Κώστας Βούλγαρης – Η μεταμυθοπλασία στην νεοελληνική λογοτεχνία

Η μυθοπλασία που σχολιάζει τον εαυτό της. Μια πρώτη εγκυκλοπαίδεια

Η μεταμυθοπλασία είναι η μυθοπλασία για την μυθοπλασία, δηλαδή εκείνη που εμπεριέχει ένα σχόλιο πάνω στην δικιά της αφήγηση και την γλωσσική της ταυτότητα και αυτή η αυτοσυνείδητη εκδοχή της αφήγησης είναι ευδιάκριτη στα έργα των γάλλων nouveaux romanciers, σε αυτά του ιταλικού Gruppo 63 και σε μεμονωμένους συγγραφείς, από τον Barth στον Fowles, από τον Cohen στον Coover και από τον Borges στον Cortazar. O χρήσιμος αυτός ορισμός της Linda Hutcheon αποτελεί μια πρώτη χρήσιμη πυξίδα για το συναρπαστικό ταξίδι.

Πρέπει όμως να τονιστεί η μεταμυθοπλασία δεν αποτελεί γέννημα της νεωτερικότητας· αντίθετα, στοιχεία της εμφανίζονται σε πολλά σημαντικά έργα και πριν απ’ όλους αυτό το γνωρίζουν καλά ο Τρίστραμ Σάντυ του Laurence Stern, ο Ζακ ο μοιρολάτρης του Diderot και ο Γουλιέλμος Μάιστερ του Γκαίτε.  Η πληθώρα και η ένταση των μεταμυθοπλαστικών εγχειρημάτων από την δεκαετία του 1960 μέχρι και σήμερα μπορεί να φωτιστεί από ένα ιστορικό ρεύμα που προηγήθηκε κατά δύο περίπου αιώνες και που μένει στην αφάνεια της θεωρίας και της κριτικής: ο κύκλος του πρώιμου ρομαντισμού της Ιένας, του περιοδικού Athenaeum, των αδελφών Schlegel και του Novalis. Ο κύκλος αυτός κατέστησε δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ λογοτεχνικής και κριτικής γραφής.

O τρόπος που επιλέγει ο Βούλγαρης για να μας περιπλανήσει στις δαιδαλώδεις διαδρομές όλης αυτής της ιστορίας είναι ο πιο δύσκολος αλλά και ο πιο συναρπαστικός. Ίσως είναι καθαρά προσωπική μου αίσθηση, αλλά ο ογκώδης αυτός τόμος άλλοτε μοιάζει με ενιαία κεντρική οδό γεμάτη παραδρόμους και παρακαμπτήριες παρόδους που μπορεί να χάνονται ή να επιστρέφουν στην βασική αρτηρία και άλλοτε με πλατειά σκακιέρα όπου η κίνηση–έργο του ενός παίκτη συγγραφέα επηρεάζει με θεατούς και αθέατους τρόπους τις κινήσεις–έργα άλλων παικτών συγγραφέων. Σε κάθε περίπτωση η χαρτογράφηση της μεταμυθοπλασίας ως αισθητικού προτάγματος αποτελεί ένα δύσκολο στοίχημα που ο συγγραφέας δεν φέρνει απλώς εις πέρας, αλλά στην ουσία απλώνει μπροστά μας ώστε να πλοηγηθούμε οι ίδιοι με όποιον τρόπο θέλουμε. Γιατί και αυτό αποτελεί ένα θελκτικό στοιχείο αυτής της λογοτεχνικής εγκυκλοπαίδειας: γράφεται με τον τρόπο της ίδιας της μεταμυθοπλασίας!

Για κάθε λαβύρινθο χρειαζόμαστε έναν μίτο κι εδώ αρχικά από Τα ευρισκόμενα του Ιάκωβου Πολυλά που μας οδηγούν στα Σολωμικά του Στέφανου Ροζάνη και εκείνα στο βιβλίο του Κώστα Βάρναλη Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική [1925]. Ο Βάρναλης φυσικά δεν είναι μεταμοντέρνος, όμως η μεταμυθοπλασία δεν αποτελεί αποκλειστικά μεταμοντέρνο δημιούργημα αλλά κάτι που το συναντάμε σε πολλά άλλα έργα της νεωτερικής και της προνεωτερικής λογοτεχνίας. Έτσι τόσο στα ποιητικά όσο και στα πεζά έργα του Βάρναλη όχι μόνο γίνεται ποικιλότροπα κατάδηλος ο τεχνηματικός χαρακτήρας της γραφής αλλά ταυτόχρονα έχουμε μια παρώδηση, υπεξαίρεση ποικίλων λόγων και «γραφών», ενίοτε και μια ιερόσυλη (ή ειδόσυλη) ανάμειξη. Απώτερος στόχος του συγγραφέα δεν είναι να πει πως τα πάντα είναι κατασκευή αλλά να χειραφετήσει την ανάγνωση από τις δουλείες ψευδαισθήσεων και φαντασιώσεων. Στο ίδιο το προαναφερθέν δοκιμιακό του βιβλίο παρεισφρέει, ρηγματώνοντας την μέχρι τότε φιλοσοφική, δοκιμιακή, ειρωνική γλώσσα και την νομοταγή ροή της γραφής μια ζωντανότατη λογοτεχνική περιγραφή της καθημερινής ζωής της Κέρκυρας των χρόνων του Σολωμού, όπως αναφέρει ο Βασίλης Αλεξίου.

