο όχι μόνο σε αυτές τις εντός και εκτός αναζητήσεις αλλά και στην δυσκολότερη των απορρίψεων: ο σκηνοθέτης Μάρκος Κοσμίδης, που έψαχνε δραστήριους μουσικόφιλους για να εξιστορήσουν τις εμπειρίες τους από την δεκαετία του 1980 και είχε κινηματογραφήσει τις εξομολογήσεις του Στέφανου, αρνείται να παραδώσει το πολύτιμο υλικό.

Αδικία, επιθυμία αυτοδικίας, οίκτος για τους ανθρώπους που η φύση τούς αρνείται τη χαρά της δημιουργίας, φιλοσοφική αναζήτηση μιας ακριβοδίκαιης απόφασης…ο Σίμος καίγεται. Αν, όπως εξομολογείται η Στέλλα, μια απώλεια μας βάζει μπροστά στο δίλημμα να συνεχίσουμε να ζούμε με έναν απόντα ή να τον ξεριζώσουμε απ’ τη ζωή μας, αν ενοχές δεν μας αφήνουνε να επιλέξουμε το δεύτερο αλλά και η παρουσία του – απουσία του δεν αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο, τότε ένας παραπάνω λόγος να είναι αυτή η ταινία σημαντική: θα συμβολίζει το οριστικό κλείσιμο της πόρτας.

ru17-

Μια δισκοθήκη χτισμένη κομμάτι – κομμάτι θα γίνει ανεμοσκόρπισμα. Αυτή όμως είναι η μοίρα των δισκοθηκών, δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς την προστασία του ιδιοκτήτη τους. Μένουν τα χαρτόκουτα με τα αντικείμενα του Στέφανου αποτελούν έναν άλλο κόσμο που ξαναβγαίνει στην επιφάνεια κι έχει αμέτρητα να αφηγηθεί. Κουτιά με δίσκους, κασέτες, έντυπα, μαγνητοφωνήσεις, τετράδια, μαγνητοφωνημένοι μονόλογοι: Δεν θα έλεγα ότι το ροκ μου έσωσε τη ζωή κυριολεκτικά αφού δεν σκόπευα να αυτοκτονήσω, αλλά την έσωσε μεταφορικά· της έδωσε νόημα, χρώμα, περιεχόμενο, ρυθμό. Εκεί μέσα εξιστορείται μια ολόκληρη ακροαματική ζωή, το πώς έζησε εκείνος κι εμείς και τόσοι άλλοι την μουσική της δεκαετίας του ’70 και του ’80, όλα εκείνα που ακολούθησαν το πανκ. την εποχή «όπου ο χειρότερος νέος ήταν προτιμότερος από τον καλύτερο παλαίμαχο».

Ο Στέφανος θυμάται πώς έφτασε σ’ αυτή τη μουσική, γιατί έμεινε, πώς την έζησε· ανατρέχει στη μουσική που του γνώρισε πολιτική, γεωγραφία, φιλοσοφία. Ήταν μια εποχή όπου κάθε μέρα αγαπούσαμε ένα νέο τραγούδι, κάθε βδομάδα έναν δίσκο, κάθε μήνα έμπαινε στη ζωή μας ένα συγκρότημα το οποίο και αγαπάμε ακόμα. Μακάρι να συναισθανόμασταν τότε πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν και πόσο καλυμμένοι από σπουδαία μουσική. Θυμάται τα έντυπα που διάβασε, ακόμα και τον εγχώριο Ήχο που υπήρξε ένας κάποιος οδηγός. Βέβαια και εδώ είναι πια καιρός να γραφτούν όσα δεν διανοήθηκε κανείς να γράψει αυτά τα χρόνια: για τους κριτικούς που παρουσίαζαν την μπούρδα ως cult αριστούργημα ώστε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η συμφέρουσα και για τις δυο πλευρές συνεργασία με την εκάστοτε δισκογραφική, για τον δείκτη δείκτης δυσπιστίας και το τεκμήριο αφερεγγυότητας που πλέον λούζει όλους αυτούς τους υμνητές.

NME13_Aug_88

Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο, ο ήρωας ζει τουλάχιστον σε δυο κόσμους: από την μία βρίσκεται η «πραγματικότητα», από την άλλη οι εναλλακτικοί κόσμοι στο μυαλό του που σκαρώνονται με παροιμιώδη ταχύτητα για κάθε περίσταση. Ο ίδιος αποκαλεί αυτή την φαντασιακή δημιουργία «παραμύθια για μεγάλους». Αρκεί η ενεργοποίηση της διαβολεμένης του φαντασίας για να βρεθεί στο αλλού, στο άλλοτε και στο αν. Καταστρώνει σενάρια απόλυτα ρεαλιστικά και ενίοτε εξωπραγματικά· θέτει σε λειτουργία «μηχανές», άλλοτε νοσταλγίας, άλλοτε προβολής στο μέλλον. Φτιάχνει λίστες, κατηγοριοποιεί, απολαμβάνει να σκέφτεται λεπτομερώς την δημιουργία ανέφικτων πραγμάτων. Στήνει υποθετικές συνομιλίες, αφηγείται τραγούδια και ξαναφτιάχνει την ιστορία που επιχείρησαν να διηγηθούν οι στίχοι. Στα δύσκολα, παραγγέλνει όνειρα στο υποσυνείδητο.

