Λογοτεχνείο, αρ. 62

Τόλης Καζαντζής. Κομμένη γλώσσα. «Ονόματα και ιστορίες». Ενηλικίωση. Από το βιβλίο: Η Παρέλαση –  Ενηλικίωση, εκδ. Ροές, Β΄ έκδ., 1988, σ. 192-193.

 Αυτά, μέχρι που αρχίνησε να μας μιλάει, κι έφευγε λόγο με το λόγο η ασχήμια κι η αχαμνάδα από πάνω του, καθώς μας ιστορούσε για την άλωση, για το ορφάνεμα του τόπου, για τους ηρωικούς νεομάρτυρες και για τον τυραννισμένο, τον τσαλαπατημένο τον κοσμάκη, για τους ντονμέδες και τους τσακανογλείφτες και κάτι άλλος προδότες και δοσίλογους της εποχής.

Από τη μέρα κείνη, στα έντεκα χρόνια μου, άλλο δε σκεφτόμουνα παρά να γράψω κι εγώ μια ιστορία, να βάλω μέσα όλο αυτό που μου περίσσευε και πήγαινε χαμένο. Και πήρα ένα πρόχειρο. Και πήρα ένα πρόχειρο, από κείνα με τα κίτρινα φύλλα και σηκωνόμουνα πρωί – χαράματα, πριν φύγω στο σχολείο κι έγραφα ασταμάτητα χωμένος κάτω απ’ τα σκεπάσματα, χαμένος και φευγάτος μέσα στην ιστορία μου, όπου, μικρό παιδί, ακολουθούσα τους ήρωες του’ 21, βήμα το βήμα και τα ’βλεπα  όλα και τα διηγόμουνα όπως τα βλέπει και τα νοιώθει ένα μικρό παιδί.

 Στον Μίμη Σουλιώτη

Sambassadeur – European (Labrador, 2010)

Κανονικά αποφεύγω εδώ στο πάρκο των reviews ν’ ασχοληθώ δυο φορές με το ίδιο όνομα και μάλιστα όσον αφορά συνεχόμενους δίσκους, αλλά αν είναι να περιμένω από τους υπόλοιπους άκαρδους, σκοταδόψυχους, νοτιοημίσφαιρους, αντιμέλωδους, πειραματολάγνους και έτερους μονομανιακούς συνεργάτες, άστο καλύτερα. Ο τρίτος δίσκος (υπήρχε και το ομότιτλο του 2004) του σχήματος που εν αγνοία του βάφτισε ο Serge Gainsbourg ας είναι πάλι για μένα. Απ’ το προηγούμενο σημείωμά μου για το προ τριετίας  τους Migration θα κρατήσω τις λέξεις ευεξία, ψυχαγωγία και χαροποίηση, θα επαναλάβω το λούστρο της παραγωγής, θα διαπιστώσω πως εξωφυλλιακά επιμένουν σε εικόνα διακοπών (τότε το αντίσκηνο στο δάσος, τώρα το κατάστρωμα του πλοίου) και θα φωνάξω τα εξής:

Του Stranded η έναρξη είναι τόσο μα τόσο Cinerama (σταδιακή ανάπτυξη ταχύτητας, προήγηση εγχόρδων, αέρινη συνέχεια) που θες να κοιτάξεις τα credits, αλλά ξέχασα πως δεν υπάρχουν πρόχειρα τέτοια πράγματα, ούτε εξώφυλλα, ούτε μυρωδιές χαρτιού, δεν βλέπω πεταμένα βινύλια στο πάτωμα, πρέπει να ξυπνήσω ή να κάνω το κορόιδο. Του Days η έναρξη είναι ακόμα πιο σινε(με ρα ή χωρίς)ματικότερη και δεν ξέρω αν πρέπει να φωνάξω έτσι, έτσι προχωρήστε, μαγέψτε μας κι άλλο με τα απλά και τα ευμέλωδα ή να σκεφτώ πως με τέτοιο highlight, τα υπόλοιπα θα ναι κατώτερα. Του I can try η γραμμή είναι τόσο εγκεφαλοκαρφωτική που αναρωτιέμαι αν το έχω ακούσει και αγαπήσει στην προηγούμενη ζωή μου ή αν απλώς είναι χαρακτηριστικό του όμορφου τραγουδιού να προκαλεί το συναισθηματικό deja vu. Τέτοια γλυκοφόρα εισαγωγική τριπλέτα ούτε σαν πρώτη μπουκιά δροσερής λεμονόπιτας.

Ε τώρα, το περίμενα πως θα ελαττώσουν ταχύτητα στο τέταρτο ενώ είναι νωρίς για τέτοια, μόνο σαν διάλειμμα για αναψυκτικό θα το δεχόμουν αλλά εκείνοι το συνεχίζουν και στα επόμενα τρία αλλά δεν μπορώ να μην συγχωρήσω ένα ακουστικοκίθαρο ινστρουμένταλ (A remote view) και νωρίτερα την θρηνητική απειλή της ανδρόγυνης μετατροπής της Anne: I was happier alone / Cut my hair just like a boy (Albatross). Κι ας πρέπει να φτάσω ως το προτελευταίο Sandy tunes με τα φτερωτά 60ς ντραμίνια να κυνηγούν τα βιολιά και τις συλλαβές της δέσποινας για να κουνηθώ ξανά. Πάλι καλά που ο επίλογος δεν είναι νταουνάτος αλλά μοιράζει τις διαθέσεις στο μισό.

Πώς να γράψω τώρα ότι αυτό είναι πραγματικά καλοκαιρινό άκουσμα χωρίς να περιοριστεί ο δίσκος σε εποχιακά καλάθια;

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr