Κώστας Μητρόπουλος – 1960 – 2015. Τα καλύτερά μας Χρόνια! Σε 285 γελοιογραφίες

2516_566_

Τόσο γέλιο για τους γελοίους!

Ποιος θα διαφωνούσε ότι τα πενήντα πέντε τελευταία νεοελληνικά χρόνια δεν πέρασαν ήσυχα αλλά ήταν γεμάτα όλων των ειδών τις ταραχές, αναταραχές και διαταραχές; Εμφυλιακά απόνερα, δικτατορία και χρεοκοπία, υποτιμήσεις, πλημμύρες και πυρκαγιές, «πέντε εντελώς άχρηστοι πρωθυπουργοί και πενήντα δευτεράντζες υπουργοί», ηγέτες και ηγετίσκοι κι ένας λαός πιστός των ρουσφετιών και των επιδοτήσεων. Και βρισκόμαστε ακόμα εδώ – καθόλου άσχημα δηλαδή για τον εκλεκτό γελοιογράφο.

Ο Μητρόπουλος επιμένει ότι δεν γεννήθηκε γελοιογράφος αλλά σιγά σιγά γίνεται, αφού απέτυχε ως βενζινοπώλης στην Κουμμουνδούρου, μαθητευόμενος στην Αγροτική Επιθεώρηση, πιανίστας στο Εθνικό Ωδείο (η συνωνυμία με τον Μαέστρο δεν αρκούσε), λογιστής. Αλλά το έφερε η γυριστή τύχη και βρέθηκε πρωτοσέλιδος αθλητικός γελοιογράφος στην Αθλητική Ηχώ. Ο Καραγιώργης του Ριζοσπάστη και του Ρίζου, ανάμεσα στην περιφρόνηση της χουντικής λογοκρισίας τον έστειλε στο περίπτερο να αγοράσει το Ici Paris και να αντιγράψει τις γραμμές όποιου σκιτσογράφου του ταίριαζε. Δεν του πρότεινε ούτε το Κροκαντίλ, το περίφημο σοβιετικό σατιρικό περιοδικό! Εκείνος αντέγραψε τον Χοβίβ και βρέθηκε άμεσα στην εκλεκτή παρέα των ελεύθερων σκιτσογράφων της Δευτέρας. Όταν δε κάποτε ρώτησε τον Μποστ τι άλμπουμ να ψάξει, εκείνος του πρότεινε να δανειστεί Θάιμπερ και Στάινμπεργκ από την Αμερικανική Βιβλιοθήκη της Σταδίου και να μην τα ξαναπάει πίσω! Ταχυδρόμος, Τα Νέα, Το Βήμα, φτύσιμο στην φασιστική λογοκρισία, κι είμαστε ακόμα εδώ. Οι πρώτες του γελοιογραφίες κυκλοφόρησαν το 1959 (Γελοιογραφίες), η τελευταία του συλλογή το 2010 (Η κρίση πέρασε!).

σάρωση0003

Το ξεφύλλισμα αρχίζει αλλά πριν πάμε χρόνο χρόνο, μας προσφέρεται στο πιάτο η Ελλάδα εν συντομία. Τα σκίτσα μιλάνε όσο όλες οι λέξεις μαζί. Τοπική Αυτοδιοίκηση; Η οδός Ανθέων γεμάτη σκουπίδια. Θέατρο: δέκα ηθοποιοί χειροκροτούν δυο θεατές. Παιδεία: σε μια πλήρη υπέρ παίδων αντιστροφή, ο δάσκαλος αφήνει το παιδί να εκφραστεί ελεύθερα, ακόμα κι αν υποστηρίζει 2+2=5. Ένας ανθρωπάκος μαθαίνει την απόλυσή του στον ίδιο τον ΗΥ, δηλαδή από τον ίδιο τον αυτουργό που σύντομα θα καταβροχθίζει επαγγέλματα. Το Πάσχα οι Έλληνες ψήνουν και χορεύουν πάνω στα καπό της εθνικής οδού. Το καλοκαίρι ένας παραθεριστής διαβάζει τον Ροβινσώνα Κρούσο σε συνωστισμένη παραλία. Και άλλα πολλά, και εις άλλα με υγείαν.

σάρωση0004

Ύστερα αρχίζει το κωμικό μας αλμανάκ, έτος το έτος, μια ή δυο σελίδες για το καθένα. Για να ισορροπούμε καλύτερα, κάτω από την χρονολογία δυο τρεις γραμμές μας υπενθυμίζονται τα βασικά κάθε χρονιάς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένα σκίτσα που έγιναν γνωστά και εκτός συνόρων, όπως εκείνο για την δολοφονία του Κέννεντι, που μεταδόθηκε από το Ασοσιέιτεντ Πρες και αναδημοσιεύτηκε στον Διεθνή Τύπο σε μεγάλη έκταση. Στην δικτατορία δεν υπάρχει πολιτικό σκίτσο αλλά λίγες διφορούμενες γελοιογραφίες, με υπονοούμενα διαφεύγουν από την Λογοκρισία, όπως η περιβόητη μέγαιρα μάνα που ψάχνει τον μικρό Θοδωράκη κάτω από τα τραπέζια ή ο γάμος του Τύπου με την Αλήθεια που όμως χρειάζεται την άδεια του Παπα… Οι συνήθως ανεγκέφαλοι λογοκριτές δεν υποψιάστηκαν ότι ο αδειοδότης δεν ήταν παρά ο δικτατορίσκος του τσάμικου. Στην ίδια εποχή και το περίφημο εξώφυλλο του αντιστασιακού l’ autre grèce, που κυκλοφορούσε στο Παρίσι.

L autre grece

Η τέχνη του Μητρόπουλου είναι άμεσα αναγνωρίσιμη – και δεν άλλαξε στο παραμικρό όλα αυτά τα χρόνια. Τον απολάμβανα από μικρός, ήταν ο πιο αγαπημένος μου. Τόσο πειστικές αναπαραστάσεις πολιτικών προσώπων, αλλά με την τέχνη της υπόγειας καρικατούρας και με ανεπαίσθητες πινελιές που μαρτυρούσαν την μέγιστη βλακεία τους. Είναι ένα μοναδικό είδος τέχνης η γελοιογραφία αυτού του είδους – ξεκαρδίζει με κριτική, ευφραίνει με σαρκασμό. Ακόμα και φράσεις που δεν θα προκαλούσαν γέλιο γραμμένες ή ειπωμένες με λέξεις, στο γελοιογραφικό καρέ καταφέρνουν να ενεργοποιήσουν όλη την κλίμακα, από το χαμόγελο μέχρι την οργή·  Ακόμα κι όταν το μήνυμα ή η πρόταση στάζουν πικρία· ακόμα κι όταν, στην ερώτηση της δασκάλας Έχουμε 280.000 στρέμματα δάσους. Καίγονται τα 250.000. Πόσα μας μένουν;, ένας μαθητής απαντάει 30.000 αυθαίρετα [έτος 2007].

σάρωση0001

Όταν ο Σαρτζετάκης έχει απέναντί του την τριανδρία του ’89 και τους θυμίζει μα εδώ τα βρήκαν δυο Γερμανίες, οι Μητσοτάκης, Παπανδρέου καιΦλωράκης του απαντούν Ναι, αλλά εδώ είμαστε τρεις Ελλάδες [1989]. Έχει άραγε αλλάξει κάτι από τότε; Ίσως το γεγονός ότι η έγχρωμη τηλεόραση ήταν ένας καινούργιος τρόπος να μην τα βλέπει κανείς όλα μαύρα, όπως πληροφορούσε κάποιος την κυρά Οικονομία. Όταν σε κάποια Χριστούγεννα (μάλλον σε όλα τα Χριστούγεννα) μια ρακοντυμένη Ελλάδα παρακαλεί τους μάγους να περάσουν κι από εδώ, εκείνοι της απαντούν πως ούτε 3 ούτε 3.000 μάγοι δεν τη σώζουν. Είναι οι ίδιοι μάγοι που πίσω στο 1979 έβλεπαν στον ουρανό τα σε κύκλο αστέρια της ΕΟΚ. Και μπορεί κανείς μάγος να μην είναι σωτήρας, το ίδιο το γέλιο όμως μας σώζει από κάθε βέβαιο πνιγμό. Άλλωστε μην ξεχνάμε και την φράση του Ντάριο Φο όπως μας την παρέδωσε κάπου εκεί. Ένα γέλιο θα τους θάψει!