Φυσικά συνεχίζει να διατυπώνει αμέτρητες ερωτήσεις – το βιβλίο πλημμυρίζει από ατέλειωτες, ερεθιστικές ερωτήσεις που η καθεμιά τους μπορεί να μας ανοίξει ολόκληρες σελίδες που ίσως δεν χώρεσαν στο βιβλίο. Πώς να μετρήσεις την αξία ενός τραγουδιού; Με το άθροισμα των ακροάσεων, την αντοχή στο χρόνο, την γλυκιά μελωδία, τον βαθμό αναστάτωσης που προκαλεί; Μένουμε ασυγκίνητοι από δίσκους επειδή δεν τους αξίζουμε ή επειδή δεν μας αξίζουν; Σε πόσους δίσκους υπολογίζεις το σάουντρακ της ζωής σου; Υπάρχει ροκ εντ ρολ ήθος; Αξίζει να πιστεύει κανείς σ’ αυτό; Αν η δημιουργικότητα είναι ανίατη ασθένεια, υπάρχει άλλος τρόπος να εκτονωθεί η εσωτερική τρικυμία; Γιατί η gothic Americana αγγίζει τόσους μεσογειακούς ακροατές και γιατί οι σκοτεινές ιστορίες του Cave και του Lanegan απέκτησαν φανατικούς ακροατές στη χώρα μας με τη μεγάλη διάρκεια ηλιοφάνειας;

 on_the_phone

Οι ανελέητες ανασκαφές εκτείνονται και στον έξω κόσμο. Κάθε φορά που συναντάει πρόσωπα που συντρόφευε στο μακρινό παρελθόν και εκπλήσσεται από το χαμηλό τους επίπεδο αναρωτιέται: άραγε εκείνος άλλαξε, βελτιώθηκε, ομόρφυνε εσωτερικά και αυτοί έμειναν στάσιμοι ή εκείνος παρέμεινε ίδιος κι αυτοί χειροτέρεψαν; Γιατί όταν βρισκόμαστε με φίλους ανοίγουμε συζητήσεις για τα πιο ελαφρά και ταπεινά θέματα;  Όταν σκεφτεί για ένα γκρουπ ότι σταμάτησαν την δημιουργική ενασχόληση εδώ και καιρό, δεν θα είχαν κάθε δίκιο κι εκείνοι να απορήσουν γι’ αυτόν που εδώ και χρόνια σχεδιάζει διάφορα αλλά δεν κάνει τίποτα;

Aθεράπευτος λεξοπαιγνιδιστής και ασίγαστος πιθανολόγος ο Σίμος βαρέθηκε να ανταλλάσει πληκτολόγια και να υποτάσσεται στην ποτοϋπαγόρευση, για να υποκλέψω δυο τυχαία του λογοπαίγνια. Προτιμά να αφήνει τον εγκέφαλό του να στροβιλίζεται σαν δίσκος σ’ εκείνα τα πικάπ που δεν σηκώνουν βελόνα. Οι τίτλοι των κεφαλαίων ενδεικτικοί: Πες στους Morphine ότι ακόμα τους ακούω, Οδηγώ και συσκέπτομαι, Συμφιλιώσου με το σκοτάδι σου, Θα ζήσω άλλη τέτοια μέρα;  Αναζητά κάποιον να λανσάρει ένα πρόγραμμα το οποίο θα μας επιτρέπει ν’ ακούμε όποιο τραγούδι θέλουμε παιγμένο από συγκρότημα δικής μας συναρμολόγησης – ο καθένας θα μπορεί να πειραματίζεται και μερικές εκτελέσεις θα είναι καλύτερες από τις αυθεντικές. Λιγουρεύεται ένα βιβλίο όπου οι ακροατές με τις ιστορίες ζωής των παρευρισκομένων εκείνης της μουσικής, με ξομολογήσεις πως αντιμετώπιζαν τη μουσική τότε και τώρα τι ονειρεύονταν και πόσο μακριά τους έριξε η ζωή, τι δεν πρόδωσαν και για τι μετανιώνουν.

 10570426_10204483486706737_5382996217901939470_n

Στον ύπνο μου είδα εφιάλτη, κάτι που συμβαίνει συχνά. Οι δίσκοι μου έγιναν μιας χρήσης και όποιον άκουγα χαλούσε και δεν ξαναέπαιζε. Το ανακάλυψα μετά από καιρό και αφού χάλασα πολλούς αγαπημένους. Άρχισα να ξαναγοράζω όποιον ήθελα ν’ ακούσω. Η μουσική βιομηχανία έτριβε πάλι τα χέρια της και οι ταμειακές μηχανές τραγουδούσαν χαρμόσυνα. [σ. 61]

Κι αν ο Στέφανος καταρτίζει μια σύντομη ιστορία του ελληνικού ροκ των 80s και θυμάται τους δίσκους που μοιάζουν «με ομαδικές φωτογραφίες όπου εικονίζεται κι αυτός», ο Σίμος φτιάχνει συλλογές για τους φίλους του (άλλοτε υποκατάστατο εκπομπών, άλλοτε εκδηλώσεις αγνής επικοινωνίας, άλλοτε ηχητικά καρτοποστάλ αντί ταξιδιωτικών και άλλων διηγήσεων), δοκιμάζει την πλημμυριστή δημιουργικότητά του στην στιχουργική και ονειρεύεται να γράψει το πανκ remake των Κουρελιών που Τραγουδάνε Ακόμα. Και τελικά αμφότεροι διατηρούν την αίσθηση πως και αυτά τα λίγα ήταν αρκετά για τη ζωή μας.

Entering_Arizona_on_I-10_Westbound

Ένα άγνωστο μέχρι σήμερα πρόσωπο στη ζωή του, ο τυχερός κληρονόμος Δημοσθένης, γνωρίζοντας την κοινή τους αγάπη για τους Wipers, του κάνει μια εξωφρενική πρόταση. Καθώς ο Greg Sage σιωπά από το 1999, τι θα έλεγε να πάει στην Αριζόνα και να τον πείσει να ηχογραφήσει δίσκο με δικά του κομμάτια ή διασκευές, σαν Wipers ή με άλλο όνομα, ηλεκτρικά ή ακουστικά, δική του η επιλογή; Τα έξοδα δικά μας, τα έσοδα δικά του. Ιδού η ευκαιρία για τον Σίμο: τα «πείθετρα» είναι καλά, ο αεροδιάδρομος αχανής, οι δρόμοι της Αριζόνα απέραντοι, στο τέλος της διαδρομής μια από τις μπάντες της ζωής μας, το μοναδικό τους space punk, ένας World without fear

Μετά θυμήθηκα μια φράση του Δημοσθένη για τους Wipers, την «προτιμώ τα παλιά τους», και σκέφτηκα ότι το ίδιο ισχύει για τα περισσότερα συγκροτήματα που ακούμε. Οι πρώτοι δίσκοι τους είναι οι καλύτεροι και οι αγαπημένοι μας. Λίγοι είναι αυτοί που χρειάζεται να κυκλοφορήσουν 2-3 μέτριους δίσκους πριν βγάλουν τους σημαντικούς τους (οι Sonic Youth είναι ένα παράδειγμα), αλλά μετά από δεκαετίας καριέρας κι αυτοί θεωρούνται παλιοί. [σ. 120]

orig_Wipers

Ωραίο δεν ακούγεται; Τα σενάρια γράφονται ήδη στο μυαλό του Σίμου, και στο πρώτο κεφάλαιο πιάνουν πρώτη σειρά τα ευκταία. Θα περιπλανηθεί στην Αριζόνα, θα εντοπίσει το Zeno Studio που έφτιαξε και διακονεί ο Sage, θα τον γνωρίσει, θα τον ξεναγήσει στους χώρους που έζησε, ηχογράφησε και συναυλίασε, θα του μιλήσει για τις εμπνεύσεις που οδήγησαν στα τραγούδια… Κι αυτός με την σειρά του θα του μιλήσει για όσα σκέφτεται ένας πιστός ακροατής του: εσύ είσαι underground από επιλογή ενώ οι περισσότερο εκεί έξω είναι από αδυναμία να σπάσουν το τσόφλι του. Όταν οι πολυεθνικές σου προσέφεραν μακροχρόνια συμβόλαια, εσύ προτίμησες την αυτονομία σου παρά την οικονομική στενότητα, που είναι ισόβια σύντροφός σου. Όταν όλοι έψαχναν δεσμευτική εταιρεία και παραγωγή, εσύ έφτιαχνες με την ησυχία σου τον δίσκο σου, ήδη πολυπαιγμένο στο κεφάλι σου.

… Τώρα που ο κόσμος περιμένει να επιστρέψεις, εσύ αφήνεις τον καιρό να περνάει, αποδεικνύοντας ότι μπορείς να σταματήσεις χωρίς να διψάς απεγνωσμένα για χειροκρότημα. Ίσως αυτός να είναι ο ορισμός του εναλλακτικού….Η δική σου πρέζα είναι ο έρωτας για τον ήχο· η αναζήτηση των χρωμάτων του. Κι αυτό ακούγεται και εκτιμάται. [Αυτή την τελευταία φράση θα ήθελα να την έχω πει κι εγώ σε αρκετούς μουσικούς της λέξης και την νότας.] Χρησιμοποιείς την μουσική σου για να αυτοπυρποληθείς και χρειάζεσαι τους παρευρισκόμενους για μάρτυρες; Και τελικά, μήπως ούτε εσύ ούτε εγώ δεν ανήκουμε στον κόσμο του ροκ, στον παράδεισο των εγωμανών, των φωνακλάδων και των χοντροκομμένων; Κι αν δεν ανήκουμε στο ροκ τότε πού ανήκουμε;

Howe Gelb photo courtesy Fire Records, FireRecords.com

Οι δεκάδες σελίδες του ταξιδιού στην Αριζόνα αποτελούν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα εντός κι εκτός του μυθιστορήματος, μια δρομονουβέλα που δεν θέλεις τα τελειώσει. Αναμένοντας την συνάντηση με τον Greg Sage, ο Μπάνσης περιπλανιέται ως ο ταξιδευτής που υπήρξε και στην μουσική: αναζητά το Φοινικόραμα να δει τι παίζει στην πόλη, ψάχνει τα μουσεία των μουσικών οργάνων και τις συναυλίες, μένει ασυγκίνητος (πληγκινημένος) σ’ ένα λάιβ της Neko Case (που μάλλον θα της πήγαινε περισσότερο μια σύναξη γύρω από τη φωτιά μιας κατασκήνωσης), φεύγει για το Τούσον και την έρημο όπου οι μουσικοί πηγαίνουν για να μυσταγωγηθούν, τριγυρίζει στους δρόμους, στα εθνικάδικα και στα μπαρ, γνωρίζει τον Dan Stuart των Green on Red για μια απροκάλυπτη συζήτηση, συντομογραφεί περίτεχνα τους Giant Sand και το Phoenix του Nick Cave, διαπιστώνει με απολαυστική ειρωνεία τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα σε σχέση με τις δικές μας πόλεις, βιώνει κάποιες γήινες και φαντασιακές ερωτικές ιστορίες στα αριζονικά δωμάτια και στους διακρατικούς αιθέρες, κοινώς ζει μια ανεπανάληπτη εμπειρία, ανεπανάληπτη επειδή δεν θα επιχειρούσε να την ξαναζήσει, μια από τις εμπειρίες που εκτιμάς περισσότερο αφού γίνουν παρελθόν.

Ίσως εκείνο το μέρος είναι το κατάλληλο για να καταστρωθεί ένας άλλος χάρτης, των προσώπων στη ζωή του, εκείνων που τον έσυραν προσωρινά στο επίπεδό τους, των ωραίων που τον κέρδισαν οριστικά, όσων έμειναν χρόνια κοντά του, των άλλων που μπήκαν για λίγο κι έπειτα χάθηκαν οριστικά. Ίσως η χαρτογράφηση δεν σταματάει ποτέ και οι δρόμοι σχεδιάζονται για να επανατοποθετεί στη ζωή του μένοντας ή φεύγοντας και στο τέλος….φυσικά σταματώ εδώ, καθώς το μυθιστόρημα είναι τόσο κινηματογραφημένο ώστε είναι τουλάχιστον απρέπεια να αποκαλύπτεις τις τελευταίες ….εκατό σελίδες, όχι επειδή θα μαρτυρήσεις την υποτιθέμενη ανατροπή, ή το εκβιασμένο καλό τέλος ή το αληθέστερο μη τέλος, αλλά επειδή τέτοια βιβλία μοιάζουν με παζλ όπου η ζωή του αφηγητή ενώνεται με τα κομμάτια δεκάδων άλλων ζωών και ποιος θα ήθελε ένα παζλ που δεν τελειώνει αργά και απολαυστικά, δημιουργώντας προσμονή για το επόμενο;

181285_10201245644442704_1902228861_n

Άλλωστε ποιος από αυτή την κοινότητα θα διανοούνταν να ακούσει ορισμένα μόνο κομμάτια από ένα δίσκο ή να πρωτοπαίξει τα τελευταία; Πρέπει να ακούσεις δισκογραφίες ολόκληρες για να σου υπενθυμιστεί, όπως γράφει για κάποιον δίσκο των Throwing Muses, πως ό,τι άσχημο κι αν σου τύχει, το έχουν ζήσει και αντέξει άλλοι πριν από σένα. Ένα είναι σίγουρο: Η ρουτίνα είναι ύπουλη ερωμένη, μας σφίγγει στην αγκαλιά της και μας στερεί περισσότερα απ’ όσα προσφέρει. Ώρα να στρίψεις το τιμόνι και να βγεις πάλι στην λεωφόρο των μεγάλων συγκινήσεων. 

Ένα πυκνό βιβλίο για το ροκ εντ ρολλ, τους ακροατές ως οργανικό μέλος στο ροκ, εμάς στο ροκ, το ροκ σε εμάς, τον θάνατο, την αναζήτηση, την δημιουργία, εκείνους που μοιράστηκαν, τις κοινότητες που δεν ήταν ορατές αλλά ακούγονταν μια χαρά· ένα βιβλίο ξέχειλο από χιούμορ και ειρωνεία για όσους από εμάς έλαχε να ζούμε τόσες συναρπαστικές εμπειρίες δι’ αντιπροσώπων, όπως βιώνουμε σε αυτή τη μουσική, σύμφωνα με τα λόγια του αφηγητή, και που κάποτε καλούμαστε να είμαστε αντάξιοί τους.

1459181_10202595479467736_1675011592_n

Οι δίσκοι μοιάζουν με ντοκουμέντα συνειδητοποίησης της αδυναμίας, καταγράφουν τη σταδιακή μείωση της αισιοδοξίας, είναι σταθμοί στην πορεία προς την τελική συντριβή του δημιουργού τους. Κάθε ροκ δίσκος γράφει στην ούγια με ευανάγνωστα γράμματα τα στοιχεία ταυτότητάς του τη δεδομένη στιγμή. «Τον ηχογράφησα στην εφηβεία, είμαι πολύ σημαντικός, ο κόσμος μου ανήκει». «Ενηλικιώθηκα, αξίζω κι εγώ, δικαιούμαι μια θέση στον ήλιο». «Μεγάλωσα και απέκτησα αυτογνωσία, χαίρομαι που ακόμα μπορώ να ονειρεύομαι». «Μια φορά κι έναν καιρό ήμουν νέος και αυταπατήθηκα ότι θ’ αφήσω το τεράστιο σημάδι μου στον κόσμο». [σ. 175]

Εκδ. Micbooks, 2015, σελ. 313, με 32 σελίδες με πληροφορίες για όλα τα αναφερόμενα ονόματα και τραγούδια, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο γραφής όπως και στο βιβλίο.

Εικονισμένη ζωή εδώ. Έχω όλους τους δίσκους τους, κι αυτοί βρίσκονται ήδη στη δεύτερη έκδοση, εδώ.

Στις εικόνες. 1. Το εξώφυλλο που σιωπηρά συνομιλεί με ένα καθοριστικό εξώφυλλο δίσκου ζωής. 2. Jeffrey Lee Pierce σε στιγμές ζωγραφιστής έκστασης – ο Σίμος θα ήλπιζε και μετάνοιας. Το έργο από εδώ. 3. Joe Strummer των Clash, διαφυγών στα 50, δάσκαλος στα περί των Σαντινίστας 4. Rollin Under, φανζίν των δεκαετιών 1980 και 1990, δημιούργημα του Μπάμπη Αργυρίου. Τέσσερα από τα ονόματα του εξωφύλλου – Go Betweens, Γκουλάγκ, Steppes και….Banshees διαπερνούν σελίδες του βιβλίου. 5. Ο Nick Cave στο New Musical Express [1988], το χάρτινο εφήμερο και εφημεροειδές μας ευαγγέλιο, στέκει ανύποπτος μπροστά στο μέλλον που τελικά είχε. Πάλι δίκιο ο Μπάνσης. Και, αλήθεια, δεν είχα σκεφτεί αυτή την πιθανότητα, όταν εκείνος φτάσει στο Φοίνιξ. 6. Ο συγγραφέας στον κόσμο του. 7. Ο συγγραφέας στους ανοιχτούς δρόμους. 8. Η μήτρα τόσων ωραίων συγκροτημάτων 9. Wipers. Χωρίς λόγια. 10. Howe Gelb των Giant Sand, ρόκερ της ερήμου, επίτιμος πολίτης του Τούσον. 11. Ο συγγραφέας μετά την απόσυρση του προηγούμενου οχήματος (βλ. φωτ. 7). 12. Μ.Α.

