Αμοιβαίοι θετοί σύντροφοι
Τα αδέσποτα ζώα διασταυρώθηκαν πολλές φορές με την ζωή μου. Άλλοτε μοιραστήκαμε μικρές οδύσσειες για να σωθούν από κάποιο σκληρό περιβάλλον και να βρουν την στέγη που τους αξίζει κι άλλοτε και κυρίως όταν πήρα την απόφαση να συμβιώσουμε ως ισότιμοι ένοικοι μιας κοινής καθημερινότητας. Πρώτα είχα την γάτα Μάη που σώθηκε τελευταία στιγμή από τα χέρια ενός αχαρακτήριστου δίποδου (την άρπαξε στο τσακ ο Γιάννης Αγγελάκας στο Berlin) και βαφτίστηκε έτσι χάρη σ’ έναν ωραίο Θεσσαλονίκειο Μάιο, και λίγα χρόνια μετά τον γάτο Μαρσέλο, που του έδωσα το όνομά ενός εξαίρετου χαρακτήρα από το βιβλίο Σκηνές από την ζωή των μποέμ του Ερρίκου Μυρζέ. Εδώ και δώδεκα χρόνια ήρθε η σκυλίτσα Πέτρα για να συντροφιαστούμε για τα καλά.
Αλλά τι είναι το ζωάκι του καθενός μας μπροστά στην αχανή κοινωνία των αδέσποτων που αναζητούν τα ελάχιστα; Και μόνο η ιδέα με φορτίζει ιδιαίτερα και, όπως συνηθίζουμε να κάνουμε σε κάθε άβολη σκέψη, την παραχώνω σε κάποιο ράφι εντός. Και πάλι, κάποια πλάσματα επιμένουν να φωλιάζουν στην πρώτη σειρά του, κι αυτά είναι όσα συνάντησα στα παζάρια των φιλοζωικών οργανώσεων όπου προτείνεται η υιοθεσία ενός ζώου αντί για την αγορά του. Κι είναι ακριβώς εκείνα που δεν βρίσκουν τον θετό τους σύντροφο, επειδή είναι μεγαλύτερα στην ηλικία ή στο μέγεθος από κάποια άλλα ή ταλαιπωρημένα ή απλά δεν επιλέχτηκαν.
Πώς αισθάνονται αυτά τα ζώα που περιμένουν να τα διαλέξει ένας περαστικός; Του μιλάνε με το βλέμμα; Κι όταν τελειώσει το παζάρι, επιστρέφουν στα κοινόβια των φιλοζωικών περισσότερο απογοητευμένα; Διαισθάνονται κάποια απόρριψη; Οι σχετικοί επιστήμονες έχουν πολλά να πουν, αλλά ποιος διαβάζει τις εξειδικευμένες τους μελέτες; Για άλλη μια φορά έρχεται η λογοτεχνία, ακόμα και στη μορφή μιας μικρής «παιδικής» ιστορίας, για να μας φωτίσει τα συναισθήματα ενός άλλου πλάσματος. Δεν έχουμε καλύτερο τρόπο.
Και τι ωραία και πόσο επιτέλους που το ορθάνοιχτο αυτό θέμα βρίσκει την ευαίσθητη γραφή και εικονογράφηση που του ταιριάζει, σ’ ένα βιβλίο που μπορεί να φωτίσει την σκέψη των μικρών μικρών ανθρώπων. Ο τρόπος που διαλέγει η συγγραφέας είναι κατά κάποιο τρόπο μια μυθοπλαστική ενσυναίσθηση, καθώς παραχωρεί την αφήγηση στον ίδιο το σκύλο να μας διηγηθεί την δική του προσωπική ιστορία που συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω και να αναρωτιέται σε ακόμα μια εκδήλωση αν σήμερα θα είναι η τυχερή του μέρα, να βλέπει πως δεν τον προτιμάνε, να φτάνει στο σημείο να προτιμά τελικά την σίγουρη επιστροφή στη φάρμα της φιλοζωικής, παρά να βρεθεί προσωρινά σ’ ένα σπίτι με εξίσου προσωρινό όνομα. Γιατί υπάρχουν κι εκείνοι που παίρνουν ζωάκια για όσο χρόνο θεωρούν ότι αποτελούν «χρήσιμα παιχνίδια» για τα παιδιά τους, κι όταν τα βαρεθούν τα εγκαταλείπουν, ξεχνώντας και το όνομά τους, μέχρι να βρεθεί, αν είναι «τυχερά», να τα πάρει κάποιος άλλος και να τους δώσει νέο όνομα. Κι έτσι το όνομα, η μικρή λέξη που αποτελεί και μια πρώτη κοινωνική ταυτότητα για το ζώο, αλλάζει συνεχώς.