Πριν από τον καλλιτεχνικό μοντερνισμό, ο ρομαντισμός υπήρξε η αμέσως προηγούμενη καλλιτεχνική τάση που πρόσφερε στην καλλιτεχνική συνείδηση την δυνατότητα να διευρύνει την ελευθερία της με την καθιέρωση του ατόμου ως εμπειρικού όντος. Την συγκεκριμένη δυνατότητα τα ελληνικά γράμματα του 19ου αιώνα δεν μπόρεσαν να την εκμεταλλευτούν διότι περιθωριοποιώντας το σολωμικό μάθημα και πριμοδοτώντας την αθηναϊκή σχολή, επέλεξαν την μεγαληγορία και την υπερβολή, εις βάρος της εσωτερικής ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας, όπως τονίζει η Ελισάβετ Κοτζιά.

Αν Η Γυναίκα της Ζάκυθος είναι ο εφιάλτης της αρχής, η Ιστορία ως καταστροφή, η εκ των ένδον κατάρρευση, η εσωτερική αιμορραγία και εξάντληση της Επανάστασης το Πεθαίνω σαν χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη είναι ο εφιάλτης του τέλους· του τέλους ενός ιστορικού κύκλου που τώρα περιλαμβάνει και όλη την φρίκη του 20ού αιώνα, την εποχή των χωρίς τέλος πολέμων, της κατοχής, του εμφυλίου, της στρατοκρατικής κοινωνίας των νικητών, της δικτατορίας. Ο Σάββας Μιχαήλ στο Homo poeticus είναι βέβαιος: ο Σολωμός προφήτευσε και ο Δημητριάδης έδειξε την εξάντληση του έθνους ως ιστορικής δυνατότητας. Η Τζίνα Πολίτη χαρακτηρίζει το βιβλίο του Δημητριάδη ως ένα αποκαλυπτικό καρναβαλικό παν-όραμα, όπως άλλωστε ο Μπαχτίν χαρακτήριζε το Καρναβάλι ως την λαϊκή έκρηξη των ταπεινών και καταφρονεμένων, μια οιονεί εξέγερση που καταλύει προσωρινά κάθε ισχύουσα απαγόρευση και την τάξη του Νόμου. Ο λόγος της Αποκάλυψης και το καρναβάλι είναι οι δυο σηματωροί του ιστορικού τέλους.

Ο Μπαχτίν, άλλωστε, ανέδειξε την σχετική ντοστογεφσκική ποιητική· οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι δεν αποτελούν μόνο αντικείμενα του συγγραφικού λόγου αλλά και υποκείμενα του δικού τους, άμεσα σημαίνοντος λόγου. Όπως τόνιζε ο Leonid Grossman το Βιβλίο του Ιώβ, τα Ευαγγέλια, ο λόγος του Συμεών του Νέου Θεολόγου και φυσικά τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, στα οποία αναφερόταν, συνδυάζονται με ιδιόμορφο τρόπο με την εφημερίδα, την παρωδία, την σκηνή στο δρόμο, το γκροτέσκο ή και την επιφυλλίδα»

Κείμενα για τον Γιώργο Χειμωνά ανοίγουν το χώρο προς το νεοελληνικό μεταμυθοπλαστικό τοπίο, ενώ η ενσωμάτωση της κριτικής σε πεζογραφικά λογοτεχνικά κείμενα και γενικότερα η  μετάβαση από την λογοτεχνία στον λόγο περί αυτής χαρακτηρίζει έργα του Νάνου Βαλαωρίτη, από τον Προδότη του γραπτού λόγου. Διηγήματα 1964 – 1974 μέχρι το Μα το Δία. Σε παρεμφερές κλίμα, τα ονομαζόμενα «διστακτικά κείμενα» ενσωματώνουν διαφορετικούς τομείς και πεδία γνώσης ή επιστημονικά αντικείμενα, και φυσικά και κριτική. To κεφάλαιο Λογοτεχνία των τεκμηρίων εκκινεί με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Λουτσιάνο Κάνφορα Η θάλασσα της ιστορίας και εκτείνεται μέχρι σχεδιάσματα αναγνώσεων, όπως εκείνο της Τζίνας Πολίτη για το καβαφικό έργο με έμφαση στην ποιητική της ανασκαφής και της μετάβασης.

Στην συνέχεια, ο διάλογος για την μεταμυθοπλασία εστιάζεται στην λογοτεχνία–ντοκουμέντο που καθιερώθηκε ως είδος στην μεταπολεμική Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του ’60, δίνοντας έμφαση στην κοινωνική κριτική και στην διάρρηξη των κανόνων της αστικής λογοτεχνίας, απαλείφοντας κάθε στοιχείο αλληγορίας ή μεταφοράς, γειώνοντας την γραφή στα σύγχρονα προβλήματα της γερμανικής κοινωνίας. Από τις απομαγνητοφωνημένες μαρτυρίες των απλών εργατών ή γυναικών στο έργο της Έρικα Ρούγκε μέχρι τα λογοτεχνικά ρεπορτάζ του Γκύντερ Βάλραφ και από την χρήση εγγράφων δικογραφίας στην Έρευνα του Πέτερ Βάις μέχρι τα αποσπάσματα από ομιλίες ή πανηγυρικούς μεγάλων εταιριών στον Φρίντριχ Κρίστιαν Ντέλιους, η λογοτεχνία αυτή στράφηκε στην υποφωτισμένη πλευρά της γερμανικής ιστορίας και του οικονομικού της «θαύματος». Εκείνο όμως πού λείπει είναι η έλλειψη πειραματισμού μέσα στην ίδια την γλώσσα και αυτό είναι το στοιχείο που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του Γιάννη Πάνου: η εναγώνια και συνεχής αναζήτηση και εναλλαγή νέων μορφών γραφής, που, παρ’ όλα αυτά δεν χάνει ποτέ την πολιτική χροιά της, ακόμα κι αν γίνεται ποιητική, όπως γράφει η Λήδα Καζαντζάκη.

