Πορθμείο για την ουσία της ύπαρξης
Η αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας, η επιθυμία βίωσης των ουσιωδών στοιχείων της ζωής και η φυγή από τα προσωπικά αδιέξοδα προς μια ουδέτερη ζώνη ωθούν τον αυτοπρόσωπο αφηγητή του Καφέ Καζαμπλάνκα, έναν συνηθισμένο άνδρα μέσης ηλικίας, στο αναμενόμενο: ένα μακρινό ταξίδι φυγής και περισυλλογής ως τους αντίποδες του κόσμου, από την Μεσόγειο στον Περσικό και τον Νότιο Ειρηνικό μέχρι τα νότια της Νέας Ζηλανδίας. Στα πολλαπλά καταστρώματα της πλωτής πλέον καθημερινότητας ο άλλοτε εργάτης ορυχείων και νυν ειδικός βιβλιοθηκονόμος και γνώστης της παλαιάς τυπογραφίας επιθυμεί να βρεθεί στην άλλη πλευρά των πραγμάτων, να δει τον εαυτό του στην ολότητά του, να γίνει η θάλασσα γίνεται το επιθυμητό «άγραφο χαρτί» της ζωής του.
Σε αυτό το «μόνον της ζωής του ταξείδιον» μετατρέπεται σταδιακά σε αδηφάγο εξερευνητή κάθε σπιθαμής του σώματος του πλοίου και αυτόπτη παρατηρητή οριακών ή μη καταστάσεων, σε μια απελπισμένη επιθυμία να ξεφύγει από την μονομανία του θανάτου. Πιστεύει σε οτιδήποτε αποτελεί αντινομία στη φθορά και τον χλευάζει ως ένα «είκασμα της ανυπαρξίας». Αντιλαμβάνεται πως τα πιο απύθμενα βάθη δεν βρίσκονται στον πάτο των χρηματοκιβωτίων, της πολιτικής ή των ωκεανών, αλλά στο άπατο του κορμιού και της επιθυμίας. Με το «ξεχασμένο μάγμα των επιθυμιών του» έτοιμο για ηφαιστειακή έκρηξη, περιφέρει την υπερωκεάνια απόγνωσή του προς τον απώτατο τερματισμό της υπέρβασης των ασφυκτικών συνόρων του εαυτού του. Υφίσταται τις αλλαγές του τρόπου ζωής του «με τη φυσικότητα ενός φιδιού που αλλάζει πουκάμισα» και, έχοντας καταργήσει το χρόνο, προσπαθεί να διατηρήσει το μεταίσθημα της αιθερικής του ανυπαρξίας μέσα σε έναν άδειο αδιάρθρωτο χώρο. Σε αυτή την περιπλάνηση οι δορυφορικά κινούμενοι γύρω από αυτόν ετερόκλητοι χαρακτήρες, μια σπορά ανθρώπινων κορμιών πάνω σε έναν ου τόπο, αποτελούν σταθμούς παράλληλους με εκείνους του πλου ανά τον κόσμο, κατ’ αντιστοιχία και με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς ενός φορητού ραδιοφώνου όπου συχνά καταφεύγει. Ποτέ άλλοτε ο κοσμοπολιτισμός δεν ήταν τόσο μοναχικός.
