Εμίλιο Μπαρρατσίνα – Πωλείται παράδεισος

Ματαιώσεις σε απόδημα πεδία

Η επαγγελματική στρατολόγηση «πτυχιούχων» και η απορρόφησή τους σε θέσεις νέας τεχνολογίας αποτελούν μιαν άλλη, λιγότερο γνωστή πλευρά της μετανάστευσης. Σε αντίθεση με την καθιερωμένη εικόνα εξαθλίωσης, βρωμιάς και παρανομίας που συνεχίζει άδικα να συνοδεύει την εικόνα του μετανάστη στον μέσο άνθρωπο, οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες εδώ είναι μορφωμένοι και αξιοπρεπείς νέοι που αντιλαμβάνονται πως η ζωή τους στο «καταπράσινο μα σάπιο» Καλαμαρί (φανταστική μεταφορά λατινοαμερικάνικης χώρας), ακυρώνει το ίδιο τους το μέλλον. Φεύγουν από μια χώρα προνομιοκρατίας, που κυβερνάται από την ολιγαρχία, τον στρατό, τους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους έμπορους ναρκωτικών, το οργανωμένο έγκλημα· από μια χώρα όπου ο κάθε νεκρός χωρικός βαφτίζεται αντάρτης ώστε τα Ταμεία να αποφύγουν τις πληρωμές, όπου κάποιοι παριστάνουν τους αντάρτες για να διώξουν οικογένειες και ν’ αρπάξουν τη γη τους.

Η μετανάστευσή τους από αυτή την «γη της αγνοίας και των όπλων», της μυρωδιάς του θανάτου και του πετρελαίου των ταπωμένων πηγαδιών, ακυρώνεται ήδη από την αρχή της. Εξαπατημένοι από το πρακτορείο και τις υποσχέσεις για συμβόλαιο εργασίας, εγκλωβίζονται στην Ισπανία δίχως νόμιμη άδεια και δυνατότητα επιστροφής. Ο παράδεισος – το όνομα του πρακτορείου – δεν οδηγούσε παρά σε μια νέα κόλαση.

Η εύθραυστη Άουρα Μαρία, επιδέξια τεχνικός υπολογιστών μα ουδέποτε αποδεκτή λόγω της «αρσενικής» της ασχολίας, αποδρά για δεύτερη φορά μακριά από την πίεση της τράπεζας, από μια γαλάζια εξώπορτα που μένει χρόνια άβαφη, από την ανυπόφορη παρουσία ενός βίαιου πατέρα, τσακισμένου εργάτη στα αλατωρυχεία. Η πρώτη της φυγή στο βουνό με έναν δάσκαλο – αντάρτη είχε δραματική κατάληξη κι έχει ήδη βρεθεί υπηρέτρια σε μια αγροικία όπου δεκάδες εγκυμονούσες, όπως κι η ίδια, γυναίκες κρύβονταν από τα σκληρά μάτια των συγχωριανών τους. Τώρα μπροστά στο δίλημμα «υπηρέτρια ή πουτάνα» αναγκάζεται να ενδώσει στην ταπείνωση της εργασίας ως ροζ τηλεφωνήτριας στην αυτοσχέδια επιχείρηση του ξενώνα της.

Ο ραδιολόγος Έξ Ρέι γίνεται καθαριστής σε κλινική αλλά επιλέγει τη βραδινή βάρδια για να κάνει κρυφά πρακτική στις έτοιμες ακτινογραφίες, διορθώνοντας εσφαλμένες διαγνώσεις. Μακάρι ν’ ακτινογραφούσαν και την ψυχή, μονολογεί. Ο ευκατάστατος ψυχολόγος Κάλι στήνει στο δωμάτιό του ένα εργαστήρι ψυχολογίας για ομοφυλόφιλους, προτού συμβιβαστεί ως τηλεφωνητής σε γραμμή ερμηνείας των ονείρων. «Ξεναγός» τους στη νέα ζωή είναι ο Λουίς Φερνάντο Χαραμίγιο («Ινδιάνος»), πρώην πλανόδιος πωλητής παπουτσιών στα εμπόλεμα χωριά της πατρίδας του, ευτυχής που στη νέα του πόλη δεν χρειάζεται να διασχίζει μπλόκα στρατού και ανταρτών, κουβαλώντας κι αυτός το τραύμα της εξαφάνισης του κουνιάδου του από παραστρατιωτικούς, με έντονη την αισιοδοξία του ευπροσάρμοστου. Ξέρεις ποιος θα πληρώσει την κοινωνική ασφάλιση αυτής της χώρας στο μέλλον; Εμείς οι μετανάστες. Θα το δεις.

Γύρω τους κινούνται ελάσσονες χαρακτήρες: η Φαουστίνα, γνωστή ως «τροφός του πελάγους», καθώς βύζαξε τους λιμοκτονούντες λαθρομετανάστες σε έναν δραματικό πλου, μετανάστρια μακριά από την ζούγκλα που φωλιάζει η θλίψη, με μόνες της ευτυχίες την αποστολή χρημάτων στην οικογένειά της και την περισυλλογή στα στασίδια της εκκλησίας. Ο Χαΐρο, μισότρελος από την άδικη εκτέλεση της μικρής του αδελφής, με μόνη συντροφιά ένα λουρί χωρίς σκύλο, η σημαδεμένη από τον χαμό του γιου της από AIDS ιδιοκτήτρια της πανσιόν, η τραβεστί μεταφράστρια Ολιβέτι, που γράφει άσεμνα σημειώματα και τα σκορπάει στις γωνίες για να σκανδαλιστεί όποιος τα διαβάσει…μ’ όλο που δεν μένει ποτέ να δει το πρόσωπο του αναγνώστη.