Το λογοτεχνικό υβρίδιο του non fiction novel καθιερώθηκε με έργα όπως το Operacion Masacre του αργεντινού Rodolpho Walsh [1957], το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε [1965] οι Άγγελοι της Κολάσεως από τον Χάντερ Τόμσον [1966], το Electric Kool – Aid Acid Test του Τομ Γουλφ [1968] και Οι στρατιές της νύχτας του Νόρμαν Μέιλερ [1968]. Πρόκειται για αφηγήσεις πραγματικών γεγονότων ή ανθρώπων, με την τεχνική και το δραματικό ύφος του μυθιστορήματος, ένα είδος «δημοσιογραφικής λογοτεχνίας». Το Ζ του Βασίλη Βασιλικού, Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών του Μ. Καραγάτση και η Εποποιία 1940–41 του Ά. Τερζάκη αποτελούν τις πρώτες ελληνικές εκδοχές του είδους.

Στο κεφάλαιο Λογοτεχνία και ιστορία ένα πολύτιμο εκτενές κείμενο του Κώστα Βούλγαρη ανοίγεται προς τον διπλό αυτό κόσμο κι ένα πολύτιμο σώμα κριτικών και θεωρητικών κειμένων επεκτείνουν την σχετική εμβάθυνση: της Λίνας Πανταλέων για το βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα, Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, της Ελισάβετ Αρσενίου για το βιβλίο του Αλέξανδρου Σχινά Αναφορά περιπτώσεων και την αφηγηματική ετερότητα στο έργο του, του Δημήτρη Αγγελάτου για τις όψεις και τις εφαρμογές της διαλογικότητας στο νεοελληνικό μυθιστόρημα με εστίαση στον Ήρωα της Γάνδης του Νίκου Καχτίτση. Η αφανής διακειμενικότητα του Κώστα Βούλγαρη εκκινεί από τον Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, το κατά την γνώμη του κορυφαίο συνθετικό ποίημα του καθ’ ημάς 20ού αιώνα, όπου ανευρίσκεται άλλωστε το ερεθιστικό ζεύγος εαυτός / άλλος με την παροιμιώδη κρυπτικότητα της γραφής να καλύπτει πάντα την δαιμονιώδη διακειμενικότητα των ποιημάτων του.

Και βρισκόμαστε μπροστά στο θεμελιώδες βιβλίο του Γιάννη Πάνου …από το στόμα της παλιάς Remington… Δίπλα στην ιστορική αφήγηση ο Πάνου ενσωματώνει ποικίλα και αντιθετικά στοιχεία (ηθογραφία, κοσμοπολιτισμός, πολιτική λογοτεχνία, ερωτικός λόγος) «ξαναδιαβάζοντας» δυναμικά την παράδοση και πλαισιώνοντάς την με νεωτερικούς πειραματισμούς. Ο Πάνου είναι αρκετά υποψιασμένος γύρω από το θέμα της «ομιλίας» των τεκμηρίων, με αποτέλεσμα να καθιστά και την αφήγησή του καχύποπτη απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό αλλά και την «γραφή – ως – αντικείμενο» ως αντικείμενο της γραφής.

Στην μεταμυθοπλασία των τελευταίων χρόνων αναπνέουν οι Τεχνητές αναπνοές και τα λοιπά του Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος άλλωστε έγραψε ένα βασικό κείμενο για τον Μπόρχες, που περιλαμβάνεται εδώ, ο Τάσος Χατζητάτσης γράφει για τα βιβλία του Δημήτρη Δημητριάδη Η Ανθρωπωδία. Μια ατελής χιλιετία, 1ος και 7ος τόμος ενώ ο Στέφανος Ροζάνης με αφορμή την Αρεσίλοφο χώρα του Κώστα Βούλγαρη προβληματίζεται πάνω στην κειμενικότητα ενός κειμένου και υπενθυμίζει την εποπτεία του Roland Barthes, ο οποίος έγραψε για τον ορίζοντα της γλώσσας και το κάθετο του ύφους που χαράζουν για τον συγγραφέα μια φύση, καθώς δεν διαλέγει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Αν ο ρόλος του αναγνώστη στην μεταμυθοπλασία του 20ού αιώνα είναι πολύ πιο επιτακτικά υπεύθυνος και δεν είναι απλά και μόνο συμμέτοχος στην ανάγνωση αλλά και στην γραφή, ενώ συχνά έχει την ελευθερία και να διαμορφώνει το κείμενο τότε στην ίδια παράδοση ανήκουν τόσο τα Φιλοθέου Πάρεργα του Νικόλαου Μαυροκορδάτου όσο και ο Παπατρέχας του Αδαμάντιου Κοραή. Αλλά εκείνος που ζητά από τον αναγνώστη να γράψει ξανά το μυθιστόρημα, διαβάζοντας τα κεφάλαια με διαφορετική σειρά είναι ο Εμμανουήλ Ροΐδης, που εκτός αυτού επινοεί πρωτοποριακές τεχνικές και τεχνάσματα, ενώ τα ίδια τα κείμενά του παρουσιάζονται ως βιβλιοθήκες, με τους εγκιβωτισμούς έργων των ηρώων ή άλλων συγγραφέων. Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το πρώτο κατ’ εξοχήν νεοτερικό μυθιστόρημα στην καθ’ ημάς παραγωγή, και μια σειρά κειμένων, μεταξύ των οποίων η καίρια μελέτη της Μαρίας Κακαβούλια δημοσιευμένη στον Χάρτη [τ. 15, 1985] το αναδεικνύουν.

