Club 8 – The boy who couldn’t stop dreaming (Labrador, 2008)

 


Ο Johan Angergard είναι ο ιδιοκτήτης της Labrador, φροντάρει τους Legends και συμμετέχει χωρίς αρχηγικές βλέψεις στους Acid House Kings. Η Karolin Komstedt έχει το χάρισμα της φωνής. Οι δυο τους ως Club 8 ζουν στην Στοκχόλμη και έφτασαν αισίως στον 6ο δίσκο τους, 12 χρόνια μετά το ντεμπούτο στην Sarah (Nouvelle). Αγαπούν τόσο πολύ τους Television Personalities ώστε είναι η δεύτερη φορά που τιτλοφορείται δίσκος από τραγούδι τους (προηγήθηκε το Strangely Beautiful το 2003). Αποκλειστικά στα χαρτιά όμως, γιατί τραγουδίζουν χωρίς εντάσεις και γκρίνιες, όπως ο κυρ Νταν. Μοναδικό κοινό σημείο τους μια υπόγεια ειρωνεία στους στίχους, για όποιον δε βαριέται να τους προσέξει. Παίζουν κυρίως ακουστική ποπ, με αργές ταχύτητες και συνεχή λοξοκοιτάσματα στα αντίστοιχα 60ς.

Μπράβο μικρέ, αυτό θα πει σωστό γράψιμο. Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο. Λείπει όμως η προσωπική σου γνώμη. Λοιπόν;

Δε μου άρεσε κύριε, πολύ μελαγχολία έπεσε. Αν καθόμουν να ακούσω τέτοια αργόσυρτα ποπάκια καμιά Κυριακή απόγευμα, την ώρα των περισσότερων αυτοκτονιών, θα δικαίωνα τις στατιστικές. Μήπως το πιο πειστικό death σήμερα είναι η μελαγχολική ποπ; Γιατί δεν γράφουν περισσότερα «γρήγορα» τραγούδια, όπως το Heaven ή το εξοχότατο Whatever You Want; Ή έστω κομμάτια γραμμένα για εμάς, όπως το Football Kids, όπου καθρεφτίζονται οι Camera Obscura, ή για εσάς, όπως το When I Come Around που δείχνει προς την οδό Smiths. Όλα τα υπόλοιπα είναι μπαλάντες βουτηγμένες στη θλίψη, για πολύ εύθραυστες καρδιές, για πολύ πεσμένα φύλλα. Προτιμώ άλλα σχήματα από την Άνω Σκανδιναβία. Αλλά δεν τα γράφω γιατί θα μου λέτε πάλι μετά πως είμαι εκτός θέματος.

Πρώτη δημοσίευση σε: http://www.mic.gr/cds.asp?id=15328

Κυριάκος Ιωσηφίδης – Στο δρόμο

 


Όταν ο Walter Benjamin ήδη πριν το 1940 μιλούσε για το νέο είδος του αστικού ανθρώπου, του πλάνητα, που νοιώθει πιο άνετα στο δρόμο παρά στο σπίτι του, δεν φανταζόταν σε ποιο βαθμό οι σημερινοί κάτοικοι της πόλης θα ξόδευαν περισσότερες ώρες από την ζωή τους στους δρόμους της και λιγότερες στο σπίτι τους. Ή μπορεί και να το φανταζόταν.

Αν ο δρόμος μπορεί να θρέψει συλλογικότητες αλλά και να υπηρετήσει την ατομική τρέλα, και αν η δυνατότητα κάποιος να γράφει και να σχολιάζει οτιδήποτε θελήσει σε οποιοδήποτε τμήμα του δημόσιου χώρου μοιάζει η επιτομή μιας απόλυτης δημοκρατίας (όπως τονίζουν αντίστοιχα οι Μάνος Στεφανίδης και Θανάσης Μουτσόπουλος που υπογράφουν, μαζί με τον Κυριάκο Ιωσηφίδη, τα περιεκτικά κείμενα εδώ), τότε οι ζωγράφοι του δρόμου/ δημιουργοί γκράφιτι / καλλιτέχνες της μετα-πόλης / art terrorists ή όπως αλλιώς τους λένε καταφέρνουν κάτι παραπάνω από το να κάνουν τους τοίχους να χαμογελούν.