Δημοσίευση και σε: Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 187.

Christa Wolf – Ένα πρότυπο παιδικής ηλικίας

CW

Η εξαφάνιση των αναμνήσεων, πρέπει να ήρθε βολικά σε μια ανήσυχη συνείδηση που, καθώς ξέρουμε, πίσω από την ίδια την πλάτη της μπορεί να δώσει αποτελεσματικές εντολές, παραδείγματος χάριν «μην τα σκέφτεσαι πια!», εντολές που εκτελούνται πιστά χρόνια ολόκληρα: να αποφεύγεις ορισμένες αναμνήσεις, να μη μιλάς γι’ αυτές· να μην επιτρέπεις να γεννηθούν λέξεις, σειρές λέξεων, ολόκληρες αλυσίδες σκέψεων που θα μπορούσαν να ξυπνήσουν αναμνήσεις. Στους συνομήλικούς σου να μη θέτεις ποτέ ορισμένες ερωτήσεις, γιατί είναι ανυπόφορο δίπλα στη λέξη «Άουσβιτς» να σκεφτείς τη λεξούλα «εγώ»· εγώ με υποθετική έγκλιση, θα μπορούσα, θα έπρεπε, να είχα κάνει. [σ. 289]

Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό βιβλίο για την μνήμη, το φασιστικό γερμανικό παρελθόν, την παιδικότητα, την διαχείριση της ενοχής· μια αυτοβιογραφία που δεν τηρεί τις προϋποθέσεις του είδους· που ονομάστηκε από τη συγγραφέα μυθιστόρημα και από την κριτική μυθιστόρημα μιας αυτοβιογραφίας. Πόσο εύκολη μπορεί να είναι η αναδίφηση μιας παιδικότητας; Πόσο σκληρή μπορεί να είναι η επιστροφή σε μια παιδική ηλικία κύλησε μέσα στο ναζισμό; Πόσο μπορούμε να αποστασιοποιούμαστε από ένα παρελθόν και να αρνούμαστε μια ολόκληρη πραγματικότητα; Πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη της συνειδητοποίησης αιτιών και αιτιατών που οδήγησαν στον πόλεμο και την εξολόθρευση των Εβραίων; Πώς διαμοιράζονται προσωπικές και συλλογικές ευθύνες σε εκείνους που ψελλίζουν «εγώ δεν ήξερα τίποτα»;

wolf_christa1963

Μονόλογος ή κλιτική προσφώνηση; Εγώ, εσύ ή αυτή; Σε αυτή την σκληρή δοκιμασία η συγγραφέας επιλέγει τον μόνο πρόσφορο τρόπο γραφής: διασπά το πρόσωπο της εκφοράς. Η αφήγηση της παιδικής της ηλικίας γίνεται σε τρίτο πρόσωπο που ονομάζει Νέλη (ένας τρόπος απομάκρυνσης;), του ενήλικου εαυτού της σε δεύτερο. Δεν πρόκειται για απλή μνημονική καταγραφή αλλά για ανάπλαση μιας παρωχημένης πραγματικότητας. Η Βολφ αναπλάθει και μυθοποιεί, δημιουργεί λογοτεχνία από την μνήμη, κατασκευάζει μνήμη με την λογοτεχνία. Άλλωστε, όπως φροντίζει να ξεκαθαρίσει, όλες οι μορφές αυτού του βιβλίου αποτελούν κατασκευάσματα της φαντασίας της. Όποιος νομίζει πως διακρίνει ομοιότητες ανάμεσα στους χαρακτήρες της αφήγησης και τον εαυτό του ή διάφορους γνωστούς του, παρακαλείται να σκεφτεί την περίεργη έλλειψη πρωτοτυπίας που χαρακτηρίζει της συμπεριφορά πολλών συγχρόνων μας. Και ακόμα, οφείλει να κατηγορήσει τις συνθήκες που γεννούν αναγνωρίσιμα μοντέλα συμπεριφοράς.

Η αφηγήτρια στα σαράντα της ταξιδεύει στην γενέτειρά της Λάντσμπεργκ αναζητώντας τα ίχνη της παιδικότητας και του παρελθόντος της. Στο ταξίδι αυτής της «επιστροφής» συμμετέχουν ο αδελφός της Λουτς, ο άντρας της Χ. και η δεκαπεντάχρονη κόρη της Λένκα. Τα πρόσωπα και ο χρόνος του ταξιδιού εντάσσονται στην μυθοπλασία του παρόντος ενώ παράλληλα γίνεται αναγωγή στο άμεσο και στο απώτερο παρελθόν της παιδικής ηλικίας της. Έτσι υπάρχουν τουλάχιστον τρία χρονικά επίπεδα: το παρόν της καταγραφής θυμάται το ταξίδι του 1971 κι εκείνο αναπλάθει την παιδική της ηλικία.

Girls' brigade ... an undated photograph of young members of the Hitler youth during a Sunday outing.

Πίσω στην παιδική ηλικία… Το παρελθόν δεν είναι νεκρό· δεν είναι καν περασμένο. Το βγάζουμε από πάνω μας και κάνουμε σαν να μας ήταν ξένο. Στην ανάμνηση εισβάλλει το παρόν και η σημερινή μέρα είναι κιόλας η τελευταία του παρελθόντος. Η διεργασία της μνήμης μοιάζει με καρκινοβασία, με κοπιαστική κίνηση προς τα πίσω, με πτώση σ’ ένα κενό χρόνου. Και μπορεί να συναντήσει ένα παιδί που γεμάτο αθωότητα κάθεται σ’ ένα πέτρινο σκαλοπάτι και για πρώτη φορά στη ζωή του λέει «εγώ». Ορίστε λοιπόν που το ξαναζωντάνεψες το παιδί…

Επειδή σου πέφτει βαρύ να ομολογήσεις ότι το παιδί εκείνο – τρίχρονο, απροστάτευτο, μόνο – παραμένει για σένα απλησίαστο. Δε σε χωρίζουν μόνο σαράντα χρόνια απ’ αυτό, δε σ’ εμποδίζει μόνο η αναξιοπιστία της μνήμης σου που δουλεύει επιλεκτικά και διατάζει: ξέχασε! παραποίησε! Εσύ η ίδια εγκατέλειψες το παιδί εκείνο· εντάξει, νωρίτερα το εγκατέλειψαν οι άλλοι. Ύστερα όμως και η ενήλικη γυναίκα που εκκκολάφτηκε απ’ αυτό και κατάφερε σιγά – σιγά να του κάνει όλα τα κακά που συνηθίζουν να κάνουν οι ενήλικοι στα παιδιά: Το εγκατέλειψε, το διαφοροποίησε, το νόθεψε, το παραχάιδεψε και το παραμέλησε, ντράπηκε και περηφανεύτηκε γι’ αυτό, με λάθος τρόπο το αγάπησε και με λάθος τρόπο το μίσησε. [σ. 24]

german-girls-gymnastics

Μόνο που δεν υπάρχει κανένας ξένος μάρτυρας των πρώιμων αναμνήσεών μας, που τις νομίζουμε αληθινές. Ωστόσο, φωτογραφίες που τις έβλεπε κανείς συχνά και για πολύν καιρό, δύσκολα εξαφανίζονται. Αποτυπώνονται στη μνήμη σαν αμετάβλητα αγάλματα και δεν έχει πια σημασία, αν μπορεί κανείς να τις παρουσιάσει ως αποδεικτικά στοιχεία. Η συγγραφέας ψάχνει και άλλους τρόπους: μελετάει στην κρατική βιβλιοθήκη του σκονισμένους τόμους της εφημερίδας της πατρίδας της και στον «Οίκο του δασκάλου» τα σχολικά βιβλία της εποχής – όπως εκείνο της Βιολογίας όπου υπήρχαν φωτογραφίες ανθρώπων από «κατώτερες» φυλές: σημιτικές, ανατολικές…

Ασχολεισαι ήδη με την δεύτερη γενιά φωτογραφιών· ο χρόνος μετατρέπεται ασταμάτητα σε παρελθόν και χρειάζεται την υποστήριξη του φωτογραφικού φιλμ, των εγγραφών μας σε λογής – λογής χαρτιά, σημειωματάρια, γράμματα σε άλμπουμ αποκομμάτων. Ένα μέρος της σημερινής μέρας πρέπει να το διαθέτουμε πάντα προσπαθώντας να στερεώσουμε στην μνήμη τη χτεσινή. [σ. 114]

Θα βοηθούσε η ενθύμηση εκείνου του ενδιάμεσου ταξιδιού, το καλοκαίρι του 1971; Τότε της έγινε η πρόταση να επισκεφτεί επιτέλους στην πόλη Λ., που σήμερα λέγεται στα πολωνικά Γκ… Τουρισμός στις χαμένες πατρίδες. Στην «αιτιολόγηση» του τριπλού εντύπου γράφτηκε «επίσκεψη την πόλης», ενώ πιο αληθινές αιτίες θα ήταν «ταξίδι εργασίας» ή «εξετάσεις μνήμης». Σ’ εκείνον τον τόπο καταγωγής δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος να τους φιλοξενήσει.

Bundesarchiv_Bild_183-33560-0008,_Petzow,_Schriftsteller-Erholungsheim,_Christa_Wolf

Τώρα η μνήμη πρέπει να ξεκινήσει από μόνη της· να παραχθεί από την ανάμνηση και το αντίθετό της, την λήθη. Αναζήτηση του σχετικού λήμματος στο Νέο Λεξικό Μάγερ, 1962. Είδη: μηχανική, λογική, λεκτική, υλική μνήμη, μνήμη μορφών και πράξεων. Αισθητή η απουσία ενός ιδιαίτερου είδους: της ηθικής μνήμης. Τουλάχιστον σιγά σιγά έρχονται τα πρόσωπα: η οικογένεια, δεκάδες συγγενικά πρόσωπα, οι φιλενάδες, ο ευρύτερος περίγυρος. Η οικογένεια ως ένα συνονθύλευμα ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας και φύλου, καταδικασμένο στην απόκρυψη ενοχλητικών μυστικών.

Το οδικό δίκτυο της πόλης όπου μεγάλωσε έχει αποτυπωθεί μέσα της μια για πάντα, σαν φυσικό δείγμα διευθέτησης πλατειών, εκκλησιών, δρόμων και ποταμών. Αλλά σ’ αυτό το κείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο αλλαγμένο, γιατί το γνήσιο θα ήταν προδοτικό και θα φανέρωνε ίχνη που πρέπει να εξαλειφθούν· αισθάνεται υποχρεωμένη να ανακατατάξει τα γεγονότα, για να πλησιάσει περισσότερο την πραγματικότητα.