Αυτή είναι η πρώτη ιδρυτική στιγμή της μεταμυθοπλασίας στο νεοελληνικό μυθιστόρημα, ενώ η δεύτερη εντοπίζεται στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα του Θανάση Βαλτινού, που μαζί με τα Στοιχεία για την δεκαετία του ’60 και αργότερα την Ορθοκωστά ανοίγουν μια ουσιαστική συζήτηση που παραμένει θερμή, εμπλουτισμένη και με την Ιστορία των μεταμορφώσεων του Γιάννη Πάνου, το δεύτερο μείζον βιβλίο του συγγραφέα που τιμάται εδώ με αναλυτικά κριτικά κείμενα, για να ακολουθήσει η ποιητική πρόζα του Ευγένιου Αρανίτση, η ποίηση του Ηλία Λάγιου, μαζί με τα μυθιστορήματα των Κώστα Βούλγαρη, Τάσου Χατζητάτση, Θωμά Σκάσση και Μισέλ Φάις. Τα κείμενα των Γρηγορίου Νανζιανζηνού, Μιχαήλ Ψελλού, Κωνσταντίνου Σάθα, Στρατή Δούκα, Όμηρου Πέλλα, Κώστα Καρυωτάκη, Νικόλα Κάλα, Hoelderlin, Michel Foucault, Walter Benjamin Giorgio Agamben, Samuel Beckett, Gilles Deleuze, Allen Ginsberg, Raymond Queneau και πολλών άλλων, καθώς και τα κριτικά κείμενα δεκάδων ελλήνων κριτικών και θεωρητικών συμπληρώνουν το παλίμψηστο της νεοελληνικής μεταμυθοπλασίας.

Εκδ. Βιβλιόραμα, 2017, σελ. 471, με πεντασέλιδο ευρετήριο συγγραφέων.

Εικονιζόμενοι: Διονύσιος Σολωμός σε προτομή, Rodolpho Walsh, Νίκος Καχτίτσης, Εμμανουήλ Ροΐδης.

Enzo Traverso – Αριστερή μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (από τον 19ο στον 21ο αιώνα)

Η άλλη όψη της ουτοπίας

Για πάνω από έναν αιώνα η ριζοσπαστική αριστερά εμπνεύστηκε από την περίφημη εντέκατη θέση του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ: μέχρι σήμερα οι φιλόσοφοι αρκέστηκαν να ερμηνεύουν τον κόσμο, τώρα πρέπει να τον αλλάξουμε. Όταν με την πτώση του Τείχους το 1989 απόμεινε «χωρίς πνευματικό καταφύγιο», χρειάστηκε να αναθεωρήσει τις ίδιες τις ιδέες με τις οποίες πάσχιζε να τον ερμηνεύσει, ενώ τα νέα κινήματα έπρεπε να επινοήσουν εξαρχής τις διανοητικές και πολιτικές τους ταυτότητες.

Το πέρασμα στη νέα εποχή πήρε μελαγχολικές αποχρώσεις αλλά στην ουσία επρόκειτο για μια μελαγχολία που υπήρχε πάντα, συνήθως απαγορευμένη από τον δημόσιο λόγο. Αυτή η «κρυφή παράδοση» δεν ανήκει στο επίσημο αφήγημα του σοσιαλισμού αλλά εντάσσεται σε μια παράδοση ηττών που έχουν σημαδέψει την ιστορία των επαναστάσεων. Για να αποφέρει καρπούς, αυτή η μελαγχολία πρέπει να αναγνωριστεί και να γίνει αποδεχτή, αποφεύγοντας την συνηθισμένη στρατηγική της απώθησης. Το αξιανάγνωστο αυτό βιβλίο φιλοδοξεί να αποδώσει ένα πρόσωπο σ’ αυτή την κρυφή παράδοση και να εντοπίσει τις κυριότερες εκδηλώσεις της στην σκέψη και στην τέχνη.

Η κυριότερη όψη της αριστερής μελαγχολίας παραμένει η ήττα. Η ιστορία του σοσιαλισμού είναι μια πληθώρα από ήττες που συσσωρεύτηκαν μέσα σε σχεδόν δυο αιώνες. Αντί όμως να αφανίσουν τις ιδέες του, αυτές οι τραγικές και συνήθως αιματοβαμμένες πανωλεθρίες τις ενίσχυσαν και τις νομιμοποίησαν. Οι εξόριστοι και οι κυνηγημένοι σπάνια βίωσαν την απομόνωση από τον περίγυρό τους και γίνονταν πάντα δεκτοί από την αριστερά. Η ήττα του 1989 ήταν διαφορετικής φύσης: δεν προήλθε από μάχη, ούτε γέννησε καμιά υπερηφάνεια. Το τέλος του κρατικού σοσιαλισμού απαγόρεψε την ουτοπική φαντασία και προκάλεσε μια δεύτερη «απομάγευση» του κόσμου, ενώ ο κομμουνισμός απωθήθηκε με διάφορους τρόπους.