Μαζί με το βιβλίο περιλαμβάνεται και Μια άλλη άποψη για την κρίση, δεκαεξασέλιδο τευχίδιο σαφώς επίκαιρο, σαφώς διαχρονικό.

Εκδ. Μεταίχμιο, 2014, σελ. 165 [μεγάλου μεγέθους].

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, επόμενο τεύχος.

Ίβο Άντριτς – Τα σημάδια

Andric

Πάει καιρός που το έχω καταλάβει καλά πως δεν θα είχε νόημα και δεν θα ήταν εύκολο να ζει κανείς αν η ζωή ήταν έτσι όπως φαίνεται πότε πότε, αν όλα, δηλαδή, τα πράγματα στη ζωή ήταν μόνο αυτό που λέει τ’ όνομά τους και τίποτ’ άλλο. Πιστεύω πως όσο απλωμένη είναι η ζωή στην επιφάνεια, άλλο τόσο υπάρχει και στο βάθος, έτσι που οι κρυμμένες και αόρατες δυνατότητές της να είναι αμέτρητες φορές περισσότερες από αυτές που βλέπουμε στην επιφάνεια. [σ. 185]

…γράφει ο συγγραφέας σ’ ένα από τα «τετράδια» στα οποία κρατούσε σημειώσεις σε όλη την διάρκεια του βίου του και τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του με τίτλο Ίχνη στην άκρη του δρόμου. Μια επιλογή κειμένων και αποσπασμάτων από αυτά τα τετράδια περιλαμβάνονται στο βιβλίο μαζί με νουβέλες και διηγήματά του, που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος. Στα προσωπικά αυτά γραπτά ο Άντριτς γράφει όλες τις σκέψεις του για την ζωή και την συγγραφή. Και πρώτα για τις ίδιες τις λέξεις, καθώς βρίσκεται πάντα περικυκλωμένος από αυτές όπως ο μελισσοκόμος από τις μέλισσες. Είναι το μόνο υλικό που διαθέτει και καλείται μ’ αυτές τις κοινές λέξεις, τις άστατες και μεταβαλλόμενες, που τις χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος για τις ανάγκες του, να τις κάνει μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης.

KULT-andric

Οι λέξεις δεν μπορούν να βγουν με μαγικό τρόπο στο χαρτί· θα παραμείνουν νεκρές, ανέκφραστες. Μόλις όμως έρθουμε σε επαφή με οποιαδήποτε όψη της ανθρώπινης ζωής, εκείνες αποκτούν την θέρμη της και μεταμορφώνονται σε πολύτιμο, υπάκουο μέσο για να εκφράσουν λογοτεχνικές ιδέες. Στην πραγματικότητα οι λέξεις δεν έχουν τέλος, όπως κι ο παθιασμένος αγώνας μας με τις λέξεις και για τη λέξη, αλλά και η δια βίου αναζήτησή μας λέξεων γόνιμων και δημιουργικών. Τα πράγματα δυσκολεύουν όμως ακόμα περισσότερο όταν πρέπει να μιλήσει κανείς για τις ίδιες τις λέξεις. Τότε μονομιάς βουβαίνονται, παγώνουν, μένουν σαν τις άψυχες πέτρες, σιωπούν ενώ για όλα έχουν κάτι να πουν, ακόμα και με την σιωπή τους.

Όταν ήμουν παιδί και νεαρός, αισθανόμουν μεγάλη ανάγκη να μιλώ πολύ για τον εαυτό μου. Κανένας δεν ήθελε να με ακούσει. Κι αυτό με βασάνιζε. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια όλοι μου ζητούν να τους μιλήσω για τον εαυτό μου. Κι εγώ δεν μπορώ να πω ούτε μια λέξη. Κι αυτό πάλι με βασανίζει. [σ. 187]