Το βιβλίο έχει την ιδανική εικονογράφηση, από μια ούτως η άλλως προικισμένη εικονογράφο. Βουτηγμένη σε ανοιχτόχρωμο γαλάζιο και πράσινο φόντο, δεν παραπέμπει στη μελαγχολία αλλά σ’ έναν ήρεμο παλ φωτισμό που δεν μπορεί παρά να αισιοδοξεί. Χάρη στο μεγάλο μέγεθος των σελίδων μπαίνουμε ολόκληροι στην ιστορία και την ζούμε κάθε φορά, μέχρι το ευπρόσδεκτο αλλά και απροσδόκητο τέλος και τις χρήσιμες συμβουλές για όποιο παιδί αποφασίσει να γίνει αμοιβαίος θετός σύντροφος μ’ ένα μη ανθρώπινο πλάσμα.
Και φυσικά, όπως πάντα συμβαίνει με την ανάλογη λογοτεχνία, αναζητώ κι εγώ, όχι κάποιες απαντήσεις, αλλά μερικά ενδεχόμενα, κι ας μένουν πάντα ανοιχτά. Υπάρχει περίπτωση αντί να διάλεξα εγώ τα ζώα μου να με διάλεξαν εκείνα; Δεν θα ήταν δικαιότερο να μπορούν εκείνα να το κάνουν; Εδώ πάντως ο σκυλάκος εκφράζει ανάλογη σκέψη – και την ζωγραφίζει. Είναι ίσως η εικόνα που αξίζει να δουν όλοι.
Υιοθέτησα και υιοθετήθηκα κι εγώ κάποτε από έναν άσπρο αδέσποτο σκύλο. Με περίμενε πάντα ακίνητος, στην πράσινη νησίδα στο μέσον της Φωκίωνος Νέγρη. Δεν θυμάμαι πόσες φορές κάθισα πάνω του, ακίνητος ιππέας με την βεβαιότητα πως δεν γίνομαι βάρος στο λείο του κορμί· θυμάμαι όμως καλά την λευκότητα και την δροσιά του μαρμάρου, την αναζήτηση μιας ζωντάνιας στο ακίνητο πρόσωπο, τις ερωτήσεις που έκανα στο αγέρωχο, ελαφρώς υψωμένο του πρόσωπο, την ασφαλή αλλά και ζηλευτή θέση του στο μέσο των περιπάτων. Πηγαίνω μέχρι σήμερα αραιά και που να τον δω, και συνεχίζει να μου δίνει τα δώρα του, κυρίως την ατόφια ανάμνηση του παππού μου που με πήγαινε ως εκεί. Και βλέποντας μικρά παιδιά να σκαρφαλώνουν και να τον χαίρονται, αναρωτιέμαι πόσες αμοιβαίες συντροφιές να χαίρεται αυτά τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη, 2018, σελ. 32, εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη, γυαλιστερό χαρτί, μέγεθος 21Χ29.
Ηλικίες: 5+
Στις εικόνες: Μαύρος κούταβος με λευκή ψυχή, βρέθηκε στο Λουτράκι έκθετος σε δίποδους κινδύνους και βρήκε το σπίτι που του αξίζει / Η Πέτρα αυτοπροσώπως / Η θέση που τους αξίζει / Υποψήφιοι σύντροφοι / Ο σκύλος της Φωκίωνος Νέγρη, ο πρώτος μου τετράποδος σύντροφος
Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.