Ο Ράινχαρντ Κοζέλεκ θέτει σαν αρχή την επιστημολογική υπεροχή των ηττημένων στην ερμηνεία του παρελθόντος. Μπορεί η ιστορία να γράφεται από τους νικητές, αλλά, σε βάθος χρόνου, τα ιστορικά κέρδη στο πεδίο της γνώσης προέρχονται από τους ηττημένους. Οι νικημένοι ξανασκέφτονται το παρελθόν με διεισδυτικό και κριτικό βλέμμα. Η εμπειρία που αντλείται από μια ήττα είναι ένα δυναμικό γνώσης που επιζεί. Παρά την συντριβή της, η Παρισινή Κομμούνα αποτέλεσε ένα ιδανικό προδρομικό παράδειγμα. Ο Μαρξ παρατηρούσε ότι τρεις δεκαετίες αργότερα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης υπήρχαν μαζικά σοσιαλιστικά κόμματα. Μπορεί ο επαναστάτης στοχαστής Ογκύστ Μπλανκί να παραδέχτηκε την ήττα της και οι αναμνήσεις της Λουίζ Μισέλ να είναι γεμάτες θλίψη και πένθος, όμως η Κομμούνα είχε ανοίξει ορθάνοιχτη την πόρτα προς το μέλλον. Αυτή η θεώρησή της ως εργαστηρίου του μελλοντικού σοσιαλισμού σημαδεύει τα γραπτά των εξόριστων πρωταγωνιστών της αλλά και των συνομιλητών τους, από τον Ελιζέ Ρεκλύ ως τον Πιερ Κροπότκιν και τον Γουίλιαμ Μόρις.

Στο τέλος της εξέγερσης των Σπαρτακιστών, η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο τελευταίο της μήνυμα χαιρέτιζε την ήττα των βερολινέζων εργατών με λόγια που αναγγέλλανε μια μελλούμενη νίκη. Στο ίδιο κείμενο υπενθύμιζε τις οδυνηρές αποτυχίες όλων των επαναστατικών κινημάτων του 19ου αιώνα, τονίζοντας ότι σοσιαλισμός πάντα αναστηνόταν σε μια ευρύτερη βάση. Για τον Τρότσκι η μόνη διέξοδος για την ανθρωπότητα ήταν η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Η Τέταρτη Διεθνής, το νέο κομμουνιστικό ρεύμα που έπρεπε ν’ αντικαταστήσει τον σταλινισμό, είχε γεννηθεί «κάτω από τον βρόντο των χαμένων μαχών», βάδιζε όμως μπροστά «για να οδηγήσει τους εργάτες στη νίκη». Η ξυλογραφία της Κέτε Κόλβιτς Στη μνήμη του Καρλ Λίμπνεχτ, έργο που δημιουργήθηκε μετά την συντριβή της σπαρτακιστικής εξέγερσης του Βερολίνου, αποδίδει μια χορωδιακή και συλλογική διάσταση της θλίψης.

Στην Βολιβία το 1967 ο Τσε Γκεβάρα κατάλαβε ότι το αντάρτικο κίνημα είχε αποτύχει, όμως το αίσθημα ότι η ιστορία ήταν με το πλευρό του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Συνομιλώντας με τους φρουρούς του παραδέχτηκε την αποτυχία του αλλά πρόσθεσε ότι η επανάσταση ήταν «αθάνατη». Ο τελευταίος λόγος του Σαλβαδόρ Αλιέντε στο πολιορκημένο Μέγαρο της Μονέδα το 1973 καλούσε τους συντρόφους του να προχωρήσουν γνωρίζοντας ότι σ’ ένα όχι μακρινό μέλλον θα ανοίξουν και πάλι οι δρόμοι μέσα από τους οποίους θα βαδίσει ο ελεύθερος άνθρωπος για να χτίσει μια καλύτερη κοινωνία.

Η κηδεία του Παλμίρο Τολιάτι, του ιστορικού ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά έργα τέχνης, από τις ταινίες του Παζολίνι και των αδελφών Ταβιάνι (Uccelacci e Uccellini, 1966 και I sovversivi, 1967, αντίστοιχα) ως τον πίνακα του Ρενάτο Γκουτούζο Η κηδεία του Τολιάτι (1972), όπου αναγνωρίζονται πολλές μορφές του κομμουνιστικού κινήματος (Λένιν, Γκράμσι, Σαρτρ, Άντζελα Ντέιβις, Ενρίκο Μπερλινγκουέρ) ανάμεσα σε λάβαρα και κόκκινες σημαίας: το πένθος είναι αξεδιάλυτο από την ελπίδα.

Οι παλαιότερες ιστορικές ήττες δεν σκόρπιζαν την απόγνωση ούτε προκαλούσαν ηττοπάθεια αλλά ξεπεράστηκαν χάρη στην ελπίδα που απέβλεπε στην επαναστατική ουτοπία. Το μυστικό αυτού του μεταβολισμού της ήττας έγκειται ακριβώς στην συγχώνευση ανάμεσα στον πόνο μιας καταστροφικής εμπειρίας και στην εμμονή μιας ουτοπίας που βιώνεται σαν ιστορική προοπτική και σαν κοινός ορίζοντας προσμονής. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των Ζαν Αμερί και Πρίμο Λέβι που τόνισαν τα πνευματικά αποθέματα χάρη στα οποία οι κομμουνιστές κρατούμενοι του Άουσβιτς ήταν ικανοί να αντέξουν στην βία, καθώς έβρισκαν μια αναντικατάστατη βοήθεια στις πεποιθήσεις τους. Άντεχαν περισσότερο στα βάσανα και πέθαιναν με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια από τους απολίτικους διανοούμενους συγκρατούμενους. Κατείχαν ένα κλειδί κι ένα στήριγμα, μια χιλιαστική επαύριο για την οποία είχε νόημα να θυσιαστούν.

