Χουάν Κάρλος Ονέτι – Η σύντομη ζωή

Οι άπειρες ζωές που ενοικούμε

Ο αφηγητής Χουάν Μαρία Μπράουσεν είναι ένας σαραντάρης υπάλληλος διαφημιστικής εταιρίας που ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Μπουένος Άιρες και βιώνει την αποτυχία και την πλήξη μέσα σε μια ανούσια και μίζερη καθημερινότητα: Η Γερτρούδη, η σιχαμερή δουλειά, ο φόβος μήπως την χάσω, οι λογαριασμοί που πρέπει να πληρωθούν και η αλησμόνητη βεβαιότητα ότι πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει μια γυναίκα, ένας φίλος, ένα σπίτι, ένα βιβλίο, ούτε καν ένα βίτσιο που να μπορούν να με κάνουν ευτυχισμένο. [σ. 82] Ο ύστατος τρόπος διαφυγής είναι να ζητήσει καταφύγιο σε άλλο τόπο και άλλο χρόνο και να λυτρωθεί μέσω της προβολής του εγώ σε άλλες συνειδήσεις που συνιστούν άλλες δυνατότητες ζωής· καταφεύγει, συνεπώς, στη δημιουργία δυο παράλληλων κόσμων με επίκεντρο δυο ήρωες με τους οποίους θα ταυτιστεί.

Έτσι η διαφυγή του συντελείται σε διπλό επίπεδο. Στο πρώτο επίπεδο, για τις ανάγκες ενός κινηματογραφικού σεναρίου που του προτείνουν να γράψει, δημιουργεί τον γιατρό Ντίας Γκρέι, κάτοικο της Σάντα Μαρία (που θα αποτελέσει την μυθική πόλη – σκηνικό του Ονέτι για τα περισσότερα μυθιστορήματά του). Στο δεύτερο,  ο αφηγητής υποδύεται ένα άλλο πρόσωπο, τον Χουάν Μαρία Άρσε, για να εισχωρήσει στην ζωή της Κέκας, μιας γυναίκας που εκπορνεύεται στο διπλανό δωμάτιο. Με αυτές τις δυο μάσκες η απόγνωση μετατρέπεται σε δημιουργική αναγέννηση, όπως γράφει στο πολύτιμο σημείωμά της η μεταφράστρια.

Ήδη από την πρώτη σελίδα, ο αφηγητής ακούει πίσω από τον τοίχο την άγνωστη γυναίκα που μόλις έχει μετακομίσει στο διπλανό διαμέρισμα· κάποιος Ρικάρδο την έχει κάνει για άλλη μια φορά να κλάψει σαν τρελή. Είναι το ίδιο πρωί που ο γιατρός αφαίρεσε το αριστερό στήθος της Γερτρούδης. Όσο κι αν αδυνατεί να ξεχάσει το κομμένο στήθος σαν μια μέδουσα πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, το στήθος που είχε βυζάξει ή παίξει, σκέφτεται πως έχει καθήκον να κοιτάξει χωρίς αποστροφή την καινούργια του ουλή, ζευγαρωμένη πια με την άλλη που έχει στην κοιλιά της και που τόσες φορές έχει αναγνωρίσει με την άκρη της γλώσσας του. Εύχεται κάποια μέρα η Γερτρούδη να ξαναγελούσε δίχως αιτία κάτω από τον ανοιξιάτικο ή τον καλοκαιρινό αέρα του μπαλκονιού και να τον κοίταζε με τα λαμπερά της μάτια, με προσήλωση, για μια στιγμή. Θέλει να της πει: Μην είσαι θλιμμένη. Για μένα είναι όλα όπως πριν, δεν άλλαξε τίποτα.

Γιατί η μοναδική πειστική απόδειξη, η μοναδική πηγή ευτυχίας που μπορώ να της προφέρω θα είναι να σηκώσω το βλέμμα μου και να βυθιστώ στο ολοφώτιστο δωμάτιο, με το ξανανιωμένο πρόσωπό μου από τη λαγνεία στο ακρωτηριασμένο στήθος, να το φιλήσω και να χάσω εκεί πάνω το μυαλό μου [σ. 30].

