Pino Cacucci – Φρίντα Κάλο. ¡Viva la vida !

«Θα συνεχίσω να σου γράφω με τα μάτια μου»

Διαβάσαμε βιογραφίες της, παρακολουθήσαμε ταινίες και ντοκιμαντέρ, σκαλώσαμε το βλέμμα στα έργα της, ίσως προσπαθήσαμε να αναλογιστούμε την αδιανόητη ζωή της σ’ ένα κρεβάτι, το τραυματισμένο σώμα της βορά στους πόνους και την αδυναμία. Δεν έμενε παρά το άκουσμα της δικής της φωνής, η αυταπάτη πως έρχεται να μας μιλήσει για ύστατη φορά, μ’ έναν μονόλογο που συμπυκνώνει όλα όσα θα ήθελε να θυμόμαστε. Κάτι τέτοιο αναλαμβάνει ένας Ιταλός συγγραφέας που θα ήθελε πολύ να είναι Λατινοαμερικανός, που ταξιδεύει ασταμάτητα στο Μεξικό και μεταφράζει στη γλώσσα του πολλούς Ισπανούς και Λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Η δική του σπονδή είναι πενήντα σελίδες θεατρικού λόγου, είκοσι σελίδες «στιγμών, εικόνων και αναμνήσεων» και μια μικρή εξομολόγηση.

Η Φρίντα μιλά με συνειρμούς. Ο εσωτερικός της μονόλογος γίνεται εξωτερική εξομολόγηση, που αφηγείται σκέψεις, γεγονότα, εφιάλτες. Σ’ ένα όνειρο πηγαίνει με λεωφορείο στο Κογιοακάν στην κηδεία της ένα απομεσήμερο μες στο ψιλόβροχο. Είναι το ίδιο λεωφορείο που πήρε εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου το 1925, όταν γύρισε να πάρει μια ομπρέλα για τον ήλιο. «Ήταν όλα τόσο παράλογα που δεν μπορούσες να φοβηθείς· αυτό που συνέβαινε δεν είχε νόημα». Στο γοφό της μια βέργα τεσσάρων μέτρων, η οδοντωτή αιχμή της έβγαινε από τον κόλπο της.

Ο αγώνας μου είναι να κερδίζω την Πελόνα κάθε μέρα, κάθε ώρα.

Εις το εξής η ζωή της Φρίντα θα ήταν μια διαρκής αντιπαράθεση με την Πελόνα, την προσωποποίηση του θανάτου στην Λατινική Αμερική. Η Πελόνα έκανε πίσω και δεν την πήρε στην ώρα της, ίσως επειδή φοβήθηκε από την απεγνωσμένη διαπεραστική κραυγή του πόνου, που αντήχησε σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Την άφησε εκεί, ματωμένη στα συντρίμμια του λεωφορείου και υποχώρησε. Το ουρλιαχτό της Φρίντα ήταν ουρλιαχτό αγάπης για την ζωή αλλά η Πελόνα θα ήταν πλέον η αχώριστη συντροφιά της.

Η εγχείρηση στην σπασμένη σπονδυλική της στήλη έμοιαζε περισσότερο με συναρμολόγηση. Ένας ολόκληρος μήνας ακινησίας στο νοσοκομείο κι ύστερα μια αιωνιότητα μέσα σε μια σαρκοφάγο από γύψο και σίδερο. Η ζωγραφική γίνεται ο μοναδικός λόγος για να περιμένει το ξημέρωμα που πάντα αργεί. Η ζωή της στερεί το δικαίωμα να δώσει ζωή· δεν μπορεί να γεννήσει μέσα από την κομματιασμένη της μήτρα. Μετρά τα χρόνια με τις αλλαγές των τεχνητών μελών που μοιάζουν με πανοπλίες για καρναβάλι, «πολύχρωμα κιβούρια σε φάρσα μακάβρια».

Θα αφιερώσει όλο της το πάθος στην τέχνη, στην πολιτική και στον έρωτα. Εκεί αντιμετωπίζει στα ίσια τον Θάνατο, αλλά όσες φορές αισθάνεται να τον νικά άλλες τόσες αναζητά την συμφιλίωση μαζί του, να έρθει να την ξεκουράσει. Ο θάνατος μπορεί να είναι σκληρός και άδικος αλλά μόνο η ζωή μπορεί να γίνει ποταπή και ταπεινωτική. Ίσως η παράδοση να είναι τελικά πιο αξιοπρεπής από μια ξεδιάντροπη αντίσταση. Η Φρίντα δεν έπαψε καθημερινά να αναρωτιέται ποιο ήταν το όριο πέρα από το οποίο θα άξιζε τον κόπο να αφεθεί στην αγκαλιά της Πελόνας.