Στις πιο ζοφερές μέρες του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία, όταν η σοβιετική εξουσία απειλούνταν και η επανάσταση έμοιαζε καταδικασμένη, το φάσμα της Παρισινής Κομμούνας στοίχειωνε τους μπολσεβίκους. Αντί να σκορπίζει αποθάρρυνση και παραίτηση αυτή η έντονη συνείδηση του κινδύνου «γαλβάνιζε το πνεύμα της αντίστασης», όπως έγραφε ο Βικτόρ Σερζ. «Εμείς οι Κόκκινοι, παρά την πείνα, τα σφάλματα, ακόμα και τα εγκλήματα, βαδίζουμε προς την πολιτεία του μέλλοντος»

Η σοσιαλιστική και κομμουνιστική εικονογραφία απεικόνιζε ακριβώς αυτήν την τελεολογική θεώρηση της ιστορίας. Η Τέταρτη Τάξη (1900) του Πελίτσα ντα Βολπέντο παριστάνει την πρόοδο των εργαζόμενων τάξεων προς ένα φωτεινό μέλλον και εικονογραφεί τον στρατηγικό αναπροσανατολισμό που είχε διαπιστώσει ο Ένγκελς: η εποχή των οδομαχιών και των οδοφραγμάτων είχε περάσει. Η παλαιού τύπου εξέγερση ήταν πια απαρχαιωμένη σε σύγκριση με την «διεθνή μεγάλη στρατιά των σοσιαλιστών που αυξάνει κάθε μέρα». Η κριτική της εξεγερσιακής μεθόδου αντιπαρέθετε δυο ιστορικές χρονικότητες: την εκρηκτική στιγμή της επανάστασης και μια πιο αργή εξελικτική αλλαγή. Υπήρχε εδώ, εν σπέρματι, η διαλεκτική που ανέλαβε να θεωρητικοποιήσει αργότερα ο Γκράμσι ανάμεσα στον «πόλεμο κινήσεων» και στον «πόλεμο θέσεων».

Μετά την οκτωβριανή επανάσταση η ουτοπία έπαψε ν’ αποτελεί την αφηρημένη αναπαράσταση μιας απελευθερωμένης κοινωνίας που προβαλλόταν σ’ ένα μακρινό μέλλον κι έγινε το αχαλίνωτο φαντασιακό ενός κόσμου που οικοδομείται στο παρόν. Η μεσσιανική προσδοκία μεταμορφώθηκε σε παρακίνηση για επαναστατική δράση. Η χτυπητή ομοιότητα της σοσιαλιστικής εικονογραφίας με το βιβλικό μοντέλο αποκαλύπτει ότι, μέσα στην κομμουνιστική παράδοση, παραμένει πάντα μια θρησκευτική παρόρμηση που συνυπάρχει με τον διακηρυγμένο αθεϊσμό της.

Για τον Χέρμπερτ Μαρκούζε η λειτουργία της μνήμης συνίσταται στην διατήρηση των δυνατοτήτων και των επαγγελιών που προδόθηκαν ή απαγορεύτηκαν. Οι ανικανοποίητες επιθυμίες μπορεί να προβάλλονται στο μέλλον σαν ουτοπίες οικουμενικής ευτυχίας. Η μαρξιστική «αντιμνήμη» έπρεπε να προσανατολιστεί προς την καταπνιγμένη ευτυχία των ανθρώπων και να μετατρέψει την ουτοπία σε υπόσχεση ελευθερίας.

Οι ταινίες του Αϊζεστάιν περιγράφουν την ρωσική ιστορία σαν μια ακαταμάχητη πορεία προς την επανάσταση, ενώ ο κινηματογράφος των νικημένων επαναστατών χαρακτηρίζεται από μελαγχολικές εικόνες. Από την δεκαετία του 1990 και εξής, η σχέση του με το παρελθόν έχει ριζικά ανατραπεί. Προηγουμένως παρουσίαζε μαζικά κινήματα και προεικόνιζε αναπότρεπτες νίκες, στην συνέχεια, όμως, ξεκίνησε να αφηγείται το πένθος της ήττας. Στην ταινία του Κεν Λόουτς, Γη και ελευθερία, το μήνυμα είναι το ίδιο με του Τζορτζ Όργουελ στον Φόρο τιμής στην Καταλονία (1938): ο ισπανικός εμφύλιος κατέληξε σε μια διπλή ήττα: την κατάρρευση της Δημοκρατίας απέναντι στον φασισμό και τον ενταφιασμό της επανάστασης από μια σταλινική κυβέρνηση. Όσοι τον έζησαν όμως έμαθαν ότι ο σοσιαλισμός είναι μια εφικτή μορφή οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής.

Ο Όργουελ είχε γράψει ότι το 1937 η Βαρκελώνη είχε ήδη χάσει τον κοινοτιστικό ενθουσιασμό της προηγούμενης χρονιάς, γέννησε όμως μια σοσιαλιστική μνήμη ικανή να επιζήσει μετά την ήττα. Ο ήρωας του Λόουτς δεν είναι μάρτυρας αλλά ο ανώνυμος αγωνιστής, συνηθισμένος να χάνει μάχες, από την ισπανική επανάσταση του 1936 ως την απεργία των Βρετανών ανθρακωρύχων στην δεκαετία του 1980. Υπό το ίδιο πρίσμα, οι ταινίες του Αγγελόπουλου, της Καστίγιο, του Γκουσμάν και άλλων απεικονίζουν τον 20ό αιώνα σαν τραγική εποχή συντριμμένων επαναστάσεων και ηττημένων ουτοπιών. Είναι η αισθητική διάσταση μιας διεργασίας πένθους.