Ο άσπονδος φίλος του Χούλιο Στάιν (που παλαιότερα είχε πλαγιάσει με την Γερτρούδη) του προσφέρει την δυνατότητα της χρηματικής ενίσχυσης αν γράψει ένα σενάριο. Αυτό μπορεί να είναι η σωτηρία του και όχι μόνο από οικονομική πλευρά. Όλα πρέπει να ξεκινάνε από έναν ξερακιανό γιατρό που πουλάει μορφίνη και μένει στη Σάντα Μαρία, κοντά στο ποτάμι, ένα μέρος που ο Μπράουσεν θυμάται από κάποιο καλοκαίρι, επειδή υπήρξε ευτυχισμένος εκεί, χρόνια πριν, για είκοσι τέσσερις ώρες, χωρίς αιτία. Ο γιατρός δημιουργείται: άσημος, λακωνικός κι απελπισμένος. Στα κουρασμένα μάτια του, μια ασάλευτη λάμψη υπενθύμιζε ότι δεν είχε απομείνει το παραμικρό ίχνος πίστης στην έκπληξη. Σιγά σιγά φτιάχνεται το ιατρείο του, τα βιβλία του, η θέα, η ίδια η πόλη, μαζί με το πορθμείο, την πλατεία, την εκκλησία της. Κι ας μην υποψιάζεται ακόμα ότι μια οποιαδήποτε στιγμή θα επιβιβάσει στο πορθμείο μια ανήσυχη γυναίκα.

Ο Μπράουσεν πιστεύει πως μπορεί να σωθεί γράφοντας· ετοιμάζεται να ανοίξει την πόρτα του ιατρείου στην Γερτρούδη της φωτογραφίας που βλέπει απέναντί του, κι εκείνη είναι νέα και ανέμελη, ή σαν κι εκείνη όταν την πρωτογνώρισε. Την ονομάζει Ελένα Σάλα δε Λάγος και την προσκαλεί να οδηγήσει το χέρι του για να γράψει μια νέα αρχή και μια άλλη συνάντηση. Σύντομα έρχεται η φράση που θα τον επαναφέρει ξανά στην ζωή. Μπαίνει λοιπόν η Ελένα Σάλα στο ιατρείο του Ντίας Γκρέι και γδύνεται, όχι για να τον σαγηνεύσει αλλά για να υποκριθεί την ασθενή επειδή αναζητά κάποιον με τον οποίο να μπορεί να συνομιλήσει – και για να της γράψει ή να της δώσει μορφίνη. Παραδέχεται, άλλωστε, πως το να συμβουλεύεται κανείς έναν γιατρό ισοδυναμεί με το να παραδέχεται ότι είναι άρρωστος· είναι σαν να επιτρέπει στην ασθένεια να εδραιωθεί και να προοδεύσει.

Στην άλλη πλευρά του τοίχου, η Ενρικέτα – Κέκα επιστρέφει χαράματα, συνοδευόμενη από τον πρώτο τυχόντα ή μόνη και ξεγυμνώνει το κάθιδρο κορμί της, θαρρείς αποκλειστικά και μόνο για το τεντωμένο του αυτί. Πίσω στο ασφυκτικό τους υπνοδωμάτιο τον περιμένουν τα μακριά αργά βήματα και τα πνιχτά αναφιλητά της Γερτρούδης, όταν υποθέτει ότι εκείνος ακόμα κοιμάται. Και ανάμεσά τους, το φάντασμα μιας ιδιόμορφης σχέσης του με την εικοσάχρονη Ρακέλ, αδελφή της Γερτρούδης, που τον αφήνει να αναρωτιέται:

Αυτό θα ήθελα να μάθω: αν για έναν άντρα υπάρχει η αίσθηση του μυστηρίου σε κάθε οικεία στιγμή που του είναι άγνωστη ή αν του αρκεί να γνωρίζει ότι αυτού του είδους η οικειότητα έχει δοθεί σε άλλους (ποια γυναίκα μετά τα είκοσι δεν την έχει δώσει, ποια θα μπορούσε να ζήσει, χωρίς να την έχει δώσει) για να εξανεμιστεί το μυστήριο. [σ. 179]

Αυτή είναι η ηλικία που η ζωή αρχίζει να γίνεται ένα στραβό χαμόγελο και ανακαλύπτεις πως είναι καμωμένη εδώ και πολλά χρόνια από παρεξηγήσεις. «Στο μεταξύ», μονολογεί, «είμαι αυτός ο άτολμος, αμετάβλητος άνθρωπος, παντρεμένος με την μοναδική γυναίκα που σαγήνευσα ή που σαγήνευσε εμένα, ανίκανος, όχι πλέον να είμαι κάποιος άλλος αλλά ανίκανος να έχω την θέληση να είμαι κάποιος άλλος». Κι όμως, κάποια μέρα, βγαίνοντας από το ασανσέρ, βλέπει το διαμέρισμα της Κέκας ανοιχτό, την αρμαθιά με τα κλειδιά να κρέμεται στην κλειδωνιά, το λουτρό στο βάθος ανοιχτό, γυναικεία ρούχα στις καρέκλες. Τώρα παρατηρεί με προσοχή το σπίτι που ως τώρα μόνο άκουγε και προσπαθεί, αντίστροφα, ν’ αφουγκραστεί την Γερτρούδη πίσω απ’ τον τοίχο.  Φαντάζεται τον εαυτό της να αναπαύεται…

και διέβλεπε ένα μέλλον, μια ευτυχία γεμάτη εκπλήξεις, αφού θα ήταν θεμελιωμένη στον ακρωτηριασμό της, μια νίκη απέναντι σε κάποιον άγνωστο, μια νίκη που θα είχε επιτύχει χωρίς καμία στρατηγική εναντίον κάποιου απροσδιόριστου τύπου άντρα για τον οποίο ο ακρωτηριασμός θα αντιπροσώπευε χωρίς διαστροφή καμιά, την ακαταμάχητη ιδιότητα του σώματός της. [σ. 99]

Καθώς η Γερτρούδη φεύγει για το μητρικό της Τεμπερλέι, ο Μπράουσεν παραδέχεται ότι η αμοιβαία τους αγάπη έχει αναμφίβολα ατονήσει και εξευτελιστεί, προστατευμένη μα και αλλοιωμένη μέσα στο καταφύγιο των σεντονιών, των κοινών γευμάτων και της συνήθειας, τόσο απομακρυσμένη από τις ρίζες της όπως ένας μετανάστης που τον έχει παρασύρει με αγριότητα η ζωή. Τώρα στο σπίτι κοιμάται μόνος του, χωρίς το σώμα της, «ένα φράγμα που πάνω του σταματούσε η θλίψη», ενώ δεν παύει να φθονεί τον Στάιν που είχε διεισδύσει στην Γερτρούδη χωρίς να γίνει αιχμάλωτός της, αλλά και να βασανίζεται από μια ανησυχία μοιχείας: ίσως αυτή η μάσκα να γεννήθηκε τις μέρες που έμεινε στο Τεμπερλέι, τέκνο ενός βλέμματος, μιας φράσης, ενός ανυπόμονου γόνατου, και να τράφηκε το ένα απόγευμα μετά το άλλο σε ζαχαροπλαστεία, απόμερα δρομάκια και ξενοδοχεία.

Στην δουλειά αναγκάζεται να εξηγεί πώς και γιατί οι σημερινές αρνητικές απαντήσεις θα μετατραπούν στα αυριανά συμβόλαια. Το μοναδικό σημαντικό πράγμα στην ζωή του τώρα είναι να ξαπλώνει στο κρεβάτι με το πρόσωπο κολλητά στον τοίχο, με το στόμα ανοιχτό να μην τον ενοχλεί ο θόρυβος της αναπνοής, να συλλέγει φωνές και θορύβους από την άλλη μεριά. Περνάει νύχτες και αυγές ακούγοντας την Κέκα «να νταραβερίζεται με άντρες και γυναίκες, να αραδιάζει και σε αυτούς ψευτιές, να ταράζεται, μεθυσμένη, κλαίγοντας με λυγμούς, όταν εκείνοι εισέβαλλαν στην μοναξιά της».

Κάποτε χτυπάει την πόρτα της, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι δεν έχουν ποτέ συναντηθεί στην πολυκατοικία· κι εκείνη εμφανίζεται πιο μικροκαμωμένη και αδύναμη από την γυναίκα που είχε φανταστεί. Υποκρίνεται έναν φίλο τού Ρικάρντο, ενός άντρα που μάλλον την ταλαιπωρεί, ενώ παραμένει πανικόβλητος από φόβο μην τυχόν και γίνει με το παραπάνω τολμηρή, μην τυχόν επαναλάβει και σ’ εμένα εκείνα τα προστυχόλογα που τόσες φορές αναγκάστηκα να την ακούω να λέει. Σύντομα η Κέκα του εξομολογείται όσα χρειάζεται να ξέρει, ώστε να συνεχίζει να την εξαπατά: πως ο Ρικάρντο δεν μπορεί να την ανεχτεί, πως θεωρεί ότι τον απατά, πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να ζήσει μαζί της. Του τα αποκαλύπτει όλα μόνη της κι εκείνος της αντιπροσφέρει: Εγώ ξέρω ότι ο Ρικάρδο σας αγαπάει. Η σχέση τους έχει μόλις ξεκινήσει.