Όλοι αυτοί οι γηγενείς «γκραφιτάδες» (από Abuse, Aeroplano, Antiea, Antifa, Ark, B. Beicon, Bizare, Boing, Brain μέχρι Μπλακ εν Ντέκερ, Mufa, Ners κι από Pixel, Σέϊμ, Simek, Tam, Taxis έως Yellow Wish, Zoe Zillion και Zulu) μας παρουσιάζουν σε χορταστικά δισέλιδα, τετρασέλιδα ή εξασέλιδα μεγάλες ή μικρότερες φωτογραφίες των δημιουργιών τους. Ταυτόχρονα, καλούνται να απαντήσουν (όχι υποχρεωτικά) από πού αντλούν έμπνευση, ποιες επιφάνειες προτιμούν, πώς αντιμετώπισαν δύσκολες καταστάσεις κ.ά.

Οι 280 μακρόστενες σελίδες αυτού του βιβλίου – λευκώματος προσφέρουν μια περιπλάνηση στις αστικές εκείνες επιφάνειες όπου κάθε σχέδιο διηγείται και μια ιστορία, κάνοντας την Αθήνα και άλλες πόλεις λιγότερο άθλιες. Μια βάρκα σπάει τις ρωγμές ενός τοίχου (Woozy), ένα πρόσωπο κλαίει στην πρόσοψη ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού (Beicon), μερικές αλλοπαρμένες θηλυκές ίπτανται πάνω από τους κάδους σκουπιδιών (Α. Βασμουλάκης).


Πολλά με ώθησαν να ψάξω να τα βρω: το συναρπαστικό παράθυρο – καράβι (Dreyk the Pirate), τους κόκκινους σκελετούς (Eros), το κοριτσάκι που κάνει κούνια ανάμεσα σε δυο σφαλιστά παράθυρα (Jnor Καπόνε Sidron Wisa), την μούρη πίσω από την μάντρα (Krah). Γκρίζοι τοίχοι αποκτούν πίνακες ζωγραφικής (Pete) και ζουν νέα ζωή με απερίγραπτα πλάσματα (Fotizontas, Lesec, Luez2), κρυμμένους σκοπευτές (Jola), ποθητές γυναίκες (Joad), μηχανικές κατασκευές (Errorism), κι οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Οτιδήποτε βρίσκεται «έξω», ταράτσες, πυλώνες, τηλεφωνικοί θάλαμοι, βρώμικες σκάλες, παρατημένα μηχανήματα, παλιές αποθήκες, κατεβασμένα ρολά, ακόμα και τα τσιμεντένια διαζώματα στους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, μπορούν να αποτελέσουν πεδίο δημιουργίας που μετά ανήκει σε όλους. Χαλάσματα γίνονται κινηματογραφικό σκηνικό, ηλεκτρικοί πίνακες μετατρέπονται σε φωσφορίζοντα δίκτυα (Gegans), δεν υπάρχει επιφάνεια που δεν αξίζει να ζωγραφιστεί, ακόμα και οι χορταριασμένοι ακάλυπτοι (Norjin), ακόμα και τα φρεάτια (Pixel).

Ο Κυριάκος Ιωσηφίδης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Χρώμα της πόλης» και μέλος της ομάδας Carpe Diem, που από το 2002 αναλαμβάνει δημόσια projects δουλεύοντας νόμιμα ή ημιπαράνομα. Η κοοπερατίβα περιλαμβάνει «οργανωτές, ζωγράφους – writers και λοιπούς γνωστούς ή άγνωστους συνεργάτες που επιθυμούν να κάνουν τέχνη με σημερινούς όρους και με τις σύγχρονες ανάγκες χωρίς να ενταχθούν στο κυρίαρχο σύστημα».

Η έκδοση συμπληρώνεται με ειδικές σελίδες για τα Συνθήματα, τα Stencils, τα Posters και τα Stickers αλλά και το Ξένο Αίμα δημιουργών, αποσπάσματα από κείμενα, βιβλιογραφία και ηλεκτρονικές διευθύνσεις. Όπως και αν τα χαρακτηρίσουμε όλα αυτά τα καλλιτεχνήματα, «χειρωνακτική τέχνη εναντίον design», «τατουάζ πάνω στο δέρμα του κτιρίου» ή απλά street art, είναι σα να μας φωνάζουν αυτό που μας συμβουλεύει εδώ ο Dr Cancer: «Βγες έξω απ’ την τρύπα σου. Διεκδίκησε ένα κομμάτι της πόλης -που σε απορρίπτει- έστω και με τη βία. Σου ανήκει».

(εκδόσεις Μεταίχμιο, 2007)

Πρώτη δημοσίευση σε: http://www.mic.gr/books.asp?id=15329