O Τραβέρσο εστιάζει ιδιαίτερα στις δυο εκδοχές της ταινίας του Κρις Μαρκέρ, Το βάθος τ’ ουρανού είναι κόκκινο (Le fond de l’ air est rouge). Μέσα από έναν στρόβιλο εικόνων αποκαλύπτεται ένας κόσμο όπου η επαναστατική ουτοπία κατεβαίνει στους δρόμους, ενώ περιγράφεται ο πληθωρικός χαρακτήρας των επαναστατικών κινημάτων, με τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις τους. Μια αξιοσημείωτη σκηνή εκφράζει την αίσθηση μιας νέας εξέγερσης που ξεπερνάει τα σύνορα, δείχνοντας σε διαδοχικές εικόνες χέρια νεαρών από διάφορες φυλές

Ανακαλώντας μια συζήτηση με τον φιλόσοφο Λουί Αλτουσέρ, ο Μαρκέρ θυμίζει στην ταινία του τις προσδοκίες και τον ενθουσιασμό του Μάη του ’68 όταν όλα έμοιαζαν εφικτά αλλά και το γεγονός ότι τα παρισινά οδοφράγματα έμοιαζαν με εύθυμη μασκαράτα: Φαντασιώναμε ότι κάναμε έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα, κανείς όμως δεν σκέφτηκε ποτέ να βαδίσει προς τα Ηλύσια. Στην Λατινική Αμερική η επανάσταση νικήθηκε και πνίγηκε στο αίμα, ενώ στη δυτική Ευρώπη απλώς δεν συνέβη ποτέ. Παρέμεινε «η τελική πρόβα ενός έργου που δεν παίχτηκε ποτέ».

Ο Μαρκέρ είχε στο μυαλό του «την συντριβή των αντάρτικων, την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, την χιλιανή τραγωδία και τον κινέζικο μύθο της Πολιτιστικής Επανάστασης». Η ταινία είναι γεμάτη εικόνες από κηδείες – από τον Τσε Γκεβάρα και τον Βίκτορ Χάρα μέχρι την Ούλρικε Μάινχοφ, να υποδηλώνουν μια συμβιωτική σχέση ανάμεσα στην επανάσταση και τον θάνατο. Αντί να σημαδεύουν το τέλος της κομμουνιστικής ελπίδας, οι μαζικές αυτές κηδείες αποτελούν μια από τις εκφράσεις της.

Στο κεφάλαιό του για τα Φαντάσματα της αποικιοκρατίας ο Τραβέρσο εστιάζει στην ειδικότερη μεταποικιακή μελαγχολία της αριστεράς. Έπρεπε να περιμένουμε τον 20ό αιώνα για να αρχίσει ο μαρξισμός να αναγνωρίζει τους αποικισμένους λαούς σαν πολιτικά υποκείμενα, αναθέτοντάς τους το καθήκον να «αρνηθούν» τον ιμπεριαλισμό. Ο Μαρξ θεωρούσε τον αποικιακό κόσμο απλή περιφέρεια της Δύσης, της μόνης δύναμης που καθόριζε την εξέλιξή του, θεωρώντας την δυτική κυριαρχία προδιαγεγραμμένο πεπρωμένο. Σύμφωνα με τον Έντουαρντ Σαΐντ, η σκέψη του Μαρξ εντάσσεται σ’ έναν οριενταλιστικό ορίζοντα, μια κοσμοθεώρηση θεμελιωμένη στην διάκριση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ιστορική συνάντηση του μαρξισμού και των ρευμάτων που ξεπήδησαν από τον αντιιμπεριαλισμό παρέμεινε ανολοκλήρωτη. Από αυτό το χαμένο συναπάντημα τρέφεται η συγκεκριμένη μελαγχολία.

Οι φιλόσοφοι της Σχολής της Φρανκφούρτης δεν στάθηκαν ικανοί να ξεπεράσουν τον επιστημικό ορίζοντα του Μαρξ. Ο αντιφασισμός τους απέρριπτε τον βιολογικό ρατσισμό (συνεπώς και τον αντισημιτισμό της δεκαετίας του 1930), έμενε όμως σιωπηλός μπροστά στην αποικιοκρατία, με εξαίρεση τον Χέρμπερτ Μαρκούζε. Ο Δυτικός Μαρξισμός παραμέλησε την ιστορία, την οικονομία και την πολιτική, για να αποσυρθεί στην φιλοσοφία και την αισθητική. Άλλα σοσιαλιστικά ρεύματα, πάντως, όπως ο Μαύρος Μαρξισμός, έστρεψαν τον διεθνισμό σε ριζικά αντιαποικιακή κατεύθυνση.