O συγγραφέας προκαλεί τις επαναλαμβανόμενες επισκέψεις της γυναίκας στο ιατρείο, στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς και χαίρεται να διαπιστώνει ότι παρέμεναν πιστοί στην σιωπηρή τελετουργία των πλατωνικών, ανειλικρινών, εμπορικών τους σχέσεων. Το ιατρείο «ανυψώνεται σε ένα απίθανο ύψος μοναξιάς και σιωπής». Μια μέρα που περιμένει την γυναίκα και «την αιφνιδιαστική νεότητα που του δανείζει για να της την επιστρέψει σε λίγα λεπτά», αντ’ αυτής φτάνει ο σύζυγός της, κύριος Οράσιο Λάγος και ζητά να συμπεριληφθεί στην φιλία των δυο. Τον ενημερώνει ότι η Ελένα εδώ και δυο χρόνια γνώρισε τον Όσκαρ, έναν άντρα που την ξελόγιασε, που της έγινε απαραίτητος, ενώ κόλλησε στους συζύγους και την συνήθεια της μορφίνης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι εκείνοι, σε ανώτερο επίπεδο κουλτούρας και κοινωνικής θέσης του φέρθηκαν ως ίσοι.

Οι ιστορίες προχωρούν ανεξέλεγκτες. Ο Μπράουσεν διαπιστώνει την ευχαρίστηση του μεθοκοπήματος και της βίας απέναντι στην Κέκα και ο Ερνέστο, ένας από «εκείνους» που φοβάται η Κέκα, εισβάλλει στο διαμέρισμα και χτυπά τον Μπράουσεν, ο οποίος με την σειρά του θα τον εμπλέξει αργότερα σε μια απρόσμενη δολοφονία. Ο γιατρός αναζητώντας τον αναντικατάστατο Πρίαπο Όσκαρ καταλύει με την Ελένα σ’ ένα ξενοδοχείο στην ακροποταμιά και μοιράζονται «ένα παρελθόν που δεν θα συντελούνταν ποτέ».

Ο Μπράουσεν επιζεί καθημερινά μέσα από την διπλή μυστική ζωή του Άρσε και του επαρχιακού γιατρού Ντίας Γκρέι στην πόλη στην άκρη του ποταμού και ανασταίνεται καθημερινά όταν μπαίνει στο διαμέρισμα της Κέκας ή συνομιλεί με την Ελένα. Αυτοί οι τρεις παράλληλοι εναλλασσόμενοι κόσμοι αναπτύσσονται και διασταυρώνονται μέχρι την πλήρη συγχώνευσή τους, ενώ οι δυο επινοημένοι ήρωες τού διαφεύγουν και αυτονομούνται πλήρως, μέχρι να καταστούν οι ίδιοι πρωταγωνιστές της αφήγησης. Η δύναμη που ο Μπράουσεν νόμιζε πως είχε πάνω στα πλάσματά του εξανεμίζεται. Πραγματικότητα και μυθοπλασία γίνονται ένα. Κι όπως γράφει η μεταφράστρια, «αποζητώντας να υπερβεί την πραγματικότητα ο Μπράουσεν θα συσσωρεύσει μια σειρά από «σύντομες ζωές» που το ανοιχτό τέλος του βιβλίου μας αφήνει να εννοήσουμε ότι είναι άπειρες».

Να ξανασκεφτώ ότι όλοι οι άνθρωποι που την κατοικούσαν είχαν γεννηθεί από μένα και ότι ήμουν ικανός να τους κάνω να συλλάβουν την αγάπη σαν κάτι το απόλυτο… να παράσχω στον καθένα από αυτούς ένα διαυγές και ανώδυνο ψυχομαχητό, προκειμένου να κατανοήσουν το νόημα αυτών που είχαν ζήσει. [σ. 384-385]

Η Σύντομη Ζωή, το κατά Ονέτι πιο φιλόδοξο και περίπλοκο έργο του, αποτελεί προάγγελο για τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του, ιδίως ως προς τους πειραματισμούς και τις καινοτομίες. Λυγίζω μπροστά στην απόδοση της συγκίνησης από την ανάγνωση ενός τέτοιου μυθιστορήματος. Και μακαρίζω τον Ονέτι για την γραφή του αλλά και την σιωπή του, ιδίως όταν τιμήθηκε το 1962 στην χώρα του με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Η ομιλία του περιορίστηκε στη φράση: Εγώ δε μιλάω, γράφω.

Εκδ. Καστανιώτη, 2003, μτφ. από τα ισπανικά Αγγελική Αλεξοπούλου, σελ. 433. Περιλαμβάνεται τετρασέλιδο χρονολόγιο. [Juan Carlos Onetti, La vide breve, 1950]

Το επίσης εξαίσιο Ναυπηγείο εδώ.

Κάποτε ο Γκαλεάνο για τον Ονέτι.

Το κόμικ, από εικονογράφηση κειμένου για το βιβλίο του La cara de la desgracia, από εδώ.

Οι ξυπόλητες μιας Πόλης

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Χάρτης, τεύχος 3 (Μάρτιος 2019), εδώ.

Οι ξυπόλητες μιας Πόλης

Όπου ο εγκυκλοπαιδιστής των γυμνών ποδιών αναζητά την Ηλέκτρα στην Κωνσταντινούπολη, στους βυζαντινούς ναούς που αναστηλώνει, ελπίζοντας να συνεχίσει την ερωτική τους μυθιστορία, που άρχισε στα δέκα τους έναν παραθεριστικό Αύγουστο στο Λουτράκι και συνεχίστηκε ανά τις δεκαετίες διασκορπισμένος έναν Απρίλιο στην Κυψέλη, έναν Μάιο στην Θεσσαλονίκη κι έναν Ιούνιο στην Γαύδο.

Μυρελαιούσες: υψιπετείς των κλιμάκων 

Ξεκίνησα την αναζήτηση της Ηλέκτρας στην αλλοτινή Μονή Μυρελαίου που είχε αλλάξει το όνομά της σε Bodrum Camii· βρισκόταν σε περιοχή με εμπορικά καταστήματα μοντέρνων ρούχων αλλά δεν την γνώριζε κανείς από τους περαστικούς. Ξεπρόβαλλε ανάμεσα σε δυο μπουτίκ, πιο πίσω και ψηλότερα και για λίγα λεπτά, καθώς ο ήλιος έκρυψε τα γκρίζα σύννεφα, ο ναός έμοιαζε να αναδύεται ψηλά από το έδαφος. Πίσω του οριστικά και αμετάκλητα υψωνόταν η πίσω όψη μιας παλιάς, κιτρινισμένης πολυκατοικίας· οι εξωτερικές στριφογυριστές σκάλες μου υπενθύμισαν για άλλη μια φορά την «ψηλότερη» θέση της καθημερινότητας σε σχέση με την Ιστορία ή μια συμφιλίωση του τετριμμένου με το θαυμαστό. Εκεί είδα μια νέα γυναίκα να ανεβαίνει με σύνεργα καθαρισμού προς το τελευταίο όροφο. Παρά την απόσταση και το καμουφλάρισμα των χρωματιστών της ρούχων, ή, μάλλον, εξαιτίας αυτών, διέκρινα τα γυμνά της πόδια.

Στο τελευταίο σκαλί κάθισε κι έβαλε το κεφάλι της μέσα στα χέρια. Τηλεφωνούσε και σπάραζε από απαντήσεις που πρέπει να την άφηναν, έτσι όπως βρισκόταν στην άκρη, διπλά ξεκρέμαστη. Οι σύγχρονοι πόνοι, σκέφτηκα,  δακρύζονται αποκλειστικά στις μέσες και τις άκρες των πολυκατοικιών που κρέμονται στο κενό, κι όχι μπροστά στις εκκλησιαστικές εικόνες ενός πέρα κόσμου που σταμάτησε να περιμένει τους πιστούς του. Έτσι, ψηλότερα απ’ τον τρούλο, που κάποτε συμβόλιζε την αρχή του ουρανού ή την επικράτεια του Θεού, μια ξυπόλητη γυναίκα ήλπιζε να καταστεί η θεά κάποιου άλλου και αδιαφορούσε για την θεαματική κάτοψη του ναού, στο βλέμμα του οποίου με παρέδιδε, που αισθάνθηκα αυστηρό ή γλυκό, επειδή αφιέρωνα πια την λατρεία μου σε δίδυμες θεότητες ισάριθμες με τον γυναικείο πληθυσμό όλων των εποχών.

Αναζητώντας την είσοδο έκανα τον γύρο του τετραγώνου και ανέβηκα σε άδειο ακάλυπτο χώρο, που ήταν και η ταράτσα των κτιρίων από κάτω. Από εδώ αποκτούσε ξανά το κομψό σώμα των μεσοβυζαντινών ναών, πιθανώς για να παρακολουθεί την ταπεινότητα των γύρω καταστημάτων: νεωτερισμοί, αθλητικές φόρμες, περούκες. Bukle Peruc, έγραφε μια ταμπέλα, προτείνοντας παραλλαγές χτενισμάτων για κάθε χρήση. Ανακουφίστηκα με την ιδέα πως δεν θα υπάρξει αντίστοιχο ανταλλακτικό στα πόδια, με κίνδυνο να γνωρίζεις μια γυναίκα χάρη στα πόδια της και να μην είσαι σίγουρος αν είναι τα αληθινά.