9.-CHRISTA-WOLF

Ειδικά τώρα που θα άξιζε να είναι κανείς ειλικρινής, πράγμα που δε συμβαίνει πάντα, ίσως ούτε καν συνήθως, τώρα πέφτεις σ’ ένα είδος απώλειας μνήμης που δεν ταυτίζεται με τα κενά μνήμης, τα οποία αφορούν την πρώιμη παιδικότητα και φαίνονται αυτονόητα, σχετίζονται μ’ εκείνους τους θαμπούς ή λευκούς λεκέδες πάνω σ’ ένα περίεργο, ηλιόλουστο τοπίο, πάνω από το οποίο αιωρείται το συνειδητό σαν αερόστατο σε άστατους ανέμους ρίχνοντας στο τοπίο τη δική του σκιά. Ακριβώς τώρα όμως αυτό το συνειδητό, εμπλεγμένο στα γεγονότα πάνω από τα οποία θα έπρεπε να ανυψωθεί με τη βοήθεια της μνήμης, φαίνεται να υποκύπτει σ’ ένα είδος μερικής συσκότισης, να γίνεται παραγωγός της αφάνειας που εσύ επιθυμείς να φωτίσεις. Το πρόβλημα μοιάζει άλυτο. Αυτό που μένει είναι η πεποίθηση ότι πρέπει να αποκλείσεις τις εφευρέσεις και να χρησιμοποιήσεις τη ανάμνηση των αναμνήσεων, τις αναμνήσεις της φαντασίας μόνο σαν υλικό δεύτερης κατηγορίας, σαν αντικαθρέφτισμα και όχι σαν πραγματικότητα. [σ. 273]

Το 1933 άρχισαν οι περιορισμοί ορισμένων προσωπικών ελευθεριών. Οι διατάξεις απευθύνονταν εναντίον ενός είδους ανθρώπων, άρα ο περίγυρός της δεν αναστατώθηκε. Η μεγαλειώδης νίκη των Ναζί έφτασε το υψηλότερο ποσοστό ακριβώς στην πόλη της Λ. Όσοι αργότερα ισχυρίζονται πως δεν είχαν ακούσει τίποτα για στρατόπεδα συγκέντρωσης, ξέχασαν εντελώς ότι η δημιουργία τους τυπώθηκε ως αγγελία. Ο πατέρας που έχει να διαλέξει ανάμεσα στο ασαφές σφίξιμο του στομαχιού και τις χιλιάδες ζητωκραυγές του ραδιοφώνου, ψηφίζει για τις ζητωκραυγές και ενάντια στον εαυτό του. Σταματούν να χαιρετούν τον γιατρό Λάιτνερ, αλλά εκείνος συνεχίζει να βγάζει το καπέλο μπροστά στον κάθε ζητιάνο. Η οικογένειά της παύει να τον συμβουλεύεται. Ο ήλιος λάμπει διαφορετικά.

wolf 2

Ακολουθούν οι πρώτες λυπηρές φήμες. Κάποιος που δεν θέλει να διακόψει την μιαρή του σχέση με μιαν Εβραία εκτίθεται στη λαϊκή οργή και προσπαθεί να διαφύγει προς τα λιβάδια. Και η Νέλη αποτυπώνει μέσα της τη μελωδία της γιγάντιας χορωδίας που, ξεκινώντας με μικρές κραυγές, ανελισσόταν σε μια τρομαχτική κραυγή. Θυμάται τα κορίτσια της ναζιστικής νεολαίας, τις κατασκηνώσεις εκπαίδευσης, την λαμπαδηφορία των Ες – Α, τον χαιρετισμό του πλήθους με το χέρι ψηλά. Εσένα θα σ’ ενδιέφερε, τι άραγε σκεφτόντουσαν ή αισθανόντουσαν τόσοι άνθρωποι, ακόμα και ασυνείδητα, εκείνες τις στιγμές.

Τι ποσοστά του πληθυσμού την Λ. έκλαψαν εκείνο το βράδυ, εκτός από την υπηρετριούλα Ελβίρα, που ο πατέρας της δούλευε στα σφαγεία; Περιττή ερώτηση, αφού ποτέ δεν θα υπάρξει μέτρο σύγκρισης για να μάθουμε πόσοι άνθρωποι πρέπει να κλάψουν, για να ακυρωθεί το γέλιο της συντριπτικής πλειοψηφίας; πέντε τα εκατό; Τρία κόμμα οχτώ; Ή μήπως φτάνει μόνο μια οικογένεια για να σώσει μια πόλη ολόκληρη; Πέντε δίκαιοι για πενήντα χιλιάδες ; [σ. 81]

article-0-19CAA7A300000578-446_964x623

Ακόμα και κάτω από τον ήλιο που έλαμπε διαφορετικά, η συγγραφέας βρίσκει ένα ανέμελο παιδί. Και ξαναβρίσκεται τώρα πάλι στην σκιά μιας κλαίουσας ιτιάς – που κάποτε της φαινόταν το ωραιότερο δέντρο του κόσμου – πίσω από το μισογκρεμισμένο πια παλιό ζαχαροπλαστείο. Αλλά και πάλι: Όσο πιο μικρή, τόσο πιο ευτυχισμένη, ίσως υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτό. Ίσως όμως ο πλούτος της παιδικής ηλικίας, που καθένας αισθάνεται, δημιουργείται επειδή την εμπλουτίζουμε αδιάκοπα, όταν την ξανασκεφτόμαστε. [σ. 47]. Και πάλι: Γνωρίζουμε βέβαια την αστάθμητη μνήμη των παιδιών που θεωρεί αξιοθησαύριστα μόνο τα ποικίλα και φανταχτερά ή τα τρομερά γεγονότα, όχι όμως και τις καθημερινές επαναλήψεις που, ουσιαστικά, αποτελούν τη ζωή. [σ. 99]