Με συνεχή εναλλαγή αφηγητών και θρυμματισμένη χρονική δομή (όπου παρόν και παρελθόν σχεδόν ζευγαρώνουν) ο συγγραφέας, πειραματιζόμενος με τη φόρμα και χρησιμοποιώντας πλείστες μοντερνιστικές τεχνικές, συνθέτει έναν πολυφωνικό και συνεχώς ρευστό πίνακα του ψυχισμού του σύγχρονου μετανάστη. Εσωτερικοί μονολόγοι διακόπτονται από διαλόγους ή επίσημα (στατιστικά, νομοθετικά) και άλλα κείμενα (αστυνομικού ρεπορτάζ, ερευνητικής ανακοίνωσης, επιστολών), μια έντονη ποιητική διάθεση εκτροχιάζει κάθε ρεαλισμό και φωτογραφικά στιγμιότυπα καταλήγουν σε μια αποθέωση της καθημερινής λεπτομέρειας και της σημειολογίας εν γένει.

Ο Μπαρρατσίνα, σκηνοθέτης παράλληλα και ανταποκριτής του BBC στην Κολομβία, ακολουθεί τους άγνωστους μεταξύ τους ήρωες στον μικρόκοσμο του κοινού τους δωματίου, με ένα μεταλλικό κουτί φαρμάκων για χύτρα, στην αμήχανη χαρτογράφηση της πόλης, στην αναμονή ενός ευνοϊκότερου νόμου και στις μάχες τους σε δυο σκληρά μέτωπα: κατά της οδυνηρής αβεβαιότητας της επόμενης μέρας αλλά και της βασανιστικής μνήμης του παρελθόντος στην πατρίδα τους.

Ακόμα κι αν το τίμημά τους είναι μια νέα Οδύσσεια – όπως μονολογεί η Άουρα Μαρία, υπάρχουν άλλες ζωές να ζήσει κανείς, λιγότερο άνετες, πιο γενναίες ­– εκείνοι πολεμούν «να ξεβοτανίσουν το μέλλον από θανατηφόρα δηλητήρια» της προηγούμενης ζωής τους μα και της ίδιας της λατινοαμερικάνικης ταυτότητας. Πάντα πιστεύαμε ότι οι συμφορές είναι ορκισμένοι εχθροί μας, μας τώρα πρέπει να σου ομολογήσω ότι οι συμφορές μού δώσανε το κουράγιο να κοιτάξω μπροστά, να πάρω αποφάσεις, να ξεγλιστρήσω απ’ την ντροπή. Η απόλυτη ψευτιά και η πλάνη σε κάνουν ν’ αντικρίσεις την αλήθεια. (σ. 195)

Συντεταγμένες: Εκδόσεις Ροές, 2009, σελ. 272, μτφ. Σοφία Κορνάρου, με σημειώσεις της μεταφράστριας (Emilio Luiz Barrachina, La Venta del Paraiso, 2006)

Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 563, 31.7.2009 (και εδώ).

Λογοτεχνείο, αρ. 30

Έλιο Βιτορίνι, Σικελικοί διάλογοι, εκδ. Οδυσσέας, 1980, μτφ. Τατιάνα Νικολαΐδου, σ. 161-162 (Elio Vittorini, Conversazione in Sicilia, 1941)

Είναι τυχερός αυτός που διάβασε στα παιδικά του χρόνια. Και δυο φορές τυχερός αυτός που διάβασε βιβλία για τα χρόνια τα παλιά και για χώρες απ’ τα περασμένα, βιβλία ιστορικά, βιβλία για ταξίδια και το Χίλιες και μια νύχτες μ’ ένα δικό του τρόπο. Μπορείς να ξαναθυμηθείς ακόμα κι αυτό που διάβασες σα να το ’χες ας πούμε ζήσει, κι έχεις μέσα σου την ιστορία των ανθρώπων και του κόσμου ολόκληρου, στην παιδική σου ηλικία, την Περσία στα επτά σου, την Αυστραλία στα οκτώ, τον Καναδά στα εννιά, το Μεξικό στα δέκα και τους Εβραίους της Βίβλου με τον πύργο της Βαβέλ, τον Δαβίδ το χειμώνα στα έξη σου χρόνια, χαλίφηδες και σουλτάνους κάποιο Φλεβάρη ή Σεπτέμβρη, το καλοκαίρι τους μεγάλους πολέμους με το Γουσταύο Αδόλφο και τ’ άλλα για τη Σικελία και την Ευρώπη, σε κάποια Τερανόβα, ή σε κάποιες Συρακούσες, ενώ κάθε νύχτα το τρένο περνούσε φορτωμένο στρατιώτες για ένα μεγάλο πόλεμο που είναι όλοι οι πόλεμοι.
Εγώ είχα την τύχη να διαβάσω πολύ σαν ήμουνα παιδί και στην Τερανόβα ή Σικελία ήταν και λίγο Βαγδάτη και λίγο Παλάτι των Δακρύων και λίγο κήπος με φοινικόδεντρα για μένα. Διάβασα το Χίλιες και μια νύχτες κι άλλα βιβλία, σ’ ένα σπίτι κάποιου φίλου του πατέρα μου γεμάτο σοφάδες και κορίτσια, κι από κει είναι που θυμάμαι το γυμνό της γυναίκας, καθώς απ’ τις σουλτάνες και τις οδαλίσκες, αναμφισβήτητο, βεβαιωμένο, καρδιά και νου του κόσμου.
«Ναι, ήξερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά πώς είναι φτιαγμένη μια γυναίκα σαν ήμουνα επτά χρονώ» είπα.

Στον Δημήτρη Πετσετίδη