Δίπλα στην είσοδο, ένα κατάστημα με καλσόν ειρωνευόταν μια συνύπαρξη: η νεωτερικότητα των νεωτερισμών δίπλα στην αιωνιότητα των μνημείων. Της αγόρασα ένα μαύρο μάλλινο καλσόν με σχέδια που έφερναν προς σταυρούς, βέβαιος πως θα γελούσε κι εγώ θα τιμούσα έστω κι έτσι την κρυφή μου λατρεία. Ίσως πάλι οι αντίθετοι πόλοι να με καθησύχαζαν πως όσο νεωτερικοί είμαστε άλλο τόσο αρχαίοι παραμένουμε: ένας άντρας σπεύδει να αναζητήσει το δώρο για μια γυναίκα, μόνο και μόνο για την ψευδαίσθηση ότι θα την ξαναδεί ή για το σκίτσο μιας ρυτίδας που προδίδει το χαμόγελο την στιγμή που το ξετυλίγει. Βγαίνοντας χάιδεψα εκείνο που θα τύλιγε ζεστά τα πόδια της, δοκιμάζοντας μια προβολή σ’ ένα μέλλον απ’ όπου θα απουσίαζα.

Εδώ τις προηγούμενες δεκαετίες συνυπήρχαν εργαστήρια, αποστακτήρια, χαμάμ και αποθήκες, μέχρι που εγκαταλείφθηκαν, αφήνοντας την περιοχή να μετατραπεί σε σκουπιδότοπο, όπως μαρτυρούν παλιές φωτογραφίες του κούφιου τότε ναού. Αναρωτήθηκα αν η Ηλέκτρα εργαζόταν στα έγκατά του, όπου για αιώνες στέγνωνε μια κυκλική κινστέρνα και κρυβόταν το παλάτι του Ρωμανού και μια «κάτω εκκλησία». Προχώρησα σε μια ανήλιαγη στοά, όπου διάφορα αναιδή καταστήματα κρεμούσαν φορέματα και πανωφόρια στις εξωτερικές κολώνες της εκκλησίας, προκρίνοντας πρόσκαιρες πλην προσφιλές εμφανίσεις αντί άλλων πνευματικών ανταλλαγμάτων. Πέρασα τις σκεπαστές βρύσες για την πλύση των ποδιών και κατέβηκα στο υπόγειο. Ερημιά και μια απόκοσμη ησυχία.

Απληροφόρητος διαπίστωσα πως δεν ήμουν μόνος. Στο υπόγειο του ναού κοιμόταν (γι’ αυτόν που θεωρεί τον θάνατο ύπνο αιώνιο ή πρόσκαιρο ή απλά ακολουθεί το λεξιλόγιο των σχετικών επιγραφών) ο αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαπηνός και η Άννα Λεκαπηνή, ζεύγος που έγδυσα απ’ τα πολυποίκιλτα ενδύματα για να φανταστώ τα σώματά τους έτοιμα για ανταλλαγή αυτοκρατορικών χαδιών ή απλώς για εκείνα που κάνουν όλοι, όταν πάψουν να είναι ό,τι είναι για τους άλλους. Άραγε τα συμβασιλεύοντα ζεύγη θυμούνταν τον παλιό τους εαυτό όταν έκλειναν οι βαριές πόρτες και πλάγιαζαν ενώπιος ενωπίω; Υπήρξε κανείς βασιλεύς της Ρωμανίας που γονάτισε ο ίδιος μπροστά στα πόδια της παντάνασσας του κράτους; Δεν προχώρησα, να μην ενοχλήσω τα τέσσερα πέλματα που, σκελετωμένα ή ποιος ξέρει πώς διατηρημένα, κείτονταν δίπλα δίπλα στην αιώνια σιωπή κάτω από την πολύβουη εμπορική συνοικία.

Παντεπόπτριες: δέσποινες των περασμάτων

Στον περίκομψο βυζαντινό ναό του Παντεπόπτη, τώρα Eski Imaret Camii, ένα από τα λιγότερο γνωστά μνημεία της πόλης, που, κρυμμένο στα ασφυκτικά στενά μιας ταπεινής συνοικίας, αποφεύγει τους τουρίστες και την φασαρία των περαστικών, είδα δυο νεαρά κορίτσια να κάθονται στο κατώφλι μιας μικρής πολυκατοικίας που, όπως όλες σ’ αυτή την γειτονιά, είχαν την πόρτα τους διαρκώς ανοιχτή. Κρυφογελούσαν η μια στο αυτί της άλλης, μοιραζόμενες, πιθανώς, τα μυστικά της εισόδου στα μυστήρια της νεότητας. Ντυμένες με χρώματα που περιγελούσαν γάργαρα, όπως και οι ψίθυροι τους, κάθε επιταγή ταιριάσματος, είχαν αποδιώξει τα κλειστά τους σαμπό κι ίσως ήταν τελικά τα γυμνά τους πόδια που κορόιδευαν τα άλλα ρούχα.

Κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο μικρό προαύλιο του άλλοτε περιδόξαστου κτίσματος και στο σπίτι τους σαν δέσποινες που δικαιωματικά διαφεντεύουν τα περάσματα ενός τόπου όπου εφάπτονται ιστορίες, κοινωνίες και θεολογίες. Στάθηκα κι εγώ έκθαμβος, ανάμεσα στην κοκκινωπή εκκλησία που για ώρες αναζητούσα και στην δική τους κυριαρχική παρουσία. Στον ήλιο του χορταριασμένου στις άκρες στενού έλαμπαν δυο αντιθέσεις: ο ακίνητος χρόνος του ναού, ίδιος και απαράλλακτος στο μέλλον, και οι αεικίνητες στον τόπο κορασίδες, με την άγουρη θηλυκότητα να τις ωθεί μπροστά, διαρκώς μπροστά. Όμως κι εκείνος υπήρξε μεταβλητός, από την μεγαλοπρέπεια στα ερείπια κι από τα ερείπια στην αναστήλωση· εκείνες, πάλι, δρομολογούνταν με ταχύτητα ηλικίας αλλά η μνήμη τους και η φωτογραφία μου θα τις μνημειώσουν εδώ, σ’ ένα αναπότρεπτο, συνεχές παρόν «τότε». Μόνο η θρησκεία δεν άλλαξε: Ένας αντάλλαξε θέση με άλλον Έναν.

Ήθελα να φωτογραφίσω το μνημείο αλλά δεν διανοήθηκα να τους ζητήσω να παραμερίσουν. Δεν παρεμβάλλονταν εκείνες στην εικόνα του ναού, αλλά εγώ στο πεδίο τους. Σιώπησα στην άκρη του δρόμου, χωρίς να διαθέτω κάτι να αντιπροτείνω για να κάνουν εκείνες στην άκρη, οτιδήποτε ισχυρότερο της μύησής τους στην ταχύτητα ηλικίας ή στο παιχνίδι, αδιαφιλονίκητες προτεραιότητες που δεν γνωρίζουν έργα τέχνης ή ιερούς χώρους. Κατόρθωσα όμως, για μια στιγμή, να υποκλέψω με τον φακό μου τον δρόμο που, συννεφιασμένος επανήλθε στην βυζαντινή του αποκοσμικότητα, ενώ τα κορίτσια κάθισαν μέσα από την εξώπορτα, ίσως επειδή αντιλήφθηκαν μερικές αναπάντεχες ψιχάλες. Κι από εκεί, ξεπρόβαλλε ένα ανέμελο γυμνό πέλμα, για να μου περιγελάσει κάθε στοχασμό και να δώσει στο κάδρο και στον τόπο ζωή.

Παντοκρατόρισσες: αιωρούμενες των μπαλκονιών

Παρέμεινα στην περιοχή του Φατίχ, για να αναζητήσω την Ηλέκτρα στις τρίδυμες εκκλησίες που, χτισμένες κολλητά η μια δίπλα στην άλλη, διατηρούσαν διπλή ταυτότητα, ως Μονή Παντοκράτορος και Molla Zeyrek Camii. Σκαλωσιές και αλουμινένια παραπήγματα χωρίς ίχνος ζωής υποδείκνυαν αργές εργασίες – ούτε εγώ θα βιαζόμουν να παραδώσω το έρημο συγκρότημα στα αδηφάγα πλήθη. Περπάτησα στην συνοικία με τα οθωμανικά σπίτια που κατάστικτα από δορυφορικά πιάτα έμοιαζαν ξύλινα ή τσιμεντένια φυτά με μεταλλικά άνθη. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα κάτω από τα πέλματα ενός κοριτσιού.

Είχα ήδη παρατηρήσει μια ιδιομορφία των κτισμάτων: τα περισσότερα ισόγεια παράθυρα δεν είχαν κάγκελα και συχνά έβλεπε κανείς ένα μικρό παιδί, ακόμα και μωρό, να κρέμεται με ασφάλεια από την μέσα πλευρά· εκεί, έστω και γαντζωμένο, έπαιρνε θέση μπροστά στην πρώτη του βιτρίνα στον κόσμο, στις εικόνες της περαστικής ζωής που έσφυζε έξω από το σπίτι. Το ίδιο κάποτε συνέβαινε και στα ανώτερα πατώματα κι έτσι εκείνη την ημέρα, σε μια ψηλή πολυκατοικία καλυμμένη με μπλε και λευκά πλακίδια, είδα ένα κορίτσι που καθόταν οκλαδόν σ’ ένα μπαλκόνι το οποίο σχηματιζόταν αποκλειστικά με αυτά τα καμπυλωτά κάγκελα, που εκτείνονταν αρκετά έξω από το παράθυρο. Στο «δάπεδό» του είχε τοποθετήσει ένα μαξιλάρι που κάλυπτε όλο το οριζόντιο κιγκλίδωμα, κι έτσι όπως την έβλεπα από χαμηλά, σε αυτοσχέδιο κάθισμα πάνω από το κενό, μου φάνηκε ανεμόπτερη σε ιπτάμενο χαλί πάνω από τους δρόμους που επιχειρούσαν να την περιορίσουν στην πολεοδομία τους.

