Χρυσάνθη Τσιαμπαλή – Το αγόρι που κέρδισε το χρόνο

Εκείνο που δεν αποταμιεύεται αλλά χαρίζεται

Χρόνος: είναι ο αόρατος κυνηγός μας και ο καλύτερος γιατρός· ο ανελέητος κριτής και ο αχώριστος συνοδοιπόρος. Είναι άπλετος και περιορισμένος, θείο δώρο και αιώνιο βάσανο. Τρέχουμε ξοπίσω του ή μας κυνηγάει σε απόσταση αναπνοής, πάντως συντρέχουμε αχώριστοι! Οι απαιτήσεις μας αμοιβαίες και συνεχείς. Άλλοι τα έχουμε καλά μαζί του, άλλοι τα έχουμε βάλει για τα καλά μαζί του.

Ο Γιάννης δεν έχει πολλές πολλές σχέσεις με τον Χρόνο. Τον αγνοεί, κάνει σα να μην υπάρχει. Στήνει τους φίλους του στα ραντεβού για παιχνίδι και ξεχνιέται στο δωμάτιό του όταν έρχεται η ώρα του φαγητού που τελικά τρώει παγωμένο. Φυσικά δέχεται συνεχώς παρατηρήσεις από τους γονείς του και ο μπαμπάς του δηλώνει πως ήρθε το πλήρωμα του … χρόνου και του κόβει κάθε ανθρωπιστική βοήθεια – ξύπνημα, διάβασμα, όλα τώρα θα πρέπει να τα κάνει μόνος τους, χωρίς την ωρολογιακή συνδρομή των γονιών. Οι καθιερωμένες φράσεις πέφτουν βροχή: να κερδίσεις τον χρόνο σου! ο χρόνος είναι χρήμα! Τα αντεπιχειρήματα Κάλλιο αργά ποτέ, Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι φαίνεται πως αρχίζουν να μπάζουν και τα πράγματα σκουραίνουν.

Το πρώτο πάθημα είναι θέμα …χρόνου. Αργοπορημένος στο σχολείο, κρύβει την πιτζάμα κάτω απ’ το παντελόνι κι αφήνει τα μαλλιά του αχτένιστα, στοιχεία που οι παρατηρητικοί φίλοι του άμεσα εντοπίζουν. Δεν είναι ακριβώς ο Μικρός Πρίγκιπας, όπως τον είχε χαρακτηρίσει κάποτε η Χριστίνα. Ούτε στο σπίτι βέβαια καταφέρνει να κρύψει την πρωινή του ήττα και στο δωμάτιό του ο χρόνος πάλι θα περάσει χωρίς να το καταλάβει, πόσο μάλλον τώρα που είναι και λυπημένος.

Αλλά ευτυχώς στα βιβλία πάντα κάτι θα συμβεί στην δύσκολη στιγμή· όχι για να σώσει ή να διευκολύνει τον ήρωα αλλά για να του δώσει μια ιδέα, ένα δρόμο, μια ευκαιρία έστω! Κάπως έτσι μπαίνει από την μπαλκονόπορτα ο Πολυχρόνης ο χρονοεισπράκτορας: είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του Χρόνου, που ως γνωστόν έχει αδελφές τις Χρονιές που κάθε τόσο τους επισκέπτονται, όπως σήμερα π.χ. που ήρθε η εξαιρετική 1896, ενώ συχνά διοργανώνουν χειμερινό τουρνουά τένις. Τομέας κι εξειδίκευσή του, η Διαχείριση Χρόνου.

Ο χρόνος δε δωρίζεται και βέβαια δε δανείζεται. Ο χρόνος μόνο σπαταλιέται. Και ένας τρόπος υπάρχει για να αποκτήσει κανείς απόθεμα. Η Τράπεζα Αποταμίευσης Ελεύθερου Χρόνου. Εκεί, καταθέτεις όχι χρήματα, αλλά τον χρόνο που σου περισσεύει, του λέει ο μυστηριώδης Πολυχρόνης και ιδού το μεγάλο στοίχημα. Φυσικά για όλα αυτά πρέπει να κρατά τα σχετικά αποδεικτικά: τι έκανε και τι δεν έκανε για να αποταμιεύει τον πολύτιμο χρόνο. Στο τέλος θα τον περιμένει ο τίτλος του Πρίγκιπα του Χρόνου· άλλωστε ο Χρόνος λατρεύει όσους προσπαθούν να τον …κερδίσουν.

Στο Παλάτι του Χρόνου ο Πολυχρόνης έχει τις δικές του αμφιβολίες, καθώς δεν ξεχνά όσα συνέβησαν παλιά στη Μόμο, την περίφημη ηρωίδα του φερώνυμου μυθιστορήματος του Μίχαελ Έντε, και στους κατοίκους της πόλης όπου ζούσε, όταν οι γκρίζοι κύριοι τους ζήτησαν να κάνουν οικονομίες στον χρόνο τους αποταμίευοντάς τον. Μήπως θα καταντήσει σαν τον απεχθή πράκτορα ΞΥΚ/384/β;

Κάτι δεν πάει καλά με αυτό το ρήμα κι όσα σημαίνει. Μήπως εδώ υπάρχει μια παγίδα; Μήπως ο χρόνος δεν αποταμιεύεται ούτε δανείζεται αλλά χαρίζεται; Η συγγραφέας μπαίνει σε βαθιά νερά, σε έννοιες απαιτητικές και δύσχρηστες και καταφέρνει να βγει με μια ιστορία απλή και πλούσια, πανέξυπνη και ανατρεπτική απέναντι σε όσα χρόνοι και πολυχρόνηδες επιχειρούν σήμερα μικρούς μεγάλους να μας αιχμαλωτίσουν. Ο Γιάννης που κέρδισε τον Χρόνο, δεν τον έκανε αντίπαλο αλλά φίλο και συνεργάτη. Και μυρίζομαι ότι το μάθημα που πήρε το δίνει απλόχερα και σ’ εμάς τους μεγάλους, να ακολουθήσουμε την δική του ιδέα. Το δώρο του χρόνου είναι κοινό σε όλους μας, είναι την ίδια στιγμή σπάνιο κι απλόχερο, άξιο να χαριστεί σε όσα πρόσωπα και πράγματα επιλέγουμε να αφοσιωθούμε!

Εκδ. Ψυχογιός, 2016, σελ. 80, εικονογράφηση: Αιμιλία Κονταίου, με μικρές μαυρόασπρες ζωγραφιές στην αρχή κάθε κεφαλαίου [Σειρά: Λωτός, 9-11 ετών] [Μαθαίνουμε για την διαχείριση του χρόνου].

Στην τρίτη εικόνα μια εικονογράφηση της Μόμο και στην τέταρτη μια εκδοχή της Εμμονής της Μνήμης, ενός έργου του Σαλβαντόρ Νταλί που κάπου κάπως αναφέρεται στο βιβλίο.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.