Καθώς τα πάντα μετεωρίζονται διαρκώς ανάμεσα στα άκρα πλείστων διπολισμών (διεθνή εξωτερικά ύδατα – μοναχικός εσωτερικός κόσμος, απόλυτη συναισθηματική αποφόρτιση – έντονη ερωτική διάθεση, φαινομενικό – διφορούμενο) ο ήρωας, ωτακουστής των ίδιων του των λόγων και χαυνωμένος στους φασματικούς ή πραγματικούς έρωτες, επιχειρεί να συλλάβει τις διαφορετικές και ταυτόχρονες εκδοχές μέσα στο χρόνο της πραγματικότητας ενός ανείκαστου κόσμου. Μήπως τελικά το σύνορο φαντασίας και πραγματικότητας δεν νοείται οριζοντίως, ως μια άλλη αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά καθέτως, τέμνοντας κατακόρυφα τον χώρο αλλά και τον εαυτό μας στη μέση;
Το τριπλής διαρρύθμισης συγγραφικό εργαστήρι του συγγραφέα, με χώρους διηγηματογράφησης (πέντε συλλογές), έκδοσης λογοτεχνικού περιοδικού (Πανδώρα) και διδασκαλίας συγγραφής διηγήματος και θεωρίας της λογοτεχνίας, σαφώς αντανακλά σε αυτή την επί ρευστού μυθοπλαστική περιπέτεια: τόσο κατά τηνσυμπληρωματική ή παραπληρωματική εξισορρόπηση των «ειδών» (νουάρ, ερωτογραφήματος, θρίλερ, φιλοσοφικής, αστυνομικής, ταξιδιωτικής, φανταστικής ή ενδοσκοπικής γραφής) όσο και στην γλώσσα. Οι λέξεις μοιάζουν να έχουν επιλεγεί με την λαβίδα των γραμματοσήμων και ελεγχθεί με τον μεγεθυντικό φακό, εσωκλείοντας παρηχήσεις φθόγγων και αρμονίες ήχων. Η ποιητική της γλώσσας (γνώριμη εμμονή του συγγραφέα) ξεκινάει πάντοτε από την «απτή» πραγματικότητα και καταλήγει σε αρχικά ανεπαίσθητες νοηματικές και θεματικές υπερβάσεις, σαν να επιθυμεί να διαρρήξει τα όρια των αντιληπτών διαστάσεων του κόσμου μας. Οι λέξεις του γίνονται οι ίδιες θέμα μέσα στη φράση και η φράση θέμα μέσα στην κάθε ιστορία. Ο Ρωμανός δουλεύει την γλώσσα σαν γλύπτης, φροντίζοντας τόσο το αποτέλεσμα όσο και την ίδια την ακουστικότητα του καλεμιού του.
Παρά την καταλυτική παρουσία του ερωτικού στοιχείου, η πλοήγηση του ανώνυμου πλοίου συγγενεύει περισσότερο με τον κατά Γκομπρόβιτς Υπερ-ατλαντικό, παρά τον Εμπειρίκειο Μεγάλο Ανατολικό. Όμως είναι ακριβώς το «ετεροβίωμα» στο οποίο κατά καιρούς έχει αναφερθεί ο Ρωμανός (η διαφορά μεταξύ των κειμένων αυτοβιογραφικής έμπνευσης και των βιωμένων με συγγραφικές τεχνικές και παραμέτρους) που αναμφισβήτητα προσδίδει στο μυθιστόρημα έναν κατά κυριολεξία κοσμικό, οικουμενικό χαρακτήρα. Το πλοίο γίνεται το ίδιο μια θάλασσα διαμάχης ερωτισμού, διανοητικής επιβίωσης, φθοράς και αφθαρσίας, και ταυτόχρονης συνύπαρξης σκληρού ρεαλισμού και μαγικής ποιητικής προσώπων, καταστάσεων και εικόνων, που καταλήγουν στο δέλτα μιας πάντοτε εικαζόμενης «πραγματικότητας». Το ευρηματικότατο διπλό τέλος ουδόλως αναιρεί την απόλυτη επικράτηση του έρωτα πάνω στον θάνατο. Μόνον ο έρωτας αποτελεί το μοναδικό ατελεύτητο ταξίδι πέρα από το τέρμα κάθε προορισμού και ο ήρωας έχει πλέον μάθει να μετράει έναν έναν τους κόκκους της κλεψύδρας του έρωτα, να μην αφήσει κανέναν να πάει χαμένος.
Εκδ. Άγκυρα, 2009, σελ. 203.
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 582, 11.12.2009 (και εδώ) .
Για το έργο και τις προτιμήσεις του συγγραφέα, βλ. Αίθριο του Πανδοχείου, αρ. 8 (εδώ).
0 Σχόλια to “Γιώργος Ρωμανός – Καζαμπλάνκα καφέ”