Σύμφωνα με νεότερες έρευνες, η μεταφορά των βιωμάτων από τη βραχύχρονη στη μακρόχρονη μνήμη συμβαίνει τη νύχτα, στα όνειρα. Φαντάζεσαι λοιπόν ένα λαό κοιμωμένων, που μέσα στον ύπνο τους ακολουθούν την εντολή «σβήστε, σβήστε, σβήστε». Ένα λαό ανύποπτων που, αν αργότερα ερωτηθούν, θα απαντήσουν σαν ένας άνθρωπος αλλά με εκατομμύρια στόματα ότι δε θυμούνται. Και κανένας τους δεν θα θυμηθεί το πρόσωπο του Εβραίου, του οποίου το εργοστάσιο – ένα μικρό, παραμελημένο εργοστάσιο ζάχαρης, ένα μαγαζάκι για καραμέλες είχαν πάρει σε εξευτελιστική τιμή.

League German Girls 33-5

Ο χάρτης είναι διάστικτος από μικρές τελίτσες (δευτερεύοντα στρατόπεδα) και σταυρουδάκια (γκέτο). Ποτέ κι από κανένα συμπολίτη της δεν άκουσε η Νέλη μια λέξη για όλα αυτά, ούτε κατά τη διάρκεια του πολέμου ούτε και μετά το τέλος του. Πρώτα πρέπει να υπάρξουν οι γονείς των μαζικών δολοφόνων, πριν δημιουργηθούν οι μαζικοί δολοφόνοι. Και ποιοι δίδαξαν την υπακοή ως αρετή; Μήπως όσο η λογική δεν χρησιμοποιείται μαραίνεται, όπως ένα όργανο που δεν ασκείται· αλλά μια μέρα μπορεί να ξαναεμφανιστεί με μια απρόσμενη ερώτηση; Πού ζήσατε όλοι σας τόσα χρόνια! Μπορεί κανείς από έναν άνθρωπο να κάνει ένα ζώο; Πως είναι δυνατό να είναι κανείς παρών και συγχρόνως να απουσιάζει;

Τώρα ξεχειλίζουν τα ερωτήματα: πόσους σφραγισμένους χώρους μπορεί να δεχτεί η μνήμη πριν σταματήσει να λειτουργεί; Πόση και τι είδους ενέργεια καταναλίσκει αδιάκοπα για να στεγανοποιεί τις κάψουλες που οι τοίχοι τους με τον καιρό ξεφτίζουν και διαλύονται; Τι θα γινόμασταν όλοι εμείς, αν επιτρέπαμε στους κλεισμένους χώρους της μνήμης μας ν’ ανοίξουν και να χύσουν τα περιεχόμενά τους μπροστά στα πόδια μας;

A picture dated July 7, 1971 shows German writer Christa Wolf. Wolf dead in Berlin at 82, December 1, 2011. Photo: dpa/aa

Σε αυτήν την εποχή γενικής απώλειας μνήμης (μια φράση που ήρθε προχθές με το ταχυδρομείο) πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι πλήρης πνευματική παρουσία είναι δυνατή μόνο πάω στη βάση ενός ζωντανού παρελθόντος. Όσο πιο παλιά πάνε οι αναμνήσεις, τόσο μεγαλύτερος χώρος απελευθερώνεται γι’ αυτό που αποτελεί την ελπίδα μας, το μέλλον. Μόνο που – όπως κατάλαβες αυτή τη νύχτα – είναι πολύ πιο εύκολο εφεύρει κανείς το παρελθόν αντί να το θυμηθεί· και η ερώτηση, αν πλήρης πνευματική παρουσία είναι πραγματικά απαραίτητη, θαμποχάραζε μέσα σου σαν πιθανός αντίλογος. [σ. 197]

Και τελικά ποια είναι η θέση του συγγραφέα; Πού αρχίζει το καταραμένο καθήκον του γραφέα – που είτε το θέλει είτε όχι είναι παρατηρητής, αλλιώς δε θα έγραφε, θα πολεμούσε ή θα σκοτωνόταν – και πού τελειώνουν τα καταραμένα του δικαιώματα; Πού απόμειναν οι καιροί, όπου οι ύπουλοι εξορκιστές του παρατατικού μπορούσαν να πείσουν τον εαυτό τους και τους άλλους πως τάχα αυτοί ήταν που μοίραζαν δικαιοσύνη; Αλίμονο σ’ αυτούς τους καιρούς που ο γραφέας πρέπει να επιδείξει την πληγή της δική τους αδικίας, πριν αποκτήσει το δικαίωμα να γράψει για τις ξένες πληγές. [σ. 218]

christa-wolf02

Ένα βιβλίο σύνθετο, ελεγειακό, σκληρό, συγκινητικό σαν άλμπουμ παιδικής ηλικίας, αμείλικτο σαν ηθική καταδίκη, εφιαλτικό για οποιονδήποτε Γερμανό έζησε στον πόλεμο, βασανιστικό με τόσα ερωτήματα, ταξιδευτικό με τόσους τόπους, υπόδειγμα συγγραφικής συνείδησης και ευσυνειδησίας. Ή, με τα δικά της λόγια:

Κανείς ή μπορεί να γράφει ή να είναι ευτυχισμένος.

Εκδ. University Studio Press, μτφ. Κυριακή Χρυσομάλλη – Henrich, σελ. 502. Με τετρασέλιδο πρόλογο, 37 σημειώσεις της μεταφράστριας και δισέλιδο χάρτη [Kindheistmuster, 1977].