Κοντοστάθηκα κι εκείνη έκανε να φύγει· υποκρίθηκα πως προχωρούσα και χώθηκα κάτω από το μπαλκόνι, να θαυμάζω τα πτερύγια πέλματά της που διέγραφαν τροχιές στον αέρα. Τι σχέδια έφτιαχναν οι αόρατες ζωγραφιές της; Μια πόλη κατά τις προτιμήσεις της; Δρόμους που τώρα αλαφροπετούσε σαν κυρίαρχη, ενώ σύντομα την περίμεναν δύσβατοι; Ο κόσμος τής προσφερόταν στο πιάτο, αλλά εκείνη, αιχμάλωτη της ηλικίας, μπορούσε να τον διασχίζει μόνο αφ’ υψηλού, με τα πόδια που θα την περπατούσαν κάποια στιγμή, όπως ευχήθηκα, στην ελευθερία της.

Για άλλη μια φορά κατακλύστηκα από ένα γνώριμο βασανιστικό δίλημμα: να την απολαύσω απερίσπαστος ή να δράσω προς την αποτύπωσή της; Από την μία θέλησα να της αφεθώ με όλες τις αισθήσεις, ενεργοποιώντας το βλέμμα στον ύψιστο βαθμό. Από την άλλη, να σπεύσω στην αιχμαλωσία της εικόνας· να την εγγράψω σε κάδρο και να την υποτάξω στην σκόπευση. Με αυτό τον τρόπο όμως ένα ταξίδι μπορεί να εξελιχθεί απλώς σε μια διαδικασία αλλεπάλληλων φωτογραφήσεων, οι οποίες, βέβαια, στο τέλος καταρτίζουν ένα πολύτιμο λάφυρο μνήμης που υπόσχεται πολλαπλή επανάληψη έστω και δευτεροβάθμιας βίωσης· τότε μπορώ να απολαύσω, ακίνητο πια και σε μικρότερη διάσταση, εκείνο που δεν χάρηκα τρισδιάστατο και ζωντανό μπροστά μου. Αλλά, πάλι, αν προτιμούσα το τεταμένο βλέμμα, θα επέστρεφα με άδεια χέρια, και μόνο απόκτημα την σεσημασμένη ως ψεύτρα μνήμη

Αυτή τη φορά προτίμησα την φωτογράφηση, προκρίνοντας την πλαστή αιωνιότητα από την αστραπιαία στιγμή· θα μπορούσα να προσποιηθώ πως φωτογραφίζω αλλού αλλά ο ενθουσιασμός με πρόδωσε κι έτσι ύψωσα τον φακό προς τα ύψη της. Εκείνη με αντιλήφθηκε αμέσως και εξαφανίστηκε στην μαύρη τρύπα πίσω της, στα ενδότερα του σπιτιού. Πρόλαβα μια και μόνη στάση, προτού της στερήσω την καθημερινή της τελετουργία. Σημείωσα την διεύθυνση του σπιτιού και περνούσα συχνά ώστε να την διακρίνω ακόμα και τυφλωμένος απ’ την έντονη ηλιοφάνεια ή την εξάντληση. Και πράγματι, νωρίς ένα απόγευμα, είδα από μακριά τα δυο λεπτά, σαν καλαμάκια, ποδαράκια της, να κουνιούνται πέρα δώθε στο κενό, ενώ εκείνη σκυμμένη ανάμεσα στα κάγκελα ρουφούσε τις περαστικές φιγούρες κάτω στον δρόμο. Τώρα δεν θα μου διέφευγε· το σκόπευτρο ήταν μέσα στο κεφάλι μου.

{συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Χάρτης, τεύχος 3 (Μάρτιος 2019), εδώ.

Στις φωτογραφίες: 1. Ναός Μυρελαίου. Διακρίνεται η κλίμακα της υψιπετούς γυναίκας. 2. Αυτό που λέει. 3. Ναός Παντεπόπτη. Κάτω αριστερά διακρίνεται το πόδι της δέσποινας των περασμάτων. 4. Το μπαλκόνι. Διακρίνεται η αιωρούμενή του. 5. To μπαλκόνι χωρίς την αιωρούμενή του. 6. Η κλίμακα χωρίς την υψιπετή της.

Οι φωτογραφίες είναι του Πανδοχέα. Για την αναδημοσίευση κειμένου και φωτογραφιών, ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.