Κατεξοχήν θύγατέρα του Μεξικού, η Φρίντα ενσάρκωνε την αντίφαση του συνδυασμού της ακατάβλητης ζωτικότητας με την μοιρολατρία. Σε μια χώρα που αγαπούσε την τέχνη εξίσου με τις επαναστάσεις, ήταν επόμενο να ερωτευτεί τον Ντιέγκο Ριβιέρα, τον στρατευμένο καλλιτέχνη που ήταν και ο μεγάλος «πολυφωνικός» αφηγητής της μεξικανικής ιστορίας. Αν όμως ο Ριβιέρα ζωγράφιζε τους αξιοπρεπείς, υπερήφανους απλούς ανθρώπους χωρίς καμία τάση θυματοποίησης, η Κάλο μετέτρεπε τον ίδιο τον πόνο σε τέχνη· κι αν αυτός απεικόνιζε τον ορατό κόσμο στην καθολικότητά του, εκείνη εστίαζε στις σκέψεις και στις ψυχικές διαθέσεις μιας άμεσα βιωμένης εμπειρίας.

Γεννημένη στις αρχές του 20ού αιώνα, στην εποχή που ξέσπασε η Μεξικανική Επανάσταση όπου δίπλα στους ακτήμονες Ινδιάνους μάχονταν οι μεγάλες μορφές της κουλτούρας, η Φρίντα έμαθε για τις περίφημες μεξικανές γυναίκες, τις soldateras, που πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή και για τους ρομαντικούς επαναστάτες που δήλωναν ανοιχτά ότι δεν επιζητούσαν την εξουσία αλλά την αξιοπρέπεια. Μπορεί εκείνη η Επανάσταση να ήταν μια οδυνηρή αλληλουχία  από προδοσίες και αποτυχίες, όπως και μια αποκάλυψη ενός έθνους πολύπλοκου και αντιφατικού, αλλά τουλάχιστο οι επαναστάτες ανακατέλαβαν τον αόρατο πλούτο της γλώσσας, της μουσικής, της λαϊκής τέχνης, ενώ οι γυναίκες μπορούσαν «να εκφράσουν τον νέο κόσμο που κουβαλούσαν στην καρδιά τους».

Η Φρίντα και ο Ριβιέρα παρέμειναν κομμουνιστές στην καρδιά και στην συμπεριφορά τους ενώ προτίμησαν να αποχωρήσουν από το γραφειοκρατούμενο κόμμα – είναι γνωστή η γκροτέσκα φάρσα του Ριβιέρα, που δίκασε και διέγραψε τον ίδιο του τον εαυτό αφού πρώτα διαολόστειλε τους υποταγμένους κομματικούς. Πολιτικά παθιασμένη η Φρίντα πίστευε σε έναν ρομαντικό κομμουνισμό κι έναν ενστικτώδη αναρχισμό με μια ιδιοσυγκρασία ίσως ακατανόητη σ’ εμάς. Είναι η ίδια ασυμβίβαστη ιδιοσυγκρασία που την χώρισε από την εξίσου σπουδαία δημιουργό και αγαπημένη της φίλη Τίνα Μοντόττι (ευκαιρία να θυμηθούμε ένα βιογραφικό graphic novel της εδώ), με την οποία μοιράζονταν κοινά ιδανικά και την ότι υπήρχε ακόμα κάτι αγνό που άξιζε να πολεμάς γι’ αυτό αλλά και να συνεχίζεις να γλεντάς την ζωή σου. Η Μοντόττι δεν διαχώρισε την θέση της από το Κόμμα, και επέλεξε να απομακρυνθεί από το ζεύγος.