Η αριστερά έχει πρόβλημα με την μνήμη της. Γενική αμνησία. Έχει καταπιεί πάρα πολλά, έχει παραβεί πάρα πολλές υποσχέσεις. Πάρα πολλές υποθέσεις που δεν ξεκαθαρίστηκαν, ένα σωρό πτώματα που δεν χρεώθηκαν. […] Δεν υπάρχουν πια ιδρυτικά γεγονότα. Ούτε πια γέννηση. Ούτε πια σημεία αναφοράς…

έγραφε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ [σ. 236], ένας από τους πρωταγωνιστές του Μάη του 68 κι ένας από τους βασικούς ηγέτες της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας [LCR]. Το τελευταίο κεφάλαιο αφιερώνεται σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο στρατευμένο στοχαστή που μετά την ιστορική καμπή του 1989 αναζητούσε μια νέα κριτική σκέψη και νέες μορφές δράσης. Ο Μπενσαΐντ ευνόησε την συνάντηση των «πολλών μαρξισμών» με παραμελημένα ρεύματα σκέψης αλλά και της γενιάς του Μάη με εκείνη της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης της δεκαετίας του 1990 κι έγινε ένας μεσολαβητής ανάμεσα σε διαφορετικές ιδέες. Για τον ίδιο η πρόοδος δεν είναι μια μονόδρομη διαδικασία αλλά μια αντιφατική κίνηση που φέρει διαλεκτικά μαζί της την άρνηση. Η ιστορία είναι ένα πεδίο πιθανοτήτων, ένα ανοιχτό σταυροδρόμι με πολλές εκβάσεις. Όπως είπε ο Γκράμσι, «το μόνο που μπορούμε να προβλέψουμε είναι ο αγώνας».

Πρότεινε την πολιτική πλευρά του Μπένγιαμιν, ενός άλλου «μεσολαβητή» απέναντι στην «ιστορία που δυστροπεί», και διάβασε κάτω από το πρίσμα του παρόντος τις «Θέσεις για μια φιλοσοφία της ιστορίας». Σ’ ένα περιβάλλον καταστροφών και σε μια εποχή κυριαρχημένη από τον ναζισμό και τον σταλινισμό, ο Γερμανός φιλόσοφος έγραφε ότι το να συνεχίζει κανείς να πιστεύει στις ιδέες της επανάστασης και της χειραφέτησης αποδεικνύεται μια πράξη πίστης. Η θεολογία γινόταν απαραίτητος σύμμαχος του μαρξισμού κι ο μεσσιανισμός έμοιαζε να καλείται να αναστήσει έναν σαστισμένο αντιφασισμό και να επινοήσει μια νέα ιδέα του κομμουνισμού, εμψυχωμένου από την επιθυμία να λυτρώσει τους νικημένους της ιστορίας.

Οι Θέσεις ήταν μια προσπάθεια να θεωρηθεί διαφορετικά η επανάσταση (και ο αγώνας ενάντια στον φασισμό), σαν λυτρωτική πράξη ικανή να σπάσει την συνέχεια της ιστορίας και να λυτρώσει την μνήμη των νικημένων. Στο κείμενο αυτό ο μαρξισμός και ο μεσσιανισμός είναι αξεδιάλυτοι. Αλλά ο πυρήνας της αιρετικής του προσέγγισης στην βιβλική παράδοση βρίσκεται αλλού: αντί να περιμένει την έλευση του Μεσσία, πίστευε ότι έπρεπε να την προκαλέσουμε κι ότι αυτή η διακοπή της πορείας του κόσμου έπρεπε να επέλθει σαν επαναστατική πράξη των ανθρώπων.

Ο Μπένγιαμιν αντιλαμβανόταν την επανάσταση, ταυτόχρονα, σαν υλική και ανθρώπινη πράξη και σαν πνευματική κίνηση λύτρωσης, ανασύστασης και αποκατάστασης του παρελθόντος. Εκκοσμικευμένη πράξη κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης, η επανάσταση είχε ανάγκη από μια ορμή που μόνο το θρησκευτικό βίωμα κι η θρησκευτική έμπνευση μπορούσαν να της προσφέρουν. Και η  αλλαγή του κόσμου παρέμενε ένα μελαγχολικό στοίχημα (όπως τιτλοφορούσε ένα βιβλίο του), ζυμωμένη με μνήμη και θεμελιωμένο στην λογική.

Η συναρπαστική αυτή περιπλάνηση στο διανοητικό και καλλιτεχνικό τοπίο της αριστεράς ανακαλύπτει μια μελαγχολία που αποτελεί την διαλεκτική άλλη όψη των ελπίδων και των ουτοπιών. Το πένθος και η οδύνη δεν είναι ασύμβατα με τους αγώνες, ούτε εμποδίζουν την συνείδηση και τον στοχασμό. Η επαναστατική δράση απαιτεί τόσο στρατηγική όσο και συναισθηματική θεμελίωση και η μελαγχολία είναι ένα από τα συναισθήματα της, μια ψυχική διάθεση ενταγμένη στην διανοητική και πολιτική στράτευση.

Εκδ. του Εικοστού Πρώτου [21ος Παράλληλος], 2017, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, σελ. 294 [Left-Wing Melancholia. Marxism, History, and Memory, 2016]. Περιλαμβάνονται σαράντα εννέα φωτογραφίες και ευρετήριο ονομάτων.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: Κυριακάτικη Αυγή, Αναγνώσεις, 14 Ιανουαρίου 2018 (το ακριβές κείμενο εδώ)

Στις εικόνες: Άγαλμα του Lenin στο Βερολίνο που απομακρύνθηκε το 1992, Παρισινή Κομμούνα (οδόφραγμα Rue Saint-Sébastien), Rosa Luxemburg, Σπαρτακιστές [1919], Leon Trotsky στην Ρωσική Επανάσταση, Antonio Gramsci, Αφίσα του Aleksandr Rodchenko για το Θωρηκτό Ποτέμκιν του Sergei Eisestein, Σκηνή από την ταινία του Chris Marker, Louise Michel, Karl Marx, Daniel Bensaid (πρώτος από αριστερά), Boris Iofan – Σχέδιο για το Μέγαρο των Σοβιέτ [Palace of the Soviets, 1931-1933], Giuseppe Pellizza da Volpedo – Quarto_Stato [1900].