S.Kragujevic,_Ivo_Andric_2

Ο Άντριτς γνωρίζει πως οι λευκές και άγραφες σελίδες στα ημερολόγιο δεν σημαίνουν κενές μέρες· ίσως να συμβαίνει το αντίθετο, να ήταν δηλαδή το μυαλό μας φορτωμένο με τόσες σκέψεις ώστε να μην μπορούσαν να εκφραστούν με λέξεις ούτε να σημειωθούν με γράμματα. Και οι άδειες σελίδες μιλούν. Γράφει ακόμα για την λήθη που τελικά αυτή είναι που τα λύνει όλα και όχι ο θάνατος· αυτή η λησμονιά του σώματος και του χρόνου είναι ένας άλλος θάνατος αλλά με δικαίωμα στην ελπίδα. Γνωρίζει ότι ο χρόνος είναι μια επώδυνη αυταπάτη και, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά οι χτύποι της καρδιάς μας. Όποιος κατόρθωσε να ζεστάνει και να ζωντανέψει τη σιωπή της μοναξιάς, αυτός κέρδισε τον κόσμο. Μιλάει για την ψυχή των παλιών κτισμάτων ιδίως στην Ανατολή – όσο ερειπωμένα κι εγκαταλειμμένα και να είναι. Στην Δύση δεν υπάρχουν τέτοια κτήρια. Ίσως επειδή, γράφει, στην Ανατολή το πιο εξαίσιο θαύμα και η μεγαλύτερη φρίκη, τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου δεν είναι σαφώς καθορισμένα: κινούνται και μετακινούνται συνεχώς. Και όταν ο λόγος έρχεται στις ζωντανές θρησκείες, πιστεύει ότι ο άνθρωπος πρέπει να κάθεται μακριά και να τις αποφεύγει όσο μπορεί, καθώς αποτελούν έναν διαρκή κίνδυνο: ή να σε υποτάξουν και να σε κάνουν δούλο τους και να τις υπηρετείς ως άβουλο, υπάκουο πλάσμα ή να σε τσακίσουν και να σε συντρίψουν.

Νομίζετε, ίσως, ότι είναι εύκολο κι ευχάριστο να ζει κανείς με καμιά δεκαριά βιβλία που κάποτε έγραψε, σα να ζει με δέκα φαντάσματα, ή μ’ ένα ή δυο ακόμα που θα γράψει, η, μπορεί και να μη γράψει, και που του πίνουν το αίμα και του θολώνουν τον ορίζοντα [σ. 170]

Πανδοχείο Άλλοτε

Ένα μεγάλο μέρος των διηγημάτων επιστρέφει στο αχανές ιστορικό παρελθόν των τόπων του. Έτσι Οι Βελετοβιανοί, ο Μουσταφά ο Ούγγρος και Οι σαράτσηδες συνυπάρχουν με Το όνειρο του μπέη Κάρτσιτς και Δυο σημειώσεις από το ημερολόγιο του Βόσνιου γραμματικού. Όταν ο συγγραφέας επιχειρεί να στραφεί σε περισσότερο εσωτερικές ψυχολογικές διαθέσεις κατασκευάζει περίφημα περίκλειστα περιβάλλοντα. Τα σημάδια, για παράδειγμα, εκκινούν από την θανατερή θλίψη των επαρχιακών ξενοδοχείων όπου κάποτε αναγκάστηκε και ο ίδιος ο αφηγητής να διανυκτερεύσει και τώρα επιχειρεί να διαγράψει από την μνήμη του. Εκεί γνωρίζει έναν μυστηριώδη άντρα ο οποίος του διηγείται την ζωή του και τον τρόπο με τον οποίο «καταστράφηκε» από μια καλλιτέχνιδα, την Καταρίνα, καθώς ακολουθούσε τα διάφορα «σημάδια με νόημα», ιδίως συμπάθειας και προτίμησης που θεωρούσε πως πήγαζαν από την ίδια.

Σας μιλάω με βάση τις πολλές και ποικίλες εμπειρίες μου και μπορείτε να με εμπιστευτείτε. Δεν είναι όλοι όσους ονομάζουμε μακαρίτες τόσο νεκροί όσο συνήθως νομίζουμε. Όπως κι εκείνοι που θεωρούν τον εαυτό τους ζωντανό δεν είναι έτσι κι ούτε τόσο ζωντανοί όσο θα ήθελαν να φαίνονται κι όπως οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους. [σ. 189]