Η σκηνική Φρίντα διαπιστώνει πως «στο Μεξικό όλοι οι επαναστάτες χτυπούν άλλους επαναστάτες στο όνομα ο καθένας της δικής του επανάστασης». Όταν έρχεται η ώρα να γίνουν πράξη τα πιο ευγενή και αγνά ιδανικά οι άνθρωποι γίνονται Μίδες από την ανάποδη. Τα χρυσά όνειρα γίνονται μαύροι εφιάλτες που βαφτίζονται «οδυνηρή αναγκαιότητα». Τώρα στο Μπλε Σπίτι της βρίσκονται τα αναρίθμητα ενθυμήματα του αγώνα και των πολιτικών ιδανικών μιας τόσο γρήγορης εποχής, το φάντασμα του Τρότσκι που εκεί έζησε εξόριστος την τελευταία περίοδο της ζωής του, η απολιθωμένη πίστη στον Στάλιν, τα εικονίσματα των μεξικανών επαναστατών, του Ζαπάτα και του Βίγια.

Η γλώσσα της στάζει δηλητήριο για το αργό φαρμάκι που ήταν ο Ριβιέρα στην ζωή της, «ανάμεσα σε χαρές θεσπέσιας έντασης και βάραθρα απελπισίας». Αυτός της έδινε την δύναμη να νικήσει την αγωνία όπου και θα την ξαναβυθίσει με την ίδια ευκολία. Ήταν «ο πιο γλυκός χυμός της και η πιο αφιλόξενη έρημος», εκείνος που την δίχασε ανάμεσα στην απόγνωση και στην δεδηλωμένη αντίθεση στις αυταπάτες «να μην τον αγαπά γι’ αυτό που δεν είναι». Η διαφυγή στην αμφισεξουαλικότητά της, μια βιωμένη και φυσική πραγματικότητα, δεν ήταν αρκετή. Δεν έμενε παρά η αχώριστη συντροφιά του μπράντυ, της μορφίνης και των χαπιών Ντεμερόλ, για να συνεχίζει να υπάρχει και να ζωγραφίζει ακατάπαυστα τους πόνους και τις υπερβάσεις τους.

Ο Ιταλός συγγραφέας Πίνο Κακούτσι (γεν. 1955) έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα δυο από τα οποία, τα Puerto escondido [1990] και San Isidro Futbol [1991], μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τους Gabriele Salvatores και Alessandro Cappelletti αντίστοιχα. Στο δεύτερο κείμενό του εδώ με τον τίτλο amores y desamores περιγράφει πώς δημιουργήθηκε αυτός ο μονόλογος που φαντάστηκε στα χείλη της Φρίντα υπό τους ήχους μιας ατέλειωτης βροχής. Το έργο του ολοκληρώνει μια τριλογία για τις γυναίκες που πρωταγωνίστησαν στο μετεπαναστατικό Μεξικό – την Τίνα Μοντόττι, την Νάουι Ολίν και την Φρίντα Κάλο· εκείνες που έφτασαν στην άκρη της τέχνης και της ιδεολογίας και μοιράστηκαν amores y desamores.

Τώρα η Φρίντα βρίσκεται εικονισμένη παντού, ως τις καντίνες και τις αγορές στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της χώρας. Στο Μεξικό της αιωρούνται ακόμα τα βροντερά της γέλια που την φώτιζαν σαν μεξικάνικο πυροτέχνημα, οι καυστικές της ειρωνείες ίσως ως αντίδοτα στην ταπείνωση, το μαυλιστικό της βλέμμα, η έκφραση μιας σπαρακτικής τρυφεράδας, η ευφορία που μετέδιδε παντού γύρω της. Αλλά κυρίως βρίσκεται στην ουσία της mexicanidad, εκείνου το χαοτικού κράματος αισθημάτων που περικλείει τις αναρίθμητες διαφορές των μεξικανικών λαών. Σ’ αυτή την μεξικανικότητα, που αποτελεί μια φιλοσοφία Ζωής και Θανάτου, που αλληλοχλευάζονται, η Φρίντα βρίσκεται στη μέση και ξεγελά πότε την μία και πότε τον άλλον. Και τα διαπεραστικά της μάτια θα συνεχίσουν να μας καρφώνουν μέσα από τις αυτοπροσωπογραφίες της. Άλλωστε ζωγράφισε μια τέτοια φράση στο ημερολόγιό της λίγο πριν από τις 13 Ιουλίου 1954: Θα συνεχίσω να σου γράφω με τα μάτια μου.

Εκδ. Άγρα, 2017, μτφ. Τιτίκα Δημητρούλια, σελ. 94, [Pino Cacucci – ¡ Viva la vida !, 2014].

Δημοσίευση και στο mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 221, εδώ.

Γιάννης Χαμηλάκης – Η αρχαιολογία και οι αισθήσεις. Βίωμα, μνήμη και συν-κίνηση

Η ανασκαφή των αισθήσεων ως ανάδυση της συλλογικής μνήμης

Η αρχαιολογία εστιάζει στην όραση και φυλακίζεται στα βλέμματα. Η επικοινωνία με τον αρχαιολογικό χώρο και τα αρχαιολογικά αντικείμενα είναι περιορισμένη σε μία αίσθηση και αποκομμένη από τις άλλες. Τα ευρήματα βρίσκονται πίσω από βιτρίνες και σε κάθε περίπτωση αποκλείουν κάθε άγγιγμα ή άλλη αισθητηριακή σχέση. To θεωρητικό και πρακτικό σχήμα του συγγραφέα επιχειρεί ακριβώς να καταλύσει την ιδέα του μουσείου της απουσίας των αισθήσεων. Πρόκειται για μια προσέγγιση που εκκινεί από μια ευρύτερη φιλοσοφική, ανθρωπολογική, πολιτισμική σκέψη, χρησιμοποιεί την σκέψη μιας νεωτερικής αρχαιολογίας και φτάνει ως την αρχαία φιλοσοφική παράδοση.

Η ίδια η δυτική νεωτερικότητα, που αναπτύχθηκε μέσα σε μια κυρίαρχη εθνική και αποικιακή συγκυρία εξουσίας, υπήρξε επιφυλακτική ως προς την αναρχική φύση των αισθήσεων, εξαιτίας και μιας βαθιάς ανησυχίας για την κατάκτηση και «εξημέρωση» μακρινών και απείθαρχων ανθρώπων. Τα φιλοσοφικά καθεστώτα ιδίως του 18ου και 19ου αιώνα επέλεξαν μια αποστειρωμένη εκδοχή καρτεσιανισμού, στερημένη από κάθε ιδέα συγκινητικότητας. Ο αντίστοιχος επίσημος αρχαιολογικός μηχανισμός ήταν εξίσου αποστεωμένος, περιορισμένος αποκλειστικά στην όραση. Κατά τον 20ό αιώνα η πολυαισθητηριακότητα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο, συχνά όμως την  οικειοποιήθηκαν η εμπορευματοποίηση και οι δυνάμεις του κεφαλαίου.

Η αρχαιολογία αποτέλεσε έναν «επιδειξιακό» κλάδο και στοιχειώθηκε από τα άυλα φαντάσματά της ενώ το μουσείο έγινε ένας εργαστηριακός χώρο σιωπής, μια αποθήκη φαντασμάτων. Η αρχαιολογία του σώματος παραμένει περισσότερο αναπαραστατική παρά βιωματική. Κάτω από την επίδραση της «γλωσσολογικής στροφής», το παρελθόν αντιμετωπίστηκε αποκλειστικά σαν κείμενο που δεν έμενε παρά να διαβαστεί, χωρίς την μεσολάβηση και την επαναβίωση των αισθήσεων.

Όμως οι αισθήσεις είναι άπειρες και αναρίθμητες και δεν περιορίζονται στην ατομικότητα. Αντίθετα κινητοποιούν πολυαισθητηριακούς, βιωματικούς τρόπους συνδιαλλαγής με τον κόσμο που δεν έπαψαν να χαρακτηρίζουν κάθε κοινωνία και εποχή. Η αισθητηριακή συναναστροφή με τον υλικό κόσμο είναι βασικός βιωματικός τρόπος για την γένεση και την ενεργοποίηση της σωματικής μνήμης. Το έργο της μνήμης στηρίζεται στις αισθήσεις κι εκείνες με την σειρά τους στην υλικότητα του κόσμου.

O συγγραφέας εστιάζει στο παράδειγμα της περίτεχνης επεξεργασίας του υλικού πολιτισμού της Κρήτης την εποχή του Χαλκού, της πολυχρωμίας στην ζωγραφική (τοιχογραφίες) και στην κεραμική, στην επιλογή των πρώτων υλών που οδηγούν σε συγκεκριμένα αισθητηριακά αποτελέσματα. Οι λαμπερές πέτρες, το κρασί για την διευκόλυνση της συμποσιακότητας, το ελαιόλαδο ως βάση για οσφρητικές σωματικές ουσίες όπως αρώματα και αλοιφές, τα βότανα και τα μπαχαρικά στην μαγειρική και τα θυμιατήρια στις τελετές ως έντονες αισθητηριακές εμπειρίες, η οργάνωση του χώρου που εμπνέει επιτελεστικές χειρονομίες και στάσεις, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να ερμηνευτούν με τις παραδοσιακές «εξελικτιστικές» αφηγήσεις περί «προόδου» και «πολιτισμού», ούτε με την απλή επίκληση μιας ανταγωνιστικής και επιδεικτικής κατανάλωσης. Αντίθετα μπορούν να κατανοηθούν ως συνειδητές προσπάθειες για την επίτευξη ορισμένων αισθητηριακών αποτελεσμάτων και για την δημιουργία, την επίκληση και την ανάκληση έντονων σωματικών μνημών.

Η προτεινόμενη εναλλακτική υπόθεση για την ανάδυση του ανακτορικού φαινομένου στην προϊστορία του νησιού επεκτείνεται στην ίδια την μινωική κοινωνία αλλά και στην ευρύτερη προϊστορία. Η Κρήτη «των εκατό ανακτόρων», τα αυλοκεντρικά κτίσματα και τα νεκρικά μνημοτοπία του νησιού αποκαλύπτουν παραγνωρισμένες αισθητηριακές τροπικότητες, όπως η αίσθηση του τόπου, της μέθης, των αλλοτροπικών καταστάσεων συνείδησης, του ενσώματου ομοσιτισμού αλλά και διάφορες κιναισθητικές τροπικότητες, όπως οι αισθήσεις της ηχόρασης, της απτικής όρασης, της κινηματαισθησίας κλπ. Στην ουσία επρόκειτο για στρατηγικές που ανήκουν στην σφαίρα της βιοπολιτικής και αποκαλύπτουν στις πολυεπίπεδες ζωές των ανθρώπων της υπό έρευνα περιόδου μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αντίληψη περί προγονικότητας ενώ υπογραμμίζουν την σπουδαιότητα της ιστορικής συνείδησης και της συλλογικής μνήμης.

Τα κτίσματα, είτε πρόκειται για μινωικά ανάκτορα είτε για θολωτούς τάφους, αποκαλύπτουν μια διακριτή αισθητηριακή συνδιαλλαγή με αντικείμενα, σώματα και χώρους. Προκαλούν τις εκδηλώσεις όλων των αισθήσεων οι οποίες συχνά λειτουργούν διαφορετικά από τον τρόπο που επιθυμούσαν οι εμπνευστές τους. Άλλωστε υπήρχε πάντα ένταση ανάμεσα στον αναρχικό και ακατάστατο κόσμο των αισθήσεων και στις προσπάθειες ατόμων και ομάδων, συχνά με πολιτικά κίνητρα, να τις ρυθμίσουν και να τις προσανατολίσουν μέσω του κατασκευασμένου χώρου και του υλικού πολιτισμού.

Σε κάθε περίπτωση το βάρος μεταφέρεται από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από την πρόθεση σε μια πράξη, από την «έννοια» στην ίδια την «σάρκα». Αυτή η αρχαιολογία μπορεί να εξερευνήσει τον άπειρο αριθμό των αισθήσεων που είναι εκτός των άλλων ιστορικές και πολιτικές και χαρακτηρίζονται από ροές ριψοκίνδυνες και απρόβλεπτες. Υπό την αντίληψη αυτή άνθρωποι και πράγματα σχετίζονται μέσω μιας ιδιαίτερης «συνύφανσης». Έχω την αίσθηση ότι η επέκταση του πεδίου της σε όλες τις αρχαιολογίες θα προτείνει νέες συναρπαστικές αναγνώσεις και γνώσεις.

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2015, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, σελ. 265. Περιλαμβάνονται 26 εικόνες, βιβλιογραφία και ευρετήριο [Yannis Hamilakis, Arcaeology and the Senses: Human Experience, Memory and Affect, 2013].

Στην πρώτη εικόνα ο χορός από τον θολωτό τάφο στο Καμηλάρι στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης, ένα από τα βασικά ερευνητικά πεδία του συγγραφέα, μινωικά έργα τέχνης και μια καρτ – ποστάλ από τις απαρχές της αρχαιολογίας.

Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 225, υπό τον τίτλο Senses working overtime, μήπως και οι σχετικές υπερωρίες που υπονοούν οι νεοκυματικοί XTC στο σχετικό τους τραγούδι είναι εξίσου υπεραιωνόβιες με εκείνες του βιβλίου.