ivo-andric-licna-karta

Αλλά εκεί που ο Βόσνιος συγγραφέας θαυματουργεί είναι ακριβώς στην προσωπική, εξομολογητική γραφή που ισορροπεί μεταξύ φιλοσοφικής διάθεσης και μνημονικής καταγραφής. Οι Μορφές αποτελούν ιδανικό δείγμα: ο συγγραφέας παρατηρεί μια μικρή, έρημη εκκλησία έξω από μια παλιά πόλη, με τα πέτρινα σκαλοπάτια της φαγωμένα και λιωμένα να μοιάζουν με κόψη αρχέγονου ξίφους που βρέθηκε σε ανασκαφή. Ο Άντριτς συλλογίζεται πάνω στην αρχαία σαρκοφάγο – σα να είχε χάσει εντελώς τα λογικά της, όλα όσα ήθελε να πει τα έλεγε μεμιάς και το μόνο που κατάφερνε ήταν να ομολογεί την αδυναμία της να εκφραστεί – και το ανάγλυφο του Αρχάγγελου Γαβριήλ πάνω από την είσοδο – Ίσως σε μια ανθρώπινη γενιά, ή και λιγότερο, να χαθούν για πάντα και τα τελευταία ίχνη του ανάγλυφου κι η μεγάλη εντοιχισμένη πλάκα πάνω απ’ την είσοδο να καταλήξει εκεί που έτεινε η επιθυμία της πέτρας απ’ την οποία φτιάχτηκε εδώ και αιώνες: να ξαναγίνει αυτό που ήταν, πέτρα ανάμεσα στις πέτρες.

Εκεί εκφράζει τις σκέψεις του για την δημιουργία, τον χρόνο, τις προσωπικές του αντιφάσεις – γεννημένος με ψυχή εικονομάχου, νιώθοντας πάντα τις εικόνες σαν μια αντίθεση στη λογική και το πνεύμα της ζωής, μ’ άλλα λόγια κάτι σαν λάθος και απρέπεια, την ίδια στιγμή τις λάτρευα αγιάτρευτα….., αλλά και τους φόβους του – έτρεμα μήπως στα σχεδιάσματα πάνω στην πέτρα ξετρυπώσει κάποιος λόγος, μήπως το ανάγλυφο θέλει να πει κάτι διαφορετικό απ’ ότι λένε οι μορφές από μόνες τους. Στο τέλος αναρωτιέται αν όλη αυτή η τέχνη μαρτυρεί άλλα από εκείνα που νομίζουμε. Η επιδίωξη της ωφέλειας και ο κίβδηλος λόγος αιχμαλώτισαν εδώ και καιρό τις εικόνες και τα σχήματα και τα έκαναν υπηρέτες της δικής μας σκέψης και των δικών μας επιδιώξεων και μας οδήγησαν σε δρόμους μακρύτερους και πιο σκληρούς απ’ όσο φτάνει η δύναμη και η αντοχή μας.

andric_za_program_large

Η συγγραφική μνήμη επιστρέφει και σε κάποια άλλα Σκαλοπάτια, αυτή τη φορά μόλις δυο σελίδων: ο Άντριτς εκφράζει την εντύπωσή του πως ανάμεσα στα πρώτα παράξενα πράγματα που αντικρίσαμε στα παιδικά μας χρόνια ήταν και τα σκαλοπάτια. Του φαίνεται πως είχε πάντα την βεβαιότητα ότι το παραμικρό ψήλωμα σημαίνει άνοιγμα και καινούργιες προσδοκίες, και ότι τα σκαλοπάτια μοιάζουν με πρωτόγονες, πρόχειρα φτιαγμένες φτερούγες που δίνουν νέα διάσταση στο χώρο και πολλαπλασιάζουν τις δυνατότητές μας, σαν μια αρχή της ανύψωσής μας. Ή μήπως σαν μια απόπειρα να ξεγελαστεί ο χώρος, με την κατάτμηση, την σμίκρυνση και τελικά την άλωσή του;

Περιλαμβάνονται ακόμα αποσπάσματα από το βιβλία Ιστορία και θρύλοι, ο λόγος του [για το αφήγημα και την αφήγηση] κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ και ο λόγος του [για την μετάφραση και τον μεταφραστή] στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Μεταφραστών [Ντουμπρόβνικ, 1963].

Από κείνο που δεν υπήρξε κι από αυτό που ποτέ δεν θα υπάρξει οι τεχνίτες συγγραφείς συνθέτουν τις πιο όμορφες ιστορίες γι’ αυτό που υπάρχει. [σ. 172]

Εκδ. Καστανιώτη, 2014, μτφ. από τα σερβοκροατικά Χρήστος Γκούβης, σελ. 192.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 42, καλοκαίρι 2015.